Μεσαιωνική μουσική

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Με τον όρο μεσαιωνική μουσική αναφερόμαστε στη μουσική δημιουργία την εποχή του Μεσαίωνα. Αν και ο ακριβής προσδιορισμός των χρονικών της ορίων είναι δύσκολος, μπορεί να θεωρηθεί πως καλύπτει την περίοδο από το τέλος της εποχής του Γρηγοριανού μέλους μέχρι περίπου το 1400 και την αρχή της Αναγεννησιακής μουσικής.

Πρώιμη μεσαιωνική μουσική ( - 1150)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γρηγοριανό Μέλος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πάπας Γρηγόριος Α'

Έτσι ονομάστηκε η λειτουργική μουσική της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, που πήρε το όνομα της από τον Γρηγόριο τον Α', ο οποίος υπήρξε επίσκοπος Ρώμης από το 590 έως το 604. Του Γρηγοριανού Μέλους είχε προηγηθεί το Αμβροσιανό Μέλος (4ος αιώνας). Ο Αμβρόσιος, επίσκοπος Μιλάνου, προσπαθώντας να βάλει τάξη στην αναρχία των ύμνων που χρησιμοποιούσε η Δυτική Εκκλησία, καθόρισε τη χρήση τεσσάρων τρόπων (κλιμάκων) καθώς και τους ύμνους που θα έπρεπε να ψάλλονται. Στα τέλη του 6ου αιώνα, ο Πάπας Γρηγόριος αναθεώρησε και πάλι το σύνολο των μελωδιών που χρησιμοποιούσε η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και καθόρισε ποιες ακριβώς μελωδίες θα ψάλλονται και σε ποιο σημείο της λειτουργίας.

Πριν την εκλογή του, ο Γρηγόριος, όταν βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, μελέτησε την ελληνική μουσική. Καθώς η ανεξέλεγκτη εισαγωγή νέων ύμνων σε μουσική γνωστών λαϊκών τραγουδιών δημιουργούσε ανομοιομορφία στο τυπικό και εντύπωση διάσπασης στις εκκλησίες της Ευρώπης που υπάγονταν στη δικαιοδοσία του Βατικανού, ο Πάπας Γρηγόριος αποφάσισε ν' αντιδράσει. Έτσι, κωδικοποίησε τους ύμνους της Λειτουργίας, σύμφωνα με το εορτολόγιο της Ρωμαϊκής Καθολικής Εκκλησίας και όρισε αυτούς που θα έπρεπε να ψάλλονται σε όλες τις εκκλησίες, καταρτίζοντας έτσι το τυπικό που καθόριζε το ύφος της εκκλησιαστικής μουσικής. Από το όνομα του, το σύνολο των ύμνων που θεωρήθηκαν κατάλληλοι για τη λειτουργική μουσική της Δυτικής Εκκλησίας ονομάστηκε Γρηγοριανό Μέλος και την εξάπλωση του ανέλαβαν οι Βενεδικτίνοι μοναχοί.

Η μουσική του «Γρηγοριανού Μέλους» είναι μονοφωνική, χωρίς κανονικό μέτρο, αλλά ακολουθεί το ρυθμό των λέξεων, οι οποίες πολύ συχνά είναι από τη Βίβλο και ιδίως από τους Ψαλμούς. Το Γρηγοριανό Μέλος τραγουδιέται από χορωδία και από σολίστες, με εναλλαγή σολίστ και χορωδίας ή και με εναλλαγή ημιχορίων.

Στη μονοφωνία, κυριαρχεί βασικά μία μελωδική γραμμή (Μία μελωδία = Μια «φωνή» = Μονοφωνία). Στη μονοφωνία η ίδια ακριβώς μελωδία τραγουδιέται από έναν ή περισσότερους εκτελεστές ταυτόχρονα.

Σημειογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αρχή της αλφαβητικής σημειογραφίας αποδίδεται στον Ανίκιο Μάνλιο Σεβερίνο Βοήθιο (480 - 524 μ.Χ.). Ο Βοήθιος ήταν Ρωμαίος αριστοκράτης, μουσικός και φιλόσοφος, με χριστιανική παιδεία και Ελληνομαθής. Το 500-507 έγραψε ένα σύγγραμμα για τη μουσική της αρχαίας Ελλάδας, που μετέδωσε αρκετές γνώσεις στον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση.

