Νικηφόρος Α´

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Νικηφόρος Α´
Ο Νικηφόρος Α' και ο γιος του συναυτοκράτορας Σταυράκιος σε νόμισμα της εποχής. Επιγραφές: NICIFOROS BASILE[Y]S / STAVRACI[O]S DESPO[THS] Θ
Περίοδος31 Οκτωβρίου 802 – 26 Ιουλίου 811
ΠροκάτοχοςΕιρήνη η Αθηναία
ΔιάδοχοςΣταυράκιος
Θάνατος26 Ιουλίου 811
ΕπίγονοιΣταυράκιος
Προκοπία (αυτοκράτειρα)
ΟίκοςΔυναστεία του Νικηφόρου
ΜητέραΘεοφανώ
ΘρησκείαΧριστιανός Ορθόδοξος
Commons page Σχετικά πολυμέσα και Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )

Ο Νικηφόρος Α' (απεβ. 26 Ιουλίου 811) ήταν Αυτοκράτορας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μεταξύ των ετών 802 και 811. Η καταγωγή του ήταν Ελληνική.[1][2][3]

Η ανάρρηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πατρίκιος και γενικός λογοθέτηςλογοθέτης του γενικού, δηλ. υπουργός των οικονομικών) κατά το τέλος της βασιλείας της Ειρήνης, ανέβηκε στον θρόνο ύστερα από συνωμοσία αξιωματούχων που ανέτρεψε την τελευταία.

Πρέπει να αναφερθεί εισαγωγικά, πως ό,τι γνωρίζουμε για τον Νικηφόρο Α΄ προέρχεται από εικονολάτρες χρονογράφους και ειδικά από τον σημαντικότερο εξ αυτών Θεοφάνη, ο οποίος ήκμασε κατά τη βασιλεία του. Όλοι τους διάκεινται δυσμενέστατα προς τον Νικηφόρο Α΄ και αυτό επειδή ήρθε σε αντίθεση με τους ακραίους εικονόφιλους μοναχούς, παρ’ όλο ότι δεν ενήργησε κατά των εικόνων και δεν έθιξε το κύρος της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου.

Τη συνωμοσία κατά της Ειρήνης επέσπευσε η αίτηση γάμου τού Καρλομάγνου προς την Αυτοκράτειρα και τα φανερά σχέδια του παντοδύναμου ευνούχου Αέτιου, που προωθούσε στον θρόνο τον αδελφό του.[4]

Ο λαός της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος -κατά τους χρονογράφους πάντοτε- ευημερούσε επί Ειρήνης, δέχθηκε με εχθρότητα την ανάρρηση του Νικηφόρου Α΄ και κατά τη στέψη του καταριόταν τόσο τον ίδιο όσο και τον εικονόφιλο πατριάρχη Ταράσιο, που δέχθηκε να τον στέψει.[5]

Μετά την ενθρόνισή του, ο Νικηφόρος Α΄ επισκέφθηκε την Ειρήνη, της δήλωσε ότι ενήργησε βιαζόμενος από τους άρχοντες, τη διαβεβαίωσε για την ασφάλεια της, αλλά ζήτησε επιτακτικά να τού δώσει τους θησαυρούς της. Η Ειρήνη δέχτηκε υπό τον όρο να της επιτραπεί να παραμείνει στο ανάκτορο τού Ελευθερίου. Ο Νικηφόρος Α΄ συμφώνησε, πήρε τους θησαυρούς και την εξόρισε στη Λέσβο, όπου και πέθανε αυτή τον επόμενο χρόνο (803).[6]

Εκείνο που χαρακτηρίζει προ πάντων τη βασιλεία του Νικηφόρου Α΄ είναι η αγωνιώδης αναζήτηση χρημάτων. Κατηγορήθηκε ως φιλάργυρος και πλεονέκτης.[7] Αλλά είναι γνωστό, ότι η Ειρήνη δαπανούσε αφειδώς για να έχει τον λαό με το μέρος της: είχε χαρίσει φόρους και είχε, μεταξύ άλλων, καταργήσει τα τελωνειακά δικαιώματα τού Βοσπόρου και τού Ελλήσποντου.[8] Ο Νικηφόρος Α΄ πέρασε από δίκη όσους πλούτισαν επί Ειρήνης και τους υποχρέωσε να επιστρέψουν τα παρανόμως κτηθέντα, χωρίς όμως να τα αποδώσει στους αδικημένους.[7]

