Μπιάφρα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 6°27′N 7°30′E / 6.450°N 7.500°E / 6.450; 7.500

Δημοκρατία της Μπιάφρα
Republic of Biafra

1967 – 1970
Σημαία Έμβλημα
Σύνθημα
Ειρήνη, Ενότητα και Ελευθερία
Ύμνος
Land of the Rising Sun
Τοποθεσία Μπιάφρα
Η Δημοκρατία της Μπιάφρα το Μάιο του 1967
Πρωτεύουσα Ενούγκου
Γλώσσες Αγγλικά και Ίγκμπο (επικρατέστερες)
Γαλλικά, Έφικ, Άνααγκ, Ιμπίμπιο, Ίτζο
Πολίτευμα Δημοκρατία
Ιστορική εποχή Ψυχρός Πόλεμος
 -  Ίδρυση 30 Μαΐου 1967
 -  Επανασύνδεση με την Ομοσπονδιακή Νιγηρία 15 Ιανουαρίου 1970[1]
Έκταση
 -  1967 77.306 km²
Πληθυσμός
 -  1967 εκτ. 13.500.000 
     Πυκνότητα 174,6 /km²
Νόμισμα Λίρα της Μπιάφρα

H Μπιάφρα, επισήμως Δημοκρατία της Μπιάφρα (Republic of Biafra), ήταν αποσχιστικό κράτος στη Δυτική Αφρική, το οποίο υπήρχε από τις 30 Μαΐου του 1967 έως τις 15 Ιανουαρίου του 1970. Δημιουργήθηκε από τις ανατολικές περιφέρειες της Νιγηρίας.

Οι κάτοικοί της ήταν κυρίως της φυλής Ίγκμπο, οι οποίοι αποσχίστηκαν για οικονομικούς, εθνικούς, πολιτικούς και θρησκευτικούς λόγους και διαμάχες με άλλες φυλές της Νιγηρίας. Άλλες εθνικές ομάδες που αποτελούσαν το κράτος ήταν οι Έφικ, Ιμπίμπιο, Άνναγκ, Ετζαγκάμ, Εκέτ, Ιμπενό και οι Ίτζο. Πήρε το όνομά της από τον κόλπο Μπιάφρα.

Απόσχιση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Δημοκρατία της Μπιάφρα ιδρύθηκε στις 30 Μαΐου του 1967, με την απόσχιση των πλούσιων σε πετρέλαια νοτιοανατολικών περιοχών της Νιγηρίας. Η απόσχιση της Μπιάφρα ήταν η κύρια αιτία του εμφυλίου πολέμου στη Νιγηρία, γνωστού και ως «πόλεμος της Μπιάφρα». Το κράτος αναγνωρίστηκε επισήμως από την Γκαμπόν, την Αϊτή, την Ακτή Ελεφαντοστού, την Τανζανία και τη Ζάμπια.[2] Άλλα κράτη τα οποία, αν και δεν αναγνώρισαν επισήμως την Μπιάφρα, παρείχαν υποστήριξη ήταν το Ισραήλ, η Γαλλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Νορβηγία, η Ροδεσία, η Νότια Αφρική και το Βατικανό.[3] Η Μπιάφρα παρέλαβε βοήθεια και από μη κρατικές οργανώσεις.

Στις 19 Μαΐου του 1968 οι κυβερνητικές δυνάμεις κατέλαβαν το λιμάνι του Πορτ Αρκούρ, αποκόπτοντας πρακτικά την Μπιάφρα από τον υπόλοιπο κόσμο και επιβάλλοντας δρακόντειο αποκλεισμό τροφίμων και φαρμάκων. Οι ωμότητες των κυβερνητικών στρατευμάτων ήταν απερίγραπτες. Πάνω από 200 άοπλοι που αναζήτησαν καταφύγιο σε εκκλησία κάηκαν ζωντανοί, εκατοντάδες τραυματίες εκτελέστηκαν ή θάφτηκαν ζωντανοί, δώδεκα άρρωστα παιδιά που νοσηλεύονταν σε νοσοκομείο ψήθηκαν και φαγώθηκαν από κανιβάλους. Πανικόβλητοι 4,5 εκατομμύρια Μπιαφρανοί της φυλής Ίγκμπο κατέφυγαν στα ενδότερα και στοιβάχτηκαν σε άθλια στρατόπεδα προσφύγων. Τα πεινασμένα «παιδιά της Μπιάφρα» έγιναν παγκόσμιο σύμβολο της φρίκης. Εκατομμύρια από αυτά, αποσκελετωμένα, σε τυμπανιαία κατάσταση, βρήκαν, μέσα στους επόμενους μήνες, τη λύτρωση από τη σύντομη, μαρτυρική ζωή τους στον θάνατο από την ασιτία ή τις αρρώστιες που θέριζαν τους καταυλισμούς τους. Οι απεγνωσμένες εκκλήσεις του ΟΗΕ, του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και άλλων ανθρωπιστικών οργανώσεων για επείγουσα αποστολή διεθνούς βοήθειας απευθύνθηκαν σε ώτα μη ακουόντων. Η κυβέρνηση του Λάγος απέρριψε κάθε σκέψη για άρση του αποκλεισμού. Ο βιβλικός λιμός ήταν αναπόφευκτος. Ήδη στα μέσα Ιουλίου του 1968 το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών υπολόγισε σε 1.200.000 τα θύματα της πείνας. Όρνεα υπερίπτανται χιλιάδων ατόμων αποθνησκόντων εκ πείνης, ανέφερε η UNICEF, ενώ τα στρατόπεδα προσφύγων περιγράφτηκαν ως Δαντική κόλαση, όπου βασιλεύει ο πόνος, η ταπείνωση, η πείνα και ο θάνατος. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ακόμα και αυτοί που προμηθεύονταν από υπαίθριες αγορές παχυλούς αρουραίους για τη διατροφή τους, θεωρούνταν εξαιρετικά προνομιούχοι.[4]