Η αλφαβητική σημειογραφία τελειοποιήθηκε τον 6ο αιώνα από τον Πάπα Γρηγόριο Α'. Κατόπιν, η εμφάνιση των νευμάτων τον 7ο αιώνα (απόστροφος, οξεία, βαρεία, περισπωμένη, τελεία και οι συνδυασμοί τους) έδινε χωρίς ακρίβεια, μια γενική ιδέα για την κίνηση των μελωδιών. Οι μοναχοί της Ακουϊτανίας (περιοχή της νότιας Γαλλίας στα σύνορα με την Ισπανία) κάνουν χρήση μόνο του νεύματος τελείας και απεικονίζουν επάνω στις σελίδες τις κινήσεις των φωνών με πολύπλοκους συνδυασμούς. Ο Μονόγραμμος Φορέας Φθογγόσημων που επινοήθηκε τον 9ο αιώνα, δεν ήταν παρά μια οριζόντια γραμμή επάνω στην οποία ήταν ευκολότερος ο προσανατολισμός των φθόγγων.

Μουσικά όργανα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όλη αυτή η περίοδος της Μονοφωνίας, συνοδεύεται από τον πόλεμο της Εκκλησίας ενάντια στα μουσικά όργανα τα οποία οι ιερείς θεωρούν απαράδεκτα για την υμνωδία, ενώ η απλή ανθρώπινη φωνή θεωρείται ως η πιο κατάλληλη. Τον 9ο αιώνα όμως, καταφέρνει να εισαχθεί το Εκκλησιαστικό όργανο στους ναούς των Ρωμαιοκαθολικών.

Η πρώτη πολυφωνία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εξοικείωση του ανθρώπου με το άκουσμα πάνω από έναν ήχων ταυτόχρονα από μουσικά όργανα όπως ο Δίαυλος, ο Άσκαυλος κ.ά., θα τον οδηγούσε στην εξερεύνηση των συνηχητικών δυνατοτήτων με χρήση της ανθρώπινης φωνής. Η γέννηση της πολυφωνίας δεν ορίζεται ακριβώς, καθώς δύο ή τρεις αιώνες πριν, στοιχεία πολυφωνίας εμφανίζονταν σε χορωδιακά έργα είτε από άγνοια είτε από την ανάγκη κάποιας εκλέπτυνσης της ταυτοφωνίας.

Κατά το τέλος του 9ου αιώνα, βρίσκουμε την πρώτη πολυφωνία στη μορφή του Όργκανουμ (organum), του οποίου εφευρέτης υπήρξε ο Λεονέν και σπουδαίος συνεχιστής του με τον οποίο το Όργκανουμ βρέθηκε στην ακμή του, ο Περοτέν. Σ'αυτό μια μελωδία συνοδεύει το λειτουργικό μέλος (δηλ. μια μελωδία του Γρηγοριανού Μέλους) νότα προς νότα στην υποκείμενη φωνή, κωδικοποιημένη για πρώτη φορά μέσα στο έργο Musica Enchiriadis (Ανωνύμου), που αποδιδόταν λανθασμένα μέχρι πρόσφατα στον Μοναχό Χούκμπαλντ του Αγίου Αμάνδου στο Τουρναί του Βελγίου. Στα 1030 μ.Χ., ο Ιταλός Γκουίντο ντ' Αρέτσο (990-1050 μ.Χ.) δίνει τα ονόματα στους φθόγγους της κλίμακας παίρνοντας τις αρχικές συλλαβές των πρώτων ημιστιχίων του ύμνου Ut queant laxis resonare Fibris: Ut queant laxis/Resonare Fibris/Mira gestorum/Famuli tuorum/Solve polluti/Labii reatum/Sancta Joannes.

Η εξέλιξη της πολυφωνίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά το όργκανουμ, η εξέλιξη στην πολυφωνία έρχεται με το Ντισκάντους, που είναι ένα όργκανουμ που στολίζει όμως το λειτουργικό μέλος στην επάνω φωνή πιο "έξυπνα" από το απλό όργκανουμ και με αντίθετη κίνηση. Ακολουθεί το Μοτέτο όπου επάνω από το λειτουργικό μέλος προστίθενται δύο ή τρεις φωνές που ξετυλίγονται ακολουθώντας η κάθε μία διαφορετικό κείμενο με διαφορετική υπόθεση. Το Κοντούκτους είναι κάτι ανάλογο με το Μοτέτο, μόνο που δεν υπάρχει η υποχρέωση για την ύπαρξη μιας λειτουργικής μελωδίας. Στην Αγγλία παρουσιάζεται το Γκύμελ που είναι τραγούδι για δύο φωνές που κινούνται σε αποστάσεις τρίτης. Το Ψεύτικο Βάσιμο προήλθε από το Γκύμελ και ήταν έργο για 3 φωνές.