Η ανταρσία του Βαρδάνη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Ιούλιο του 803 στασίασε ο στρατηγός του θέματος των Ανατολικών Βαρδάνης -ο επιλεγόμενος Τούρκος- μάλλον απρόθυμα και υποκύπτοντας σε πιέσεις. Έφτασε έως τη Χρυσόπολη, αλλά οι υπαρχηγοί του Λέων και Μιχαήλ (οι μετέπειτα αυτοκράτορες Λέων Ε΄ και Μιχαήλ Β΄) αυτομόλησαν στον Αυτοκράτορα. Ο Βαρδάνης παραιτήθηκε του αγώνα, πήρε έγγραφη διαβεβαίωση για την ασφάλειά του προσυπογεγραμμένη από τον πατριάρχη Ταράσιο και τη Σύγκλητο και κλείστηκε σε μοναστήρι. Σε λίγο όμως καιρό τυφλώθηκε από Λυκάονες στρατιώτες. Ο Ταράσιος και οι συγκλητικοί καταταράχτηκαν και ο Νικηφόρος Α΄ πήρε όρκους φοβερούς, ότι ήταν αμέτοχος. Κλείστηκε στο Παλάτι, έκλαιγε και απειλούσε με θάνατο τους Λυκάονες για την πρωτοβουλία τους.[9]

Οι αγώνες κατά των Αράβων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αφού εξασφάλισε την αρχή ο Νικηφόρος Α΄, στράφηκε κατά των Αράβων. Έγραψε στον Χαρούν αλ Ρασίντ, ότι δεν ήταν διατεθειμένος να συνεχίσει την καταβολή φόρου, που είχε συνομολογήσει η Ειρήνη. Ο χαλίφης του μήνυσε: «Την απάντησή μου δεν θα την ακούσεις, αλλά θα τη δεις»[10] και εισέβαλε στη Μικρά Ασία. Ο Νικηφόρος Α΄ τον αντιμετώπισε στην Κράσο της Φρυγίας, όπου υπέστη ήττα δεινή και τραυματίστηκε τρεις φορές.[11] Αλλά ο Χαρούν αναγκάστηκε να αποχωρήσει λόγω στάσεων, που ξέσπασαν στη χώρα του και έτσι ο Νικηφόρος Α΄ κατόρθωσε να ανακτήσει πολλές χώρες και φρούρια, επιδεικνύοντας στρατιωτικές αρετές, παρά το ότι δεν ήταν στρατηγός.[12] Τελικά συνομολογήθηκε ειρήνη έναντι καταβολής 30.000 χρυσών νομισμάτων κατ’ έτος στους Άραβες, αλλά μόλις αυτοί έφυγαν, ο Νικηφόρος Α΄ ανήγειρε τα κατεστραμμένα φρούρια, που κατά τη συνθήκη δεν έπρεπε να ανεγερθούν. Ο Χαρούν απάντησε λεηλατώντας την Κύπρο και τη Ρόδο, αλλά για πολλά χρόνια μετά δεν αναφέρονται εχθροπραξίες και ο φόρος έπαψε να καταβάλλεται.[13]

Εκκλησιαστική πολιτική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Νικηφόρος Α΄ δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το εκκλησιαστικό ζήτημα και διατήρησε τα πράγματα όπως είχαν επί Ειρήνης, επιδεικνύοντας θρησκευτική ανοχή. Αυτή του όμως η ανοχή ήταν, που τον έκανε στόχο των μοναχών και των χρονογράφων.

Το 806 απεβίωσε ο Ταράσιος και ο Νικηφόρος Α΄ επέλεξε ως διάδοχό του τον συνονόματό του Νικηφόρο Α΄ λαϊκό και βασιλικό γραμματέα, όπως ακριβώς ήταν και ο Ταράσιος. Ο ηγούμενος της μονής του Σακκουδίωνος Πλάτων και ο ανεψιός του Θεόδωρος ο Στουδίτης αντέδρασαν έντονα λόγω της αθρόας χειροτονίας του νέου πατριάρχη, αλλά η χειροτονία αυτή δεν ήταν χωρίς αρκετά προηγούμενα.[14] Ο Αυτοκράτορας σκέφτηκε να διαλύσει τη μονή του Στουδίου, αλλά τον συμβούλευσαν να μη συνδέσει την άνοδο του Πατριάρχη, που ο ίδιος επέλεξε με τη διάλυση μονής 700 μοναχών. Έτσι αρκέστηκε να φυλακίσει για λίγες ημέρες τον Πλάτωνα[15] αλλά αμέσως δόθηκε άλλη αφορμή.

