Μονή Αρκαδίου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μονή Αρκαδίου
Μονή Αρκαδίου is located in Greece
Μονή Αρκαδίου
Μονή Αρκαδίου
Διοίκηση
ΧώραΕλλάδα
ΠεριφέρειαΚρήτης
Περιφερειακή ΕνότηταΡεθύμνης
ΔήμοςΡεθύμνης
Δημοτική ΕνότηταΑρκαδίου
Γεωγραφία και Στατιστική
Γεωγραφικό διαμέρισμαΚρήτη
ΝομόςΡεθύμνης
Πληθυσμός6 (2011)
Πληροφορίες
https://www.arkadimonastery.gr
Μονή Αρκαδίου Ρεθύμνης
Χάρτης
Παλαιότερες ονομασίεςΤσανλί-Μαναστήρ
Άλλες ονομασίεςΑρκάδι
Γενικές πληροφορίες
Είδοςμοναστήρι
Αρχιτεκτονικήμπαρόκ αρχιτεκτονική
ΔιεύθυνσηΤέρμα Επαρχιακών οδών Πλατανέ-Μονής Αρκαδίου και Βιράν Επισκοπής-Μονής Αρκαδίου
Γεωγραφικές συντεταγμένεςΔ.Κ. Αμνάτου, Δ.Ε. Αρκαδίου, Π.Ε. Ρεθύμνου, Κρήτη
35°18′36″N 24°37′46″E
ΘρήσκευμαΑνατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός
Διοικητική υπαγωγήΔήμος Ρεθύμνης
ΧώραΕλλάδα
Έναρξη κατασκευήςΆγνωστο, πιθανόν μεταξύ 10 και 12 αιώνα
Ολοκλήρωση17ος Αιώνας
ΑνακαίνισηΑρκετές φορές
Προστασίααρχαιολογικός χώρος στην Ελλάδα
Ιστότοπος
Επίσημος ιστότοπος
Commons page Πολυμέσα

Συντεταγμένες: 35°18′36″N 24°37′46″E / 35.310075°N 24.629475°E / 35.310075; 24.629475

Η Μονή Αρκαδίου είναι ιστορική Μονή στην περιοχή της Κοινότητας Αμνάτου του Δήμου Ρεθύμνης στην Περιφερειακή Ενότητα Ρεθύμνου της Κρήτης. Η πρώτη μορφή της μονής πιθανολογείται ότι οικοδομήθηκε είτε κατά την περίοδο 961 με 1014, είτε στα πρώτα χρόνια της Βενετοκρατίας.[1]

Βρίσκεται σε ένα εύφορο οροπέδιο 23 χιλιομέτρων νοτιοανατολικά του Ρεθύμνου στο νησί της Κρήτης στην Ελλάδα.

Το σημερινό καθολικό (εκκλησία) χρονολογείται από τον 16ο αιώνα και χαρακτηρίζεται από την επίδραση της Αναγέννησης. Αυτή η επιρροή είναι ορατή στην αρχιτεκτονική, η οποία αναμειγνύει τόσο ρωμαϊκά όσο και μπαρόκ στοιχεία. Ήδη από τον 16ο αιώνα, το μοναστήρι ήταν χώρος επιστήμης και τέχνης και διέθετε σχολείο και πλούσια βιβλιοθήκη. Σε ένα οροπέδιο, το μοναστήρι είναι καλά οχυρωμένο και περιβάλλεται από ένα χοντρό και ψηλό τείχος.

Το μοναστήρι έπαιξε ενεργό ρόλο στην κρητική αντίσταση της Τουρκοκρατίας κατά την Κρητική εξέγερση του 1866. 943 Έλληνες, κυρίως γυναίκες και παιδιά,[2] αναζήτησαν καταφύγιο στο μοναστήρι. Μετά από τρεις μέρες μάχης και με εντολή του ηγουμένου της μονής, οι Κρήτες ανατίναξαν βαρέλια με πυρίτιδα, επιλέγοντας να θυσιαστούν παρά να παραδοθούν.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ίδρυση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με τον Joseph Pitton de Tournefort, το μοναστήρι χτίστηκε στη θέση μιας αρχαίας πόλης, της Αρκαδίας. Ο θρύλος λέει ότι μετά την καταστροφή της Αρκαδίας, όλες οι πηγές και οι βρύσες σταμάτησαν να ρέουν έως ότου χτίστηκε μια νέα πόλη χτίστηκε.[3] Ωστόσο, το 1837, ο Robert Pashley βρήκε στοιχεία που υποδηλώνουν ότι ήταν αδύνατο για το μοναστήρι να είχε χτιστεί στα ερείπια μιας άλλης πόλης,[4] επομένως αυτή η ιδέα έχει χάσει την αξιοπιστία.

Το 1951 ο καθηγητής Κ. Καλοκύρης δημοσίευσε επιγραφή του 14ου αιώνα και επαλήθευσε την υπόθεση ότι την περίοδο αυτή αφιερώθηκε μοναστήρι στον Άγιο Κωνσταντίνο. Η επιγραφή βρισκόταν στο αέτωμα μιας εκκλησίας που προϋπήρχε της σημερινής, πάνω από την πόρτα της εισόδου. Έγραφε:

" ΑΡΚΑΔΙ(ΟΝ) ΚΕΚΛΗΜΑΙ /ΝΑΟΝ ΗΔ ΕΧΩ / ΚΟΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΑΝΑΚΤΟΣ / ΙΣΑΠΟΣΤΟΥΛΟΥ "

...το οποίο σε ελεύθερη απόδοση στην Δημοτική σημαίνει:

«Η εκκλησία που φέρει το όνομα του Αρκαδίου είναι αφιερωμένη στον Άγιο Κωνσταντίνο».

Αναστηλώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προς τα τέλη του 16ου αιώνα, το μοναστήρι υποβλήθηκε σε αναστηλώσεις και μεταμορφώσεις με επικεφαλής τον Κλήμη Χορτάτζη, ο οποίος επόπτευσε την οικοδόμηση της εκκλησίας, η οποία διήρκεσε είκοσι πέντε χρόνια και πιστεύεται ότι ξεκίνησε το 1562.[5] Το 1586 κατασκευάστηκε η πρόσοψη του κτηρίου,[6]

Ο Κλήμης Χορτάτζης πιθανότατα πέθανε αμέσως μετά την ολοκλήρωση και δεν μπόρεσε να παραστεί στα εγκαίνια του νέου ναού, που έγιναν μεταξύ 1590 και 1596. Αυτό είναι γνωστό χάρη σε μια επιστολή του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Μελετίου Πηγά, στην οποία έγραφε ότι η τελετή των εγκαινίων ανατέθηκε στον διάδοχο του Κλήμη, τον ηγούμενο Μητροφάνη Τσύγηρο. Αν και αυτή η επιστολή δεν είχε ημερομηνία, μπορεί κανείς να την τοποθετήσει μεταξύ του 1590, όταν ο Μελέτιος Πηγάς χειροτονήθηκε Πατριάρχης, και του 1596, όταν ο ηγούμενος Νικηφόρος διαδέχθηκε τον Τσύγηρο.[7]

Κατά την περίοδο των τριών πρώτων ηγουμένων, και μέχρι τις αρχές του 17ου αιώνα, η Μονή Αρκαδίου συνέχισε να αναπτύσσεται οικονομικά και πολιτιστικά. Το μοναστήρι έγινε σπουδαίο κέντρο αντιγραφής χειρογράφων, και παρόλο που το μεγαλύτερο μέρος χάθηκε κατά την καταστροφή του κτηρίου από τους Οθωμανούς το 1866, ορισμένα σώζονται σε ξένες βιβλιοθήκες. Το μοναστήρι μεγάλωσε, με την κατασκευή ενός στάβλου το 1610 και μιας τραπεζαρίας το 1670

Οθωμανική περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την άλωση του Ρεθύμνου από την Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1646, οι Οθωμανοί λεηλάτησαν το μοναστήρι. Οι μοναχοί και ο ηγούμενος Σίμων Χαλκιόπουλος κατέφυγαν στη Μονή Βροντησίου. Τους επετράπη να επιστρέψουν αφού ορκίστηκαν πίστη στον Χουσεΐν Πασά. Ένα φιρμάνι ενέκρινε την ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων μονών σύμφωνα με τα αρχικά τους σχέδια, χωρίς αλλαγές. Το Αρκάδι ωφελήθηκε αλλά καταχράστηκε τα δικαιώματά του προσθέτοντας νέα κτίρια.[8]

Κατά την Οθωμανική περίοδο, το μοναστήρι συνέχισε να ευημερεί, κάτι που φάνηκε στη γραφή του Joseph Pitton de Tournefort. Για τον περιηγητή, το Αρκάδι ήταν το πλουσιότερο και ομορφότερο από τα μοναστήρια της Κρήτης.

Ο Tournefort σημειώνει «400 μέτρα λάδι» που παράγονται κάθε χρόνο, αριθμός που θα είχε διπλασιαστεί αν το μοναστήρι δεν έδινε τις κατώτερες ελιές σε φιλανθρωπία. Ο Tournefort καυχιέται επίσης για τα κελάρια του μοναστηριού, τα οποία είχαν τουλάχιστον 200 βαρέλια, τα οποία φέρουν το όνομα του ηγουμένου που τα ευλογούσε κάθε χρόνο με μια προσευχή.[9] Το κρασί που παρασκευαζόταν στο Αρκάδι ήταν πολύ γνωστό. Αυτό το κρασί ονομαζόταν Malvoisie και πήρε το όνομά του από το φράγκικο όνομα της Μονεμβασίας. Ο Φραντς Βίλχελμ Σίμπερ, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο μοναστήρι, θυμήθηκε το κελάρι των ηγουμένων και απέδωσε την παρασκευή του κρασιού σε ένα εξαιρετικό σταφύλι που καλλιεργείται σε μεγάλο υψόμετρο, αλλά δεν παρήχθη στο Malvoisie.[10]

Το καθολικό της Μονής, σε έργο του 1830.

Στις αρχές του 17ου αιώνα το μοναστήρι έπεσε σε παρακμή. Ο Sieber, που σταμάτησε εκεί σχεδόν έναν αιώνα μετά τον Tournefort και τον Pococke, άφησε μια λιγότερο κολακευτική περιγραφή. Μέχρι την επίσκεψη του Γερμανού, το μοναστήρι είχε μόνο οκτώ ιερείς και δώδεκα μοναχούς. Η γεωργία συνεχίστηκε, αλλά το μοναστήρι είχε χρέη. Θυμήθηκε τους ηγουμένους που έπρεπε να πηγαίνουν συχνά στο Ρέθυμνο για να αποκτήσουν κεφάλαια για να πληρώσουν τους λογαριασμούς.[10]

Ο Sieber περιέγραψε τη βιβλιοθήκη της μονής πλούσια σε περισσότερα από χίλια κείμενα, συμπεριλαμβανομένων θρησκευτικών κειμένων και του Πίνδαρου, του Πετράρχη, του Βιργίλιου, του Δάντη, του Ομήρου, του Στράβωνα, του Θουκυδίδη και του Διόδωρου του Σικελιώτη. Όμως ο περιηγητής ανέφερε τη θλιβερή τους κατάσταση, σημειώνοντας ότι δεν είχε δει ποτέ βιβλία σε τόσο άσχημη κατάσταση και ότι ήταν αδύνατο να ξεχωρίσει τα έργα του Αριστοφάνη από αυτά του Ευριπίδη.[10]

Τουρκικά και ελληνικά έγγραφα αναφέρουν την ικανότητα του μοναστηριού να παράγει αρκετά τρόφιμα για τους κατοίκους της περιοχής και να κρύβει φυγάδες από τις τουρκικές αρχές. Το μοναστήρι παρείχε και εκπαίδευση στον ντόπιο χριστιανικό πληθυσμό. Από το 1833 έως το 1840, το μοναστήρι επένδυσε 700 τουρκικές πιάστρες στα σχολεία της περιοχής.[11]

Τσανλί-Μαναστίρ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά την Τουρκοκρατία, απαγορεύτηκε να κτυπούν καμπάνες σ΄ όλους τους Χριστιανικούς χώρους λατρείας. Οι τότε μοναχοί όμως της Μονής Αρκαδίου, παρακάλεσαν τον Πασά να επιτρέψει τουλάχιστον τη χρήση της καμπάνας στη Μονή του Αρκαδίου. Εκείνος την επέτρεψε κατ΄ εξαίρεση. Εκ του γεγονότος αυτού η Μονή Αρκαδίου έφερε την ονομασία "Τσανλί-Μαναστίρ" που σημαίνει "Μοναστήρι όπου χτυπάει η καμπάνα".[8]

