Μονή Αγίου Μιχαήλ (Κίεβο)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 50°27′20″N 30°31′22″E / 50.45556°N 30.52278°E / 50.45556; 30.52278

Μονή Αγίου Μιχαήλ
Михайловский Златоверхий монастырь
Χάρτης
Είδοςορθόδοξη εκκλησία και μοναστήρι
ΑρχιτεκτονικήUkrainian Baroque
Γεωγραφικές συντεταγμένες50°27′20″N 30°31′22″E
ΘρήσκευμαΑνατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός[1]
Θρησκευτική υπαγωγήΕπαρχία Κιέβου (ΟΕΟ) και Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία - Πατριαρχείο Κιέβου
Διοικητική υπαγωγήΚίεβο
ΧώραΟυκρανία
Έναρξη κατασκευής12ος αιώνας
Κατεδάφιση1934
Χρήσημοναστήρι
ΑρχιτέκτοναςIvan Hryhorovych-Barskyi
ΧρηματοδότηςΣβιατοπόλκ Β΄ του Κιέβου
Ιστότοπος
Επίσημος ιστότοπος
Commons page Πολυμέσα

H Μονή Αγίου Μιχαήλ με τους χρυσούς τρούλους (ουκρανικά: Михайлівський золотоверхий монастир, Mykhaylivs’kyi zolotoverkhyi monastyr) είναι μονή στο Κίεβο, πρωτεύουσα της Ουκρανίας. Η μονή βρίσκεται στη δεξιά όχθη του Δνείπερου, σε ένα ακρωτήριο βορειοανατολικά του καθεδρικού της Αγίας Σοφίας. Η μονή βρίσκεται στην ιστορική περιοχή της άνω πόλης και δεσπόζει πάνω από την εμπορική γειτονιά, τη Πόντιλ.

Το μοναστήρι αρχικά κτίστηκε στο Μεσαίωνα από τον Σβιατοπόλκ Β΄ του Κιέβου.[2][3] Αποτελείται από το καθολικό της μονής, τη τραπεζαρία του Ιωάννη του Ευαγγελιστή, κτισμένη το 1713, τις Οικονομικές Πύλες, κτισμένες το 1760 και το κωδωνοστάσιο, το οποίο προστέθηκε το 1716-1719. Το εξωτερικό της κατασκευής ξαναχτίστηκε σε ουκρανικό μπαρόκ ρυθμό τον 18ο αιώνα, ενώ το εσωτερικό διατηρεί το αρχικό βυζαντινό ρυθμό.[4] Ο αρχικός καθεδρικός κατεδαφίστηκε από τις Σοβιετικές αρχές το 1934, αλλά ανακατασκευάστηκε και άνοιξε το 1999, μετά την ουκρανική ανεξαρτησία το 1991.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

11ος - 19ος αιώνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ψηφιδωτό του Αγίου Δημητρίου από το μοναστήρι

Κάποιοι μελετητές δεν πιστεύουν ότι ο πρίγκιπας Ιζίασλαβ Γιαροσλάβιτς, του οποίου το χριστιανικό όνομα ήταν Δημήτριος, ο οποίος έχτισε τη μονή και το ναό του αγίου Δημητρίου στην άνω πόλη του Κιέβου, κοντά στον καθεδρικό της αγίας Σοφίας τη δεκαετία του 1050.[2][3] Το δεύτερο μισό του αιώνα, ο γιος του, Σβιατοπόλκ Β΄ του Κιέβου, καταγράφηκε ότι ζήτησε μια μοναστική εκκλησία (1108-1113) να αφιερωθεί στον πολιούχο του, Μιχαήλ Αρχάγγελο. Ένας λόγος για την κατασκευή της εκκλησίας μπορεί να ήταν η πρόσφατη νίκη του Σβιατοπόλκ ενάντια στους νομάδες Κουμάνους και ο αρχάγγελος Μιχαήλ θεωρείται προστάτης των πολεμιστών. Το 1906, ένας μεσαιωνικός θησαυρός αποτελούμενος από ασημένια και χρυσά κοσμήματα ανακαλύφθηκε σε μεταλλικό καλάθι στη οδό Τρεχσβιατιτέλσκα (οδό Τριών Αγίων), απέναντι από την είσοδο της μονής. Τα χρυσά κοσμήματα βρίσκονται σήμερα στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, στη Νέα Υόρκη, και τα ασημένια και δύο ράβδοι στο Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο. Ο θησαυρός χρονολογήθηκε από τον 11-12ο αιώνα και πιθανότατα κρύφθηκε στην εποχή των εισβολών Τατάρων και της άλωσης του Κιέβου το 1240.[5][6]