Παλαιότερα ο ιερέας Ιωσήφ είχε τελέσει τον γάμο του Κωνσταντίνου ΣΤ΄ (γιου της Ειρήνης) με τη Θεοδότη, όταν ο τελευταίος έκλεισε την πρώτη του γυναίκα Μαρία της Άμνιας σε μοναστήρι. Οι Στουδίτες είχαν επιτεθεί τότε στον Ταράσιο, διότι επέτρεψε να γίνει ο γάμος και η Ειρήνη τον υποχρέωσε να αφορίσει τον Ιωσήφ. Τώρα ο βασιλιάς, θέλοντας να ανταμείψει τον Ιωσήφ για υπηρεσίες που του προσέφερε κατά τη στάση του Βαρδάνη, ζήτησε από τον Πατριάρχη να άρει τον αφορισμό. Έτσι έγινε και οι Στουδίτες «απέστησαν της κοινωνίας» προς τον Πατριάρχη. Επειδή το σκάνδαλο ήταν μεγάλο συγκροτήθηκε σύνοδος, που αποφάσισε τη διάλυση της μονής του Στουδίου και την εξορία του Πλάτωνα και του Θεόδωρου σε δύο νησιά της Προποντίδας.[16]

Νομοθετικές ρυθμίσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για την αναδιοργάνωση του κράτους ο Νικηφόρος Α΄ προέβη σε νομοθετικές ρυθμίσεις, στρατιωτικές και κυρίως οικονομικές. Όλα τα σχετικά μέτρα που έλαβε ονομάστηκαν από τους χρονογράφους κακώσεις, που επέτειναν τη δυστυχία του λαού.[17]

Στις στρατιωτικές ρυθμίσεις υπαγόταν η καθιέρωση του Αλληλεγγύου: Τον εξοπλισμό των, φτωχών συνήθως, ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν οι πλούσιοι, ομάδες ατόμων ή χωριά ολόκληρα. Οι πολύ πλούσιοι πλήρωναν τον εξοπλισμό ενός ή περισσοτέρων στρατιωτών και οι λιγότερο εύποροι ανά δύο ή τρεις ή περισσότεροι τον εξοπλισμό ενός, οπότε λέγονταν συνδόται. Ο Νικηφόρος Α΄ καθιέρωσε το Αλληλέγγυον ως προς την υποχρέωση των συνδοτών. Δηλαδή αν δεν μπορούσε κάποιος, θα συμπλήρωναν οι άλλοι. Και αυτό για να ασκείται προσωπικά ή κοινωνική πίεση προς αυτούς, που απέφευγαν την πληρωμή.[18]

Γύρω από τις σλαβικές εγκαταστάσεις της Θράκης, Μακεδονίας και νοτίου Ελλάδος, οι οποίες βρισκόταν σε κατάσταση μόνιμης εξέγερσης, ο Νικηφόρος Α΄ οργάνωσε στρατιωτικές αποικίες από στρατιώτες, προερχόμενους από όλα τα μέρη της Αυτοκρατορίας. Ο Θεοφάνης μιλά για οικονομική καταστροφή και θανάσιμη απόγνωση των αποίκων [18], αλλά εφ’ όσον επρόκειτο περί αποικίας, εννοείται, ότι υπήρχε και κτηματική αποκατάσταση των φτωχών -όπως είδαμε- στρατιωτών. Το μέτρο άλλωστε δεν ήταν πρωτοφανές: είχαν προϋπάρξει οι κληρούχοι της Αθήνας και οι εγκαταστάσεις παλαιμάχων λεγεωναρίων του Αύγουστου και του Τραϊανού σε όλη την Αυτοκρατορία με πολύ ικανοποιητικά αποτελέσματα.[19]