Εξέγερση του 1866[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μονή Αρκαδίου
Χρονολογία8 Νοεμβρίου 18669 Νοεμβρίου 1866
Τόπος
ΑίτιαΑνυποταγή στο καθεστός
ΑποτέλεσμαΟλοκαύτωμα της μονής
Αντιμαχόμενοι
Οθωμανική Αυτοκρατορία
Κρητικοί Ανυπότακτοι
Ηγετικά πρόσωπα
Μουσταφά Πασάς
Γαβριήλ Μαρινάκης
Απολογισμός
1500
846
Ηγούμενος Γαβριήλ (Γεώργιος Μαρινάκης), έργο αγνώστου, ελαιογραφία σε μουσαμά, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο,Συλλογή 

Ο τουρκικός ζυγός στο νησί της Κρήτης μετρούσε ήδη δύο αιώνες και έγιναν αλεπάλληλοι ξεσηκωμοί από τους Κρητικούς. Στις 30 Μαρτίου 1856, η Συνθήκη των Παρισίων υποχρέωσε τον Σουλτάνο να εφαρμόσει το Hatti-Houmayoun, το οποίο εγγυόταν την αστική και θρησκευτική ισότητα σε χριστιανούς και μουσουλμάνους.[12] Οι οθωμανικές αρχές στην Κρήτη ήταν απρόθυμες να εφαρμόσουν οποιαδήποτε μεταρρύθμιση.[13] Πριν από την πλειονότητα των μουσουλμανικών προσηλυτισμών (η πλειοψηφία των πρώην χριστιανών είχε ασπαστεί το Ισλάμ και στη συνέχεια αποκήρυξε), η Αυτοκρατορία προσπάθησε να αποκηρύξει την ελευθερία της συνείδησης.[14] Στη δυσαρέσκεια προστέθηκαν και ο θεσμός των νέων φόρων και η απαγόρευση κυκλοφορίας. Τον Απρίλιο του 1858, 5.000 Κρήτες συναντήθηκαν στα Μπουτσουνάρια. Τελικά ένα αυτοκρατορικό διάταγμα στις 7 Ιουλίου 1858 τους εξασφάλιζε προνόμια σε θρησκευτικά, δικαστικά και οικονομικά ζητήματα. Ένα από τα σημαντικότερα κίνητρα της εξέγερσης του 1866 ήταν η παραβίαση του Hatti-Houmayoun.[15]

Προτομή του Ιωάννη Δημακόπουλου

Μια δεύτερη αιτία της εξέγερσης του 1866 ήταν η παρέμβαση του Ισμαήλ Πασά σε μια εσωτερική διαμάχη για την οργάνωση των κρητικών μοναστηριών.[16] Αρκετοί λαϊκοί συνέστησαν να περάσουν τα αγαθά των μοναστηριών υπό τον έλεγχο δημογερόντων και να χρησιμοποιηθούν για τη δημιουργία σχολείων, αλλά οι απόψεις αυτές απορρίφθηκαν από τους επισκόπους. Ο Ισμαήλ Πασάς παρενέβη και όρισε πολλά άτομα για να αποφασίσουν σχετικά με το θέμα και ακύρωσε την εκλογή «ανεπιθύμητων» μελών, φυλακίζοντας τα μέλη της επιτροπής που είχαν κατηγορηθεί ότι πήγαν στην Κωνσταντινούπολη για την παρουσίαση του θέματος στον Πατριάρχη. Η παρέμβαση αυτή προκάλεσε βίαιες αντιδράσεις από τον χριστιανικό πληθυσμό της Κρήτης.[16]

Πολλοί Κρήτες επαναστάτες άρχισαν να συγκεντρώνονται στο Αρκάδι. Ο Ισμαήλ ζήτησε από τον ηγούμενο Γαβριήλ Μαρινάκη να διώξει την Επαναστατική Επιτροπή από το μοναστήρι με την απειλή ότι θα καταστραφεί. Η συνέλευση αποφάσισε την εφαρμογή συστήματος άμυνας για το μοναστήρι. Στις 24 Σεπτεμβρίου αφίχθηκε ο συνταγματάρχης του Ε.Σ. Π. Πάνος Κορωναίος και ανακηρύχθηκε αρχιστράτηγος. Ο Κορωναίος έκρινε ότι η τοποθεσία δεν ήταν κατάλληλη για άμυνα, όμως ο Ηγούμενος της Μονής Γαβριήλ Μαρινάκης δεν ήθελε να την εγκαταλείψει. Έτσι προχώρησε σε αμυντικές προπαρασκευές, εγκατέστησε ως φρούραρχο τον ανθυπολοχαγό Ι. Δημακόπουλο και μετέβη στις επαρχίες προς στρατολόγηση πολεμιστών.[17]

Η διαδρομή του Μουσταφά Πασά

Άφιξη των Οθωμανών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από τη νίκη των στρατευμάτων του Μουσταφά Πασά στα μέσα Οκτωβρίου στους Βαφές, η πλειοψηφία του τουρκικού στρατού ήταν εγκατεστημένη στον Αποκόρωνα και ήταν ιδιαίτερα συγκεντρωμένη στα φρούρια γύρω από τον κόλπο της Σούδας. Το μοναστήρι αρνήθηκε να παραδοθεί και έτσι ο Μουσταφά Πασάς βάδισε τα στρατεύματά του στο Αρκάδι. Πρώτα σταμάτησε και λεηλάτησε το χωριό Επισκοπή.[18] Από την Επισκοπή, ο Μουσταφά έστειλε νέα επιστολή στην επαναστατική επιτροπή στο Αρκάδι, διατάσσοντάς τους να παραδοθούν και ειδοποιώντας τους ότι θα έφτανε στο μοναστήρι τις επόμενες μέρες. Στη συνέχεια ο οθωμανικός στρατός στράφηκε προς τα Ρούστικα, όπου ο Μουσταφά διανυκτέρευσε στο μοναστήρι του προφήτη Ηλία, ενώ ο στρατός του στρατοπέδευσε στα χωριά Ρούστικα και Άγιος Κωνσταντίνος. Ο Μουσταφά έφτασε στο Ρέθυμνο στις 5 Νοεμβρίου όπου συνάντησε τουρκικές και αιγυπτιακές ενισχύσεις. Τα οθωμανικά στρατεύματα έφτασαν στο μοναστήρι τη νύχτα της 7ης Νοεμβρίου προς την 8η Νοεμβρίου. Ο Μουσταφά, αν και είχε συνοδεύσει τα στρατεύματά του σε μια τοποθεσία σχετικά κοντά, στρατοπέδευσε με το επιτελείο του στο χωριό Μέσση.[19]

Επίθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πυρπολισμός της εισόδου, από σκίτσο το 1867

Το πρωί της 8ης Νοεμβρίου, ο τουρκικός στρατός, αποτελούμενος από 15.000 τακτικό στρατό και υποστηριζόμενος από τριάντα κανόνια, υπό τον Σουλέυμαν, έφτασε σε κοντινή απόσταση από το Αρκάδι στους κοντινούς λόφους. Ο Σουλέυμαν καθοδηγούσε τον στρατό από τους πρόποδες του λόφου Κορέ στα βόρεια του μοναστηριού και ζήτησε από τον ηγούμενο Γαβριήλ να παραδοθεί. Η απάντηση ήταν αρνητική. Στο μοναστήρι υπήρχαν 964 ψυχές, 325 άνδρες και οι υπόλοιποι γυναικόπαιδα, ενώ μόνο οι 259 ήταν οπλισμένοι.[20]

Η επίθεση ξεκίνησε από τους Οθωμανούς. Πρωταρχικός τους στόχος ήταν η κύρια πόρτα της μονής στη δυτική όψη. Η μάχη κράτησε όλη μέρα χωρίς να διεισδύσουν οι Οθωμανοί στο κτίριο. Η πόρτα είχε φραγεί και, από την αρχή, θα ήταν δύσκολο να την πάρουν.[21] Οι Κρήτες προστατεύονταν σχετικά από τα τείχη της μονής, ενώ οι Οθωμανοί, ευάλωτοι στα πυρά των στασιαστών, υπέστησαν πολλές απώλειες. Επτά Κρητικοί πήραν τη θέση τους μέσα στον ανεμόμυλο του μοναστηριού. Το κτίριο αυτό καταλήφθηκε γρήγορα από τους Οθωμανούς, οι οποίοι το πυρπόλησαν σκοτώνοντας τους κρητικούς πολεμιστές που βρίσκονταν μέσα.[22]

Η μάχη σταμάτησε με το βράδυ. Οι Οθωμανοί παρέλαβαν δύο βαριά κανόνια από το Ρέθυμνο, το ένα που ονομαζόταν Κουτσαχίλα. Τα τοποθέτησαν στους στάβλους. Στο πλευρό των εξεγερμένων, πολεμικό συμβούλιο αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από τον Πάνο Κορωναίο και άλλους Κρητικούς ηγέτες στο Αμάρι. Δύο Κρήτες έφυγαν από τα παράθυρα με σχοινιά και, μεταμφιεσμένοι σε Τούρκους, διέσχισαν τις οθωμανικές γραμμές.[23] Οι αγγελιοφόροι επέστρεψαν αργότερα τη νύχτα με την είδηση ότι ήταν πλέον αδύνατο να φτάσουν έγκαιρα οι ενισχύσεις επειδή όλοι οι δρόμοι πρόσβασης είχαν αποκλειστεί από τους Οθωμανούς.[24]

Η μάχη άρχισε ξανά το βράδυ της 9ης Νοεμβρίου. Τα κανόνια κατέστρεψαν τις πόρτες και οι Τούρκοι μπήκαν στο κτίριο, όπου υπέστησαν σοβαρότερες απώλειες. Την ίδια ώρα, οι Κρήτες τελείωσαν από πυρομαχικά και πολλοί από αυτούς αναγκάστηκαν να πολεμήσουν μόνο με ξιφολόγχες ή άλλα αιχμηρά αντικείμενα. Οι Τούρκοι είχαν το πλεονέκτημα.

Πριν την ανατίναξη της μπαρουταποθήτης (πίνακας άγνωστου)

Καταστροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα γυναικόπαιδα μέσα στο μοναστήρι κρύβονταν στην πυριτιδαποθήκη. Οι τελευταίοι Κρήτες αγωνιστές τελικά ηττήθηκαν και κρύφτηκαν μέσα στο μοναστήρι. Τριάντα έξι αντάρτες βρήκαν καταφύγιο στην τραπεζαρία, κοντά στα πυρομαχικά. Ανακαλύφθηκαν από τους Οθωμανούς και σφαγιάστηκαν.[25]

Εξαντλημένοι και με βέβαιη την αιχμαλωσία και όλα τα συνακόλουθα, ο Κωνσταντίνος Γιαμπουδάκης από το χωριό Άδελε του Ρεθύμνου κλείνεται μαζί με άλλους πολεμιστές και γυναικόπαιδα στην πυριτιδαποθήκη. Όταν οι Τούρκοι έφτασαν στην πόρτα της πυριτιδαποθήκης, ο Γιαμπουδάκης έβαλε φωτιά στα βαρέλια με σκόνη και η έκρηξη που προέκυψε είχε ως αποτέλεσμα πολλούς θανάτους Τούρκων. [26]

Από τα 964 άτομα που ήταν παρόντα στην έναρξη της επίθεσης, 846 σκοτώθηκαν στη μάχη ή τη στιγμή της έκρηξης. 114 άνδρες και γυναίκες συνελήφθησαν, αλλά τρεις ή τέσσερις κατάφεραν να διαφύγουν, μεταξύ των οποίων και ένας από τους αγγελιοφόρους που είχε πάει για ενίσχυση. Ανάμεσα στα θύματα ήταν και ο ηγούμενος Γαβριήλ. Η παράδοση λέει ότι ήταν μεταξύ εκείνων που σκοτώθηκαν από την έκρηξη των βαρελιών πυρίτιδας, αλλά είναι πιο πιθανό να σκοτώθηκε την πρώτη μέρα της μάχης.[27] Οι απώλειες των Τούρκων υπολογίστηκαν σε 1500. Τα σώματά τους θάφτηκαν χωρίς μνήματα και μερικά πετάχτηκαν στα γειτονικά φαράγγια.[28] Τα λείψανα πολλών Κρητικών Χριστιανών συγκεντρώθηκαν και τοποθετήθηκαν στον ανεμόμυλο, ο οποίος μετατράπηκε σε λειψανοθήκη προς τιμήν των υπερασπιστών του Αρκαδίου. Ανάμεσα στα οθωμανικά στρατεύματα, μια ομάδα Κόπτων Αιγυπτίων βρέθηκε στους λόφους έξω από το μοναστήρι. Αυτοί οι Χριστιανοί είχαν αρνηθεί να σκοτώσουν άλλους Χριστιανούς. Εκτελέστηκαν από τα οθωμανικά στρατεύματα και οι θήκες των πυρομαχικών τους αφέθηκαν πίσω τους.[29]