Το μοναστήρι θεωρείται οικογενειακό του οίκου των Σβιατοπόλκ: εκεί θάβονταν τα μέλη της οικογένειας (σε αντίθεση με τη μονή Βιντουμπίτσι, την οποία ίδρυσε ο Βλαδίμηρος Β΄ Μονομάχος). Οι τρούλοι του καθολικού ήταν πιθανότατα οι πρώτοι στους Ρους του Κιέβου οι οποίοι επιχρυσώθηκαν,[7] μια πρακτική η οποία έγινε κοινή με το πέρασμα των χρόνων και έδωσαν στη μονή το προσωνονύμιο «χρυσότρουλη».

Κατά τη διάρκεια της εισβολής των Μογγόλων, θεωρείται ότι το μοναστήρι υπέστη σοβαρές καταστροφές. Οι Μογγόλοι κατέστρεψαν το καθολικό και αφαίρεσαν το χρυσό από τους τρούλους.[8] Το μοναστήρι στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε και δεν υπάρχει αναφορά σε αυτό για σχεδόν δυόμιση αιώνες. Το 1496, το μοναστήρι είχε αναβιώσει και το όνομά του άλλαξε από μονή του Αγίου Δημητρίου σε μονή του Αγίου Μιχαήλ, από τον καθεδρικό που έχτισε ο Σβιατοπόλκ Β΄. Μετά από πολυάριθμες ανακαινίσεις και επεκτάσεις κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα, έγινε σταδιακά ένα από τα δημοφιλέστερα και πλουσιότερα μοναστήρια στην Ουκρανία.[3][7] Το 1620, ο Ιόβ Μπορέτσκι το μετέτρεψε σε κατοικία των ορθόδοξων μητροπολιτών του Κιέβου.

Το μοναστήρι στις αρχές του 20ού αιώνα

Το μοναστήρι βρισκόταν υπό την προστασία των χετμάνων των Κοζάκων και άλλων ευεργετών. Το κύριο προσκύνημα στο μοναστήρι ήταν τα λείψανα της Αγίας Βαρβάρας, τα οποία φέρεται να έφερε στο Κίεβο από την Κωνσταντινούπολη το 1108 η σύζυγος του Σβιατοπόλκ και φυλάσσονταν σε ασημένια λειψανοθήκη την οποία είχε δωρήσει ο χετμάνος Ιβάν Μαζέπα.[9][10] Αν και τα περισσότερα εδάφη του μοναστηριού εκκοσμικεύθηκαν στα τέλη του 18ου αιώνα, έως και 240 μοναχοί κατοικούσαν στη μονή τον 19ο και τον 20ό αιώνα. Το μοναστήρι ήταν κατοικία του επισκόπου του Τσερνίγκοφ μετά το 1800. Μια σχολή ψαλτών βρισκόταν εντός του μοναστηριού. Πολλοί επιφανείς συνθέτες, όπως ο Κιρίλο Στετσένκο και Γιάκιβ Γιατσίνεβιτς είτε σπούδασαν είτε δίδασκαν στη σχολή.

