Παλατινή Κομητεία της Κεφαλονιάς και της Ζακύνθου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 38°00′N 20°42′E / 38.000°N 20.700°E / 38.000; 20.700

Η Παλατινή Κομητεία της Κεφαλονιάς και της Ζακύνθου

Η Παλατινή Κομητεία της Κεφαλονιάς και της Ζακύνθου την περίοδο (1185 - 1479) ήταν επαρχία του Βασιλείου της Σικελίας. Ο τίτλος του "Κόμη" δόθηκε για πρώτη φορά στον Μαργαριτόνε του Μπρίντιζι που πήρε σαν δώρο την Κεφαλονιά και τη Ζάκυνθο από τον Γουλιέλμο Β΄ της Σικελίας (1185) για τις υπηρεσίες που του είχε προσφέρει.[1] Οι κυβερνήτες της Παλατινής Κομητείας μετά τον Μαργαριτόνε (1185 - 1195) ήταν:

Η Οικογένεια Τόκκο χρησιμοποίησε την Παλατινή Κομητεία σαν βάση για την κατάκτηση περιοχών της ηπειρωτικής Ελλάδας, κατέλαβαν (1411) το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Η προέλαση των Οθωμανών στα δυτικά συρρίκνωσε σταδιακά την κυριαρχία τους, οι Οθωμανοί κατέλαβαν το Δεσποτάτο και περιόρισαν τους Τόκκο στη νησιώτικη Παλατιανή κομητεία. Οι Τόκκο διατήρησαν την Παλατινή Κομητεία μέχρι την κατάληψη της από τους Οθωμανούς και τη Δημοκρατία της Βενετίας που μοίρασαν τα νησιά σύμφωνα με τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης (1479).[2] Η Ζάκυνθος πέρασε ολόκληρη στη Δημοκρατία της Βενετίας και η Κεφαλονιά μοιράστηκε ανάμεσα στους Βενετούς και τους Οθωμανούς.[3]

Μαργαριτόνε[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Κεφαλονιά, η Ζάκυνθος και η Ιθάκη δέχτηκαν στις αρχές του 12ου αιώνα σκληρές επιδρομές από τους πειρατές, έντονη δραστηριότητα είχε αναπτύξει ο Γουλιέλμος Β΄ της Σικελίας. Τα Λατινικά έγγραφα στην Ελλάδα είχαν την υπογραφή του κόμητος Μαργαριτόνε (1192, 1193). Οι συνθήκες υπό τις οποίες ο Μαργαριτόνε απέκτησε την κατοχή τους είναι άγνωστες, το βέβαιο είναι ότι ο Γουλιέλμος Β΄ μετά την εισβολή στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και την κατάκτηση μεγάλων περιοχών (1185) του έδωσε τα δυο νησιά δώρο για τις υπηρεσίες που του είχε προσφέρει.

Άνοδος των Ορσίνι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε 10 χρόνια (1195) εμφανίζεται νέος κυβερνήτης του Επτανησιακού Παλατινάτου ο Ματθαίος Α΄ Ορσίνι, μέλος της Οικογένειας Ορσίνι γεννημένος στην Απουλία από οικογένεια Ιταλών ευγενών από τη Ρώμη.[4] Όταν οι Φράγκοι στην Δ΄ Σταυροφορία κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη και δημιούργησαν τη Λατινική Αυτοκρατορία (1204) η κομητεία του Παλατινάτου αποδόθηκε στους Βενετούς. Το νησί ωστόσο συνέχισε να κυβερνά η Οικογένεια Ορσίνι αφού ο Ματθαίος Α΄ έδωσε όρκο υποτέλειας στον Δόγη της Βενετίας (1209), στην Αγία Έδρα (1216) και στον Πρίγκιπα της Αχαΐας (1236).[5] Με την εγκατάσταση των Ορσίνι στα δυο νησιά οι Ορθόδοξες επισκοπές καταργήθηκαν και εγκαταστάθηκαν στη θέση τους Λατίνοι επίσκοποι.[6] Ο δεύτερος γιος και διάδοχος του Ματθαίου Β΄ Ορσίνι Ριχάρδος Α΄ Ορσίνι ο "πιο ευγενής κόμης του Παλατινάτου και αφέντης της Κεφαλονιάς, της Ζακύνθου και της Λευκάδας" απέκτησε τα εδάφη της Λατινικής επισκοπής της Κεφαλονιάς (1264). Η Οικογένεια Ορσίνι μετά τα Επτάνησα κατέκτησε στις αρχές του 14ου αιώνα και την Ήπειρο πήραν τον τίτλο του "Δεσπότη", πολλά μέλη της Οικογένειας ασπάστηκαν την Ορθόδοξη Εκκλησία και παντρεύτηκαν και Ελληνίδες γυναίκες.

