Νάρκη θαλάσσης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γερμανική νάρκη πρόσκρουσης ή κρουστική

Οι νάρκες θαλάσσης ή ναυτικές νάρκες, μαζί με τις βόμβες βυθού και τις τορπίλες αποτελούν ύφαλα όπλα.

Η νάρκη θαλάσσης είναι ένας αυτόματος υποβρύχιος ή επιπλέων μηχανισμός που εκρήγνυται όταν ένα σκάφος προσκρούσει σ΄ αυτή ή, όταν πρόκειται για μαγνητική ή πιέσεως ή ακουστική, όταν διέλθει κοντά από αυτή. Η χρησιμοποίηση της νάρκης όπως και της τορπίλης επεβλήθη εξ ανάγκης της αντιμετώπισης μεγάλων πολεμικών πλοίων που παρουσίαζαν μεγάλη δύναμη πυρός του πυροβολικού τους, με συνέπεια να καθίσταται σχεδόν αδύνατη η προσβολή τους όταν προσέγγιζαν ανενόχλητα εχθρικές ακτές ή στρατηγικά περάσματα.

Ιστορία εξέλιξης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αν και οι νάρκες φαίνεται να πρωτοεμφανίζονται ως πολεμικό όπλο σε ευρύτερη κλίμακα μόλις πριν 140 χρόνια, εντούτοις η ιστορία τους ξεκινάει από τον 16ο αιώνα. Ήταν ο ναύαρχος της Βασίλισσας Ελισάβετ, ο Σερ Ουίλιαμ Μόνσον (William Monson) που πρώτος φέρεται να διαπίστωσε πως τελικά ένα πλοίο είναι περισσότερο ευάλωτο στα ύφαλα, παρά στα έξαλα ερευνώντας τρόπο εγκατάστασης πυροβόλου σε κύτος πλοίου που να βάλλη με υποβρύχια βολή εναντίον άλλου, χωρίς ποτέ όμως να γίνει γνωστό αν πραγματοποίησε ποτέ τέτοιο πείραμα.

Το 1585 κατά την πολιορκία της Αμβέρσας, οι Ολλανδοί ανατίναξαν 800 περίπου Ισπανούς μ΄ ένα πλοίο που ονόμαζαν «εκρηκτικό πλοίο» που ήταν εφοδιασμένο με ωρολογιακό μηχανισμό.

To 1628 ο Βασιλεύς Κάρολος Α' της Αγγλίας διέταξε τον αρχηγό του πυροβολικού του να προβεί στη κατασκευή υποβρύχιων εκρηκτικών μηχανισμών κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του στη Λα Ροσέλ. Τις εφευρέσεις εκείνες λέγεται πως χρησιμοποίησε ο Δούκας του Μπάκιγχαμ,, τότε αρχιναύαρχος, με μεγάλη επιτυχία. Στην εποχή του Κρόμβελ, ο Πρίγκιπας Ρούπερτ (Rupert) προσπάθησε ν΄ ανατινάξει την ναυαρχίδα του Blake Leopard μ' ένα εκρηκτικό μηχάνημα κρυμμένο σε βυτίο που επέπλεε. Αυτός επί μια σχεδόν 20ετία εξακολούθησε να πειραματίζεται με εκρηκτικές συσκευές.

Το 1655 ο Μαρκήσιος του Γουόρτσεστερ εφηύρε μια «μηχανή καταστροφής πλοίου» όπου όπως προηγούμενα, το ολλανδικό «εκρηκτικό πλοίο», λειτουργούσε και αυτό με ωρολογιακό μηχανισμό, με τη διαφορά ότι απαιτούνταν δύτης για να τη στερεώσει στα ύφαλα του εχθρικού πλοίου. Η συσκευή πάντως αυτή δεν φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε, αφού παρέμεινε άλυτο το πρόβλημα της ενεργοποίησή της χωρίς την παρέμβαση δύτη.