114 επιζώντες αιχμαλωτίστηκαν και μεταφέρθηκαν στο Ρέθυμνο όπου υπέστησαν πολυάριθμες ταπεινώσεις από τους υπευθύνους για τη μεταφορά τους, αλλά και από τον μουσουλμανικό πληθυσμό που έφτασε για να πετάξει πέτρες και ύβρεις κατά την είσοδό τους στην πόλη.[30] Τα γυναικόπαιδα κρατήθηκαν για μια εβδομάδα στην εκκλησία των Εισοδίων της Θεοτόκου. Οι άνδρες φυλακίστηκαν για ένα χρόνο σε δύσκολες συνθήκες. Το ρωσικό προξενείο χρειάστηκε να επέμβει για να απαιτήσει από τον Μουσταφά Πασά να τηρεί τις βασικές συνθήκες υγιεινής και να παρέχει ρούχα στους κρατούμενους.[31]

Διεθνής αντίδραση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Οθωμανοί θεώρησαν μεγάλη νίκη να πάρουν το Αρκάδι και το πανηγύρισαν με πυρά κανονιού.[32] Ωστόσο, τα γεγονότα στο Αρκάδι ξεσήκωσαν τα φιλελληνικά αισθήματα της Ευρώπης, αλλάζοντας τη νοοτροπία και την τακτική των ευρωπαϊκών δυνάμεων απέναντι στο Κρητικό ζήτημα. Η τραγωδία του Αρκαδίου έστρεψε την παγκόσμια κοινή γνώμη για τη σύγκρουση. Το γεγονός θύμιζε την Τρίτη Πολιορκία του Μεσολογγίου και οι πολυάριθμοι φιλέλληνες του κόσμου ήταν υπέρ της Κρήτης. Στο νησί έφτασαν εθελοντές από τη Σερβία, την Ουγγαρία και την Ιταλία. Ο Gustave Glourens, δάσκαλος στο Collège de France, επιστρατεύτηκε και έφτασε στην Κρήτη στα τέλη του 1866. Σχημάτισε μια μικρή ομάδα φιλελλήνων με άλλους τρεις Γάλλους, έναν Άγγλο, έναν Αμερικανό, έναν Ιταλό και έναν Ούγγρο. Αυτή η ομάδα εξέδωσε μια μπροσούρα με θέμα "Το ζήτημα της Ανατολής και η Κρητική Αναγέννηση", επικοινώνησε με Γάλλους πολιτικούς και διοργάνωσε συνέδρια στη Γαλλία και στην Αθήνα. Οι Κρητικοί τον όρισαν βουλευτή στη συνέλευση, αλλά εκείνος απέρριψε τη θέση.[33]

Ο Giuseppe Garibaldi, στις επιστολές του, εξήρε τον πατριωτισμό των Κρητικών και την επιθυμία τους να αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους. Πλήθος Γαριβαλδών, συγκινημένοι από ένθερμο φιλελληνισμό, ήρθαν στην Κρήτη και συμμετείχαν σε αρκετές μάχες.[34] Στην εφημερίδα Κλειώ της Τεργέστης δημοσιεύτηκαν επιστολές του Βίκτωρ Ουγκώ, οι οποίες συνέβαλαν στην παγκόσμια αντίδραση. Τα γράμματα έδιναν ενθάρρυνση στους Κρητικούς και τους έλεγαν ότι ο σκοπός τους θα πετύχαινε. Τόνισε ότι το δράμα του Αρκαδίου δεν διέφερε από την Καταστροφή των Ψαρών και την Τρίτη Πολιορκία του Μεσολογγίου. Περιέγραψε την τραγωδία του Αρκαδίου:

Γράφοντας αυτές τις γραμμές, υπακούω σε μια εντολή από ψηλά∙ μια παραγγελία που προέρχεται από την αγωνία.

[...]

Ξέρει κανείς αυτή τη λέξη, Αρκαδική, αλλά δύσκολα καταλαβαίνει τι σημαίνει. Και εδώ είναι μερικές από τις ακριβείς λεπτομέρειες που έχουν παραμεληθεί. Στην Αρκαδία, το μοναστήρι στο όρος Ίδη, που ίδρυσε ο Ηράκλειος, έξι χιλιάδες Τούρκοι επιτέθηκαν σε εκατόν ενενήντα επτά άνδρες και τριακόσιες σαράντα τρεις γυναίκες και επίσης παιδιά. Οι Τούρκοι είχαν είκοσι έξι κανόνια και δύο οβίδες, οι Έλληνες είχαν διακόσια σαράντα τουφέκια. Η μάχη κράτησε δύο μέρες και δύο νύχτες. Το μοναστήρι είχε χίλιες διακόσιες τρύπες που βρέθηκαν από πυρά κανονιού. ένας τοίχος γκρεμίστηκε, οι Τούρκοι μπήκαν, οι Έλληνες συνέχισαν τον αγώνα, εκατόν πενήντα τουφέκια ήταν κάτω και έξω κι όμως ο αγώνας συνεχίστηκε για άλλες έξι ώρες στα κελιά και στις σκάλες, και στο τέλος υπήρχαν δύο χιλιάδες πτώματα στην αυλή . Τελικά η τελευταία αντίσταση διασπάστηκε. οι μάζες των Τούρκων πήραν τη μονή. Έμεινε μόνο ένα φραγμένο δωμάτιο που κρατούσε το μπαρούτι και, σε αυτό το δωμάτιο, δίπλα στο βωμό, στο κέντρο μιας ομάδας παιδιών και μητέρων, ένας άνδρας ογδόντα ετών, ένας ιερέας, ο Γαβριήλ, σε προσευχή... η πόρτα, χτυπημένη από τσεκούρια, έδωσε και έπεσε. Ο γέρος έβαλε ένα κερί στο βωμό, έριξε μια ματιά στα παιδιά και τις γυναίκες και άναψε την σκόνη και τους γλίτωσε. Μια τρομερή επέμβαση, η έκρηξη, έσωσε τους ηττημένους...και αυτό το ηρωικό μοναστήρι, που είχε υπερασπιστεί σαν φρούριο, τελείωσε σαν ηφαίστειο.[35]