Σημαντικότερες ήταν οι οικονομικές διατάξεις του Νικηφόρου Α΄. Οι περισσότερες προϋπήρχαν, αλλά είτε είχαν περιπέσει σε αχρησία, είτε είχαν καταργηθεί από την Ειρήνη. Τις διατάξεις περί ευρεθέντων θησαυρών και περί φορολογίας της κληρονομίας τις επανενεργοποίησε ο Νικηφόρος Α΄ με εικοσαετή αναδρομική ισχύ. Επανέφερε τους τελωνειακούς δασμούς Βοσπόρου και Ελλησπόντου, που ήταν σοβαρότατο έσοδο του κράτους. Όρισε ότι για κάθε δούλο εισαγόμενο στην Κωνσταντινούπολη έπρεπε να πληρώνεται φόρος δύο χρυσών. Ρύθμισε τα του εγγείου φόρου· όλα αυξημένα και επιβαρυμένα με το λεγόμενο δικέρατον, με αιτιολογία τις επισκευές των τειχών και άλλες ανάγκες. Διατάχθηκε η άμεση είσπραξη των καθυστερημένων φόρων και ιδρύθηκε ναυτικό ταμείο, που δάνειζε σε πλοιάρχους, ενώ επιδότησε την αγορά κτημάτων του δημοσίου από ναυτικούς στα παράλια της Μικράς Ασίας. Ανάγκασε όσους πλούτισαν ξαφνικά κατά την περασμένη εικοσαετία να καταβάλουν ένα μέρος της περιουσίας τους στο δημόσιο. Και τέλος υπήγαγε σε κανονική φορολογία όλα τα εκκλησιαστικά και μοναστηριακά κτήματα, ενώ μέχρι τότε πλήρωναν μόνο έγγειο φόρο· κρατικοποίησε ορισμένα, όρισε ότι στρατιωτικά σώματα, που στάθμευαν κοντά στα παραπάνω κτήματα, έπρεπε να συντηρούνται από αυτά και αποδοκίμαζε τα πολύτιμα αφιερώματα στις εκκλησίες.[20]

Χαρακτηριστικό της εισπρακτικής του συνέπειας ή μανίας, ήταν ότι κάλεσε κάποτε ένα φοροφυγάδα και τον υποχρέωσε να ορκιστεί πόσο χρυσό είχε. Όταν εκείνος απάντησε, ότι είχε εκατό λίτρες χρυσού, ο Νικηφόρος Α΄ του ζήτησε να τις φέρει και ύστερα τον έδιωξε, δίνοντάς του εκατό νομίσματα: «τόσα σου φτάνουν» τού είπε.[21]

Οι αγώνες κατά των Βουλγάρων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 807 ο Νικηφόρος Α΄ κατέστειλε στάση των Σλάβων της Πελοποννήσου. Πιθανόν η καταστολή αυτή να επιτεύχθηκε χάρη στις στρατιωτικές αποικίες, που είχε ιδρύσει.

Την ίδια χρονιά εξεστράτευσε κατά των Βουλγάρων, που επωφελούμενοι από την κατάσταση της Αυτοκρατορίας επί Ειρήνης, είχαν συνέλθει από τα πλήγματα του Κωνσταντίνου Ε΄ και είχαν επεκτείνει κατά πολύ το κράτος τους υπό τον Κρούμο. Ο Νικηφόρος Α΄ ανακατέλαβε την Αδριανούπολη, εκεί όμως έμαθε για συνωμοσία, που εξυφαινόταν εναντίον του στην Κωνσταντινούπολη και επέστρεψε εσπευσμένα. Τιμώρησε πολλούς με εξορία, αλλά νέα συνωμοσία αποκαλύφθηκε το επόμενο έτος και νέες τιμωρίες επιβλήθηκαν, αυτή τη φορά και σε επισκόπους και μοναχούς.[22]

Το 809 οι Βούλγαροι επιτέθηκαν σε στρατόπεδο του Στρυμόνα, όπου γινόταν η πληρωμή των στρατού, και αφού διέπραξαν σφαγές, άρπαξαν χίλιες εκατό λίτρες χρυσού. Ύστερα ο Κρούμος κατέλαβε τη Σαρδική, τη σημερινή Σόφια και έσφαξε έξι χιλιάδες στρατιώτες και λαό πολύ.[23]