Το 1870, το μοναστήρι επισκέφθηκαν περίπου 100.000 προσκυνητές για να προσκυνήσουν στα λείψανα της αγίας Βαρβάρας.[10] Πριν την Οκτωβριανή Επανάσταση το 1917, δακτυλίδια τα οποία κατασκευάζονταν και ευλογούνταν στη μονή του αγίου Μιχαήλ, γνωστά και ως δακτυλίδια της Αγίας Βαρβάρας, ήταν πολύ δημοφιλή στους κατοίκους του Κιέβου. Χρησιμοποιούνταν ως φυλακτά και για καλή τύχη, και, σύμφωνα με λαϊκές δοξασίες, προστάτευαν από τη μαγεία και από σοβαρές ασθένειες και τον αιφνίδιο θάνατο.[10] Αυτές οι πεποιθήσεις προέρχονταν από το γεγονός ότι το μοναστήρι δεν επηρεάστηκε από τις επιδημίες πανώλης το 1710 και το 1770 και χολέρας τον 19ο αιώνα.

Κατεδάφιση του καθολικού και του κωδωνοστασίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού της δεκαετίας του 1930, διάφοροι σοβιετικοί ιστορικοί αμφισβήτησαν τα γνωστά ιστορικά δεδομένα σχετικά με την ηλικία του καθολικού. Υποστήριζαν ότι το μεσαιωνικό κτίριο είχε υποστεί σημαντικές ανακατασκευές και ελάχιστα από τον αρχικό βυζαντινού τύπου ναό διατηρούνταν. Αυτό το κύμα αμφισβήτησης οδήγησε στην κατεδάφιση της μονής και την αντικατάστασή της με το νέο διοικητικό κέντρο της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Ουκρανίας, το οποίο μέχρι τότε βρισκόταν στο Χάρκοβο. Πριν την κατεδάφισή του (8 Ιουνίου-9 Ιουλίου 1934), η κατασκευή μελετήθηκε προσεκτικά από τους Μοβτσανίβσκι και Χοντσάρεφ από την πρόσφατα εκκαθαρισμένη και οργανωμένη Ουκρανική Ακαδημία Επιστημών. Με βάση την έρευνά τους, ο ναός βρέθηκε ότι ανήκε κυρίως στο ουκρανικό μπαρόκ, παρά τον 12ο αιώνα όπως θεωρούταν προηγουμένως, και έτσι δεν θεωρήθηκε άξιος διατήρησης λόγω της έλλειψης ιστορικής και καλλιτεχνικής αξίας. Αυτό το συμπέρασμα ισχυροποιούσε τα σχέδια των σοβιετικών αρχών για την κατεδάφιση ολοκλήρου του μοναστηριού. Οι ντόπιοι ιστορικοί, αρχαιολόγοι και αρχιτέκτονες συμφώνησαν στην κατεδάφιση, αν και διστακτικά. Μόνο ένας καθηγητής, ο Μίκολα Μακαρένκο, αρνήθηκε να υπογράψει την πράξη της κατεδάφισης. Αργότερα πέθανε σε σοβιετική φυλακή.[2]

Τις 26 Ιουνίου 1934, άρχισε η απομάκρυνση των βυζαντινών ψηφιδωτών του 12ου αιώνα. Το έργο ανέλαβε το τμήμα ψηφιδωτών της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Λένινγκραντ. Οι ειδικοί αναγκάστηκαν να εργαστούν βιαστικά, λόγω της επικείμενης κατεδάφισης και δεν κατάφεραν να ολοκληρώσουν το έργο τους.[4] Παρά την φροντίδα και την προσοχή στην αφαίρεση των ψηφιδωτών από τους τείχους του καθολικού, τα ψηφιδωτά δεν μπορούν να θεωρηθούν ως απολύτως αυθεντικά.[11]

