Νίνος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μεσαιωνική αναπαράσταση του Νίνου

Ο Νίνος σύμφωνα με τους Έλληνες ιστορικούς που έγραφαν από την Ελληνιστική περίοδο ήταν ο θρυλικός ιδρυτής της πανάρχαιας πόλης Νινευή που έγινε η πρωτεύουσα της Ασσυρίας.[1] Το όνομα του δεν καταγράφεται στον κατάλογο των ιστορικών Ασσυρίων βασιλέων, δεν είναι επιβεβαιωμένο ιστορικό πρόσωπο, πιθανότατα να ήταν ήρωας όπως τον έβλεπαν σύμφωνα με την Αρχαία ελληνική μυθολογία. Ο Νίνος ήταν ο πρώτος που εξημέρωσε τα λυκόσκυλα και τα άλογα για κυνήγι και ιππασία, γι΄αυτό παριστάνεται στην Ελληνική μυθολογία ως Κένταυρος. Τις μορφές του Νίνου και της συζύγου του Σεμίραμις περιγράφει πρώτος ο Κτησίας της Κνίδου γύρω στο 400 π.Χ., τις πληροφορίες τις πήρε από τα βασιλικά αρχεία του Αρταξέρξη Β΄ της Περσίας τον οποίο υπηρέτησε ως αυλικός γιατρός.[2] Ο Διόδωρος Σικελιώτης επαναλαμβάνει το ίδιο, η ιστορία συνεχίστηκε με μεσαιωνικούς συγγραφείς όπως ο Αλφρέδος ο Μέγας ώσπου η Σφηνοειδής γραφή επέτρεψε τον 19ο αιώνα την ακριβή γνώση της ιστορίας της Ασσυρίας και της Βαβυλώνας. Ο Νίνος καταγράφεται σαν γιος του μυθικού ήρωα Βήλου που λατρευόταν στις Σημιτικές χώρες σαν Βάαλ, είναι ο διάσημος "λόρδος" με τον οποίο έρχεται σε αντιπαράθεση ο Προφήτης Ηλίας. Ο Κάστωρ ο Ρόδιος τον 1ο αιώνα π.Χ. και κατόπιν ο Γεώργιος Σύγγελος αναφέρουν ότι σύμφωνα με τον Κτησία η βασιλεία του ξεκίνησε το 2189 π.Χ. και διατηρήθηκε 52 χρόνια. Η ιστορία του εμφανίζεται παραλλαγμένη σε ένα μυθιστόρημα των Ελληνιστικών χρόνων, το «Μυθιστόρημα του Νίνου», ή το «Μυθιστόρημα του Νίνου και της Σεμιράμιδος», ή τα «Νίνου σπαράγματα».

Κατακτητής της Ασίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με την βοήθεια του βασιλιά των Αράβων Αριαίου κατέκτησε όλη την Δυτική Ασία 17 χρόνια, έκανε την πρώτη αυτοκρατορία αφού νίκησε τους θρυλικούς βασιλείς Βαζάρνη της Αρμενίας που διαμέλησε και Φάρνη της Μηδίας που σταύρωσε. Ο Νίνος είχε κατακτήσει όλη την Ασία εκτός από την Ινδία και την Βακτριανή, με 1.000.000 στρατό επιτέθηκε στον βασιλιά της Βακτρίας Οξυάρτη, κατέκτησε όλη την χώρα εκτός από την πρωτεύουσα Μπαλχ. Στην διάρκεια της πολιορκίας γνώρισε την σύζυγο του Σεμίραμις κόρη του αξιωματούχου του Όννη και την παντρεύτηκε, από τον γάμο γεννήθηκε ο γιος και διάδοχος του Νινύας.[3] Μετά τον θάνατο του Νίνου, η Σεμίραμις αυτοκτόνησε, καθώς κατηγορήθηκε ως υπεύθυνη για τον θάνατο αυτό. Προηγουμένως, ανήγειρε προς τιμή του ένα τάφο-ναό ύψους 9 Σταδίων και πλάτους 10, κοντά στη Βαβυλώνα, σχετίζεται με την ιστορία του Πύραμου και της Θίσβης. Η Σεμίραμις ξεκίνησε των τελευταίο πόλεμο εναντίον του βασιλιά της Ινδίας Σταβροβάτη, ηττήθηκε και παραιτήθηκε οριστικά υπέρ του γιου της Νινύα.[4] Ο Ηρόδοτος γράφει ότι ο Νίνος ήταν ένας από τους απογόνους του Ηρακλή, εγγονός του Αλκαίου (του γιου του Ηρακλή και της Ομφάλης), πράγμα που συνδέει τον Νίνο με τη Λυδία. Ο Νίνος θεωρείται από κάποιους ότι συνδέεται με τον Νεμρώδ των Εβραίων, τον θρυλικό κυνηγό: σε κάποιες ερμηνείες του ι΄ κεφαλαίου της Γενέσεως ο Νεμρώδ είναι αυτός που ίδρυσε τη Νινευί, ενώ κατ' άλλους υπονοείται εδώ ο Ασσούρ, γιος του Σημ. Κάποιος άλλος Νίνος περιγράφεται σε κάποιες πηγές ως ο τελευταίος βασιλιάς της Νινευί, διάδοχος του Σαρδανάπαλου.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. "Semiramis and Ninus, the mythical founders of the Assyrian empire of Ninus or Nineveh."Smith, William. A Dictionary of Greek and Roman Biography and Mythology. London, John Murray, 1902, σ. 776
  2. "Like a Bird in a Cage": The Invasion of Sennacherib, Lester L. Grabbe (2003), σ. 121-122
  3. https://www.britannica.com/topic/Ninus
  4. Duncker, Max (1882-01-01). The History of Antiquity

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Emmy Patsi-Garin: «Επίτομο λεξικό Ελληνικής Μυθολογίας», εκδ. οίκος Χάρη Πάτση, Αθήνα 1969
  • "Like a Bird in a Cage": The Invasion of Sennacherib, Lester L. Grabbe (2003)
  • "Semiramis and Ninus, the mythical founders of the Assyrian empire of Ninus or Nineveh."Smith, William. A Dictionary of Greek and Roman Biography and Mythology. London, John Murray, 1902
  • Michael Camille, The Gothic Idol: Ideology and Image-Making in Medieval Art, Cambridge, 1991