Οδοντόφρακτη περικεφαλαία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Οδοντόφρακτη περικεφαλαία, από την Κνωσσό, (1450–1400 π.Χ.), Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου.

Η οδοντόφρακτη περικεφαλαία είναι τύπος περικεφαλαίας που χρησιμοποιήθηκε κατά τη μινωική και μυκηναϊκή εποχή, κυρίως στον ελληνικό χώρο. Είναι κατασκευασμένη από δέρμα και χαυλιόδοντες αγριόχοιρου. Συναντάται από το 1650 έως το 1150 π.Χ., ενώ απεικονίζεται σε πολλές τοιχογραφίες και περιγράφεται λεπτομερώς στην Ιλιάδα του Ομήρου στον Τρωικό πόλεμο, ως περικεφαλαία του Οδυσσέα στν ωδή κ', στίχοι 260 ως 271.

Ιστορική αναδρομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η χρήση του κράνους (Αρχαία ελληνικά: κορύς, Γραμμική Β': ko-ru) από χαυλιόδοντες χρονολογείται στις αρχές της εποχής του χαλκού, όταν οι άνθρωποι με τη βοήθεια των μεταλλικών εργαλείων άρχισαν να επεξεργάζονται διάφορα οργανικά και φυσικά υλικά. Από την άλλη μεριά οι κίνδυνοι του κυνηγιού και των ενόπλων μικροσυγκρούσεων ανάγκαζαν τους ανθρώπους να προστατεύσουν τα ζωτικά μέλη του σώματος, και να εφευρίσκουν τρόπους θωράκισης για το κεφάλι, το σώμα και τα άκρα ενάντια της επίδρασης των χάλκινων όπλων. Την ίδια εποχή υπήρχαν βέβαια και κράνη από χαλκό. Επειδή όμως ο χαλκός ήταν ακόμα σπάνια και ακριβή πρώτη ύλη,[1] οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν άλλα υλικά, και μάλιστα με πολλή δεξιοτεχνία όπως τεκμηριώνουν τα διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα:

  • Το 1960 στο χωριό Δενδρά κοντά στις Μυκήνες βρέθηκε ο τάφος ενός πολεμιστή από τον 15ο αι. π.Χ. Ο τάφος περιείχε την αρχαιότερη πανοπλία που έχει βρεθεί μέχρι σήμερα (πανοπλία των Δενδρών), καθώς και τα υπολείμματα ενός κράνους που ήταν κατασκευασμένο από χαυλιόδοντες. Για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκαν χαυλιόδοντες από 30 έως 40 αγριόχοιρους.
  • Στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, στην Αθήνα, βρίσκεται ένα κράνος του 14ου αι. π.Χ.,
  • ενώ ένα τρίτο κράνος εκτίθεται στην Ολυμπία.

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολεμιστές με οδοντόφρακτες περικεφαλαίες. Τοιχογραφία στο Ακροτήρι, περ. 1600 π.Χ..

Έχουμε λεπτομερειακές περιγραφές κράνους από χαυλιόδοντες στην Ιλιάδα[2] και την Οδύσσεια. Σύμφωνα με αυτές τις περιγραφές ξέρουμε ότι το κράνος αυτό είναι μια δερμάτινη σκούφια που είναι εσωτερικά καλυμμένη με τσόχα. Στο εξωτερικό μέρος είναι προσαρμοσμένοι οι χαυλιόδοντες. Διακρίνονται δύο τύποι, με κοινό γνώρισμα το πολύ πλήθος κοινοδόντων. Στην αρχαιότερη κατασκευή οι κοινόδοντες ήταν προσαρμοσμένοι σε αραιές οριζόντιες σειρές, όπως μας μαρτυρούν αρχαιολογικά ευρήματα στην Αίγινα, Ελευσίνα, το Άργος και την Θήβα.[3] Αγρότερα η διάταξη γίνεται κάθετη και οι χαυλιόδοντες συμπτήσονται. Σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα έχουμε στα Σπάτα, Αθήνα, στο Αστους Αρμένους, στις Μυκήνες, στην Καλλιθέα και Κνωσσό.[4] Απεικονίσεις βρίσκουμε σε τοιχογραφίες.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Στην Ιλιάδα: «χαλκός τε χρυσός τε πολύκμητός τε σίδηρος»
  2. Ὣς εἰπόνθ' ὅπλοισιν ἔνι δεινοῖσιν ἐδύτην. Τυδεΐδῃ μὲν δῶκε μενεπτόλεμος Θρασυμήδης φάσγανον ἄμφηκες· τὸ δ' ἑὸν παρὰ νηῒ λέλειπτο· καὶ σάκος· ἀμφὶ δέ οἱ κυνέην κεφαλῆφιν ἔθηκε ταυρείην, ἄφαλόν τε καὶ ἄλλοφον, ἥ τε καταῖτυξ κέκληται, ῥύεται δὲ κάρη θαλερῶν αἰζηῶν. Μηριόνης δ' Ὀδυσῆϊ δίδου βιὸν ἠδὲ φαρέτρην καὶ ξίφος, ἀμφὶ δέ οἱ κυνέην κεφαλῆφιν ἔθηκε ῥινοῦ ποιητήν· πολέσιν δ' ἔντοσθεν ἱμᾶσιν ἐντέτατο στερεῶς· ἔκτοσθε δὲ λευκοὶ ὀδόντες ἀργιόδοντος ὑὸς θαμέες ἔχον ἔνθα καὶ ἔνθα εὖ καὶ ἐπισταμένως· μέσσῃ δ' ἐνὶ πῖλος ἀρήρει. τήν ῥά ποτ' ἐξ Ἐλεῶνος Ἀμύντορος Ὀρμενίδαο ἐξέλετ' Αὐτόλυκος πυκινὸν δόμον ἀντιτορήσας, Σκάνδειαν δ' ἄρα δῶκε Κυθηρίῳ Ἀμφιδάμαντι· Ἀμφιδάμας δὲ Μόλῳ δῶκε ξεινήϊον εἶναι, αὐτὰρ ὃ Μηριόνῃ δῶκεν ᾧ παιδὶ φορῆναι· δὴ τότ' Ὀδυσσῆος πύκασεν κάρη ἀμφιτεθεῖσα.
  3. Everson: Warfare in Ancient Greece. 2004, S. 5, 7.
  4. Everson: Warfare in Ancient Greece. 2004, S. 7–8.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Harry Kühne. Bildwörterbuch der Kleidung und Rüstung. Kröner Verlag, Stuttgart, 1992, ISBN 3-520-45301-0

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]