Ο Νικηφόρος Α΄ ξεκίνησε για να αντιμετωπίσει τον Κρούμο, αλλά θέλησε συγχρόνως να τιμωρήσει τους αξιωματικούς, που ήταν υπεύθυνοι για την πτώση της Σαρδικής, με αποτέλεσμα πολλοί να αυτομολήσουν και οι συνένοχοί τους στο στρατόπεδο που είχε συγκροτηθεί να οργανώσουν στάση. Ο Νικηφόρος Α΄ μπόρεσε τελικά να την εξουδετερώσει με αμοιβές και υποσχέσεις.[24] Λίγο μετά ένας μοναχός αποπειράθηκε να τον δολοφονήσει.[21]

Τον Ιούλιο του 811 εξεστράτευσε με πολυάριθμο στρατό, στον οποίο είχε επιστρατεύσει ακόμη και οπλισμένους με σφενδόνες μόνο και ραβδιά. Ο Κρούμος ζήτησε ειρήνη, αλλά ο Νικηφόρος Α΄ δεν δέχτηκε και μπήκε στη Βουλγαρία. Πολλοί τον συμβούλευσαν να σταματήσει εκεί, αλλά αυτός δεν τους άκουσε και προχώρησε, έχοντας διατάξει γενική σφαγή των εχθρών. Στις 23 Ιουλίου, κυρίευσε το στρατόπεδο και το ταμείο του Κρούμου, αλλά αυτός διέφυγε και έστειλε νέο μήνυμα: «Νίκησες. Πάρε ό,τι θέλεις και φύγε με ειρήνη». Και πάλι ο Νικηφόρος Α΄ αρνήθηκε.

Οι Βούλγαροι τότε, στις 25 Ιουλίου, απέκλεισαν όλες τις προσβάσεις στο στρατόπεδο του Νικηφόρου Α΄ και βρέθηκε αυτός σε δεινή θέση, πολιορκημένος ξαφνικά από τον συνεχώς ενισχυόμενο στρατό των Βουλγάρων. Κατάλαβε ότι σωτηρία δεν υπήρχε, διότι είπε στους δικούς του: «Και φτερά να βγάλουμε, δεν σωζόμαστε».[25] Όλη τη νύχτα οι Βούλγαροι κραύγαζαν και κροτούσαν τα όπλα τους για να σπάσουν το ηθικό των πολιορκημένων· την αυγή της 26ης Ιουλίου επιτέθηκαν, κατά τη μάχη της Πλίσκας, και σάρωσαν το στρατόπεδο. Ο Νικηφόρος Α΄ σκοτώθηκε καθώς και πλήθος στρατού. Ο Κρούμος έκοψε το κεφάλι του Νικηφόρου Α΄ και το επιδείκνυε κρεμασμένο για πολλές μέρες. Ύστερα το έγδαρε, το έντυσε με ασήμι και έπιναν απ’ αυτό κρασί στα συμπόσια ο ίδιος και οι άρχοντες των Σλάβων.[26]

Παραμένει ανεξήγητο, πώς οι όροι αντιστράφηκαν μέσα σε 3 ημέρες και ο θριαμβεύων Νικηφόρος Α΄ έπαθε τέτοια καταστροφή από τον κυνηγημένο Κρούμο. Ο ίδιος ο Θεοφάνης απορεί[27] και πιθανολογεί προδοσία.[28] Ο Ζωναράς μιλά για νυχτερινό αιφνιδιασμό και προδοσία.[29] Το μόνο βέβαιο είναι, ότι χάρηκαν αμφότεροι – ο Ζωναράς τριακόσια χρόνια μετά.[30]

Ο γιος του Νικηφόρου Α΄, ο Σταυράκιος, ήδη από καιρό συμβασιλιάς, σώθηκε στην Αδριανούπολη βαριά τραυματισμένος και εκεί αναγορεύτηκε Αυτοκράτορας από τον στρατό. Αλλά ύστερα από δύο μηνών βασιλεία αναγκάστηκε να παραιτηθεί λόγω των πληγών του και πέθανε τον Ιανουάριο του 812. Τον διαδέχτηκε ο σύζυγος της αδελφής του Προκοπίας, κόρης του Νικηφόρου Α΄, ο Μιχαήλ Α´ ο Ραγκαβές.

Αποτίμηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τύραννος, αλιτήριος, Ιούδας, παμφάγος, άσπλαγχνος είναι μερικοί μόνο από τους χαρακτηρισμούς του Νικηφόρου Α΄ από τον σύγχρονό του Θεοφάνη.[31] Ανάλογη είναι η μεταχείριση από τους μεταγενέστερους χρονογράφους, με αξιοσημείωτο το γεγονός ότι όσο πιο απομακρυσμένοι χρονικά είναι, τόσο βιαιότερα επιτίθενται (Κεδρηνός, Ζωναράς).