Όταν αργότερα ο Αμερικανός Ντέιβιντ Μπούσνελ (David Bushnell), ο επιλεγόμενος «πατέρας του υποβρυχίου» εφηύρε το μονοθέσιο υποβρύχιο Turtle, το εξόπλισε με ένα είδος εκρηκτικού ωρολογιακού μηχανισμού όπου ο χειριστής πλησιάζοντας υποβρυχίως το εχθρικό πλοίο «κοχλίωνε» στα ύφαλά του μια ξύλινη βίδα που ήταν συνδεδεμένη μ΄ αυτό. Μετά την απώλεια όμως του Tustle κατά τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας ο Μπούσνελ συνέχισε τις έρευνες και εφηύρε τη πρώτη νάρκη που εκρηγνυόταν με επαφή. Ήταν ένα δοχείο με κωνικά άκρα γεμάτο πυρίτιδα και που στηριζόταν σε πλωτήρα ενώ η ανάφλεξη γινόταν με επικρουστήρα. Το 1777 πραγματοποιήθηκε η πρώτη απόπειρα ανατίναξης πλοίου με νάρκη κατά της αγγλικής Φρεγάτας Κέρβερος (Cerberus) που ήταν αγκυροβολημένη στο ποταμό Κονέκτικατ, πλην όμως η νάρκη εκείνη ανατίναξε τελικά ένα μικρότερο σκάφος που βρισκόταν πρύμνηθεν του Κέρβερου. Αργότερα ο Μπούσνελ κυριολεκτικά γέμισε τον ποταμό Ντελαγουέαρ στη Φιλαδέλφεια με παρόμοιες νάρκες κατά των αγγλικών πλοίων. Τότε ανατινάχθηκε μία άκατος με μερικούς άνδρες και σήμανε συναγερμός για το νέο αυτό όπλο. Οι Άγγλοι άνοιξαν πυρ κατά αυτών των πλωτήρων παρόλο που οι μέχρι τότε ζημιές εξ αυτών ήταν μικρές.

Το 1800, είκοσι χρόνια μετά τα παραπάνω, ο περίφημος Ρόμπερτ Φούλτον χρησιμοποίησε τα πρώτα εκρηκτικά υποβρύχια μηχανήματά του που πειραματιζόταν από το 1780. Μεταβαίνοντας στην Αγγλία έθεσε υπόψη του Βρετανικού Βασιλικού Ναυαρχείου κάποιες εξ αυτών των εφευρέσεών του. Κάποια εξ αυτών ήταν μικρά επιμήκη ξύλινα σκάφη τα οποία περιείχαν περίπου 40 βυτία πυρίτιδας η ανάφλεξη των οποίων προκαλούνταν από ωρολογιακό μηχανισμό μετά πάροδο 10 λεπτών της ώρας αφότου ενεργοποιούνταν. Οι δυνατότητες του όπλου αυτού πράγματι διέγειραν το ενδιαφέρον του Ναυαρχείου και το 1804 ο Λόρδος Keith χρησιμοποίησε αυτό κατά του γαλλικού στόλου στη Βουλώνη. Τα σκαφίδια αυτά αφήνονταν ελεύθερα κατά ζεύγη μέσα στο εχθρικό αγκυροβόλιο πλην όμως δεν ήταν τόσο αποτελεσματικά όσο αναμένονταν αφού οι λίγο κάτω από την επιφάνεια προκαλούμενες εκ των εκρήξεων στήλες ύδατος αποδείχθηκαν ακίνδυνοι για τα ανθεκτικά γαλλικά πλοία. Συνέπεια αυτών ήταν το Βρετανικό Ναυαρχείο να μη δώσει συνέχεια σε παρόμοιες δοκιμές του Φούλτον από φόβο μήπως τα νέα όπλα αυτά χρησιμοποιηθούν και από τον εχθρό.

Και ενώ όλα αυτά συνέβαιναν στους στόλους της Ευρώπης για αναζήτηση τρόπων εφαρμογής υποβρύχιων εκρηκτικών μηχανών, οι Έλληνες κατά την Επανάσταση του 1821 παρουσιάζουν το καταπληκτικό αυτοκινούμενο πυρπολικό με πολλές επιτυχίες και χωρίς ωρολογιακούς μηχανισμούς που όμως η χρήση του απαιτούσε εκπαίδευση και ψυχικές αντοχές. Το όπλο αυτό προκάλεσε το θαυμασμό των Ευρωπαίων ναυάρχων, ως αυτοκινούμενη νάρκη επιφανείας πλην όμως χαρακτηρίστηκε ως «εξαιρετικό όπλο απελπισίας». Περί το τέλος του Αγώνα των Ελλήνων και με την σχετική εκπαίδευση του οθωμανικού στόλου οι επιτυχίες του πυρπολικού άρχισαν να μειώνονται αισθητά.

