Μουτούνους Τουτούνους

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ρωμαϊκό δηνάριο, με πιθανή απεικόνιση του γενειοφόρου Μουτούνους Τουτούνους.[1][2]
Αναπαράσταση Μουτούνους Τουτούνους στην Πομπηία
Φαλλικό ανάγλυφο τύπου φασίνους

Ο Μουτούνους Τουτούνους (λατινικά: Mutunus Tutunus, ή Mutinus Titinus / Μουτίνους Τιτίνους) στην αρχαία ρωμαϊκή κοινωνία ήταν φαλλική θεότητα του γάμου, εφάμιλλη του Πριάπου στην ελληνική μυθολογία. Ο ναός του βρισκόταν στον Βέλιο λόφο, και θεωρούνταν πως υπήρχε από την ίδρυση της Ρώμης, έως τον 1ο αιώνα π.Χ..

Ετυμολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αντίθετα από τον Πρίαπο, ο οποίος αναπαρίσταται με ανθρώπινη μορφή και τεράστιο φαλλό, ο Μουτούνους φαίνεται πως ενσαρκώνονταν απευθείας στον φαλλό, κατά παρόμοιο τρόπο με το φασίνους ή τον πατέρα του μυθικού 6ου βασιλιά της Ρώμης Σερβίου Τούλιου.

Η ονομασία του φαίνεται πως προκύπτει από τις λαϊκές λατινικές λέξεις για το πέος, mūtōmuttō) και mūtōnium.[3] Το Mutto αποτελούσε μερικές φορές το τρίτο μέρος της ονομασίας ενός ανδρός κατά τα ρωμαϊκά πρότυπα ονοματοδοσίας.[4] Ο κωμωδιογράφος του 2ου αιώνα π.Χ., Γάιος Λουκίλιος, θεωρείται πως έγραψε την πρώτη γνωστή αναφορά της λέξης και στις δύο μορφές της ως at laeva lacrimas muttoni absterget amica (Η κοπέλα σκουπίζει τα δάκρυα του Μούττο - το αριστερό του χέρι, δηλαδή)[5] και το παράγωγο mūtōnium. Το mūtōnium ενδεχομένως αντικατέστησε την παλαιότερη μορφή, καθώς εμφανίζεται αργότερα σε επιγραφές στην Πομπηία.[6] Ο λυρικός ποιητής Οράτιος (1ος αιώνας π.Χ.) επίσης προσωποποίησε το πέος του συνομιλώντας μαζί του και αναφερόμενος σε αυτό ως μούττο και συζητώντας περί αιδοίων.[7][8] Ο όρος mūtūniātus, χρησιμοποιήθηκε ως επίθετο από τον Μαρτιάλη (1ος αιώνας μ.Χ.) για να περιγράψει τον καλοπροικισμένο άντρα.[9][10]

Και τα 2 τμήματα της λέξης έχουν την ίδια ονομασία, καθώς το Tītīnus πιθανώς προέρχεται από το tītus, το οποίο επίσης σήμαινε πέος.[11][12]

Λατρεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά την προκαταρκτική γαμήλια ιεροτελεστία, οι Ρωμαίες νύφες κατά το έθιμο έπρεπε να τοποθετήσουν τον φαλλό του Μουτούνους στο αιδοίο τους ώστε να προετοιμαστούν για την συνουσία με τον σύζυγο τους, και η πρακτική αυτή μαρτυρείται από τους Εκκλησιαστικούς Πατέρες οι οποίοι θεωρούσαν το έθιμο αυτό ακραίο τρόπο τερματισμού της παρθενίας.[13] Κατά τον χριστιανό Αρνόβιο, οι γυναίκες καβαλούσαν τον απαίσιο φαλλό του Τουτούνους με τα τεράστια ξεδιάντροπα τμήματα του,[14] ωστόσο κατά άλλες πηγές οι νύφες που συμμετείχαν σε αυτό το έθιμο μάθαιναν να μην ντρέπονται την συνουσία και να εγκαταλείπουν την ντροπή τους.[15] Ο γραμματικός του 2ου αιώνα Σέξτος Πομπηίος Φέστος, αποτελεί την μοναδική πηγή της αρχαιότητας ο οποίος αναφέρεται συγκεκριμένα στην θεότητα,[16] και ενδεχομένως η περιγραφή των χριστιανικών πηγών είναι εχθρική προς το έθιμο λόγω του θρησκευτικού ανταγωνισμού της εποχής.[17]

