Μοσχόβους

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μοσχόβους
Χρονικό πλαίσιο απολιθωμάτων:
Μέσο Πλειστόκαινο εώς Σήμερα 0,2-0 εκατ.
Μοσχόβους
Μοσχόβους
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1) [1]
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Θηλαστικά (Mammalia)
Τάξη: Αρτιοδάκτυλα (Artiodactyla)
Οικογένεια: Βοοειδή (Bovidae)
Υποοικογένεια: Αιγώδη (Caprinae)
Γένος: Μοσχόβους (Ovibos)
Blainville, 1816
Είδος: O. moschatus
Διώνυμο
Ovibos moschatus (Μοσχόβους ο μοσχάτος)
(Zimmermann, 1780)

Ο μοσχόβους (Ovibos moschatus) ή μοσχοφόρος μόσχος είναι μηρυκαστικό θηλαστικό του Αρκτικού κύκλου, ανήκει στην οικογένεια των βοοειδών (Bovidae), στην τάξη των αρτιοδακτύλων και απαντάται στη Γροιλανδία, στην Αλάσκα και στον Καναδά. Το όνομά του προέρχεται από τη χαρακτηριστική μυρωδιά μόσχου που εκλύει το αρσενικό στο 5ο έτος της ηλικίας του κατά την περίοδο του ζευγαρώματός του με το θηλυκό[2][3]. Κινδύνευσαν με εξαφάνιση τόσο από τους κυνηγούς, όσο και από τις κλιματικές αλλαγές. Μεγάλοι πληθυσμοί τους υπάρχουν στη Βόρεια Αμερική, ενώ μικρότεροι έχουν επανεισαχθεί στη Σουηδία, στη Σιβηρία και στη Νορβηγία[2].

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Σταθερή →[4]

Συστηματική ταξινόμηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο μοσχόβους περιγράφηκε από τον Γερμανό ζωολόγο Ζίμμερμαν το 1780. Παρόλο που μοιάζει με βούβαλο, ανήκει στα αιγώδη, την ίδια υποοικογένεια δηλαδή με τα πρόβατα και τις κατσίκες.

Μορφολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο μοσχόβους είναι εντυπωσιακός σε όγκο, εξαιτίας των στρώσεων μόνωσης που διαθέτει κάτω από το δέρμα του. Το σώμα του καλύπτεται από μακρύ, σκούρο τρίχωμα, καθώς και χαρακτηριστικά πυκνή χαίτη στον λαιμό και στους ώμους. Έτσι καταφέρνει να αντέχει σε θερμοκρασίες χαμηλότερες των -40° C. Αν οι συνθήκες είναι ακόμα χειρότερες, προτιμά να ξαπλώνει στο χιόνι αντί να παραμένει όρθιος στον παγωμένο αέρα. Στην κεντρική ζώνη του μετώπου, φέρει κοίλα κέρατα που στρίβουν πλάγια και προς τα κάτω κι ύστερα γυρίζουν προς τα επάνω[2][3].

Βιομετρικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μήκος σώματος: ♂ 200 έως ♀250 εκατοστά
  • Ύψος στο ακρώμιο: 110 έως 150 εκατοστά
  • Μήκος ουράς: 10 εκατοστά
  • Βάρος: (180-) 285 έως 410 (-650) κιλά

Τροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η διατροφή του μοσχόβου ακολουθεί τον αρκτικό κύκλο. Το σύντομο καλοκαίρι, το κοπάδι προχωρά βόσκοντας και τρέφεται με χορτάρι, βούρλα, βρύα, θάμνους, λειχήνες και ιτιές. Τον χειμώνα τρώνε φύλλα βετούλης (σημύδας) και νανοϊτιάς, σκάβοντας το χιόνι με τις οπλές και αναζητώντας ρίζες, βρύα και λειχήνες κάτω από το χιόνι[2].

Ηθολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οικογένεια μοσχόβων στη Γροιλανδία

Οι μοσχοβόες είναι αγελαία ζώα, συγκεντώνονται δηλαδή σε ομάδα με κοινωνική ιεραρχία των 10 με 20 ζώων, όπου αρχηγός της είναι το δυνατότερο αρσενικό. Κάθε αγέλη κινείται σε μια περιοχή που καταλαμβάνει έκταση κατά μέσο όρο 220 τετραγωνικά χιλιόμετρα, κατά προτίμηση κοντά σε νερό το καλοκαίρι. Εχθρός τους θεωρούνται η αρκούδα (πολική ή γκρίζλι) και ο αρκτικός λύκος. Ρουθουνίζουν και ξεφυσούν από τη μύτη όταν ενοχληθούν, ενώ όταν τρέχουν να ξεφύγουν κουράζονται και υπερθερμαίνονται. Γι' αυτό σε περίπτωση κινδύνου, η αγέλη συγκεντρώνεται και σχηματίζει έναν αμυντικό κύκλο που στο μέσο της έχει τα θηλυκά και τα μικρά, ενώ στην περιφέρειά του τα αρσενικά αντιμετωπίζουν κατά πρόσωπο τον εχθρό (βλ. Ξυράφι του Όκαμ), έτοιμα να τον εμβολίσουν με τα κέρατά τους αν χρειαστεί[2].

Αναπαραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ζευγάρωμα διαρκεί από τον Ιούλιο μέχρι τον Οκτώβριο και τα θηλυκά γεννούν ένα μικρό μετά από κύηση 8-9 μηνών. Το νεογέννητο διαθέτει ένα χοντρό, σγουρό τρίχωμα που δεν το προστατεύει απόλυτα από το κρύο, γι' αυτό και κρύβονται κάτω από το πυκνό τρίχωμα της μητέρας τους. Θηλάζουν επί έναν χρόνο, αλλά μπορούν να βοσκούν από τη δεύτερη εβδομάδα της γέννησής τους. Τα θηλυκά ωριμάζουν σεξουαλικά από τον δεύτερο χρόνο, ενώ τα αρσενικά από τον πέμπτο. Τα αρσενικά ανταγωνίζονται μεταξύ τους για τη δεσπόζουσα θέση του αρχηγού της αγέλης, καθώς μόνο αυτός έχει το δικαίωμα ζευγαρώματος, με αποτέλεσμα την περίοδο αναπαραγωγής να έχουν προηγηθεί βίαιες και θορυβώδεις συγκρούσεις. Οι ανταγωνιστές απομακρύνονται 25 με 50 μέτρα και χαμηλώνοντας το κεφάλι ορμούν εναντίον του αντιπάλου τους, μέχρι να υποχωρήσει ο ασθενέστερος. Σπάνια υπάρχουν θανάσιμοι τραυματισμοί, επειδή το σκληρό κρανίο τους είναι ιδιαίτερα ανθεκτικό[2].

Ιστορία-διατήρηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατανομή του πληθυσμού Μοσχόβους στις χώρες του Αρκτικού κύκλου.
*Το κόκκινο χρώμα δείχνει τις περιοχές που ζούσαν οι μοσχοβόες (αρχές του 19ου αιώνα)
*το μπλέ χρώμα δείχνει τις περιοχές όπου εισήχθησαν με επιτυχία στον 20ο αιώνα.

Ο μοσχόβους ζούσε, μαζί με τους μαστόδοντες και τα μαμούθ, τις παγετώδες περιόδους του Πλειστόκαινου (1.600.000 έως 10.000 χρόνια πριν) και πιστεύεται ότι μετανάστευσε στη Βόρεια Αμερική μέσω του Βερίγγειου 90.000 με 200.000 χρόνια πριν. Τον 19ο αιώνα κινδύνευσε να εξαφανιστεί στη Βόρεια Αμερική, αφού το κρέας και το τρίχωμά του ήταν περιζήτητα από τους κυνηγούς, αλλά με τις προσπάθειες προστασίας του είδους που έγιναν τον 20ό αιώνα, τελικά διασώθηκε. Στον Καναδά θεωρείται προστατευόμενο είδος, ενώ σε αρκετές χώρες του Αρκτικού γίνονται προσπάθειες οικιακής εκτροφής και αξιοποίησής του[2]. Οι ίνες από το τρίχωμα των μοσχόβων όταν αναμειχθούν με ίνες από μαλλί προβάτου δίνουν υφάσματα με εξαιρετικές θερμομονωτικές ιδιότητες. Αν και είναι εξαιρετικά λεπτές, οι ίνες αυτές έχουν μεγαλύτερη αντοχή από αυτές του προβάτου. Οι ιθαγενείς Ινουίτ που κατοικούν στο νησί Νούνιβακ της Αλάσκας τις συλλέγουν την άνοιξη και το καλοκαίρι από θάμνους στους οποίους έχουν προσκολληθεί όταν οι μοσχόβοες χάνουν το τρίχωμά τους.[5].


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Πρότυπο:IUCN2015.1
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 2,6 Το βασίλειο των ζώων, National Geographic, τομ. 1, σελ.433, ISBN 978-960-488-015-7
  3. 3,0 3,1 Εγκυκλοπαίδεια Δομή, τόμος 10, σελ. 426, Αθήνα 1999
  4. «Ovibos moschatus (Muskox, Musk Ox)». www.iucnredlist.org. Ανακτήθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 2016. 
  5. Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Εκτροφή μηρυκαστικών ζώων, διαφ. 20[νεκρός σύνδεσμος]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]