Μέση περίοδος (1150 -1300)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ars Antiqua (Παλαιά Τέχνη)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σχολή της Παναγίας των Παρισίων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σ' αυτήν ανήκει η δημιουργία ενός συστήματος κανόνων επάνω στις υπάρχουσες μορφές πολυφωνίας, καθώς και ένα σύνολο από νέες κατακτήσεις. Κύριοι αντιπρόσωποι είναι ο Λεονέν (Leonin), οργανίστας στην Παναγία των Παρισίων μέχρι τα τέλη του 12ου αιώνα, ο οποίος ξεφεύγει από τα δεσμά του Γρηγοριανού μέλους, εφαρμόζει την αντίθετη κίνηση των φωνών και μετατρέπει το όργκανουμ σε έργο τέχνης και ο Περοτέν (Perotin) ο Μέγας (1180-1210) που ήταν μαθητής του πρώτου. Ο Περοτέν, εισάγει τη μίμηση, το χρωματικό ύφος, προσπάθησε να τελειοποιήσει τη σημειογραφία καθορίζοντας και τη διάρκεια των φθόγγων που χρησιμοποιούσε.

Τροβαδούροι και Τρουβέροι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τροβαδούροι

Οι τροβαδούροι ήταν ευγενείς και μορφωμένοι, κυρίως ιππότες, τραγουδιστές, λυρικοί ποιητές και μουσικοί, που έζησαν γύρω στον 11ο αιώνα στη Μεσημβρινή Γαλλία, νότια του Λίγηρα ποταμού και ιδιαίτερα στην Προβηγκία. Η ονομασία τους προήλθε από το ρήμα trouvar-trobar, δηλαδή βρίσκω, εφευρίσκω, επινοώ μια καινούρια μουσική. Τρουβέροι λέγονται οι αντίστοιχοι Γάλλοι μουσικοί που έζησαν όμως στη Βόρεια Γαλλία. Τα τραγούδια των τροβαδούρων ήταν κατά κύριο λόγο λυρικά, και κινήθηκαν κυρίως γύρω από τις θεματικές της προσωπικής περιπέτειας, του «ευγενούς έρωτα», της εξιδανίκευσης των σχέσεων. Αλλά και αυτός ο έρωτας παίρνει συχνά διάφορες μορφές μέσα στην κλειστού νοήματος γραφή που ήταν μια από τις κατευθύνσεις της ποίησης των τροβαδούρων.[1]

Τα αντίστοιχα των τρουβέρων διακρίνονταν για τον επικό χαρακτήρα τους, εξιστορώντας συχνά τις πολεμικές εκστρατείες της εποχής. Η διάκριση αυτή οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός πως οι τροβαδούροι ζούσαν στη Νότια Γαλλία, η οποία ήταν λιγότερο εκτεθειμένη σε επιδρομές και χαρακτηριζόταν εν γένει από ένα περισσότερο εκλεπτυσμένο πολιτισμό. Τόσο οι τροβαδούροι όσο και οι τρουβέροι αποτελούν απογόνους των αρχαίων ραψωδών ή των μεταγενέστερων τους βάρδων.

Το είδος αυτό (και των δύο) κυριάρχησε το χρονικό διάστημα από το 1000 - 1300 μ.Χ. Διάσημος και σημαντικός τρουβέρος ήταν ο Αντάμ ντε λα Αλ (1237-1287), γνωστός με το παρατσούκλι "Ο καμπούρης του Αρράς", που έγραψε με τέχνη ένα είδος μουσικής που λεγόταν Παιχνίδια (τραγουδιστοί διάλογοι που σχολιάζουν ευχάριστα κάποιο ερωτικό επεισόδιο) καθώς και πολλά άλλα έργα. Οι τροβαδούροι έγιναν αντικείμενο μιας νέας αντίληψης για τους ποιητές, αποσπώμενοι από τα καθιερωμένα και διεκδικώντας μια ποιητική αυτονομία και ένα εναλλακτικό τρόπο ζωής. Έτσι δημιουργήθηκε μια μυθολογία γύρω από αυτούς, που εκφράστηκε με την ιστοριογραφική αποτύπωση του βίου τους.[2] Παρόλα αυτά, οι τροβαδούροι δεν περιλαμβάνονταν στις τάξεις που μπορούσαν να απολαύσουν την δόξα όπως αντίστοιχα την απολάμβαναν άλλοι, όπως οι ιππότες.[3] Η ποίηση των τροβαδούρων λειτούργησε ως πρότυπο για την ανάπτυξη της λυρικής ποίησης στην υπόλοιπη Ευρώπη με διάφορους τρόπους.