Παρ’ όλα ταύτα ξεφεύγουν από τους χρονογράφους μερικές χαρακτηριστικές αλήθειες: κατά τον Θεοφάνη επέδειξε γενναιότητα και νίκησε πολλές φορές.[32] Για τη γενναιότητά του συμφωνεί και ο Κεδρηνός, προσθέτοντας και ορισμένα για τις διπλωματικές του ικανότητες και τη σύνεσή του.[33]

Αλλά το ζητούμενο από τον Νικηφόρο Α΄ δεν ήταν τα ανδραγαθήματα, αφού δεν ήταν στρατιωτικός, αλλά η σωστή διοίκηση. Διαβάζουμε στον ανώνυμο βιογράφο του Λέοντα Ε΄, ότι ο Μιχαήλ Α΄ και η κόρη του Νικηφόρου Α΄, η Προκοπία διασκόρπισαν σε εκκλησίες, μοναστήρια, ασκητές και «ελεημοσύνας πολλάς» τα χρήματα «άπερ ο Νικηφόρος δι’ επιμελείας εσώρευσεν».[34] Ο δε Θεοστήρικτος, επί Λέοντος Ε΄, λέει ότι ο Νικηφόρος Α΄ ήταν ορθόδοξος, ευσεβέστατος, φιλόπτωχος, ακόμη και φιλομόναχος.[35]

Από τους νεώτερους ο Γκίμπον δέχεται ανεπιφύλακτα ό,τι παραδόθηκε από τους χρονογράφους για τον Νικηφόρο Α΄: «Πολλοί τύραννοι ήταν αναμφίβολα μεγαλύτεροι εγκληματίες από τον Νικηφόρο Α΄, αλλά κανείς ίσως δεν προκάλεσε τη βαθιά και καθολική απέχθεια του λαού όσο αυτός».[36] Το μόνο καλό που βρίσκει στη βασιλεία του είναι η «γενική ελευθερία [θρησκευτικού] λόγου και πρακτικής».[37]

Ο Σλόσσερ διαφωνεί πλήρως με την άποψη του Γκίμπον[38] και ο Παπαρρηγόπουλος επιχειρεί την πλήρη ανασκευή της.[39]

Ο Ράνσιμαν τον θεωρεί εξαίρετο οικονομολόγο και ανεκτικό θεολόγο, αλλά όχι καλό στρατηγό.[40]

Θετικότατη για τον Νικηφόρο Α΄ είναι και η άποψη του Νόργουιτς.[41]

Οικογένεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Είχε τέκνα:

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Bekkum, Wout Jac van· Drijvers, Jan Willem· Klugkist, Alexander Cornelis (2007). Syriac Polemics: Studies in Honour of Gerrit Jan Reinink. Peeters Publishers. σελ. 97. ISBN 9789042919730. 
  2. Cooper, Eric· Decker, Michael J. (2012). Life and Society in Byzantine Cappadocia. Springer. σελ. 42. ISBN 9781137029645. 
  3. Biliarsky, Ivan (2013). The Tale of the Prophet Isaiah: The Destiny and Meanings of an Apocryphal Text. BRILL. σελ. 208. ISBN 9789004254381. 
  4. Θεοφάνης σελ.737. Παπαρρηγόπουλος, βιβλίον δέκατον, κεφ. Δ΄, υποκεφ. 15
  5. Θεοφάνης 739
  6. Θεοφάνης 740-743
  7. 7,0 7,1 Θεοφάνης 743
  8. Θεοφάνης 735 και 737
  9. «αλλ’ ουκ έλαθεν τους πολλούς», Θεοφάνης 743-746 και Ιωσήφ Γενέσιος, Περί Βασιλειών, μετάφρ. Παύλου Νιαβή, εκδόσεις Κανάκη, Αθήνα 1994, σελ. 41-43
  10. Αυτά κατά τους Άραβες χρονογράφους. Γκίμπον, τ. 5, chapter LII: More conquests by the Arabs -Part III. Παπαρρηγόπουλος, βιβλίον δέκατον, κεφ. Ε΄, υποκεφ. 2. Ντυράν Δ΄243
  11. Γκίμπον, o.π.
  12. Θεοφάνης 748. Κεδρηνός 917
  13. Παπαρρηγόπουλος, βιβλίον δέκατον, κεφ. Δ΄, υποκεφ. 2
  14. Θεοφάνης 747 : «ουκ ην το πράγμα ξένον της εκκλησίας και προσφάτως επινοηθέν». Ο Θεοφάνης ήταν ενδοεικονολατρικός και ενδεχομένως προσωπικός αντίπαλος του Θεόδωρου Στουδίτη.
  15. Θεοφάνης 747 και 752
  16. Θεοφάνης 752
  17. δεινόν, κάκωσις, κακόνοια, πληγή, συμφορά, τυραννίς, αδικία, παράνοια και αθεΐα είναι οι χαρακτηρισμοί, που δίνει ο Κεδρηνός (σ. 920-923) σε καθένα από τα μέτρα του Νικηφόρου Α΄.
  18. 18,0 18,1 Θεοφάνης 755
  19. Παπαρρηγόπουλος, ο.π. υποκεφ. 5
  20. Θεοφάνης 755-757 και 760-761. Παπαρρηγόπουλος, ό.π. υποκεφ. 6
  21. 21,0 21,1 Θεοφάνης 758
  22. Θεοφάνης 749 και 751
  23. Θεοφάνης 753
  24. Θεοφάνης 753-754
  25. Θεοφάνης 763 : «Καν πτερωτοί γενώμεθα, μηδείς ελπίση διαφυγείν τον όλεθρον»
  26. Θεοφάνης 763-765
  27. Θεοφάνης 765 : «τον δε τρόπον της τούτου σφαγής ουδείς των περισωθέντων εξηγήσατο»
  28. Θεοφάνης 765 : «φασί γάρ τινες, ότι και Χριστιανοί πεσόντα τούτον επέτρωσαν»
  29. Ζωναράς 373 : «λέγεται δε και παρά των οικείων αναιρεθήναι»
  30. Θεοφάνης 765 : «η τούτου σφαγή πολλών παραμυθία γέγονεν». Ζωναράς 374: «κουφισμόν δ’ εποίει της συμφοράς η του κρατούντος απώλεια, εφηδομένων πάντων αυτή»
  31. Θεοφάνης: 738 739, 740, 741, 743
  32. Θεοφάνης 748: «τά τε γενναία της ταλαιπωρίας επιδεικνύμενος, και πολλά τρόπαια ποιήσας»
  33. Κεδρηνός 917
  34. Ανωνύμου Βίος Λέοντος του Αρμενίου, Migne, Patrologia Graeca, τ. 108, σ. 1012
  35. εις Παπαρρηγόπουλον, ο.π. υποκεφ. 10
  36. Γκίμπον, τ. 4, chapter XLVIII: Succession and Characters οf the Greek Emperors.—Part II και όπου αλλού βρει ευκαιρία
  37. Γκίμπον, τ. 5, chapter XLIX: Conquest of Italy by the Franks.—Part II.
  38. Friedrich Christoph Schlosser, Geschichte der bilderstürmenden Kaiser des oströmischen Reiches (Ιστορία των εικονομάχων Αυτοκρατόρων του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους, Frankfurt, 1812)
  39. Παπαρρηγόπουλος, ο.π. υποκεφ. 10
  40. Ράνσιμαν Βυζαντινή Θεοκρατία, 86-87. Βλ. και Βυζαντινός πολιτισμός του ιδίου σελ. 51, 71, 110-12, 193, 199
  41. Νόργουιτς, σ. 28-32

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Edward Gibbon, The History of the Decline and Fall of the Roman Empire, έκδ. 1782 αναθ. 1845, τ. 4 και 5
  • Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Βιβλίον δέκατον, κεφ. Δ΄.
  • Steven Runciman, Byzantine Civilization, 1933. (Ελληνική μετάφραση Δέσποινας Δετζώρτζη: Βυζαντινός Πολιτισμός, εκδ. Ερμείας, 1978).
  • John Julius Norwich, Βyzantium, The Apogee, 1988 (Ελληνική μετάφραση Ευγενίου Πιερρή: Βυζάντιο, Το απόγειο, εκδ. Intered, Αθήνα 1997).

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προκάτοχος:
Ειρήνη η Αθηναία
Βυζαντινός Αυτοκράτορας Διάδοχος:
Σταυράκιος