Μη βρίσκοντας την απαραίτητη λύση από τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, οι Κρήτες αναζήτησαν βοήθεια από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτή την περίοδο οι Αμερικανοί προσπάθησαν να εδραιώσουν παρουσία στη Μεσόγειο και έδειξαν υποστήριξη στην Κρήτη. Η σχέση μεγάλωσε καθώς έψαχναν για λιμάνι στη Μεσόγειο και σκέφτηκαν, μεταξύ άλλων, να αγοράσουν το νησί της Μήλου ή το Port Island.[36] Το αμερικανικό κοινό ήταν συμπονετικό. Οι Αμερικανοί φιλέλληνες έφτασαν για να υποστηρίξουν την ιδέα της ανεξαρτησίας της Κρήτης,[36]και το 1868 τέθηκε στη Βουλή το ζήτημα της αναγνώρισης της ανεξάρτητης Κρήτης,[37]αλλά αποφασίστηκε με ψηφοφορία να ακολουθηθεί πολιτική μη επέμβασης στις οθωμανικές υποθέσεις.[38]

Η Μονή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τοπογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Μονή Αρκαδίου βρίσκεται σε μικρό εύφορο και κατάφυτο οροπέδιο, σε θέση στρατηγική της ΒΔ πλαγιάς του όρους Ίδη ή Ψηλορείτης, πάνω από φαράγγι, που συνδέει τους Δήμους Ρεθύμνου, Μυλοποτάμου και Αμαρίου. Απέχει 23 χιλιόμετρα από την πόλη του Ρεθύμνου και η πρώτη ολοκληρωμένη φρουριακή μορφή της δημιουργήθηκε την τελευταία περίοδο της Βενετοκρατίας (1210 -1645).

Η Μονή βρίσκεται σε ένα ορθογώνιο πλάτωμα στη βορειοδυτική πλευρά του όρους Ίδη (Κρήτη), σε υψόμετρο 500 μ.[39]Η περιοχή γύρω από την Μονή είναι εύφορη και έχει αμπελώνες, ελαιώνες και δάση πεύκου, βελανιδιάς και κυπαρισσιών. Το οροπέδιο στο οποίο στηρίζεται το μοναστήρι περιβάλλεται από λόφους. Η δυτική πλευρά του οροπεδίου σταματά απότομα και πέφτει σε φαράγγια. Τα φαράγγια ξεκινούν από τα Ταμπακαριά και οδηγούν στον Σταυρωμένο, στα ανατολικά του Ρεθύμνου. Τα Αρκαδικά φαράγγια έχουν πλούσια ποικιλία φυτών και αυτοφυών αγριολούλουδων.[40]

Το πλησιέστερο χωριό στο μοναστήρι είναι η Αμνάτος, που βρίσκεται τρία χιλιόμετρα βόρεια. Τα χωριά που περιβάλλουν το Αρκάδι είναι πλούσια σε βυζαντινά κειμήλια που αποδεικνύουν τον πρώιμο πλούτο της περιοχής. Το μοναστήρι της Μονής Αρσενίου, που βρίσκεται αρκετά χιλιόμετρα βόρεια του Αρκαδίου, ήταν επίσης ένα παράδειγμα από τα μεγάλα κρητικά μοναστήρια.

Γενικές πληροφορίες-χαρακτηριστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άποψη των δυτικών τειχών και της πύλης.
Κάτοψη μοναστηριού: 1, δυτική πόρτα 2, κλάουστρα 3, δωμάτιο ανεφοδιασμού 4, αποθήκη γαλακτοκομικών 5, κάβα 6, κελάρι λαδιού 7, αποθήκη 8, αίθουσες εργασίας μοναχών 9, κελιά μοναχών 10, πυριτιδαποθήκη 11, κελάρια 12, κουζίνα 13, κελάρι 14, τραπεζαρία (σήμερα το μουσείο). 15, αυλή 16, ξενώνας (κατοικία επισκεπτών). 17, εκκλησία

Τείχη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο γύρω τοίχος της μονής σχηματίζει ένα σχεδόν ορθογώνιο τετράγωνο και περιβάλλει μια έκταση 5200 τ.μ. [41] Μέσα στους τοίχους είναι κτίρια όπως το Ηγουμενείο, τα κελιά των μοναχών, οι αποθήκες, η μπαρουταποθήκη και ο ξενώνας.

Το μοναστήρι έχει δύο κύριες πόρτες: μία προς τα δυτικά και μία στα ανατολικά του κτιρίου∙ η κύρια πόρτα του μοναστηριού βρίσκεται στη δυτική πρόσοψη του γύρω τοίχου. Κατασκευασμένη από τετράγωνες πέτρες, υπήρχαν δύο παράθυρα, διακοσμημένα με αετώματα σε σχήμα πυραμίδας και πλαισιωμένα με ραβδωτές στήλες που ήταν διακοσμημένα με λιοντάρια. Στην ανατολική πρόσοψη του τείχους είναι η δεύτερη πόρτα στο μοναστήρι. Οι πόρτες έχουν ονομαστεί σύμφωνα με την πόλη στην οποία είναι στραμμένες. (Η δυτική ονομάζεται "Ρεθεμνιώτικη" και η ανατολική "Καστρινή").[42]

Η Εκκλησία σήμερα
Το τέμπλο

Εκκλησία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εκκλησία είναι μια βασιλική με δύο κλίτη. Το βόρειο κλίτος είναι αφιερωμένο στη μεταμόρφωση του Χριστού και το νότιο στον Άγιο Κωνσταντίνο και την Αγία Ελένη. Στο μικρότερο τμήμα του εμπρός της εκκλησίας, κατασκευασμένο από τετράγωνα μπλοκ τούβλων, το κύριο στοιχείο είναι τέσσερα ζεύγη κορινθιακών κολώνων. Ενώ υπάρχει μια κλασική αρχαϊκή επιρροή, οι ίδιοι οι στήλοι, τοποθετημένοι σε υπερυψωμένα βάθρα, είναι γοτθικοί. [43]Μεταξύ κάθε ζεύγους στηλών, υπάρχει μια καμάρα. Οι δύο καμάρες στα άκρα της πρόσοψης υποστηρίζουν μια πόρτα και ένα κυκλικό άνοιγμα, διακοσμημένο από φύλλα φοίνικα στην περιφέρεια.

Στο υψηλότερο μέρος της πρόσοψης, πάνω από τις στήλες, υπάρχει μια σειρά από ελλειπτικά ανοίγματα, τα οποία επίσης διακοσμημένα σε φύλλα φοίνικα γύρω από την περίμετρο. Το κωδωνοστάσιο βρίσκεται στο κέντρο και, σε κάθε άκρο, υπάρχουν γοτθικοί οβελίσκοι. Συγκρίσεις της πρόσοψης του μοναστηριού με το έργο των Ιταλών Αρχιτέκτονων Σεβασιάννο Σερλίου και Ανδρέα Παλλάντιιο προτείνουν ότι ο αρχιτέκτονας της Εκκλησίας πιθανότατα εμπνεύστηκε από αυτούς.[44] Το σημερινό τέμπλο, από κυπαρίσσι, ανεγέρθηκε το 1902.