Η Μάχη της Πελαγονίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σφραγίδα του Ριχάρδου Α΄ Ορσίνι

Η Οικογένεια Ορσίνι ξεκίνησε στενές σχέσεις με το Δεσποτάτο της Ηπείρου όταν ο Ματθαίος Β΄ Ορσίνι παντρεύτηκε την Άννα Θεοδώρα Αγγελίνα, κόρη ή ανιψιά του Μιχαήλ Α΄ Κομνηνού Δούκα (1227). Ο Αυτοκράτορας της Νίκαιας Μιχαήλ Η´ Παλαιολόγος ανησυχώντας για την εξέλιξη αυτή έστειλε τον αδελφό του Σεβαστοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγο με στρατό εναντίον του Δεσποτάτου. Ο Δεσπότης της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄ Κομνηνός Δούκας γιος του Μιχαήλ Α΄ συμμάχησε με τον πρίγκιπα της Αχαΐας Γουλιέλμο Β΄ Βιλλεαρδουίνο και τον Παλατίνο κόμη Ριχάρδο Α΄ Ορσίνι γιο του Ματθαίου Β΄ και της Άννας Θεοδώρας Αγγελίνας. Ακολούθησε η Μάχη της Πελαγονίας ή Μάχη της Καστορίας (1259) επειδή μεγάλοι ιστορικοί ταυτίζουν τη θέση με τη σημερινή Καστοριά.[7][8]

Ο στρατός του Μιχαήλ Παλαιολόγου συνέτριψε τις ενωμένες δυνάμεις του Γουλιέλμου Βιλλεαρδουίνου, του Μιχαήλ Β΄ Κομνηνού Δούκα και του Ματθαίου Ορσίνι, ο ενισχυμένος Μιχαήλ Παλαιολόγος ανακατέλαβε αμέσως μετά την Κωνσταντινούπολη. Ο Γουλιέλμος Βιλλεαρδουίνος που ήταν μέχρι τότε πανίσχυρος αιχμαλωτίστηκε και ο Μιχαήλ Β΄ της Ηπείρου δραπέτευσε στα Επτάνησα στον σύμμαχο του Ριχάρδο Ορσίνι αλλά λίγο αργότερα επανήλθε στην Ήπειρο λόγω σκληρής αντίδρασης των κατοίκων απέναντι στους Παλαιολόγους. Μετά από μια δεύτερη ήττα από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο (1264) ο Μιχαήλ Β΄ Κομνηνός Δούκας ορκίστηκε υποτέλεια στον Βυζαντινό Αυτοκράτορα. Ο Γουλιέλμος Β΄ Βιλλεαρδουίνος επικυρίαρχος του Ριχάρδου έγινε με τη "Συνθήκη του Βιτέρμπο" (1267) υποτελής του Καρόλου του Ανδεγαυού, με την ίδια συνθήκη έγινε και ο Ριχάρδος Α΄ Ορσίνι υποτελής του βασιλιά της Σικελίας. Με τον θάνατο του άτεκνου Βιλλεαρδουίνου τα περιουσιακά του στοιχεία πέρασαν στον Κάρολο τον Ανδεγαυό (1278).[9]

Δεσποτάτο της Ηπείρου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σφραγίδα του Ιωάννη Α΄ Ορσίνι