Το 1848 κατά τον πόλεμο Γερμανίας - Δανίας ο Γερμανός καθηγητής Himley παρουσίασε μία νάρκη η εκπυρσοκρότηση της οποίας γινόταν με ηλεκτρικό καλώδιο από τη ξηρά. Αμέσως δόθηκε εντολή μεγάλης παραγωγής και πόντισης αυτών για την προστασία του Κίελου από τον δανικό στόλο. Την ίδια εποχή ξεκινούν και οι Ρώσοι ποντίζοντας νάρκες για την άμυνα της Σεβαστούπολης, κατά τον Κριμαϊκό πόλεμο. Η νάρκη πλέον είχε καταστεί το κυρίαρχο υποβρύχιο αμυντικό όπλο.

Χρήση ναρκών θαλάσσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Θαλάσσια νάρκη με μηχανισμό αγκύρωσης

Σύμφωνα με τα παραπάνω πρώτη χρήση ναρκών θαλάσσης έγινε στον πόλεμο Ανεξαρτησίας των Αμερικανών. Η δράση δε αυτών διαφαίνεται χαρακτηριστικά από το γεγονός ότι κανένα πλοίο των εμπλεκομένων δεν βυθίστηκε από πυρά επιφανείας σε αντίθεση με τα τριάντα που βυθίστηκαν από τις πρωτογενείς εκείνες νάρκες του Μπούσνελ. Μερικές δε εξ αυτών ήταν μεταλλικές φιάλες μπύρας με χημικούς πυροσωλήνες, άλλες ήταν βυτία με μεταλλικούς κώνους γεμάτοι πυρίτιδα στο κάτω μέρος ενώ τα στόμια φράζονταν με μεταλλικά καλύμματα. Τότε η πόντισή τους δεν ακολουθούσε σχέδιο αφού ήταν όλες στην επιφάνεια. Αργότερα όταν πλέον οι νάρκες αποτελούσαν υποβρύχιες κατασκευές η πόντισή τους ακολουθούσε ιδιαίτερο σχέδιο ενώ ο χώρος της πόντισής τους λάμβανε πλέον την ονομασία θαλάσσιο ναρκοπέδιο. Σημαντικότατο τέτοιο ναρκοπέδιο στις αρχές της ιστορίας των ναρκών, άξιο ιδιαίτερης μνείας ήταν το ναρκοπέδιο Μομπάιλ (Mobile), προ του ομώνυμου φρουρίου.

Επίσης νάρκες πρόσκρουσης χρησιμοποίησε και η Παραγουάη το 1808 στον πόλεμο εναντίον της Βραζιλίας όπου και βυθίστηκε το μεγάλο θωρηκτό της δεύτερης το "Ρίο ντε Τζανέιρο". Στον Γαλλογερμανικό πόλεμο του 1870-1871 οι Γερμανοί εμπόδισαν το γαλλικό στόλο να προσεγγίσει στους λιμένες τους με χρησιμοποίηση ναρκών που πυροδοτούνταν με ηλεκτρικό καλώδιο από τη ξηρά. Έτσι η νάρκη μέχρι τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο χαρακτηρίζονταν αμυντικό όπλο, όταν τον Μάιο του 1877 μια μικρή ομάδα Ρώσων δυτών κατερχόμενοι τον Κάτω Δούναβη έθεσαν στη τρόπιδα του οθωμανικού πολεμικού πλοίου Dar Matoin ηλεκτρική νάρκη με συνέπεια την ανατίναξη του πλοίου και την αύτανδρη βύθισή του. Αν και αυτό υπήρξε τελικά μεμονωμένο περιστατικό στον Ρωσο-Ιαπωνικό πόλεμο (1904-1905) οι Ρώσοι περιορίστηκαν στην ανάπτυξη μεγάλου αμυντικού θαλάσσιου ναρκοπεδίου προ του λιμένος Πορτ Άρθουρ, όταν ανατινάχθηκε το ρωσικό ναρκοβόλο Yenissei.