Η μπαρουταποθήκη σήμερα, με την αναπαράσταση της ανατίναξης

Μπαρουταποθήκη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πριν από το 1866, η μπαρουταποθήκη ήταν στο νότιο τμήμα του εσωτερικού.[45]

Λίγο πριν από την τουρκική επίθεση, και με φόβο ότι θα μπορούσε εύκολα να σπάσει και το μοναστήρι να κινδυνεύσει να ανατιναχτεί, τα πυρομαχικά μεταφέρθηκαν στο κελάρι, το οποίο βρισκόταν περίπου 75 εκατοστά κάτω από όπου είχε αρχικά τοποθετηθεί.

Η μπαρουταποθήκη είναι ένα επιμήκες θολωτό κτίριο. Έχει μήκος 21 μέτρα και πλάτους 5,4 μέτρων και καταστράφηκε εξ ολοκλήρου κατά τη διάρκεια έκρηξης το 1866, με εξαίρεση ένα μικρό μέρος του θαλάμου στο δυτικό τμήμα.

Το 1930, ο Αρχιεπίσκοπος Τιμόθεος Βενέρης έβαλε μια αναμνηστική επιγραφή η οποία ήταν τοποθετημένη στον ανατολικό τείχος του μνημείου των γεγονότων του 1866. Το περιεχόμενό της μπορείτε να το δείτε στην σχετική εικόνα.

Η τραπεζαρία σήμερα με διάφορα εκθέματα της μονής

Η Αγία Τράπεζα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Αγία Τράπεζα, το μέρος όπου γευμάτιζαν οι μοναχοί, βρίσκεται στο βόρειο κλίτος της μονής. Χτίστηκε το 1687, το οποίο αναφέρεται στην επιγραφή που βρίσκεται κάτω από την πόρτα που οδηγεί στην αυλή της. Στην επιγραφή αυτή διαβάζεται το όνομα του Νεόφυτου Δρόσσα. (ΑΧΠΖ / ΝΦΤ / ΔΡC).[46]

Από αυτή την αυλή μπορεί κανείς να φτάσει στο Ηγουμενείο μια σκάλα και την τραπεζαρία. Πάνω από την πόρτα της τραπεζαρίας υπάρχει χαραγμένη στο υπέρθυρο της θύρας επιγραφή προς τιμήν της Παναγίας και ενός ηγουμένου που προηγείται του Νεόφυτου Δρόσσα.[47] Αυτό το κτίριο, που δεν έχει αλλάξει από την κατασκευή του το 1687, είναι το μέρος όπου έγιναν οι τελευταίες μάχες στην επίθεση του 1866. Μπορεί κανείς ακόμα να δει τα ίχνη από σφαίρες και σπαθιά στο ξύλο των τραπεζιών και των καρεκλών.[48]

Ξενώνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Σημερινός ξενώνας

Στο βορειοδυτικό τμήμα της μονής υπάρχει ξενώνας. Πριν από το 1866, αυτό το μέρος βρισκόταν στο Ηγουμενείο, το οποίο καταστράφηκε ολοσχερώς στη μάχη. Ήταν ένα διώροφο κτίριο, στο ισόγειο του οποίου υπήρχαν κουζίνες και τραπεζαρία. Από την τραπεζαρία, μια σκάλα οδηγούσε σε ένα μεγάλο δωμάτιο που ονομαζόταν αίθουσα Συνόδου και ήταν όπου συγκεντρώνονταν οι μοναχοί μετά τις λειτουργίες.[49]

Οι στάβλοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έξω από το μοναστήρι, περίπου 50 μέτρα από τη δυτική πόρτα, βρίσκονται οι πρώην στάβλοι της μονής. Κατασκευάστηκαν το 1714 από τον ηγούμενο Νεόφυτο Δρόσσα, όπως φαίνεται από την επιγραφή πάνω από την πόρτα. (ΑΨΙΔ / ΜΑΙΟΥ Η / ΝΕΟΦΥ / ΤΟ ΔΡΣ). Το κτίριο έχει μήκος 23,9 μέτρα και πλάτος 17,2 μέτρα. Χωρίζεται σε τρία τμήματα, 4,3 μέτρα το καθένα. Οι εσωτερικοί και εξωτερικοί τοίχοι έχουν πλάτος 1 μέτρο. Μια σκάλα οδηγεί στην οροφή. Το κτίριο στέγαζε τα ζώα του μοναστηριού, αλλά ήταν και δωμάτιο για τους εργάτες της φάρμας.[50]Τα ίχνη της μάχης του 1866 είναι ακόμα ορατά, ιδιαίτερα στις σκάλες και στα παραθυρόφυλλα στον ανατολικό τοίχο.[51]

Το μνημείο

Μνημείο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα κρανία των θυμάτων της μάχης
Η Μονή Αρκαδίου σήμερα

Στον ίδιο χώρο, εκτός της Μονής Αρκαδίου, περί τα 80 μ. ΒΔ. της Μονής, στο χείλος του φαραγγιού, βρίσκεται οκταγωνικό κτίριο όπου φυλάσσονται τα οστά των υπερασπιστών της κατά το έτος 1866. Στη θέση αυτή παλαιότερα ήταν ο ανεμόμυλος της Μονής και αργότερα μετατράπηκε σε αποθήκη.[52]

Τα λείψανα των νεκρών από την πολιορκία του 1866 φυλάσσονται σε ένα γυάλινο ράφι. Αυτά τα οστά δείχνουν ξεκάθαρα σημάδια μάχης και τρυπούνται από σφαίρες και ξίφη. Λειτούργησε ως οστεοφυλάκιο για λίγο μετά την πολιορκία και απέκτησε τη σημερινή του μορφή το 1910 με πρωτοβουλία του τότε επισκόπου Ρεθύμνου Διονυσίου.[52]

Άλλοι χώροι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη μονή ετάφη ο διάκονος και θεολόγος Τιμόθεος Λαγουδάκης, ο οποίος ανέπτυξε σημαντική αντιδικτατορική δράση.[εκκρεμεί παραπομπή]