Τον Μιχαήλ Β΄ Κομνηνό Δούκα διαδέχθηκε ο γιος του Νικηφόρος Α΄ Κομνηνός Δούκας (1268) και τον Μιχαήλ Παλαιολόγο ο γιος του Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος (1282), οι δυο ηγεμόνες και ο Παλατίνος Κόμης Ριχάρδος Α΄ Ορσίνι συμμάχησαν μεταξύ τους. Οι σχέσεις τους με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήρθαν ξανά σε ένταση όταν ο Νικηφόρος Α΄ της Ηπείρου ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τον βασιλιά της Νάπολης Κάρολο τον Χωλό (1291), οι Βυζαντινοί έκαναν νέα εκστρατεία εναντίον της Ηπείρου.

Ο Κάρολος ο Χωλός, ο Φίλιππος Α΄ του Τάραντα και ο Ριχάρδος Α΄ Ορσίνι έσπευσαν να βοηθήσουν τον δεσπότη Νικηφόρο Α΄. Ο Δεσπότης Νικηφόρος Α΄ Κομνηνός Δούκας για να ευχαριστήσει τον Ριχάρδο Α΄ επειδή τον βοήθησε να σώσει το Δεσποτάτο από τους Βυζαντινούς έδωσε την κόρη του Μαρία Αγγελίνα σύζυγο στον γιο του Ιωάννη Α΄ (1294). Με τον γάμο η Παλατινή Κομητεία απέκτησε σημαντικό ρόλο στην πολιτική του Δεσποτάτου.[10] Ο Ιωάννης Α΄ Ορσίνι διαδέχθηκε τον πατέρα του (1303) και κυβέρνησε μέχρι τον δικό του θάνατο (1317), τον διαδέχθηκε ο γιος του με τη Μαρία Αγγελίνα Νικόλαος Ορσίνι. Ο θείος του Δεσπότης της Ηπείρου Θωμάς Κομνηνός Δούκας αρνήθηκε στην αδελφή του Μαρίνα Αγγελίνα που ήταν μητέρα του Νικολάου Ορσίνι να αποκτήσει μερίδιο στην πατρική περιουσία. Ο Νικόλαος Ορσίνι αφού ανέθεσε τη διοίκηση της Παλατινής κομητείας του στον αδελφό του Ιωάννης Β΄ Ορσίνι μετέβη στην Ήπειρο για να λύσει τις διαφορές του με τον θείο του, τελικά συγκρούστηκαν και ο Νικόλαος τον δολοφόνησε.[11] Ο Νικόλαος Ορσίνι μετά τη δολοφονία του θείου του παντρεύτηκε τη χήρα του Άννα Παλαιολογίνα και ανακηρύχτηκε ο ίδιος Δεσπότης της Ηπείρου με πρωτεύουσα την Άρτα. Δήλωσε υποτέλεια στον παππού της Άννας Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο και πήρε τον τίτλο "Παλατινός κόμης, ελέω Θεού Δεσπότης τής Ρωμανίας".

