Πάπας Μαρτίνος Ε΄

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πάπας
Μαρτίνος Ε΄
Από11 Νοεμβρίου 1417
Έως20 Φεβρουαρίου 1431
Προκάτοχοςδιεκδικ. Ρώμης: Γρηγόριος ΙΒ΄
διεκδικ. Αβινιόν: Βενέδικτος ΙΓ΄
διεκδικητής Πίζας: Ιωάννης ΚΓ΄
ΔιάδοχοςΕυγένιος Δ΄
Προσωπικά στοιχεία
Θυρεός{{{θυρεός_alt}}}

Ο Πάπας Μαρτίνος Ε΄ (λατινικά: Martinus V, ιταλικά: Martino V, Ιανουάριος/Φεβρουάριος 1369 – 20 Φεβρουαρίου 1431), που γεννήθηκε ως ΌττοΟντόνε) Κολόννα, ήταν ο επικεφαλής της Καθολικής Εκκλησίας και ηγεμόνας των Παπικών Κρατών από τις 11 Νοεμβρίου 1417 ως το θάνατό του το 1431.[1] Η εκλογή του ουσιαστικά τερμάτισε το Δυτικό Σχίσμα του 1378–1417. Είναι ο τελευταίος Πάπας μέχρι σήμερα που πήρε το παπικό όνομα «Μαρτίνος».

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Οντόνε Κολόννα γεννήθηκε στο Γκενατσάνο, γιος του Αγκάπιτο Κολόννα και της Κατερίνα Κόντι, μεταξύ 26 Ιανουαρίου και 20 Φεβρουαρίου 1369.[2] Ανήκε σε μια από τις παλαιότερες και πιο διακεκριμένες οικογένειες της Ρώμης. Ο αδελφός του Τζορντάνο έγινε Πρίγκιπας του Σαλέρνο και Δούκας της Βενόζα, ενώ η αδερφή του Πάολα ήταν Πριγκίπισα του Πιομπίνο μεταξύ 1441 και 1445.

Ο Οντόνε σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Παβίας.[3] Έγινε αποστολικός πρωτονάριος επί του Πάπα Ουρβανού ΣΤ΄ (1378–1389) και Καρδινάλιος-Διακόνος του Σαν Τζόρτζιο του Βελάμπρο από τον Πάπα Ιννοκέντιο Ζ΄ το 1405.

Το 1409 έλαβε μέρος στη Σύνοδο της Πίζας και ήταν ένας από τους υποστηρικτές του Αντίπαπα Αλέξανδρου Ε'. Αργότερα επιβεβαίωσε την πίστη του στον διάδοχο του Αλέξανδρου Αντίπαπας Ιωάννης ΚΓ΄, από τον οποίο η οικογένειά του απέκτησε πολλά προνόμια, ενώ ο Οντόνε απέκτησε για τον εαυτό του τις επισκοπές του Τόντι, του Ορβιέτο, της Περούτζα και της Ούμπρια. Αφορίστηκε για αυτό το 1411 από τον Πάπα Γρηγόριο ΙΒ΄. Ο Οντόνε ήταν μέλος της συνοδείας του Ιωάννη ΚΓ΄ στη Σύνοδο της Κωνσταντίας και τον ακολούθησε στην απόδρασή του στο Σαφχάουζεν στις 21 Μαρτίου 1415. Αργότερα επέστρεψε στην Κωνσταντία και συμμετείχε στη διαδικασία που οδήγησε στην εκθρόνιση του Ιωάννη ΚΓ΄.[1]

Πάπας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εκλογή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την καθαίρεση του Αντίπαπα Ιωάννη ΚΓ΄ το 1415 το Συμβούλιο της Κωνσταντίας διχάστηκε για πολύ από τις αντικρουόμενες αξιώσεις του Πάπα Γρηγορίου XII (1406–15) και του Αντίπαπα Βενέδικτου XIII (1394–1423). Ο Μαρτίνος εξελέγη πάπας, σε ηλικία 48 ετών, στη Σύνοδο της Κωνσταντίας κατά την Εορτή του Αγίου Μαρτίνου, 11 Νοεμβρίου 1417.[2] Στο κονκλάβιο συμμετείχαν 23 καρδινάλιοι και 30 εκπρόσωποι της συνόδου. Χειροτονήθηκε ιερέας στις 13 Νοεμβρίου 1417 και επίσκοπος την επόμενη μέρα.