Σημειώνεται όμως πως 5 χρόνια πριν ένας νεαρός αξιωματικός του Ιταλικού Βασιλικού Ναυτικού εφηύρε μία επιθετική νάρκη προοριζόμενη για πόντιση έξωθι εχθρικών λιμένων, την οποία και επέδειξε σε ναυτικά γυμνάσια. Στην πραγματικότητα ήταν μια ίδια νάρκη της εποχής, απλά με μεγαλύτερο σύρμα αγκύρωσης. Η πρωτοτυπία της όμως ήταν στην επαναστατική χρήση της .που ποντιζόταν ως επιθετική σε γραμμές εξωτερικά των αμυντικών ναρκών των λιμένων, με συνέπεια όσα πλοία υπήρχαν μέσα στους λιμένες προ των οποίων ποντίζονταν αυτές να εγκλωβίζονται σ΄ αυτούς και η έξοδός τους να καθίσταται επικίνδυνη. Πολύ πιθανόν και στον Ρωσοϊαπωνικό πόλεμο οι Ιάπωνες να εφάρμοσαν την ίδια ιδέα ποντίζοντας επιθετικές νάρκες στο Πορτ Άρθουρ και στη συνέχεια μικρή μοίρα ιαπωνικών πολεμικών προκαλώντας την έξοδο του ρωσικού στόλου η ανυποψίαστη ναυαρχίδα Πετροπαυλόφσκ στην οποία και επέβαινε ο ναύαρχος Μακάρωφ επέπεσε σε διπλή επιθετική νάρκη με συνέπεια να βυθιστεί μέσα σε 3 μόλις λεπτά.

Αυτό ήταν και το πρώτο πλοίο στη παγκόσμια ναυτική ιστορία που βυθίστηκε από επιθετικό ναρκοπέδιο. Στη συνέχεια οι Ρώσοι εξαπέλυσαν μια γενική πόντιση ναρκών ανοικτής θάλασσας από την οποία οι Ιάπωνες έχασαν δύο μεγάλα και ισχυρά θωρηκτά μέσα σε μια μέρα. Τελικά σ' εκείνες τις επιχειρήσεις και από τις δυο παρατάξεις χάθηκαν συνολικά από νάρκες: 2 θωρηκτά, 3 καταδρομικά, 3 κανονιοφόροι και 6 αντιτορπιλικά και τορπιλοβόλα, ενώ ακόμη 3 θωρηκτά, 4 καταδρομικά και 7 αντιτορπιλικά υπέστησαν σοβαρές ζημίες.

Τα απροσδόκητα αυτά αποτελέσματα προκάλεσαν πράγματι μεγάλη εντύπωση στις ναυτικές διοικήσεις σε παγκόσμια κλίμακα αν συνυπολογισθεί αφενός ότι οι καταστροφές σε σχέση με το χρησιμοποιούμενο για το σκοπό αυτό προσωπικό ήταν πολύ σημαντικές και αφετέρου ότι η γόμωση εκείνων των ναρκών δεν ήταν ισχυρότερη από εκείνη των τορπιλών (περίπου 40 κιλά) που δεν επέφεραν τέτοια καταστροφικά αποτελέσματα. Ακόμη και στον Ισπανοαμερικανικό πόλεμο το 1898 οι νάρκες χρησιμοποιήθηκαν ως επιθετικό όπλο.

Έτσι οι Γερμανοί έχοντας αυτά ως διδάγματα και διαβλέποντας την σημαντικότητα της θαλάσσιας νάρκης άρχισαν την μαζική παραγωγή ναρκών θεωρώντας τις ως ένα σύγχρονο και αποτελεσματικό επιθετικό όπλο, καταστρώνοντας παράλληλα σχέδια εκτεταμένης εφαρμογής ναρκοπεδίων σε περίπτωση ενός μεγάλου πολέμου.

Αντίθετα για το βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό παρόλο ότι οι νάρκες είχαν εισαχθεί από το 1863 έμεινε πολύ βραδυκίνητο στους εξοπλισμού του βασιζόμενο στη Διάσκεψη της Χάγης που καθόριζε ότι οι νάρκες μπορούν να ποντίζονται μόνο σε εχθρικά χωρικά ύδατα, μη αντιλαμβανόμενο τη σπουδαιότητα του κινδύνου πόντισης ναρκών εις βάρος της από εχθρό. Διατηρούσε την πεποίθηση πως ναυτικές περίπολοι θ΄ απέτρεπαν οποιοδήποτε εχθρικό ναρκοβόλο να πλησιάσει τις ακτές. Κανείς όμως δεν είχε φανταστεί πως νάρκες θα πόντιζαν πλέον και τα υποβρύχια

Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γερμανική νάρκη του Α΄ Π.Π.