Τα ψηφιδωτά που παρέμειναν, συνολικής έκτασης 45 τετραγωνικών μέτρων, μοιράστηκαν στο μουσείο Ερμιτάζ, τη Πινακοθήκη Τρετιακόφ και το Κρατικό Ρωσικό Μουσείο.[12] Τα υπόλοιπα μωσαϊκά τοποθετήθηκαν στον δεύτερο όροφο του καθεδρικού της αγίας Σοφίας, και δεν ήταν προσβάσιμα στους τουρίστες. Αυτά τα αντικείμενα τα οποία παρέμειναν στο Κίεβο, κλάπηκαν από τους Ναζί κατά τη διάρκεια του Β΄ΠΠ και μεταφέρθηκαν στη Γερμανία. Μετά το τέλος του πολέμου, πέρασαν στην κατοχή των Αμερικάνων και επέστρεψαν στη Μόσχα.

Tα ερείπια το 1937

Την άνοιξη του 1935, κατεδαφίστηκαν οι χρυσοί τρούλοι. Οι αργυρές βασιλικές πύλες του καθολικού, η λειψανοθήκη του Μαζέπα και άλλα πολύτιμα αντικείμενα πουλήθηκαν στο εξωτερικό ή απλά καταστράφηκαν. Το εικονοστάσι του μάστορα Γρηγορίου αφαιρέθηκε (και αργότερα καταστράφηκε). Τα λείψανα της Αγίας Βαρβάρας μεταφέρθηκαν στο ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου και μετά τη κατεδάφιση και αυτού του ναού, τον καθεδρικό του Αγίου Βολόντιμιρ το 1961.

Το μωσαϊκό των ευχαριστιών το οποίο μεταφέρθηκε στο ναό της Αγίας Σοφίας

Την εαρινή-θερινή περίοδο του 1936, το κτίριο του ναού και το κωδωνοστάσιο ανατινάχθηκαν με τη χρήση δυναμίτη. Η Οικονομική Πύλη του μοναστηριού και οι τοίχοι καταστράφηκαν επίσης. Μετά την κατεδάφιση πραγματοποιήθηκε ενδελεχής έρευνα για τιμαλφή από την NKVD στο χώρο.[11] Το άδειο οικόπεδο, μαζί με τη γειτονική πλατεία Σοφιγίφσκα ονομάστηκαν πλατεία Ουριάντοβα (Κυβερνητική Πλατεία) και ορίστηκε ως το νέο κέντρο της πόλης και χώρος παρελάσεων.[13] Οι Σοβιετικές αρχές κήρυξαν διαγωνισμό για την καλύτερη αξιοποίηση του χώρου. Οι περισσότεροι αρχιτέκτονες πρότειναν την κατασκευή ενός τεράστιου αγάλματος του Λένιν.[13] Η πλατεία σχεδιάστηκε ως ορθογώνιο με τεράστια κυβερνητικά κτίρια στη περίμετρό της. Σχεδιάστηκαν τέσσερις κίονες με αγάλματα εργατών, αγροτών και επαναστατών με σημαίες πάνω τους.[13] Κάποιοι αρχιτέκτονες πρότειναν να κατεδαφίσουν το άγαλμα του Μπογκντάν Χμελνίτσκι μπροστά από τον καθεδρικό της Αγίας Σοφίας και τον καθεδρικό τον ίδιο.[13]

Το μόνο κτίριο το οποίο ολοκληρώθηκε στο χώρο του μοναστηριού πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σήμερα στεγάζει το Υπουργείο Εξωτερικών. Η κατασκευή του δεύτερου κτιρίου (του κέντρου της πρωτεύουσας) σχεδιαζόταν να γίνει στο χώρου που βρισκόταν το καθολικό, καθυστέρησε την άνοιξη του 1938 επειδή οι αρχές δεν ήταν ικανοποιημένες με το σχέδιο που είχε κατατεθεί. Το κτίριο αυτό τελικά δεν υλοποιήθηκε. Λίγο μετά τη κατεδάφιση, ο χώρος όπου βρισκόταν το καθολικό χρησιμοποιήθηκε ως αθλητικές εγκαταστάσεις και η τραπεζαρία του Ιωάννη του Ευαγγελιστή χρησιμοποιήθηκε ως αποδυτήρια.