Ο Μαρτίνος έφυγε από την Κωνσταντία όταν τελείωσε η σύνοδος (Μάιος 1418), αλλά ταξίδεψε αργά στην Ιταλία και χρονοτρίβησε στη Φλωρεντία. Η εξουσία του στη Ρώμη εκπροσωπείτο από τον αδελφό του Τζορντάνο, που είχε πολεμήσει υπό τον Μούτσιο Αττεντόλο εναντίον του κοντοτιέρου Μπράτσιο ντα Μοντόνε. Ο Πάπας εκείνη την εποχή κυβερνούσε μόνο τη Ρώμη (όταν δεν ήταν επαναστάτης) και τα περίχωρά της. Ο Μπράτσιο κατείχε την Ούμπρια, τη Μπολόνια ως ανεξάρτητη κοινότητα, ενώ μεγάλο μέρος της Ρομάνια και του Μάρκε κατείχαν ντόπιους «επίσκοποι», που στην πραγματικότητα ήταν κατώτεροι κληρονομικοί άρχοντες. Συγκεκριμένα ο Μαρτίνος επικύρωσε τον Τζόρτζιο Ορντελάφι στο Φορλί, το Λουντοβίκο Αλιντόσι στην Ίμολα, το Μαλατέστα Δ΄ Μαλατέστα στο Ρίμινι και τον Γκουινταντόνιο ντα Μοντεφέλτρο στο Σπολέτο, που αργότερα θα παντρευόταν την ανιψιά του πάπα Κατερίνα Κολόννα.

Η εκλογή του Πάπα Μαρτίνου ως πάπα. Χρονικό του Ούλριχ του Ρίχενταλ.

Σε αντάλλαγμα για την αναγνώριση της Ιωάννα Β΄ της Νάπολης ο Μαρτίνος έλαβε την επιστροφή του Μπενεβέντο, αρκετά φέουδα στο Βασίλειο της Νάπολης για τους συγγενείς του και, το πιο σημαντικό από όλα, μια συμφωνία με την οποία ο Μούτσιο Αττεντόλο, που τότε προσλήφθηκε από τους Ναπολιτάνους, έπρεπε να φύγει από τη Ρώμη.[2]

Μετά από μια μακρά παραμονή στη Φλωρεντία, οπότε αυτά τα ζητήματα διευθετήθηκαν, ο Μαρτίνος μπόρεσε να εισέλθει στη Ρώμη το Σεπτέμβριο του 1420. Αμέσως άρχισε να εργάζεται για την αποκατάσταση της τάξης και την ανοικοδόμηση των ερειπωμένων εκκλησιών, παλατιών, γεφυρών και άλλων δημόσιων κατασκευών. Για αυτή την ανοικοδόμηση προσέλαβε μερικούς διάσημους μάστορες της σχολής της Τοσκάνης και συνέβαλε στη Ρωμαϊκή Αναγέννηση.[2]

Αντιμέτωπος με συναγωνισμό σχεδίων για γενικές μεταρρυθμίσεις που ανέλαβαν διάφορα κράτη, ο Μαρτίνος Ε' πρότεινε ένα αντισχέδιο και ξεκίνησε διαπραγματεύσεις για χωριστά κονκορδάτα, ως επί το πλείστον ασαφή και απατηλά, με την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, την Αγγλία, τη Γαλλία και την Ισπανία.