Όπως είναι φυσικό με την εξέλιξη που παρουσίασε η νάρκη τα καταστροφικά αποτελέσματα της χρήσης της κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν πολύ περισσότερα από τις προηγούμενες ναυτικές επιχειρήσεις. Υπολογίζεται πως στο πόλεμο αυτό ποντίσθηκαν περίπου 240.000 νάρκες εκ των οποίων 172.000 από τους Αγγλο-Αμερικανούς, στη Βόρειο θάλασσα και στο στενό της Μάγχης, 12.300 από τους Ιταλούς, κυρίως στην Αδριατική, και 50.000 από τους Γερμανο-Αυστριακούς, σε διάφορες θάλασσες όπως και στα Δαρδανέλια.

Από τις γερμανικές νάρκες, με εξαίρεση κάποια αλιευτικά, απωλέσθηκαν 586 συμμαχικά εμπορικά πλοία ή ουδέτερα, συνολικής χωρητικότητας 1.112.000 τόνων, που αντιστοιχεί στο 8% των ολικών απωλειών της εμπορικής ναυτιλίας κατά τον πόλεμο.

Άξιο παρατήρησης είναι ότι οι 13.000 νάρκες που ποντίσθηκαν το 1917 προκάλεσαν την απώλεια 194 πλοίων 400.000 τόνων, ενώ οι 11.600 νάρκες που ποντίσθηκαν τον αμέσως επόμενο χρόνο, το 1918, κατέστρεψαν μόνο 47 πλοία, 57.000 τόνων. Η άνιση αυτή εικόνα έκδηλα φανερώνει την εξ αντιθέτου βελτίωση και ανάπτυξη μεθόδων ναρκαλιείας, καταστροφής ή και γρήγορου εντοπισμού των θαλάσσιων ναρκοπεδίων, με συνέπεια τη μείωση της καταστροφής των εμπορικών πλοίων.

Την περίοδο αυτή το Βρετανικό Ναυτικό, εξ αιτίας των ναρκών, απώλεσε 5 θωρηκτά, 3 καταδρομικά, 20 αντιτορπιλικά, 4 υποβρύχια και περισσότερα από 200 ναρκαλιευτικά και άλλα βοηθητικά σκάφη. Οι δε Γάλλοι από τον ίδιο λόγο απώλεσαν 1 θωρηκτό, 1 καταδρομικό, 7 αντιτορπιλικά, 1 υποβρύχιο και 27 περιπολικά. Οι δε Γερμανοί από το σύνολο των 178 απολεσθέντων υποβρυχίων τους τα 43 καταστράφηκαν από νάρκες.

Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τύποι ναρκών θαλάσσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημειώνεται πως μέχρι το 1870 που εμφανίσθηκε η αυτοκίνητη τορπίλη Whitehead, αλλά και για αρκετές ναυτικές δυνάμεις Χωρών, μέχρι σχεδόν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με τον όρο τορπίλη, που πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Ρόμπερτ Φούλτον για υποβρύχιες γομώσεις, ονομάζονταν όλα τα πάσης φύσεως υποβρύχια εκρηκτικά μηχανήματα. Έτσι από τότε και μέχρι το 1916 η χρησιμοποίηση του όρου τορπίλη περιορίστηκε μόνο για τις αυτοκίνητες, οι δε επιθετικές νάρκες ονομάζονταν "τορπίλες αποκλεισμού" και οι αμυντικές ως απλές θαλάσσιες ή υποβρύχιες νάρκες, κατά τη σημερινή έννοια.

Στην αρχή οι νάρκες ήταν βαρέλια, περίεργα δοχεία με εκρηκτική ύλη, που άλλοτε επέπλεαν και άλλοτε κρέμονταν από πλωτήρες. Στους πολέμους 1904-1905 και 1914-1918 οι νάρκες έφεραν αγκύριο, δηλαδή το σημείο πόντισής τους ήταν και η θέση αγκυροβολίας τους, που είναι μέχρι σήμερα ο κοινός τύπος ναρκών. Η νάρκη του τύπου αυτού αποτελείται από δύο τμήματα, το κάτω που φέρει το αγκύριο και το τύμπανο εκτύλισης του σύρματος, (εξέλικτρο), και το πάνω μέρος, τον σφαιρικό πλωτήρα, που έφερε εντός την εκρηκτική ύλη, (περίπου 200 κιλά στον Α΄ Π.Π., και 400 κιλά στον Β΄ Π.Π.), και τους πυροκροτητές, ή μηχανισμό πυροδότησης.

