Νησί του Πάσχα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Νησί του Πάσχα
Rapa Nui
Γεωγραφία
ΤοποθεσίαΩκεανία, Ειρηνικός Ωκεανός
Συντεταγμένες27°7′S 109°22′W / 27.117°S 109.367°W / -27.117; -109.367Συντεταγμένες: 27°7′S 109°22′W / 27.117°S 109.367°W / -27.117; -109.367
Έκταση163,6 km²
Υψηλότερη κορυφή507
Χιλή
ΠρωτεύουσαΧάνγκα Ρόα
Δημογραφικά
Πληθυσμός7.750 (απογραφής 2017)
Πυκνότητα47,37 κ. /χλμ2
Πρόσθετες πληροφορίες
Ιστοσελίδαwww.rapanui.net
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Σημαία
Εθνόσημο
Φυσικός χάρτης του Νησιού του Πάσχα

Το Νησί του Πάσχα (ισπανικά: Isla de Pascua), και επίσης Ράπα Νούι (ράπα νούι: Rapa Nui), είναι νησί της Πολυνησίας που βρίσκεται στον Ειρηνικό ωκεανό και είναι επαρχία της Χιλής. Έχει έκταση 163,6 τ.χλμ. και πληθυσμό περίπου 7.750 κατοίκους στην απογραφή του 2017. Θεωρείται το πλέον απομονωμένο νησί στον κόσμο[1]. Ο γηγενής πληθυσμός αναφέρεται στο νησί ως Ραπανούι και οι Χιλιανοί ως Isla de Pascua. Το όνομα «Νησί του Πάσχα» οφείλεται στον Ολλανδό θαλασσοπόρο Γιάκομπ Ρόγκεβεν, ο οποίος έφτασε εκεί το Πάσχα του 1722.

Νησί του Πάσχα

Ιστορική επισκόπηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ιστορία της ανθρώπινης παρουσίας στο νησί του Πάσχα αρχίζει περίπου το 500, όταν καταφθάνουν και οι πρώτοι άποικοι από τα νησιά Μαρκέζας ή Μανγκαρέβα των νήσων Γκάμπιερ της Γαλλικής Πολυνησίας. Σύμφωνα με ορισμένες θεωρίες οι πρώτοι άποικοι έφθασαν εδώ από την Ούρου (Uru), που βρίσκεται στα σύνορα της Βολιβίας, του Περού και της Χιλής.

Οι ιστορικές γνώσεις για τους επόμενους αιώνες είναι ανύπαρκτες, έως τον 18ο αιώνα τουλάχιστον. Το 1722 ο Ολλανδός θαλασσοπόρος Γιάκομπ Ρόγκεβεν το ονόμασε έτσι, εξαιτίας του ότι έφθασε στο νησί την ημέρα του Πάσχα. Οι διασωθείσες μαρτυρίες μιλούν για ένα νησί ερημωμένο. Ωστόσο, ο πρώτος Ευρωπαίος που το ανακάλυψε ήταν ο πειρατής Έντουαρντ Ντέιβις, που αργότερα έγινε υπαξιωματικός του Βρετανικού Ναυτικού. Αυτός πρωτοαντίκρυσε το νησί το 1686. Την εποχή που έφτασε εκεί ο Ρόγκεβεν, το νησί είχε πληθυσμό γύρω στους 3.000 κατοίκους. Μα αργότερα, οι λευκοί επιδρομείς ελάττωσαν τον πληθυσμό του γιατί έπιαναν τους νέους και τους πουλούσαν σκλάβους. Το 1770 κατέφθασε στο νησί ο Ισπανός εξερευνητής Ντον Φελίπε Γκονσάλες (αμερικάνικα ισπανικά) ή Γκονθάλεθ (καστιλιάνικα ισπανικά), ο οποίος διεκδίκησε τα εδάφη του για την Ισπανία, αν και ανεπισήμως. Τέσσερα χρόνια μετά, το 1774, πέρασαν από το νησί ο βρετανός θαλασσοπόρος Τζέιμς Κουκ και ο γάλλος Ναύαρχος Μπουγκανβίλ.

