Οπλίτης της Σάμου (αρχαιολογικό μουσείο Βερολίνου, αρ. SK 1752)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 52°31′10″N 13°23′54″E / 52.51944°N 13.39833°E / 52.51944; 13.39833

Οπλίτης της Σάμου
 
ΟνομασίαΟπλίτης της Σάμου
Έτος δημιουργίαςπερ. 525 π.Χ.
ΜουσείοΆλτες Μουζέουμ,
Βερολίνο
Αριθμός καταλόγουSK 1752
Χάρτης
δεδομένα

Ο Οπλίτης της Σάμου είναι αριστουργηματικό έργο τέχνης που βρέθηκε στη Σάμο στις αρχές του 20ού αιώνα. Αποκαταστάθηκε το 1990 και φιλοξενείται στην έκθεση των Αρχαιολογικών Μουσείων του Βερολίνου.

Ιστορία της εύρεσής του[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τμήματα του κορμού και της κεφαλής βρέθηκαν αρχικά σε ανασκαφές που διενήργησε το Γερμανικό Ινστιτούτο στη Ηραίο της Σάμου στις αρχές του 20ου αιώνα. Σύμφωνα με το συμφωνητικό περί αρχαιολογικών ανακαλύψεων μεταφέρθηκε στη Γερμανία και τοποθετήθηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Βερολίνου, όπου φιλοξενείται μέχρι σήμερα. Στο ίδιο άγαλμα ανήκουν και με άλλα τμήματα του αριστερού ποδιού που βρέθηκαν σε ανασκαφές που ακολούθησαν στο ίδιο μέρος, και τα οποία βρίσκονται ακόμα στη Σάμο.[1]

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Είναι από μάρμαρο, που είχε την προέλευσή του στη Σάμο ή στη Λακωνία, αφού μόνο εκεί βρίσκονται κοιτάσματα με την ίδια χαρακτηριστική απόχρωση. Παριστάνει έναν πολεμιστή με ιονικό κράνος, που σκεπάζει αμυντικά ολόκληρο το κεφάλι και το πρόσωπο εκτός των ματιών, της μύτης και του στόματος, δίνοντας απειλητικό χαρακτήρα. Η κόμη είναι σκεπασμένη κάτω από το κράνος, ενώ μια πλεξούδα κρέμεται κατά μήκος της πλάτης μέχρι τον μηρό. Ο θώρακας είναι διακοσμημένος με σπείρες και ομοιάζει με άλλα ευρήματα που εικονίζουν πολεμιστές Λακωνικής προέλευσης. Στις λεπτομέρειες όμως ομοιάζει με εργασίες Σαμίων εργαστηρίων.

Ερμηνεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα ανάμικτα χαρακτηριστικά Λακωνικής και Σαμίας τέχνης είναι αινιγματικά και δεν έχουν ερμηνευτεί εντελώς, δίνοντας ερμηνευτικό περιθώριο για καλλιτεχνικές και ιστορικές ερμηνείες. Από νωρίς αμφισβητήθηκε η Σαμία προέλευση του έργου ετούτου.[2] Ο Στίμπε καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι το άγαλμα είναι έργο κάποιου Σπαρτιάτη που ζούσε στη Σάμο, και κατασκευάστηκε κατά παραγγελία ενός Σαμίου. Η εκδοχή αυτή όμως δεν συμμερίζεται από κανέναν άλλο επιστήμονα.

Γνωστό όμως είναι ότι η Σάμος και η Σπάρτη υπήρξαν στενοί σύμμαχοι, και γι' αυτό ίσως να υπήρξε κάποια πολιτιστική ανταλλαγή, που να ήταν έντονη ιδίως το πρώτο ήμισυ του 6ου αιώνα π.Χ. Η επικρατούσα ερμηνεία υποστηρίζει την εκδοχή, ότι το έργο έχει προέλευση κάποιο εργαστήριο της Σάμου, ενώ μεμονωμένα ενδέχεται να είναι λακωνικό έργο.[3][4]

Εκτός αυτού, η ανάρτηση αγαλμάτων ηρωικού και πολεμικού χαρακτήρα στο ιερό (στην προκειμένη περίπτωση στο ιερό της Ήρας) ήταν έθιμο στην Σπάρτη περισσότερο παρά στη Σάμο, όπου τα αναθήματα συνήθως είχαν ειρηνικό χαρακτήρα. Πιθανόν το άγαλμα αυτό να ήταν προειδοποιητικό δώρο των Σπαρτιατών προς τους Σαμίου, συνοδευόμενο με την απειλή, να μην λύσει η Σάμος τη συμμαχία, διότι οι Σπαρτιάτες θα έστελναν οπλίτες. Η ιστορία όμως τους διέψευσε. Η Σάμος διέλυσε τη συμμαχία, οι Σπαρτιάτες ξεκίνησαν πόλεμο με τη Σάμο, αλλά ηττήθηκαν μπροστά στα τείχη της πόλης.

Ιστορική τοποθέτηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το έργο είχε τοποθετηθεί στο Ηραίο της Σάμου λίγο πριν το τέλος της συμμαχίας μεταξύ Σπάρτης και του τυράννου της Σάμου Πολυκράτη το έτος 525 π.Χ.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Conrad M. Stibbe: Ein Spartanischer Krieger auf Samos?, in derselbe: Das andere Sparta, von Zabern, Mainz 1996 (Kulturgeschichte der Antiken Welt, Bd. 65), σσ. 235–240, 298–299 ISBN 3-8053-1804-9

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Inventarnummern II S 23 (Gesäß) und I 210 (Unterschenkel) im Vathy-Museum
  2. π.χ. το 1946 από τον Καρλ Βάικερτ στο Griechische Plastik, Berlin: Mann, σσ. 20-24
  3. Hermeneus 61 (1989), σσ. 3003-307
  4. Stibbe: Ein Spartanischer Krieger auf Samos?