Μητρόπολη (αστική γεωγραφία)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Για άλλες χρήσεις, δείτε: Μητρόπολη (αποσαφήνιση).

Η Μητρόπολη είναι μια διευρυμένη πόλη, η οποία στις περισσότερες περιπτώσεις στεγάζει τουλάχιστον πάνω από ένα εκατομμύριο συνολικούς κατοίκους. Μεγάλες πόλεις που εντάσσονται σε ένα ακόμη μεγαλύτερο πολεοδομικό πλαίσιο αλλά δεν αποτελούν τον πυρήνα αυτού του συγκροτήματος, συνήθως δε θεωρούνται μέρος αυτής της μητροπολιτικής περιοχής. Η μητρόπολη συχνά αποτελεί σημαντικό οικονομικό, πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο μιας χώρας ή συγκεκριμένης περιοχής, καθώς και κόμβος τοπικών ή διεθνών διασυνδέσεων και μεταφορών.

Κατά μία ευρύτερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε μια πόλη-κράτος σε σχέση με μια αποικία (για παράδειγμα, οι Συρακούσες ήταν μητρόπολη της Ανκόνα), μια πόλη που θεωρείται κέντρο μιας συγκεκριμένης δραστηριότητας ή μια μεγάλη και σημαντική πόλη.

Αρχαιότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Αθήνα αποτελεί μία από τις ιστορικότερες μητροπόλεις της υφηλίου, με διαρκή εποικισμό από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.

Στο παρελθόν, η μητρόπολη ήταν ο χαρακτηρισμός μιας πόλης ή κράτους που είχε αποικίες εκτός της άμεσης γεωγραφικής του επικράτειας. Πολλές μεγάλες πόλεις που ιδρύθηκαν από αρχαίους πολιτισμούς θεωρούνται σημαντικές μητροπόλεις της εποχής τους, εξαιτίας του μεγάλου τους πληθυσμού και της θέσης τους. Παραδείγματα συμπεριλαμβάνουν τις: Αλεξάνδρεια, Ανγκόρ, Αντιόχεια, Αθήνα, Βαβυλώνα, Βηρυττός, Μπενάρες, Βύβλος, Τσαχόκια, Καρχηδόνα, Κωνσταντινούπολη, Κόρινθος, Δαμασκός, Ντολαβίρα, Έφεσσος, Μεγάλη Ζιμπάμπουε, Χαράπα, Ιερουσαλήμ, Λέπτις Μάγκνα, Ναντσίνγκ, Νινευή, Μάτσου Πίτσου, Μοχέντζο-ντάρο, Ρώμη, Σαράι, Σίντε, Συρακούσες, Τενοτστιτλάν, Τεοτιχουάκαν, Τικάλ, Τύρος, Σιάν, Ουρ. Ορισμένες από αυτές τις μητροπόλεις επιβίωσαν μέχρι σήμερα και συμπεριλαμβάνονται μεταξύ των αρχαιοτέρων διηνεκών κατοικημένων πόλεων.

Ετυμολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο όρος μητρόπολη προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη μητρόπολις, από τα συνθετικά "μήτηρ" (μητέρα) και "πόλις", όρος που περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο οι ελληνικές αποικίες αναφέρονταν στις αρχικές τους πόλεις, όπου βρισκόταν η κυβερνητική και εκκλησιαστική έδρα ή μητρόπολη της αρχιεπισκοπής, στην οποία οι βοηθοί επίσκοποι λογοδοτούσαν. Αυτή η χρήση εξισώνει τη σφαίρα επιρροής της επισκοπής με αυτή της αρχιεπισκοπικής έδρας.

Στη σύγχρονη χρήση η λέξη χρησιμοποιείται επίσης για μια μητροπολιτική περιοχή, ένα συγκρότημα γειτονικών και συγκοινωνούντων πόλεων, ενσωματωμένων γύρω από ένα μεγάλο αστικό κέντρο. Υπό αυτή την έννοια, "μητροπολιτική" σημαίνει "η περιοχή που εκτείνεται σε όλη την περιοχή της μητροπόλεως" (όπως στη "μητροπολιτική διακυβέρνηση"), ή "σχετική με τη μητρόπολη" (όπως στη "μητροπολιτική περιοχή", αντιθέτως από τον επαρχιακό ή "αγροτικό").

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]