Στην αυγή του 19ου αιώνα, περί το 1800 μαρτυρείται πως φαλαινοθήρες εισήγαγαν ασθένειες στους γηγενείς κατοίκους, ενώ το 1805 αμερικανικό πλοίο απήγαγε 22 νησιώτες. Το 1860 Περουβιανοί δουλέμποροι απήγαγαν 1.407 νησιώτες, περίπου το 1/3 του πληθυσμού όπως εκτιμάται, για να εργαστούν στα ορυχεία του Περού[2]. Η επίσημη κυβέρνηση του Περού έστειλε πίσω περί τους 100 αιχμαλώτους, από τους οποίους επέζησαν μόνον 10, εισάγοντας ταυτόχρονα την ευλογιά στο νησί. Το 1866 Γάλλοι ιεραπόστολοι κατασκευάζουν στο νησί νοσοκομεία και ιεραποστολές, κάτι που θα ελκύσει χαρακτήρες όπως ο Ζαν Μπατίστ Ντυτρού-Ντι Μπορνιέ, που ορίζει εαυτόν κυβερνήτη του νησιού. Οι Γάλλοι ιεραπόστολοι αποχωρούν το 1871. Μαζί τους αποχωρούν 200 γηγενείς για την Ταϊτή και 150 για τους νήσους Γκάμπιερ. Ο Ντι Μπρονιέ δολοφονείται λίγα χρόνια αργότερα από τους 150 εναπομείναντες γηγενείς, όταν επιχειρεί να μετατρέψει το νησί σε φάρμα για πρόβατα. Το 1872 στη νησί του Πάσχα έμεναν μόνο 175 ιθαγενείς. Ο 19ος αιώνας κλείνει με την αποβίβαση στο νησί του Χιλιανού καπετάνιου Πολίκαρπο Τόρο Ουρτάδο κατά το 1888, που διεκδικεί το νησί επισήμως για τη Χιλή.

Στον 20ό αιώνα χαρακτηρίζονται ως σημαντικές δύο εξεγέρσεις, αυτή του 1914 και η εξέγερση του 1964 μισό αιώνα μετά. Στην πρώτη οι λιμοκτονούντες γηγενείς εξεγείρονται και ζητούν να φύγουν για την Ταϊτή. Η εξέγερση δεν επιτυγχάνει. Είκοσι χρόνια αργότερα, το 1934 καταφθάνει στο νησί ο Ελβετός εθνολόγος Αλφρέ Μετρό για να μελετήσει τους τοπικούς μύθους και τον κοινωνικό ιστό, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα το έργο του για την εθνολογία της Νήσου του Πάσχα (L’Île de Pâques, 1935) σε έκδοση του Bishop Museum Press. Το 1952 το χιλιανό ναυτικό κάνει την εμφάνισή του στο νησί προκειμένου να κρατήσει σε ύφεση οποιεσδήποτε τάσεις εξέγερσης. Το 1955 με την αποστολή του Νορβηγού καθηγητή Τορ Χάιερνταλ γίνεται μια δεύτερη προσπάθεια μελέτης του νησιού. Μία δεκαετία αργότερα ακολουθεί δεύτερη εξέγερση που έχει ως αποτέλεσμα τη διενέργεια εκλογών. Τις εκλογές, το 1964, κέρδισε ο γηγενής Ράπου, δίνοντας τέλος στην καταπίεση. Το νησί συνδέθηκε αεροπορικά και εμπορικά με τον υπόλοιπο κόσμο χάρη σε αμερικανικό αεροδρόμιο και διαμετακομιστικό εμπορικό σταθμό.

Γεωλογία-κλίμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από γεωλογική άποψη παρουσιάζει ενδιαφέρον το γεγονός ότι το έδαφος του νησιού είναι ηφαιστειογενές, προερχόμενο από τα τρία τοπικά ηφαίστεια του νησιού. Οι ακτές του είναι απόκρημνες, ενώ υπάρχουν στο νησί πολλά σπήλαια, στα οποία έχουν βρεθεί ξύλινα μικροαντικείμενα, εικόνες και ένα είδος ιερογλυφικής γραφής πάνω σε ξύλο. Το νησί του Πάσχα δημιουργήθηκε, στα προηγούμενα 700 χιλιάδες χρόνια από τρεις διαφορετικές ηφαιστειακές δράσεις, που είχαν ως αποτέλεσμα το σχηματισμό τριών διακριτών κρατήρων. Στοιχεία που επιτρέπουν την ανασύνθεση των γεωλογικών χαρακτηριστικών υποδεικνύουν ότι το νησί είναι ένα θερμό σημείο με χαμηλή μαγματική παραγωγικότητα, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στα νησιά της Χαβάης[3].

Το κλίμα του νησιού είναι υποτροπικό, δηλαδή ηλιόλουστο και ξηρό. Οι θερμότεροι μήνες είναι κατά την περίοδο από Ιανουάριο μέχρι Μάρτιο, όταν η μέση θερμοκρασία είναι 23 °C. Οι ψυχρότεροι μήνες είναι κατά την περίοδο από τον Ιούνιο μέχρι τον Αύγουστο, όταν η μέση θερμοκρασία κυμαίνεται στους 18 °C. Η μέση ετήσια βροχόπτωση φθάνει περίπου τα 1.250 χιλιοστόμετρα, με τις μεγαλύτερες βροχοπτώσεις να εμφανίζονται τον Ιούνιο και τον Ιούλιο. Οι άνεμοι τον Ιούνιο και τον Αύγουστο είναι ισχυροί και ακανόνιστοι, ενώ στο υπόλοιπο έτος κυρίαρχοι είναι οι ανατολικοί και νοτιοανατολικοί αληγείς άνεμοι[4].