Ανακατασκευή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Αύγουστο του 1963, η διατηρημένη τραπεζαρία του κατεδαφισμένου μοναστηριού χωρίς τον μπαρόκ τρούλο της ανακηρύχθηκε μνημείο αρχιτεκτονικής της ΣΣΔ Ουκρανίας. Το 1973, το δημοτικό συμβούλιο του Κιέβο εγκαθίδρυσε πολλές «ζώνες αρχαιολογικής διατήρησης» στη πόλη, ανάμεσα στις οποίες βρισκόταν ο χώρος γύρω από το μοναστήρι. Όμως, ο χώρος του κατεδαφισμένου καθολικού εξαιρέθηκε από το προτεινόμενο ιστορικό-αρχαιολογικό πάρκο-μουσείο, το Αρχαίο Κίεβο, το οποίο αναπτύχθηκε από τον αρχιτέκτονα Α. Μ. Μιλέτσκι και τους συμβούλους Μ. Β. Χολοστένκο και Π. Π. Τολότσκο. Τη δεκαετία του 1970, οι Ουκρανοί αρχιτέκτονες Ι. Μέλνικ, Α. Ζαγίκα, Β. Κορόλ και ο μηχανικός Α. Κολάκοφ εργάστηκαν στο σχέδιο ανακατασκευής του μοναστηριού του αγίου Μιχαήλ. Όμως αυτά τα σχέδια εξετάστηκαν μόνο με τη πτώση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991.[14]

Μετά την ανεξαρτησία της Ουκρανίας το 1991, η κατεδάφιση του μοναστηριού κρίθηκε ως έγκλημα και άρχισαν να ακούγονται φωνές οι οποίες ζητούσαν τη πλήρη ανοικοδόμηση του μοναστηριού ως σημαντικό τμήμα της πολιτιστικής κληρονομιάς των Ουκρανών. Αυτά τα σχέδια εγκρίθηκαν και η ανακατασκευή έλαβε χώρα τη περίοδο 1997-1998, όταν το καθολικό και το κωδωνοστάσιο μεταβιβάστηκαν στην Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία του Πατριαρχείου Κιέβου. Ο Γιούρι Ιβάκιν, επικεφαλής αρχαιολόγος του χώρου, ανέφερε ότι περισσότερα από 260 πολύτιμα αρχαία αντικείμενα αποκαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια των εκσκαφών του χώρου πριν την ανακατασκευή. Επιπλέον, ανακαλύφθηκε τμήμα του παλιού καθολικού το οποίο ήταν ακόμη άθικτο. Σήμερα αποτελεί τμήμα της κρύπτης του σημερινού καθολικού.[15]

Με την υποστήριξη των αρχών της πόλης του Κιέβου, ο αρχιτέκτονας Γ. Λοσίτσκι και άλλοι απεκατέστησαν το δυτικό τμήμα των πέτρινων τειχών. Το κωδωνοστάσιο αποκαταστάθηκε και έγινε παρατηρητήριο. Αντί για το παλιό ρολόι, τοποθετήθηκε ηλεκτρονικό με δείκτες και καμπάνες (συνολικά 40) οι οποίες ηχούν στις μελωδίες διάσημων Ουκρανών συνθετών.[16] Το καθολικό ανακατασκευάστηκε τελευταίο και διακοσμήθηκε με ξύλινες μπαρόκ εικόνες, αντίγραφα των ψηφιδωτών και τοιχογραφιών και νεότερα έργα Ουκρανών καλλιτεχνών.[2]

