Ουζμπέκοι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Οι Ουζμπέκοι είναι μια τουρκική εθνότητα, η μεγαλύτερη μάλιστα τουρκογενής εθνότητα στην Κεντρική Ασία. Αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού του Ουζμπεκιστάν, ενώ ως μειονότητα απαντώνται στις χώρες Αφγανιστάν, Τατζικιστάν, Κιργιστάν, Καζακστάν, Τουρκμενιστάν, Ρωσία και Κίνα. Επίσης, υπάρχουν ουζμπεκικές κοινότητες στην Τουρκία, τη Σαουδική Αραβία, και το Πακιστάν.

Ετυμολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η προέλευση της λέξης "Ουζμπέκοι" παραμένει υπό αμφισβήτηση. Μία άποψη είναι ότι προέρχεται από το όνομα του χαγάνου Ογούζ (Oghuz Khagan), επίσης γνωστού ως μπέη Ογούζ (Oghuz Beg), που συντμήθηκε σε Ουζμπέκ (Uzbek, Ουζμπέκος). Μια άλλη άποψη υποστηρίζει ότι το όνομα σημαίνει "ανεξάρτητος" ή "ο ίδιος ο άρχοντας", από το Oʻz (εαυτός) και τον τουρκικό τίτλο Bek/Bey/Beg (μπέης). Υπάρχει και μία ακόμη θεωρία ότι το πρόθεμα Ουζ προέρχεται από κάποιον από τους Ογούζους Τούρκους, γνωστούς ως Ουζ ή Ογούζ, και το οποίο ενώθηκε με τη λέξη μπεκ ή μπέη (Bek ή Bey, δηλ. μπέης), σχηματίζοντας τη λέξη ουγούζ-μπέη (uguz-bey), που σημαίνει "αρχηγός Ογούζου".

Καταβολές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πριν τον 5ο αιώνα μ.Χ., τα εδάφη του σημερινού Ουζμπεκιστάν αποτελούσαν τμήμα της Σογδιανής, που κατοικείτο κυρίως από Σόγδιους, μια ινδοάρια εθνότητα. Αποτελούσαν τμήμα της περσικής αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών και αργότερα τμήμα της επίσης περσικής αυτοκρατορίας των Σασσανιδών. Από τον 5ο έως τον 6ο αιώνα, τα προαναφερθέντα εδάφη αποτέλεσαν τμήμα της αυτοκρατορίας των Εφθαλιτών. Από τον 6ο έως τον 8ο αιώνα, τα εδάφη αυτά περιήλθαν στην εξουσία του χανάτου των Γκιοκτούρκων. Κατά τη διάρκεια της κινεζικής δυναστείας Τανγκ, σημειώθηκαν μεταναστεύσεις Τούρκων και Κινέζων στην Κεντρική Ασία, και κινεζικοί στρατοί υπό την ηγεσία Τούρκων στρατηγών στάθμευσαν σε μεγάλα τμήματα της προαναφερθείσας περιοχής. Η κινεζική όμως επιρροή τερματίστηκε με την εξέγερση του Αν Λουσάν.

Από τον 9ο αιώνα και μετά, η Υπερωξιανή (μεγάλο τμήμα του σημερινού Ουζμπεκιστάν) βρισκόταν υπό την εξουσία του τουρκικού χανάτου των Καραχανιδών, των οποίων η άφιξη στην περιοχή σηματοδότησε την οριστική αλλαγή από την ιρανική στην τουρκική κυριαρχία στην Κεντρική Ασία. Ο σουλτάνος των Καραχανιδών, Σατούκ Μπουγρά Χαν, ήταν ο πρώτος Τούρκος ηγέτης που προσηλυτίστηκε στο Μωαμεθανισμό, και τον ακολούθησαν οι περισσότεροι κάτοικοι της Κεντρικής Ασίας. Το 12ο αιώνα, η Υπερωξιανή κατακτήθηκε από τους Καρά-Κιτάι (Δυτικοί Λιάο), μια δυναστεία Χιτάνων (πρωτομογγολικής εθνότητας) που είχε αφομοιωθεί από τον κινεζικό πολιτισμό, και οι οποίοι εισήγαγαν στην Κεντρική Ασία το κινεζικό σύστημα διακυβέρνησης. Το 13ο αιώνα, το χανάτο των Καραχανιδών καταστράφηκε ολοκληρωτικά από τη δυναστεία των Χωρέσμιων Τούρκων, υποτελών των Καρά-Κιτάι.

Παρόλο που η τουρκομογγολική διείσδυση στην Κεντρική Ασία άρχισε νωρίς, μέχρι τα τέλη του 13ου αιώνα που οι τουρκικές και μογγολικές στρατιές κατέκτησαν τελικώς ολόκληρη την περιοχή, η πλειοψηφία των κατοίκων ήταν ιρανικής καταγωγής, όπως Σόγδιοι, Βάκτριοι και πιο παλιά, φυλές Σακών και Μασσαγετών. Θεωρείται γενικώς ότι αυτοί οι αρχαίοι λαοί που μιλούσαν ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, αφομοιώθηκαν γλωσσικώς από μικρότερες αλλά κυρίαρχες, τουρκόφωνες πληθυσμιακές ομάδες, ενώ ο γηγενής πληθυσμός υιοθέτησε τελικώς αργότερα τη Νέα Περσική γλώσσα, παραδοσιακή λίνγκουα φράνκα (διεθνής γλώσσα) των ανατολικών ισλαμικών εδαφών. Η αλλαγή της γλώσσας από τη Μέση Ιρανική στην Τουρκική και κατόπιν τη Νέα Περσική, υπήρξε πρωτίστως αποτέλεσμα μια διαδικασίας εξέλιξης βάσει της εκάστοτε κυριαρχικής ελίτ. Η διαδικασία αυτή επιταχύνθηκε δραματικά κατά τη διάρκεια των εισβολών των Μογγόλων, όταν εκατομμύρια γηγενών κατοίκων είτε σκοτώθηκαν, είτε αναγκάστηκαν να μετοικήσουν νοτιότερα στην περιοχή του Παμίρ.

Η σύγχρονη ουζμπεκική γλώσσα προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από την τουρκική γλώσσα Τσαγκατάι, που κυριάρχησε κατά την εποχή της Αυτοκρατορίας των Τιμουριδών. Η θέση της γλώσσας Τσαγκατάι (και αργότερα της ουζμπεκικής), ισχυροποιήθηκε περαιτέρω μετά την πτώση των Τιμουριδών και την άνοδο του ουζμπέκικου χανάτου των Σαϋμπανιδών, που διαμόρφωσε τελικώς την τουρκική γλώσσα (ουζμπεκική) και ταυτότητα των σημερινών Ουζμπέκων, ενώ τα μοναδικά γραμματικά και φωνητικά χαρακτηριστικά της ουζμπέκικης γλώσσας και της σύγχρονης ουζμπέκικης κουλτούρας αντανακλούν τις παλαιότερες ιρανικές ρίζες των Ουζμπέκων.