Τα ίχνη του παλαιού ναού του Μουτούνους Τουτούνους στον Βελιανό λόφο δεν έχει σταθεί δυνατό να ανακαλυφθούν. Κατά τον Σέξτο Πομπηίο Φέστο ο οποίος μαρτυρά την ύπαρξη του, ο ναός καταστράφηκε για να δημιουργηθούν ιδιωτικά λουτρά στην θέση του τα οποία ανήκαν στον στρατηγό και γερουσιαστή Γνάιο Δομίτιο Καλβίνο, παρά το γεγονός ότι η τοποθεσία θεωρούνταν ιερή λόγω και της παλαιότητας της.[18]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Ch. Lenormant, "Types des médailles romaines," Revue numismatique (1838), pp. 11–12 online.
  2. Michael Crawford, Roman Republican Coinage (Cambridge University Press, 1974, 2001), τομ. 1, σελ. 344 και 346 online.
  3. J.N. Adams, The Latin Sexual Vocabulary (Johns Hopkins University Press, 1982, 1990), p. 62 online.
  4. CIL V.1412, 8473, cited by Adams. The moneyer Quintus Titius, one of whose coins has been interpreted as depicting Mutunus, may have used the cognomen Mutto; T.R.S. Broughton, The Magistrates of the Roman Republic (American Philological Association, 1952), vol. 2, p. 454.
  5. Kirk Freundenburg: Satires of Rome: Threatening Poses from Lucilius to Juvenal (Cambridge University Press, 2001), p. 205 online. Antonio Varone, Erotica pompeiana: Love Inscriptions on the Walls of Pompeii («L'Erma» di Bretschneider, 2002), p. 95 online.
  6. CIL IV.1939, 1940.
  7. Horatius, Sermones 1.2.68.
  8. Adams, Latin Sexual Vocabulary, p. 63.
  9. Μαρτιάλης, Επιγράμματα 3.73.1 και 11.63.2, Corpus Priapeorum 52.10.
  10. Craig Arthur Williams, Roman Homosexuality: Ideologies of Masculinity in Classical Antiquity (Oxford University Press, 1990), p. 92 online.
  11. Adams, Latin Sexual Vocabulary, p. 32.
  12. Scholiast Persius, Satire 1.20; Adams, Latin Sexual Vocabulary, σελ. 32.
  13. H.J. Rose, The Roman Questions of Plutarch: A New Translation (Oxford: Clarendon Press, 1924, reprinted 1974), p. 84 online.
  14. Arnobius, Adversus nationes 4.7 (see also 4.11): Tutunus, cuius immanibus pudendis horrentique fascino vestras inequitare matronas et auspicabile ducitis et optatis. Tertullianus, Ad nationes 2.11 και Apologeticus 25.3. On the translation of pudendis, J.N. Adams, The Latin Sexual Vocabulary (Johns Hopkins University Press, 1982, 1990), pp. 55–56.
  15. Lactantius, Divinarum Institutionum 1.20.36: Tutinus in cuius sinu pudendo nubentes praesident ut illarum pudicitiam prior deus delibasse videatur. Augustinus (De civitate Dei 4.11 και 6.9) R.W. Dyson, The City of God Against the Pagans (Cambridge University Press, 1998, 2002), p. 1221 online.
  16. Jean-Noël Robert, Eros romano: sexo y moral en la Roma antigua (Editorial Complutense, 1999), p. 58 online.
  17. Ronald Syme, The Augustan Aristocracy (Oxford University Press, 1989), σελ. 6, σημ. 37, "the mockery of the Christian writers" / W.H. Parker, Priapea: Poems for a Phallic God (Routledge, 1988), p. 135 online, / Joseph Rykwert, The Idea of a Town: The Anthropology of Urban Form in Rome, Italy, and the Ancient World (MIT Press, 1988), p. 159 online / Mary Beard, John North et al., Religions of Rome: A Sourcebook (Cambridge University Press, 1998), p. 359, note 1 online. / Enrique Montero Cartelle, El latín erótico: aspectos léxicos y literarios (University of Seville, 1991), p. 70 online. / Carlos A. Contreras, "Christian Views of Paganism," Aufstieg und Niedergang der römischen Welt II.23.1 (1980) 974–1022, p. 1013 online / Peter Stewart, Statues in Roman Society: Representation and Response (Oxford University Press, 2003), p. 266, note 24 online.
  18. Festus 142L, as cited and discussed by Lawrence Richardson, A New Topographical Dictionary of Ancient Rome (Johns Hopkins University Press, 1992), p. 262 online. / Ronald Syme, The Augustan Aristocracy (Oxford University Press, 1989), p. 6 online.