Το νέο καθολικό του αγίου Μιχαήλ με τους χρυσούς τρούλους άνοιξε επισήμως τις 30 Μαΐου 1999. Όμως, η εσωτερική διακόσμηση, τα ψηφιδωτά και οι τοιχογραφίες ολοκληρώθηκαν τις 28 Μαΐου 2000. Τα παρεκκλήσια αφιερωμένα στις Αγίες Βαρβάρα και Αικατερίνη καθαγιάστηκαν το 2001. Στα επόμενα τέσσερα χρόνια, 18 από τα 29 πρωτότυπα ψηφιδωτά επέστρεψαν από τη Μόσχα μετά από χρόνια συζητήσεων ανάμεσα στις ουκρανικές και ρωσικές αρχές.[3]

Μνημεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Καθολικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το άγαλμα του αρχάγγελου Μιχαήλ
Η τραπεζαρία του Αγίου Ιωάννη

Η θρησκευτική αρχιτεκτονική του Αγίου Μιχαήλ με τους χρυσούς τρούλους ενσωματώνει στοιχεία τα οποία έχουν εξελιχθεί από ρυθμούς κυρίαρχους στη βυζαντινή και μπαρόκ περίοδο. Ο ναός του Αγίου Μιχαήλ με τους χρυσούς τρούλους αποτελεί την κύρια εκκλησία του μοναστηριού, και κτίστηκε αρχικά το 1108-1113. Ήταν η μεγαλύτερη από τις τρεις εκκλησίες στο μοναστήρι του αγίου Δημητρίου.

Ο παλιός καθεδρικός χρησιμοποίησε ως μοντέλο το ναό της Αναλήψεως στη Λαύρα των σπηλαίων του Κιέβου. Είχε ως βάση το σχήμα του ελληνικού σταυρού το οποίο κυριαρχούσε εκείνη την περίοδο στους Ρως του Κιέβου, έξι κίονες και τρία ιερά. Μια μικρότερη εκκλησία, πιθανότατα βαπτιστήριο βρισκόταν ακριβώς νότια του ναού. Ένας πύργος με κλιμακοστάσιο οδηγούσε στο χώρο της χορωδίας. Ήταν ενσωματωμένος στο βόρειο τμήμα του νάρθηκα και δεν εξείχε από το ναό, όπως συνηθιζόταν εκείνη τη περίοδο. Είναι πιθανό ότι το καθολικό είχε μόνο ένα τρούλο, αν και δύο μικρότεροι τρούλοι μπορεί να βρίσκονταν στον πύργο και το βαπτιστήριο. Το εσωτερικό του ναού ήταν πλούσια διακοσμημένο, όπως μαρτυρούν τα υψηλής ποιότητας ψηφιδωτά.[10]

Όταν οι μεσαιωνικές εκκλησίες του Κιέβου ανακατασκευάστηκαν στα τέλη του 17ου και στις αρχές του 18ου αιώνα σε ουκρανικό μπαρόκ ρυθμό, το καθολικό επεκτάθηκε και ανακαινίστηκε ριζικά. Μέχρι το 1746, διέθετε νέο μπαρόκ εξωτερικό, ενώ διατηρούσε το βυζαντινό εσωτερικό του. Προστέθηκαν έξι τρούλοι, αλλά το επιπλέον βάρος στους τοίχους αντιμετωπίστηκε με τη κατασκευή αντηρίδων.[2] Οι υπόλοιποι μεσαιωνικοί τοίχοι, οι οποίοι χαρακτηρίζονταν από στρώματα ασβεστόλιθου και πλίνθων, καλύφθηκαν με σoβά. Ο Ιβάν Γριγορόβιτς-Μπάρσκι ήταν υπεύθυνος για τα παράθυρα και τη διακόσμηση του σοβά.