  1. Νάρκες μετ΄ αγκυρίου Λέγονται οι θαλάσσιες νάρκες που φέρουν μικρή άγκυρα και συνεπώς μετά την πόντισή τους παραμένουν αγκυροβολημένες. Η υπεροχή των γερμανικών έναντι των αγγλικών ήταν μόνο στο ότι μπορούσαν να ποντισθούν σε μεγαλύτερα βάθη. Επίσης οι αγγλικές μετά την πόντισή τους αρχικά επέπλεαν και στη συνέχεια βυθίζονταν στο προβλεπόμενο βάθος, ενώ αντίθετα οι γερμανικές έφθαναν στο βυθό και από εκεί αναδύονταν στο επιθυμητό βάθος από την επιφάνεια της θάλασσας. Ο τύπος αυτός είναι ο συνηθέστερος μέχρι σήμερα.
  2. Νάρκες κεραίας (κρουστικές) Λέγονται οι νάρκες, αμερικανικής επινόησης του 1918, που εκτός από το αγκύριο φέρουν συρμάτινη κεραία στη πρόσκρουση επί της οποίας ακολουθεί έκρηξη. Αυτές υπήρξαν πολύ επικίνδυνες ακόμη και για τα πλοία που τις πόντιζαν λόγω της ευπάθειας της κεραίας τους. Πολλές ανατινάξεις έγιναν κατά την πόντισή τους και γι΄ αυτό και τις καθαιρούσαν αργά.
  3. Νάρκες ηλεκτρικές Λέγονται εκείνες που ποντίζονται πλησίον των ακτών, προ εγκαταστάσεων στρατηγικού ενδιαφέροντος και πυροδοτούνται με καλώδιο από τη ξηρά.
  4. Νάρκες βυθού Λέγονται εκείνες που ποντιζόμενες φθάνουν στο βυθό.
  5. Νάρκες μαγνητικές Λέγονται εκείνες των οποίων ο πυροδοτικός μηχανισμός ενεργοποιείται εκ του μαγνητικού πεδίου της παραπλέουσας μεταλλικής μάζας (εχθρικού πλοίου), μέχρι ορισμένη απόσταση.
  6. Νάρκες ελεύθερες Λέγονται οι νάρκες που ποντίζονται στο ανοικτό πέλαγος κυρίως σε φυσικούς διαύλους, άνευ σχεδίου εγκατάστασης, προς παρεμπόδιση εχθρικών ελιγμών. Επίσης με τον ίδιο όρο αποκαλούνται και οι νάρκες που έχουν αποσυνδεθεί από το αγκύριο και επιπλέουν στην επιφάνεια παρασυρόμενες. Αυτές καθίστανται λίαν επικίνδυνες και για τις φίλιες δυνάμεις.
  7. Νάρκες πιέσεως Λέγονται εκείνες των οποίων ο πυροδοτικός μηχανισμός ενεργοποιείται σε οποιαδήποτε μεταβολή της πίεσης του ύδατος εκ παραπλέοντος πλοίου.
  8. Νάρκες ακουστικές Λέγονται εκείνες των οποίων ο πυροδοτικός μηχανισμός τίθεται σε λειτουργία με τη λήψη ηχητικών κυμάτων παραπλέουσας έλικας ή εγγύτερα και εκ των μηχανών διερχόμενου πλοίου.

Περιγραφή - πυροδότηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γενικά η νάρκη είναι μηχάνημα απλής κατασκευής. Μία αγκυροβολημένη νάρκη αποτελείται από δύο κύρια μέρη τον πλωτήρα ή σημαντήρα και το υπ΄ αυτόν κιβωτιόσχημο αγκύριο.