Η UNESCO έχει χαρακτηρίσει το Αρκάδι Ευρωπαϊκό Μνημείο Ελευθερίας.[53]

Εορτές Μονής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 21 Μαΐου, που γιορτάζει το δεξιό κλίτος του Καθολικού που είναι αφιερωμένο στους Αγίους Ισαποστόλους Κωνσταντίνο και Ελένη,

Στις 6 Αυγούστου, που γιορτάζει το αριστερό κλίτος του Καθολικού που είναι αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Σωτήρα Χριστού,

Στις 8 Νοεμβρίου (των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ), που γιορτάζεται πάνδημα το Ολοκαύτωμα της Ιεράς Μονής Αρκαδίου.[54]

Πρόσβαση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Μονή Αρκαδίου καταλήγουν δύο Επαρχιακοί δρόμοι του Ρεθύμνου, οι υπ' αριθμόν 22 και 23. Ο μεν ξεκινάει από τον Πλατανέ και διέρχεται από την Αμνάτο, από το 5ο χιλιόμετρο της εθνικής οδού Ρεθύμνου-Ηρακλείου, ενώ παράλληλα περνάει από το Άδελε την Πηγή, τα Λουτρά και την Κυριάννα. Ο δε ξεκινάει από την Βιράν Επισκοπή και διέρχεται από τις Ρούπες από το 14ο χιλιόμετρο της Παλαιάς εθνικής οδού Ρεθύμνου - Ηρακλείου.[55] Η μονή είναι προσβάσιμη από τα ΚΤΕΛ Χανίων-Ρεθύμνου, μέσω του δρομολογίου Ρέθυμνο-Αρκάδι-Αρχαιολογικό Μουσείο Ελεύθερνας-Μαργαρίτες-Πέραμα-Πάνορμο με καθημερινά δρομολόγια πλην Σαββατοκύριακου. [56]

Εικόνες του Αρκαδίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Μανούσακας 1966, σελ. 1505
  2. Detorakis (1988), p. 397
  3. J. Pitton de Tournefort, Telling of Travels to the Levant, p. 19.
  4. Robert Pashley (1837), Travels in Crete, London, p. 231.
  5. Kalogeraki (2002), p. 17
  6. Provatakis (1980), p. 12
  7. Karp, Alan· Kalogeraki, Vana (2002). The Client Utility as a Peer-to-Peer System. Berlin, Heidelberg: Springer Berlin Heidelberg. σελίδες 260–273. 
  8. 8,0 8,1 Kalogeraki (2002), p. 18
  9. J. Pitton de Tournefort, Telling of Travels to the Levant, p. 20.
  10. 10,0 10,1 10,2 F.X. Sieber, Travels in the island of Crete in the year 1817
  11. Provatakis (1980), p. 13
  12. J. Tulard, Histoire de la Crète, p. 114.
  13. Detorakis (1988), p. 328
  14. J. Tulard, Histoire de la Crète, p. 114.
  15. Detorakis (1988), p. 329
  16. 16,0 16,1 Detorakis (1988), p. 330
  17. Provatakis (1980), p. 67
  18. Kalogeraki (2002), p. 23
  19. Kalogeraki (2002), p. 24
  20. Προβατάκη, Θεοχ., Το Αρκάδι, σελ. 67, Γραφικές Τέχνες Μιχάλης Τούμπης, Αθήνα
  21. Kalogeraki (2002), p. 27
  22. Kalogeraki (2002), p. 28
  23. Provatakis (1980), p. 70
  24. Kalogeraki (2002), p. 28
  25. Provatakis (1980), p. 75
  26. Provatakis (1980), p. 75
  27. Provatakis (1980), p. 76
  28. Kalogeraki (2002), p. 32
  29. Provatakis (1980), p. 76
  30. Kalogeraki (2002), p. 32
  31. Kalogeraki (2002), p. 33
  32. Kalogeraki (2002), p. 33
  33. Dalègre (2002), p. 196
  34. Kalogeraki (2002), p. 36
  35. V. Hugo, Correspondance, t. 3, 1867
  36. May (1944), pp. 290–291
  37. May (1944), p. 292
  38. May (1944), p. 293
  39. R. Pococke, Travels in the Orient, in Egypt, Arabia, Palestine, Syria, Greece, p. 187.
  40. Kalogeraki (2002), p. 10
  41. Provatakis (1980), p. 16
  42. Kalogeraki (2002), p. 44
  43. Kalogeraki (2002), p. 45
  44. Kalogeraki (2002), p. 46
  45. Provatakis (1980), p. 24
  46. Kalogeraki (2002), p. 49
  47. ΠΑΜΜΕΓΑ ΜΟΧΘΟΝ ΔΕΞΑΙΟ ΒΛΑΣΤΟΥ ΗΓΕΜΌΝΟΙΟ / ΔΕΣΠΟΙΝΑ Ω ΜΑΡΙΑ ΦΙΛΤΡΟΝ ΑΠΕΙΡΕΣΙΟΝ ΑΧΟ
  48. Kalogeraki (2002), p. 50
  49. Kalogeraki (2002), p. 52
  50. Kalogeraki (2002), p. 53
  51. Provatakis (1980), p. 28
  52. 52,0 52,1 Kalogeraki (2002), p. 53
  53. Το Ολοκαύτωμα της Μονής Αρκαδίου – 8 Νοεμβρίου 1866, ert.gr
  54. «Ιστότοπος Μονής Αρκαδίου». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Ιουνίου 2016. Ανακτήθηκε στις 31 Μαρτίου 2012. 
  55. Βασιλικό διάταγμα 6/2/56 - Άρθρο 40
  56. «ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΑΠΟ ΡΕΘΥΜΝΟ» (PDF). PUBLIC BUS SERVICES - ΚΤΕΛ - CHANIA-RETHYMNO. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Νικ. Β. Τωμαδάκη, «Ο Φρούραρχος Αρκαδίου Ιωάννης Δημακόπουλος». Λόγος κατά τα αποκαλυπτήρια αναμνηστικής πλακός στο Δημαρχείο Τριπόλεως εις μνήμην Ιω. Δημακόπουλου, 15/11/1970. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό της Εταιρείας Πελοποννησιακών Σπουδών Πελοποννησιακά, τομ. 8, 1971.
  • Τιμ. Β. Βενέρη, Το Αρκάδι δια των Αιώνων, Αθήνα 1938.
  • Διον. Μαραγκουδάκη, Το ιερόν και ηρωϊκόν της Κρήτης Αρκάδι, χ.τ. 1996.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]