Μετά από δυόμισι χρόνια πολέμου, πάνω από ένα εκατομμύριο πολίτες είχαν πεθάνει είτε στις μάχες είτε λόγω του λιμού, ο οποίος προκλήθηκε από τον πλήρη αποκλεισμό της περιοχής που επέβαλε η κυβέρνηση της Νιγηρίας. Τελικά οι δυνάμεις της Μπιάφρα παραδόθηκαν και η Μπιάφρα επανενώθηκε με τη Νιγηρία.[5] Συγκεκριμένα, στις 12 Ιανουαρίου του 1970, ο ασκών χρέη προέδρου της Μπιάφρα στρατηγός Φίλιπ Εφιόνγκ ανακοίνωσε την άνευ όρων συνθηκολόγηση της Δημοκρατίας, απευθύνοντας έκκληση «στον ανθρωπισμό και στην ευσπλαχνία» των στρατευμάτων του ισχυρού άνδρα της Νιγηρίας, στρατηγού Γιακούμπου Γκοβόν. Κάμπτοντας και τις τελευταίες αντιστάσεις των υποστηριζομένων από τις ΗΠΑ, τη Γαλλία και το Βατικανό στρατευμάτων της Μπιάφρα, ο εξοπλισμένος με σοβιετικά και βρετανικά όπλα ομοσπονδιακός στρατός είχε ήδη καταλάβει την πρωτεύουσα Οβέρι. Ο πρόεδρος της βραχύβιας Δημοκρατίας, στρατηγός Τσουκβουεμέκα Οντουμέγκβου Ογιούκβου, αναχώρησε στις 11 Ιανουαρίου, με την υπόσχεση να επιστρέψει «μόλις διασφαλίσει τους όρους της ειρήνης». Δεν επέστρεψε ποτέ από την Ακτή Ελεφαντοστού όπου ζήτησε άσυλο, ενώ στην Μπιάφρα των χριστιανών Ίγκμπο ο πληθυσμός υπέφερε. Σε 2.000.000 νεκρούς υπολογίζονταν τα θύματα του πολέμου. Από αυτούς 1.500.000 ήταν οι άμαχοι και κυρίως τα παιδιά. Τα «παιδιά της Μπιάφρα», ο ορισμός της απίσχνασης, της αβιταμίνωσης και της πρησμένης κοιλιάς, σφράγισαν το τέλος της δεκαετίας του 1960 και τις αρχές του 1970. Η πρωτοφανής για την εποχή επιχείρηση ανθρωπιστικής βοήθειας, που άρχισε τον Μάρτιο του 1968 με πρωτοβουλία της Ενωμένης Εκκλησιαστικής Βοήθειας, του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και των οργανώσεών του, των Καναδών, αλλά και Γάλλων, Πορτογάλων και του Βατικανού, απέτρεψε την ακόμη μεγαλύτερη τραγωδία. Συνολικά μεταφέρθηκαν 80.000 τόνοι τροφίμων και φαρμάκων, εκτελέστηκαν 8.000 πτήσεις και 27 πιλότοι έχασαν τη ζωή τους. «Κρατήστε για τον εαυτό σας τα χρήματα, δεν χρειαζόμαστε τη βοήθειά σας», είπε ο στρατηγός Γκοβόν, γόνος του Βορρά, αλλά όχι μουσουλμάνος, απόφοιτος της Βρετανικής Στρατιωτικής Σχολής του Σάντχερστ, λίγο πριν την υπογραφή της συνθηκολόγησης στις 15 Ιανουαρίου.[6]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Kalu Ogbaa, Igbo: (Nigeria), σελ. 49, The Rosen Publishing Group (1995) ISBN 978-0-8239-1977-2
  2. «Biafra | secessionist state, Nigeria». Encyclopaedia Brittanica. Ανακτήθηκε στις 1 Οκτωβρίου 2016. 
  3. Biafra Free State Federation of the Free States of Africa
  4. Γενοκτονία στην Μπιάφρα, Ιστορικό Λεύκωμα 1968, σελ. 132-133, Καθημερινή (1998)
  5. Biafra: Thirty years on BBC News
  6. Η Μπιάφρα παραδίνεται άνευ όρων, Ιστορικό Λεύκωμα 1970, σελ. 126, Καθημερινή (1998)