Χουσιτικοί Πόλεμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μέχρι το 1415 η Βοημία ήταν σε αναταραχή και αντικείμενο πολλών συζητήσεων στη Σύνοδο της Κωνσταντίας. Οι οπαδοί του Γιαν Χους, που προηγουμένως είχε καεί στην πυρά ως αιρετικός από η Σύνοδο, υιοθέτησαν της Θείας Κοινωνίας. Η Σύνοδος έστειλε επιστολές στις πολιτικές και εκκλησιαστικές αρχές της Βοημίας, επιμένοντας να ασχοληθούν με την αίρεση. Οι ευγενείς της Βοημίας και της Μοραβίας απάντησαν ότι η καταδίκη του Χους ήταν άδικη και προσβλητική για τη χώρα τους και υποσχέθηκαν να προστατεύσουν τους ιερείς από τις επισκοπικές διώξεις για αίρεση. Η Πράγα τέθηκε υπό απαγόρευση γιατί έδωσε καταφύγιο στον αφορισμένου Γιαν του Γεσένιτσε. Οι (Ολλανδοί θεωρούμενοι αιρετικοί) Μπέγκαρτ κατέφυγαν στη Βοημία, λόγω της φήμη της για θρησκευτική ελευθερία.[3]

Το 1419 ο Βασιλιάς Βεντσεσλάβος Δ΄, που είχε αντισταθεί σε ό,τι θεωρούσε παρέμβαση στο βασίλειό του, διέταξε όλοι οι διωχθέντες Καθολικοί να αποκατασταθούν στα αξιώματα και τα εισοδήματά τους. Η Πράγα προετοιμάστηκε για ένοπλη αντίσταση. Ο Γιαν Ζέλι, ένας ακραίος αντικαθολικός ιεροκήρυκας της Πράγας, ηγήθηκε μιας πορείας στο δημαρχείο, όπου υπό την ηγεσία του Γιαν Ζίζκα του Τρότσνοβ, ενός ευγενή της νότιας Βοημίας, έγινε εισβολή το κτίριο και οι άνθρωποι που βρέθηκαν μέσα εκπαραθυρώθηκαν, πέφτοντας πάνω στα δόρατα και τα ξίφη των διαδηλωτών, και κομματιάστηκαν. Στο Κούτενμπεργκ εκατοντάδες αιχμάλωτοι Χουσίτες πετάχτηκαν από τους ανθρακωρύχους στα φρεάτια των αχρησιμοποίητων ορυχείων αργύρου. Ο Βασιλιάς Βεντσεσλάβος ορκίστηκε θάνατο σε όλους τους επαναστάτες, αλλά πέθανε από εγκεφαλικό τον Αύγουστο του 1419. Οι επόμενοι μήνες σημαδεύτηκαν από πράξεις βίας και πολλοί πολίτες, ιδίως Γερμανοί, αναγκάστηκαν να φύγουν.[3]

Τον Βεντσεσλάβο διαδέχθηκε ο αδελφός του Σιγισμούνδος, Γερμανός Αυτοκράτορας και Βασιλιάς της Ουγγαρίας, που ετοιμάστηκε να αποκαταστήσει την τάξη. Την 1η Μαρτίου 1420 ο Πάπας Μαρτίνος Ε' εξέδωσε μια Βούλα που καλούσε όλους τους Χριστιανούς να ενωθούν σε μια σταυροφορία εναντίον των οπαδών του Ουίκλιφ, των Χουσιτών και άλλων αιρετικών.[3] Ωστόσο η σταυροφορία ήταν τελικά ανεπιτυχής.

Σταυροφορίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με τον Μπάρτον ο Πάπας Μαρτίνος ενέκρινε μια σταυροφορία στην Αφρική το 1418 σε σχέση με το δουλεμπόριο.[4]

Εκτός από τις σταυροφορίες κατά των Χουσιτών ο Μαρτίνος κήρυξε μια Σταυροφορία κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1420, ως απάντηση στην αυξανόμενη πίεση από τους Οθωμανούς Τούρκους. Το 1419–1420 ο είχε διπλωματικές επαφές με το Βυζαντινό αυτοκράτορα Μανουήλ Β', που επιδίωκε μια σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη. Στις 12 Ιουλίου 1420 ο Πάπας δέχτηκε να δώσει άφεση αμαρτιών σε οποιονδήποτε θα συνέβαλλε σε μια σταυροφορία εναντίον των Οθωμανών, υπό το Σιγισμόνδο, Βασιλιά της Γερμανίας.[1]

Πόλεμος κατά του Μπράτσιο ντα Μοντόνε[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κύριο μέλημα του Μαρτίνου από το 1423 ήταν η επανέναρξη του πολέμου εναντίον του Μπράτσιο ντα Μοντόνε. Το επόμενο έτος ο ενωμένος στρατός του Πάπα και της Νάπολης, με επικεφαλής τον Τζάκομο Καλντόρα και τον Φραγκίσκο Σφόρτσα, τον νίκησε στη Μάχη της Λ' Άκουιλα (2 Ιουνίου 1424). Ο Μπράτσιο πέθανε λίγες μέρες αργότερα.[1]

Την ίδια χρονιά ο Μαρτίνος απέσπασε μείωση της αυτονομίας της κοινότητας της Μπολόνια, τα οικονομικά της οποίας θα ήταν στο εξής υπό την εξουσία ενός παπικού θησαυροφύλακα.[1] Τερμάτισε επίσης τον πόλεμο με τον Μπράτσιο ντα Μοντόνε με αντάλλαγμα την αναγνώρισή του ως επισκόπου[1] και συμφιλιώθηκε με τον έκπτωτο Ιωάννη ΚΓ΄, στον οποίο έδωσε τον τίτλο του Καρδινάλιου του Τούσκουλου.

Συμβάσεις προσόδων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Κανονικό Δίκαιο απαγόρευε τους τόκους για τα δάνεια. Για να αποφευχθεί αυτό, καταβάλλονταν πρόσοδοι, τόκοι στην ουσία αλλά όχι κατ' όνομα. Η διαφωνία ως προς τη νομιμότητα των συμβάσεων προσόδων τέθηκε ενώπιον του Μαρτίνου Ε΄ το 1423. Θεώρησε ότι οι αγορασμένες προσόδοι, που ήταν εξαγοράσιμες κατά την επιλογή του πωλητή, ήταν νόμιμες.[5][6] Όταν καθιερώθηκε η νομιμότητα των προσόδων, χρησιμοποιήθηκαν ευρέως στο εμπόριο. Φαίνεται ότι οι πόλεις-κράτη τις χρησιμοποίησαν για να αντλήσουν υποχρεωτικά δάνεια από τους πολίτες τους.

Περιοδικές οικουμενικές σύνοδοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένα διάταγμα της Συνόδου της Κωνσταντίας όρισε να γίνονται σύνοδοι κάθε πέντε χρόνια. Ο Μαρτίνος Ε' συγκάλεσε μια σύνοδο το 1423, που συνήλθε πρώτα στην Παβία και στη συνέχεια στη Σιένα (το "Συμβούλιο της Σιένα"). Είχε μάλλον ανεπαρκή συμμετοχή, γεγονός που έδωσε στον Πάπα το πρόσχημα για τη διάλυσή της, μόλις κατέληξε στο ψήφισμα ότι «η εσωτερική εκκλησιαστική ένωση μέσω μεταρρύθμισης πρέπει να έχει προτεραιότητα έναντι της εξωτερικής ένωσης». Διακόπηκε για επτά χρόνια. Η δέκατη έβδομη σύνοδος συνήλθε στη συνέχεια ως «Σύνοδος της Βασιλείας» το Φεβρουάριο του 1431 λίγο πριν από το θάνατο του Μαρτίνου.