Γεωργία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άποψη του αεροδρομίου με άγαλμα Μοάι

Το νησί διαθέτει πυκνή, αλλά όχι οργιώδη, βλάστηση. Το μεγαλύτερο μέρος του είναι σκεπασμένο από λιβάδια, με περιορισμένη γεωργική εκμετάλλευση. Τα βασικότερα είδη που συγκαταλέγονται στις υπάρχουσες γεωργικές καλλιέργειες είναι οι πατάτες, η ζάχαρη, ο καπνός και τροπικοί καρποί (μπανάνες). Επίσης είναι ανεπτυγμένη η κτηνοτροφία. Όπως συμπεραίνεται από την αρχαιολογική μαρτυρία το νησί του Πάσχα ήταν γνωστό στους Ίνκα, γεγονός που ερμηνεύει σε ένα βαθμό την ύπαρξη φυτών της νοτιοαμερικανικής ενδοχώρας[5]. Η αποψίλωση των δασικών εκτάσεων του νησιού και μέρους των καλλιεργειών στο μακρινό παρελθόν όπως και η ιδεοληψία για τη μνημειακή γλυπτική φαίνεται πως οδήγησαν στην οικολογική ερήμωση του νησιού και την κατάρρευση του αρχαίου πολιτισμού[6].

Κατοίκηση-γλώσσα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υποστηρίζεται ότι οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού ήταν Πολυνήσιοι και έφτασαν σε αυτό με σχεδίες τον 5ο αιώνα π.Χ. Η γλώσσα Ράπα Νούι είναι μία από τις εκτιμώμενες 1.000-1.200 Αυστρονησιακές γλώσσες, ανάλογα τα κριτήρια διαφοροποίησης μεταξύ γλώσσας και διαλέκτου[7]. Ο μεγαλύτερος πληθυσμός του νησιού προέρχεται από μια πολυνησιακή υποομάδα νήσων της ομάδας Μαρκέσας.[8]. Το αρχικό λεξιλόγιο της Ράπα Νούι γλώσσας έχει χαθεί εκτός από μερικές μεικτές πολυνησιακές ή μη λέξεις που καταγράφηκαν πριν την εισαγωγή της ταϊτινής διαλέκτου από ιεραπόστολους στον αποδεκατισμένο πληθυσμό του 1864. Σήμερα γενικώς μιλούνται τα Ισπανικά[9].

Αρχαιολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μοάι, νησί του Πάσχα

Το νησί παρουσιάζει αρχαιολογικό ενδιαφέρον,χάρη στην ύπαρξη των μνημειακών διαστάσεων λαξευμένων μορφών, των ταφικών της μνημείων, κτηρίων και μνημείων που αποδίδονται σε γηγενείς αρχαιότερων εποχών. Ανάμεσα σε αυτά ξεχωρίζουν τα γιγάντια λίθινα αγάλματα ή Μοάι, τα οποία πολλές φορές απεικονίζουν αρχαίους θεούς των αρχαίων κατοίκων του νησιού, ύψους από 2,5 έως και 10 μέτρων, πολλά από τα οποία είναι ημιτελή. Τα αρχαιότερα αγάλματα χρονολογούνται στον 8ο αιώνα π.Χ. και κατασκευάστηκαν από τους προγόνους των ιθαγενών Πολυνησίων που ζουν σήμερα στο νησί. Ωστόσο, μερικοί επιστήμονες υποστηρίζουν ότι μερικά από τα αγάλματα κατασκευάστηκαν το 18ο αιώνα. Το 1995 η UNESCO χαρακτήρισε την περιοχή (Εθνικό Πάρκο Ράπα Νούι) ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς, κοντά στην οποία βρίσκεται και η τοποθεσία του Άχου Τονγκαρίκι με την μεγαλύτερη συγκέντρωση Μοάι στο νησί.

Η πέτρα πάνω στην οποία έχουν λαξευτεί τα κεφάλια είναι ένα είδος ηφαιστειογενούς υλικού που σκληραίνει όταν εκτεθεί στον αέρα, ενώ όταν είναι θαμμένο στη γη παραμένει μαλακό. Αυτό το υλικό λέγεται "τούφα" και το έβγαλαν οι κατασκευαστές των αγαλμάτων από ένα λατομείο που βρίσκεται σε αρκετή απόσταση από το μέρος που έχουν τοποθετηθεί τα πέτρινα κεφάλια. Μερικά από τα πέτρινα κεφάλια έχουν ύψος 12 μέτρων και ζυγίζουν γύρω στους 8 τόννους. Είναι άγνωστο πώς μεταφέρθηκε τέτοιος όγκος.

