Νικόλαος Σκουφάς

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Νικόλαος Σκουφάς
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1779
Κομπότι Άρτας
Θάνατος31  Ιουλίου 1818
Κωνσταντινούπολη
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταεπαναστάτης
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΦιλικός
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Νικόλαος Σκουφάς (γεννημένος Νικόλαος Κουμπάρος, Κομπότι Άρτας, 1779 - Κωνσταντινούπολη, 31 Ιουλίου 1818), ήταν Έλληνας επαναστάτης και ιδρυτικό μέλος της Φιλικής Εταιρείας μαζί με τον Εμμανουήλ Ξάνθο και τον Αθανάσιο Τσακάλωφ. Το επώνυμο "Σκουφάς" προήλθε από το επάγγελμα που ασκούσε στα νεανικά του χρόνια, ως πιλοποιός. Η προσφορά του στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 ως συνιδρυτής της Φιλικής Εταιρείας, θεωρείται πάρα πολύ σημαντική.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Νικόλαος Σκουφάς γεννήθηκε το 1779 στο Κομπότι της Άρτας από γονείς «μεσαίας τάξης», ο πατέρας του λεγόταν Κουμπάρος αλλά ο ίδιος ασχολούμενος με την κατασκευή σκούφων (πίλων) έλαβε αργότερα το προσωνύμιο Σκουφάς με το οποίο και καθιερώθηκε[1].

Το 1813, ο Σκουφάς βρισκόταν στη Ρωσία, όπου και εγκαταστάθηκε στην Οδησσό, ασκώντας χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία το παλαιό επάγγελμά του. Με αυτόν τον τρόπο, του δόθηκε η ευκαιρία να γνωριστεί με τον Αθανάσιο Τσακάλωφ και τον Εμμανουήλ Ξάνθο, μετέπειτα συνιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας, η οποία ιδρύθηκε το έτος 1814, ύστερα από πρόταση του Σκουφά. Ο Σκουφάς διέθετε επαναστατική προπαίδεια: ήταν προκατηχημένος στις ιδέες που θα προέβαλε στην Εταιρεία, από τον Κωνσταντίνο Ράδο, έμπορο στη Ρωσία, γεννημένο στο Τσεπέλοβο των Ιωαννίνων. Ο Ράδος είχε σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο της Πίζας, όπου μυήθηκε στον καρμποναρισμό, και είχε προσπαθήσει να ιδρύσει το 1812 στη Μόσχα ελληνική επαναστατική εταιρεία, υπολογίζοντας στα πρώτα μέλη της και τον Σκουφά.[2] Ο Σκουφάς ανέλαβε τη διάδοση και την κατήχηση μελών από το πλήθος των ομογενών της Ρωσίας. Μερικά από τα μέλη που μύησε ήταν ο Γεώργιος Σέκερης, ο Αντώνιος Κομιζόπουλος, ο Νικόλαος Γαλάτης και ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος. Αρχικά, οι προσπάθειές του στη Μόσχα και την Πετρούπολη δεν ευδοκίμησαν, αλλά στη συνέχεια βρήκε ανταπόκριση στην Οδησσό, στις αρχές του 1816.

Στην Οδησσό, ο Νικόλαος Σκουφάς συνεργάστηκε με τον Άνθιμο Γαζή, ο οποίος τελικά είχε αναλάβει έναν πολύ αποφασιστικό ρόλο στη διάδοση της Φιλικής Εταιρείας, αναθέτοντάς του τη μύηση κλεφτών και αρματολών της Στερεάς Ελλάδας.

Ο ίδιος ανέλαβε να διαδώσει την ιδέα της Φιλικής Εταιρείας στην Πελοπόννησο, περνώντας για αυτόν ακριβώς το σκοπό από την Κωνσταντινούπολη.

Το 1818 με προτροπή του Σκουφά, η έδρα της Φιλικής Εταιρείας μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί ο Σκουφάς μύησε τον Παναγιώτη Σέκερη (αδελφό τού ήδη μυημένου Γεωργίου Σέκερη) ο οποίος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην χρηματοδότηση του έργου της Εταιρείας. Ο Σκουφάς ισχυριζόταν ότι η έδρα της Εταιρείας έπρεπε να μεταφερθεί στην Πελοπόννησο παρά τις αντιρρήσεις των άλλων δύο συνιδρυτών[3] .

Ωστόσο, η κακή υγεία του δεν του επέτρεψε να ολοκληρώσει την αποστολή του. Πέθανε στις 31 Ιουλίου 1818 στο Μέγα Ρεύμα της Κωνσταντινούπολης και τάφηκε στον τοπικό ναό των Ταξιαρχών.

Το όνομά του έχει δοθεί στον Δήμο που ανήκει το Κομπότι, σε κεντρικό δρόμο της πόλης της Άρτας (στον οποίο βρίσκεται το κτίριο που στεγαζόταν αρχικά η επιχείρησή του) αλλά και σε δρόμο στο κέντρο της Αθήνας, στο Κολωνάκι.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Αναστ. Γούδας, Βίοι Παράλληλοι, τ. 5, Χαρ. Αθήνα 1872, σ. 9.
  2. Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος, «Η αρχική απόφαση για την Επανάσταση και η Φιλική Εταιρεία», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τομ. ΙΒ, 1975, σελ. 12
  3. Βασίλης Σφυρόερας, Νικόλαος Σκουφάς, Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τομ. 9Α, Εκδοτική ΑΘηνών, σσ. 293-294

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Λάμπρος Τατσιόπουλος, Νικόλαος Σκουφάς. Ο Εθνεγέρτης Αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας, Ιωάννινα 1980.
  • Βασίλης Σφυρόερας, Νικόλαος Σκουφάς, Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τομ. 9Α, Εκδοτική Αθηνών.
  • Αναστ. Γούδας, Βίοι Παράλληλοι, τ. 5, Χαρ. Αθήνα 1872.
  • Αγαπητός Σ. Αγαπητός (1877). «Οι Ένδοξοι Έλληνες του 1821, ή Οι Πρωταγωνισταί της Ελλάδος». Τυπογραφείον Α. Σ. Αγαπητού, Εν Πάτραις. σελίδες 184–189. Ανακτήθηκε στις 13 Αυγούστου 2009.