Εντός της εκκλησίας, τοποθετήθηκε το 1718 περίπλοκο εικονοστάσι, έργο του Γριγόρι Πέτριβ από το Τσέρνιγκοφ, με χορηγία του χετμάνου Πάβλο Σκοροπάντσκι. Κατά τη διάρκεια του 18ου και του 19ου αιώνα, σχεδόν όλα τα πρωτότυπα βυζαντινά ψηφιδωτά και αγιογραφίες στους εσωτερικούς τοίχους επιζωγραφίστηκαν. Μερικά από τα ψηφιδωτά και αγιογραφίες που δεν είχαν ζωγραφιστεί συντηρήθηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα. Όμως, δεν έγιναν εμπεριστατωμένες έρευνες στους τοίχους για πιθανές μεσαιωνικές αγιογραφίες και ψηφιδωτά κάτω από το στρώμα σοβά.

Τραπεζαρία του Ιωάννη του Ευαγγελιστή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η τραπεζαρία του μοναστηριού είναι ένα ορθογώνιο πλίνθινο κτίριο το οποίο περιλαμβάνει πέρα από την τραπεζαρία, αρκετές κουζίνες, αποθήκες και κελάρια. Στα ανατολικά του βρίσκεται η εκκλησία του Ιωάννη του Θεολόγου. Το εξωτερικό του χωρίζεται από κίονες και οι μαρκίζες των παραθύρων θυμίζουν την παραδοσιακή ανατολική ορθόδοξη αρχιτεκτονική. Η τραπεζαρία ανεγέρθηκε το 1713, αντικαθιστώντας το αρχικό ξύλινο κτίριο. Το εσωτερικό του εξετάστηκε λεπτομερώς το 1827 και το 1837 και εργασίες αποκατάστασης έλαβαν χώρα από το 1976 μέχρι το 1981.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. tsn.ua/ukrayina/mitropolit-kiyivskiy-epifaniy-viznachiv-kafedralniy-sobor-pcu-1266504.html.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 Malikenaite 2003, σελ. 147.
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 Pavlovsky, Viktor· A. Zhukovsky. «Saint Michael's Golden-Domed Monastery». Encyclopedia of Ukraine. Ανακτήθηκε στις 18 Αυγούστου 2006. 
  4. 4,0 4,1 Hewryk 1982, σελ. 15.
  5. Metropolitan Museum Collection
  6. British Museum Collection
  7. 7,0 7,1 «Zlatoverkhy Mikhailovsky monastyr». Brockhaus and Efron Encyclopedic Dictionary (στα Ρωσικά). Ανακτήθηκε στις 26 Οκτωβρίου 2007. 
  8. Chobit 2005, σελ. 147.
  9. Chervonozhka, Valentyna (Σεπτεμβρίου 2–8, 2006). «Cathedral of outstanding deeds». Zerkalo Nedeli (στα Ρωσικά και Ουκρανικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Ιουνίου 2009. Ανακτήθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 2006. 
  10. 10,0 10,1 10,2 10,3 Makarov 2002, σελ. 558.
  11. 11,0 11,1 Hewryk 1982, σελ. 16.
  12. «The Transfer to the Ukraine of Fragments of Frescoes from Kiev's Mikhailovo-Zlatoverkh Monastery». The State Hermitage Museum. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Ιουνίου 2004. Ανακτήθηκε στις 5 Απριλίου 2017. 
  13. 13,0 13,1 13,2 13,3 «Forgotten Soviet Plans For Kyiv». Kyiv Post. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Ιουλίου 2011. Ανακτήθηκε στις 6 Απριλίου 2017. 
  14. Chobit 2005, σελ. 24.
  15. Woronowycz, Roman (29 Νοεμβρίου 1998). «Historic St. Michael's Golden-Domed Sobor is rebuilt». The Ukrainian Weekly. Kyiv Press Bureau. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Απριλίου 2006. Ανακτήθηκε στις 29 Αυγούστου 2006. 
  16. Chobit 2005, σελ. 26.
Βιβλιογραφία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]