Πτώση των Ορσίνι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με τον θάνατο της Άννας Παλαιολογίνας (1320) ο Νικόλαος Ορσίνι αφού αναγνώρισε ότι η Δημοκρατία της Βενετίας είναι αρκετά ισχυρότερη από τους Παλαιολόγους άλλαξε στάση, δήλωσε υποτέλεια στη Δημοκρατία και ζήτησε την άδεια να καταλάβει την υπόλοιπη Ήπειρο. Οι Βενετοί που είχαν καλές εμπορικές σχέσεις με το Βυζάντιο αρνήθηκαν αλλά ο Νικόλαος Ορσίνι δεν πτοήθηκε, εκμεταλλεύτηκε την εμφύλια σύγκρουση ανάμεσα στον Ανδρόνικο Β΄ και τον εγγονό του Ανδρόνικο Γ΄ Παλαιολόγο και αποφάσισε να καταλάβει μόνος του τα Ιωάννινα.[12] Ο μικρότερος αδελφός του ωστόσο Ιωάννης Β΄ Ορσίνι όταν είδε ότι ο Νικόλαος Ορσίνι είναι ανεπιθύμητος στους κατοίκους των Ιωαννίνων συνωμότησε μαζί τους, τον σκότωσε με τα χέρια του και τον διαδέχθηκε (1323).[13] Ο Ιωάννης Β΄ Ορσίνι προσπάθησε αμέσως να εξασφαλίσει την υποστήριξη των Ελλήνων, έδωσε όρκο υποτέλειας στον Ανδρόνικο Β΄ και παντρεύτηκε την Άννα Παλαιολογίνα κόρη του Ανδρόνικου Άγγελου Παλαιολόγου. Για να εξασφαλίσει μεγαλύτερη υποστήριξη από τους Έλληνες ασπάστηκε το Ορθόδοξο δόγμα και μετέφρασε σε κοινή Ελληνική τον Όμηρος. Ο Ιωάννης της Γραβίνας ανησυχώντας για τις εξελίξεις κατέλαβε την Παλατινή κομητεία (1325) τερματίζοντας την εξουσία των Ορσίνι που πέρασε κατόπιν στην Ανδεγαυική δυναστεία.

Ανδεγαυοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ιωάννης Β΄ Ορσίνι μετά την ανατροπή του κατέφυγε στην Ήπειρο και έζησε εκεί μέχρι τον θάνατο του (1335), τα νησιά πέρασαν στην Ανδεγαυική Οικογένεια του Ανζού σαν τμήμα του πριγκιπάτου της Αχαΐας. Η Ανδεγαυική κατοχή διατηρήθηκε 22 χρόνια, στη συνέχεια τα τρία νησιά πέρασαν στην Οικογένεια Τόκκου που τα κράτησαν πάνω από έναν αιώνα εξασφαλίζοντας την ενότητα στα τρία νησιά της Παλατινής Κομητείας. Ο Λεονάρδος Α΄ Τόκκος κυβερνήτης της Βενετοκρατούμενης Κέρκυρας πήρε σαν δώρο τα νησιά από τον Ροβέρτο του Τάραντα για τις υπηρεσίες που του είχε προσφέρει όταν ήταν αιχμάλωτος του βασιλιά της Ουγγαρίας (1357).

Οικογένεια Τόκκο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Θυρεός της Οικογένειας Τόκκο ως Κόμητες της Κεφαλονιάς

Η Οικογένεια Τόκκο επεκτάθηκε καταλαμβάνοντας και τη Λευκάδα, ο Λεονάρδος Α΄ προσπάθησε να ενισχύσει τη θέση του απέναντι στον πάπα, τους Ανδεγαβούς και τους Αλβανούς της Ηπείρου εξασφαλίζοντας συγγενικές σχέσεις με την Οικογένεια Ατσαγιόλι από τη Φλωρεντία. Η πολιτική αυτή έδωσε μεγάλες δυνάμεις στην Οικογένεια Τόκκο που έφτασαν στο αποκορύφωμα της τον 15ο αιώνα όταν ο Κάρολος Α΄ Τόκκος κατέκτησε τα Ιωάννινα (1411) και την Άρτα (1416). Ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Μανουήλ Β´ Παλαιολόγος έδωσε στον Κάρολο Τόκκο σύμφωνα με τη Βυζαντινή παράδοση τον τίτλο του "Δεσπότη". Η δυναστεία προσπάθησε να εξασφαλίσει την υποστήριξη του τοπικού πληθυσμού στην κεντρική Ελλάδα με πλήθος από "δωρεές", "τίτλους", "εκτάσεις" και "πρόνοιες". Παράδειγμα είναι η ευγενής οικογένεια Γαλάτη που έλαβε προνόμια από τους Τόκκους στην Ιθάκη στις αρχές του 15ου αιώνα.

