Οπλιτική φάλαγγα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Οπλιτική φάλαγγα ήταν πολεμική τακτική, που άρχισαν να χρησιμοποιούν οι Έλληνες κατά τις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ. Περιλάμβανε τους μαζικούς σχηματισμούς από βαριά οπλισμένο πεζικό, τους λεγόμενους οπλίτες. Οι οπλίτες πολεμούσαν σε σχηματισμό κατά φάλαγγες.

Στην οπλιτική φάλαγγα συμμετείχαν όσοι πολεμιστές είχαν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν την πανοπλία.

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βασικά στοιχεία της νέας τακτικής είναι ο τύπος της ασπίδας, η χρήση του δόρατος, η εκπαίδευση και η άσκηση ολόκληρου του σχηματισμού στην επέλαση κατά του εχθρού(τα τελευταία 150-200 μέτρα τροχάδην) και σύγκρουση. Η ασφάλεια του οπλίτη και η επιτυχία της κρούσης εξαρτιόταν από το πόσο θα παραμείνει αδιάσπαστη η γραμμή του σχηματισμού. Αυτό το στοιχείο ήταν που καλλιεργούσε το αίσθημα θάρρους και γενναιότητας του οπλίτη – όχι του ήρωα πια – που κρατούσε τη θέση του και δεν υποχωρούσε.

Κοινωνικές προεκτάσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κοινωνική και πολιτική βάση της νέας πολεμικής τακτικής διέφερε από την προηγούμενη μέθοδο της στρατιωτικής αριστοκρατίας. Η οπλιτική φάλαγγα χρειαζόταν μια πιο πλατιά κοινωνική βάση, μεγάλο αριθμό εκπαιδευμένων πολεμιστών, που θα κινούνταν ως ομάδα. Το γεγονός ότι οι πολεμιστές στην αρχαϊκή εποχή όφειλαν να αποκτούν οι ίδιοι τη στολή και τα όπλα του οπλίτη, σήμαινε ότι αυτή η μεσαία τάξη θα άρχιζε να απαιτεί μερίδιο στην πολιτική εξουσία, κατεβάζοντας τους αριστοκρατες. Στο βαθμό που τα τυραννικά καθεστώτα που εμφανίζονταν σε πολλές ελληνικές πόλεις τον 7ο και 6ο αιώνα π.Χ., αλλά και τα καθεστώτα που τα διαδέχτηκαν, επιχειρούσαν να αφαιρέσουν εξουσία από την κλειστή τάξη των αριστοκρατών, ήταν σίγουρο ότι οι στρατιωτικές μεταβολές θα συνέβαλαν στη μετατόπιση του κέντρου βάρους της πολιτικής εξουσίας.[1]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Claude Mosse, «Ο πολίτης στην Αρχαία Ελλάδα»

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Α. Andrewes, Η τυραννία στην Αρχαία Ελλάδα, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1982