Ο πλωτήρας είναι ελασμάτινος, σφαιρικού ή παρεμφερούς κυρτού σχήματος, και περιέχει:
α) τη γόμωση, εκρηκτικό μίγμα εκ τροτύλης,
β) την εναυσματοδόχη μετά του εμπυρίου και
γ) τον πυροδοτικό μηχανισμό που συνδέεται με τα εξωτερικά κεράτια.
Το βάρος πάντως ενός γεμισμένου πλωτήρα νάρκης είναι καθορισμένο έτσι ώστε να διατηρείται θετική πλευστότητα. Ο πλωτήρας συνδέεται με το αγκύριο ελεύθερα που αποκρικούται απ΄ αυτόν κατά τη πόντιση ενώ η συνοχή τους διατηρείται με συρματόσχοινο που συνδέει τα δύο μέρη. Το αγκύριο, είναι γενικά ορθογωνίου σχήματος και φέρει το τύμπανο όπου περιελίσσεται το συρματόσχοινο πρόσδεσης του πλωτήρα, με επαρκές ρυθμιζόμενο μήκος, ανάλογα του βάθους πόντισης. Εξωτερικά του αγκυρίου φέρεται η βολίδα νάρκης που αποσπάται από τη θέση της ΄κατά την πόντιση όπου με τη βοήθεια επιβραδυντικού μηχανισμού εντείνει μικρού μήκους αλυσίδα ρυθμιζόμενη ανάλογα του επιθυμητού υπό την επιφάνεια της θαλάσσης "βάθους επίπλευσης".

Με την πόντιση και απόσπαση της βολίδας ελευθερώνεται το τύμπανο και το συρματόσχοινο εκτυλίσσεται έτσι ώστε ο μεν πλωτήρας (με θετική πλευστότητα) ν΄ ανέρχεται στην επιφάνεια, το δε αγκύριο, πληρούμενο με νερό να κατέρχεται στον πυθμένα. Μόλις η βολίδα φθάσει στο βυθό παύει και να ενεργεί με το βάρος της στην ελευθέρωση του χαλινού (καστάνιας) του τυμπάνου όπου αμέσως κλείνει και σταματά η συνέχιση της εκτύλιξης του συρματόσχοινου. Λόγω όμως του βάρους του το αγκύριο εξακολουθεί να κατέρχεται παρασύροντας έτσι σε βύθιση τον πλωτήρα σε βάθος όσο και το έκταμα της αλυσίδας που ρυθμίζεται συνήθως από 2 μέχρι 8 μέτρα ή και σε 20 μέχρι 80 μέτρα σε περίπτωση ανθυποβρυχιακών φραγμάτων εκ ναρκών.

Η πυροδότηση της νάρκης για την έκρηξη του μίγματος σήμερα γίνεται κατά κανόνα ηλεκτρικά, όπου επιτυγχάνεται η έκρηξη του εμπυρίου που μεταδίδεται στο έναυσμα και τη γόμωση. Η κοινή ή μηχανική νάρκη φέρει εξωτερικά στο θόλο κάθετα κεράτια από μόλυβδο με μεταλλική βάση που κοχλιώνονται σε ειδικές εγκαθίσεις που εσωτερικά φέρουν γυάλινους κλειστούς σωλήνες γεμάτους με οξύ (μίγμα θειικού οξέος και διχρωμικού καλίου) στη συνέχεια αυτών φέρονται εσωτερικά κυλινδρικά δοχεία που περιέχουν ηλεκτρικές στήλες από ψευδάργυρο και άνθρακα, οι οποίες και συνδέονται με καλώδια με τους ακροδέκτες του μηχανισμού πυροδότησης. Όταν ένα πλοίο επιπέσει σε κεράτιο νάρκης αυτό κάμπτεται και σπάει ο εσωτερικός σωλήνας οπότε το φερόμενο οξύ εκχύνεται στις στήλες και το παραγόμενο έτσι ηλεκτρικό ρεύμα διοχετεύεται δια των καλωδίων στον μηχανισμό πυροδότησης.

  • Γενικά ο μηχανισμός πυροδότησης συνδέεται με ασφαλιστική διάταξη η οποία και ν΄ αποκλείει τη λειτουργία του, συνεπώς την έκρηξη της νάρκης, όταν αυτή για οποιοδήποτε λόγο αποσπασθεί από το αγκύριο και επιπλέει έρμαιη. Πόσο όμως βέβαιος μπορεί να είναι κανείς στη θέα της αν πράγματι η εν λόγω διάταξη λειτουργεί καλώς και μάλιστα μετά από μακρύ χρόνο από κατασκευής;

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σάγος Γεώργιος, "Εισαγωγή στην υδροακουστική και στην τεχνολογία Sonar", Μέρος ΙΙ, Κεφ.8 [1], Εκδόσεις Παπασωτηρίου, Αθήνα 2019, ISBN 978-960-491-133-2