Ο τελευταίος εκπρόσωπος της Οικογένειας Λεονάρδος Γ΄ Τόκκος επανέφερε την Ορθόδοξη αρχιεπισκοπή που είχε καταργηθεί από τους Ορσίνι. Η Βενετία ανησύχησε έντονα με τη ισχύ του Λεονάρδου Γ΄ και τη θρησκευτική του πολιτική, συμμάχησε με τους Οθωμανούς, στράφηκε εναντίον του και κατέλαβε το Δουκάτο (1479). Η Κεφαλονιά σύμφωνα με τη Συνθήκη του 1484 μοιράστηκε ανάμεσα στους Τούρκους και τους Βενετσιάνους ενώ η Ζάκυνθος πέρασε ολόκληρη στους Βενετούς, λίγα χρόνια αργότερα (1500) ολόκληρη η Κεφαλονιά πέρασε στην κατοχή της Βενετίας.

Κατάλογος των Παλατινών Κομήτων Κεφαλληνίας και Ζακύνθου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οίκος Ορσίνι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οίκος των Καπετιδών-Ανζού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οίκος των Τόκκων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. http://www.hri.org/infoxenios/english/ionian/zakynthos/history.html
  2. Ντίνος Κονόμος, Ζάκυνθος, Πεντακόσια χρόνια (1478-1978), τόμος τρίτος: Πολιτική Ιστορία (τεύχος Α', 1478 – 1800), σελ. 24-25.
  3. Chisholm, Hugh, ed. (1911). "Cephalonia". Encyclopædia Britannica (11th ed.). Cambridge University Press.
  4. Miller (1903) p. 2.
  5. Foundation for Medieval Genealogy, chap. 8, Kephalonia
  6. Buchon II (1845)p. 477.
  7. Deno John Geanakoplos, Greco-Latin relations on the eve of the Byzantine restoration: the Battle of Pelagonia (1953), Dumbarton Oaks Papers 7, σελ. 136,
  8. Speculum, τόμ. 29, εκδ. Mediaeval Academy of America (1954), σελ. 801.
  9. Sturdza (1999) p. 497.
  10. Fine (1994) σ. 236.
  11. Λεωνίδα Ζώη, σελ. 99
  12. ΟΥΙΛΛIΑΜ ΜΊΛΛ Ε Ρ, μετάφραση ΣΠΥΡΟΥ Π. ΛΑΜΠΡΟΥ Τόμος Α', σελ. 357
  13. Miller (1908) p. 250.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μίλλερ, Ουΐλλιαμ μετάφρ. Σπυρ. Π. Λάμπρου, 1909-1910, «Ιστορία της Φραγκοκρατίας εν Ελλάδι (1204-1566)» μετά προσθηκών και βελτιώσεων, Tόμος A'. Εν Αθήναις: Ελληνική Εκδοτική Εταιρεία.
  • (Αγγλικά) Miller, W. (1908) "The Latins in the Levant. A History of Frankish Greece (1204-1566)" (Cambridge and New York). Αρχειοθετήθηκε 10/11/2017. Ανακτήθηκε 17/06/2017.
  • Λεωνίδας Ζώης "Ιστορία της Ζακύνθου" Αθήναι 1955
  • ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ,Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, Αθήνα, Τόμος 16.
  • «Ιστορία της Ζακύνθου», Λεωνίδας Χ. Ζώης, Αθήνα 1955
  • D. P. Hupchick, Conflicts & Chaos in Eastern Europe, 1995
  • Fine, John Van Antwerp (1994) [1987]. The Late Medieval Balkans: A Critical Survey from the Late Twelfth Century to the Ottoman Conquest (στα Αγγλικά). Ανν Άρμπορ, Μίσιγκαν: University of Michigan Press. ISBN 0-472-08260-4. 
  • Norwich, John Julius. The Kingdom in the Sun 1130-1194. Longman, London, 1970.
  • Nicol, Donald M. (1984) [1957]. The Despotate of Epiros 1267-1479: A Contribution to the History of Greece in the Middle Ages
  • Nicol, Donald M. (1993) [1972]. The Last Centuries of Byzantium, 1261-1453 (2. ed.). Cambridge University Press.
  • Zečević, Nada (2014). The Tocco of the Greek Realm: Nobility, Power and Migration in Latin Greece (14th-15th centuries). Belgrade: Makart.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]