Θάνατος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μαρτίνος Ε' πέθανε στη Ρώμη από εγκεφαλικό στις 20 Φεβρουαρίου 1431 σε ηλικία 62 ετών. Είναι θαμμένος στη Βασιλική του Αγίου Ιωάννη του Λατερανού.[1]

Προσωπικές απόψεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Θέση για τους Εβραίους[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ζήλος της Εκκλησίας την εποχή του κινήματος των Χουσιτών έκανε τους Εβραίους να φοβηθούν και μέσω του Αυτοκράτορα Σιγισμούνδου απέσπασαν από τον Πάπα Μαρτίνο Ε' δύο βούλες (1418 και 1422) με τις οποίες επιβεβαιώθηκαν τα προηγούμενα προνόμιά τους και παρότρυνε τους μοναχούς να χρησιμοποιούν ήπια γλώσσα. Τα τελευταία χρόνια της θητείας του όμως κατάργησε αρκετές από τις διατάγματά του. Μια συγκέντρωση, που συγκλήθηκε από τους Εβραίους στο Φορλί, έστειλε μια αντιπροσωπεία ζητώντας από τον Πάπα Μαρτίνο Ε' να καταργήσει τους καταπιεστικούς νόμους που εξέδωσε ο Αντίπαπας Βενέδικτος ΙΓ΄, πράγμα που πέτυχε.[7]

Θέση για τη δουλεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά το Μεσαίωνα η δουλεία είχε εκλείψει στην Ευρώπη. Η Εκκλησία κατήγγειλε την υποδούλωση των Χριστιανών. Ωστόσο τα ταξίδια και οι ανακαλύψεις έκαναν γνωστές άλλες ηπείρους, όπου υπήρχε ακόμη δουλεία, θέτοντας το ερώτημα στις ευρωπαϊκές συνειδήσεις αν επιτρέπεται η δουλεία απίστων και εκτός Ευρώπης. Σύμφωνα με τον Μπάρτον ο Μαρτίνος ενέκρινε μια σταυροφορία στην Αφρική το 1418, και αυτό, σε συνδυασμό με μια μεταγενέστερη βούλα του Πάπα Ευγένιου Δ' (1441), ενέκρινε το εμπόριο Αφρικανών σκλάβων από την Πορτογαλία.[4] Το Μάρτιο του 1425 εκδόθηκε μια βούλα που απειλούσε με αφορισμό κάθε έμπορο χριστιανών σκλάβων και διέταξε τους Εβραίους να φορούν ένα «σήμα ύβρεως» για να αποτρέπουν, εν μέρει, την αγορά Χριστιανών.[8] Τον Ιούνιο του 1425 ο Μαρτίνος αναθεμάτισε όσους πουλούσαν χριστιανούς σκλάβους σε μουσουλμάνους.[9] Η διακίνηση χριστιανών σκλάβων δεν απαγορευόταν γενικά, αλλά μόνο η πώληση σε μη χριστιανούς ιδιοκτήτες.[10] Ο παπικός αφορισμός που εκδόθηκε για τους Γενοβέζους εμπόρους του Καφφά αφορούσε την αγοραπωλησία Χριστιανών, αλλά θεωρήθηκε αναποτελεσματικός καθώς οι προηγούμενες διαταγές κατά των Βιεννέζων, συμπεριλαμβανομένων των νόμων της Γαζαρίας, επέτρεπαν την πώληση χριστιανών και μουσουλμάνων σκλάβων.[11] Δέκα μαύροι Αφρικανοί σκλάβοι παρουσιάστηκαν στον Μαρτίνο από τον Πρίγκιπα Ερρίκο της Πορτογαλίας..[12] Σύμφωνα με τον Κόσορκε ο Μαρτίνος υποστήριξε την αποικιακή επέκταση.[13] Ο Ντάβιντσον (1961) υποστηρίζει ότι η διαταγή του Μαρτίνου κατά της δουλείας δεν ήταν καταδίκη της ίδιας της δουλείας, αλλά μάλλον οδηγήθηκε από το φόβο της «άπιστης εξουσίας».[14]