Εκτός από τα πέτρινα κεφάλια υπάρχουν και άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία. Πριν από αρκετά χρόνια, Γάλλοι ιεραπόστολοι ανακάλυψαν εκεί κάτι κομμάτια ξύλου, όπου είναι χαραγμένα διάφορα σημάδια που μοιάζουν με τα ιερογλυφικά των αρχαίων Αιγυπτίων. Οι ιστορικοί και οι ανθρωπολόγοι πιστεύουν ότι τα πινάκια αυτά ήταν τα ιερά βιβλία των αρχαίων κατοίκων του νησιού. Παρόλο όμως που πολλοί ειδικοί προσπάθησαν να αποκρυπτογραφήσουν τα παράξενα αυτά σύμβολα, κανένας δεν το κατόρθωσε[10].

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Küffner Stephan & Kristina Schreck 2007, Chile & Easter Island, Wiley Publishing, Inc. N.J, ISBN 978-0-470-12816-9, 399.
  2. Fischer Steven R. 2005, Island at the end of the world: the turbulent history of Easter Island, Reaktion Books, UK, ISBN 978-1-86189-245-4, 89.
  3. Vezzoli Luigina and Valerio Acocella 2009, «Easter Island, SE Pacific: An end-member type of hotspot volcanism». Geological Society of America Bulletin, 121 (5-6): 869.
  4. Easter Island, (2009), στο Encyclopædia Britannica. Ανάκτηση 19 Νοεμβρίου 2009, από Encyclopædia Britannica Online: http://www.britannica.com/EBchecked/topic/176886/Easter-Island
  5. Bellwood Peter, Fox James J. and Darrell Tryon (eds) 2006, The Austronesians: Historical and Comparative Perspectives, ANU E Press, Canberra, ISBN 1-920942-85-8, 155.
  6. Βλ. τα νέα παλαιοπεριβαλλοντολογικά στοιχεία στο Hunt Terry L.: «Rethinking Easter Island's ecological catastrophe», Journal of Archaeological Science, τόμος 34, τεύχ. 3, Μάρτιος 2007, σσ. 485-502.
  7. Bellwood Peter, Fox James J. and Darrell Tryon (eds) 2006, The Austronesians: Historical and Comparative Perspectives, ANU E Press, Canberra, ISBN 1-920942-85-8, 1.
  8. Τόσο το νησί του Πάσχα όσο και η Χαβάη αποικίστηκαν από πληθυσμούς των νήσων Μαρκέζας μεταξύ του 500 και του 700. TAHITI.COM: Marquesas Αρχειοθετήθηκε 2009-10-16 στο Wayback Machine..
  9. Easter Island, (2009), στο Encyclopædia Britannica, ανάκτηση 19 Νοεμβρίου, 2009, από Encyclopædia Britannica Online: http://www.britannica.com/EBchecked/topic/176886/Easter-Island
  10. Το πιο παράξενο νησί του κόσμου, Κλασσικά Εικονογραφημένα Νο 1062, σελ. 47, Εκδόσεις Μ. Πεχλιβανίδη & Σία

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Bellwood Peter, Fox James J. and Darrell Tryon (eds.) 2006, The Austronesians: Historical and Comparative Perspectives, ANU E Press, Canberra, ISBN 1-920942-85-8
  • Fischer Steven R. 2005, Island at the end of the world: the turbulent history of Easter Island, Reaktion Books, UK, ISBN 978-1-86189-245-4
  • Hunt Terry L. «Rethinking Easter Island's ecological catastrophe», Journal of Archaeological Science, Vol. 34, Issue 3, March 2007, 485-502
  • Küffner Stephan & Kristina Schreck 2007, Chile & Easter Island, Wiley Publishing, Inc. N.J, ISBN 978-0-470-12816-9
  • Τρακαδά, Μαρία. «Το Νησί τού Πάσχα: Ένα αίνιγμα της Πολυνησίας», Περισκόπιο της Επιστήμης, Δεκέμβριος 1996, σελ. 52
  • van Tilburg, Jo Anne (1994). Easter Island: Archaeology, Ecology and Culture. Washington, D.C.: Smithsonian Institution Press. ISBN 0-7141-2504-0
  • Vezzoli Luigina and Valerio Acocella 2009, «Easter Island, SE Pacific: An end-member type of hotspot volcanism». Geological Society of America Bulletin, 121 (5-6)

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]