Ο Νόρμαν Χάουσλι το βρίσκει «... δύσκολο να αποφύγει το συμπέρασμα ότι ο πάπας συμφωνούσε με ό,τι του ζητούσε ο βασιλιάς... Η πολιτική αδυναμία ανάγκασε τον Παπισμό της Αναγέννησης να υιοθετήσει μια συγκαταβατική και χωρίς ανιρρήσεις θέση όταν προσεγιζόταν με αιτήματα για προνόμια υπέρ αυτών των εγχειρημάτων».[15]


Κατοικίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά την παραμονή του στη Ρώμη ο Μαρτίνος μετέφερε την κατοικία του από το Λατερανό στη Σάντα Μαρία Ματζόρε και από το 1424 στη Βασιλική των Αγίων Αποστόλων κοντά στο Παλάτσο Κολόννα. Επίσης διέμενε συχνά σε πόλεις που κατείχε η οικογένειά του στο Λάτιο (Τίβολι, Βικοβάρο, Μαρίνο, Γκαλικάνο και αλλού).

Αρίθμηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν εξελέγη ο δεύτερος Πάπας που πήρε το όνομα Μαρτίνος το 1281, υπήρξε σύγχυση σχετικά με το πόσοι Πάπες είχαν πάρει αυτό το όνομα πριν. Τότε πίστευαν ότι ήταν τρεις, οπότε ο νέος Πάπας του 1281 έγινε ο Μαρτίνος Δ'. Αλλά στην πραγματικότητα εκείνοι που πιστεύεται ότι ήταν Μαρτίνος Β΄ και Μαρτίνος Γ΄ ονομάστηκαν στην πραγματικότητα Μαρίνος Α΄ και Μαρίνος Β΄, αν και μερικές φορές εξακολουθούν να αναφέρονται ως "Μαρτίνος Β΄" και "Μαρτίνος Γ΄". Αυτό προώθησε την αρίθμηση όλων των επόμενων παπών Μαρτίνων κατά δύο. Οι πάπες Μαρτίνος Δ΄–Ε΄ ήταν στην πραγματικότητα ο δεύτερος και ο τρίτος πάπας με αυτό το όνομα.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 «MARTINO V, papa in "Dizionario Biografico"». www.treccani.it. 
  2. 2,0 2,1 2,2 Ott, Michael. "Pope Martin V." The Catholic Encyclopedia. Vol. 9. New York: Robert Appleton Company, 1910. 25 July 2014
  3. 3,0 3,1 3,2 «CATHOLIC ENCYCLOPEDIA: Hussites». www.newadvent.org. 
  4. 4,0 4,1 Burton 2007, σελ. 197.
  5. Lumley's Treatise upon the Law of Annuities and Rent Charges, 1st ed, 1833
  6. Affirmed by Pope Calixtus III, preserved 25 ATR 388 in the Corp Jur Canon Extra III tit 5.
  7. «"Popes, The", Jewish Encyclopedia, 1906». 
  8. Davis 1988, σελ. 100.
  9. Setton 1978, σελ. 46.
  10. Maxwell, John Francis (1975). Slavery and the Catholic Church. Chichester: Barry Rose. σελ. 49. ISBN 978-0859920155. 
  11. Davidson 1961, σελ. 41.
  12. Semmes 1996 citing Thompson, Vincent Bakpetu (1987). The Making of the African Diaspora in the Americas, 1441-1900. New York: Longman. 
  13. Koschorke, Klaus· και άλλοι., επιμ. (2007). A history of Christianity in Asia, Africa, and Latin America, 1450–1990. Grand Rapids, MI: W.B. Eerdmans. σελ. 144. ISBN 978-0802828897. 
  14. Davidson 1961, σελ. 100 fn 8.
  15. Housley, Norman. Religious Warfare in Europe 1400–1536, p.182, Oxford University Press, 2002 (ISBN 9780198208112)


τίτλοι της Καθολικής Εκκλησίας
Προκάτοχος
Γρηγόριος ΙΒ΄
Πάπας
11 Νοεμβρίου 1417 - 20 Φεβρουαρίου 1431
Διάδοχος
Ευγένιος Δ΄