Οι αντίστοιχοι των Τροβαδούρων στη Γερμανία, είναι οι Ερωτοτραγουδιστές. Εμφανίζονται το 13ο αιώνα και οι επιρροές τους καθώς και τα θέματά τους είναι παρόμοια. Το 14ο αιώνα, οι Ερωτοτραγουδιστές παρακμάζουν και στη θέση τους εμφανίζονται οι Αρχιτραγουδιστές, οι οποίοι ανήκουν στην αστική τάξη και ιδρύουν σχολές μουσικής που λειτουργούν με κανονισμούς και ιεραρχία. Οι κυριότερες μουσικές μορφές που επικράτησαν παράλληλα την εποχή αυτή είναι το ροντό, το μαδριγάλι, το λαι και το σανσόν.

Ύστερη μεσαιωνική μουσική (1300-1500)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ars Nova (Νέα Τέχνη)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αισθητική περίοδος της Ars Nova, κατά την ύστερη μεσαιωνική εποχή, αποτέλεσε το επόμενο βήμα στην καθιέρωση των νέων μουσικών κατακτήσεων που είχαν ξεκινήσει με την Αρχαία Τέχνη. Η μουσική παρουσιάζεται πιο απελευθερωμένη και επηρεασμένη από τη λαϊκή μουσική και το λειτουργικό μέλος. Οι μουσικές μορφές, αν και πολλές από αυτές είναι παλαιότερες, παρουσιάζονται ανανεωμένες. Στις αρχές του 14ου αιώνα, ο Φιλίπ ντε Βιτρύ (1291-1361), Γάλλος διπλωμάτης, συνθέτης, ποιητής και θεωρητικός, που το 1351 γίνεται επίσκοπος της Μω, έγραψε ένα σημαντικό έργο, ένα εγχειρίδιο τεχνικής, το οποίο περιείχε όλες τις νέες τάσεις που έτειναν να επικρατήσουν και οι οποίες μέχρι τότε δεν είχαν κωδικοποιηθεί. Με το έργο αυτό κλόνιζε την κυριαρχία των εκκλησιαστικών τρόπων (κλιμάκων) με την καθιέρωση του προσαγωγέα, του οποίου η λύση κατά ημιτόνιο προς την τονική θα επέβαλλε στο αυτί την αίσθηση του μείζονος και του ελάσσονος τρόπου. Επίσης εδραίωνε την ευρεία χρήση των διαστημάτων 3ης και 6ης, που θεωρούνταν μέχρι τότε διαφωνίες, ακόμα και τη χρήση της 2ας και 7ης. Επέβαλλε τη χρήση της τέλειας πτώσης, εφάρμοσε τη διαστολή του μέτρου στα μουσικά έργα καθώς έπαψε η κυριαρχία του τρίσημου ρυθμού (εμπνευσμένου από την Αγία Τριάδα, Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα). Έκανε μεθοδικότερη χρήση των αλλοιώσεων, κάτι που προετοίμαζε τον ερχομό του χρωματικού ύφους.

Όλες αυτές τις κατακτήσεις που κατέγραψε ο Βιτρύ θα τις εφάρμοζε με τον ιδανικότερο τρόπο ο Γκυγιώμ ντε Μασώ (1300-1377), πρωτοπρεσβύτερος στον καθεδρικό ναό της Ρεμς στη Βόρεια Γαλλία. Εκτός από τις άλλες συνθέσεις του, σημαντικότατη είναι η τετράφωνη Λειτουργία Messe Notre Dame, η οποία με την εξαιρετική της κατασκευή εδραιώνει την Λειτουργία σαν μουσική μορφή.

Ιταλική Τέχνη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Φραντζέσκο Λαντίνι

Η Ιταλία ήταν η χώρα που αφομοίωσε τα στοιχεία της Νέας Τέχνης και με πρωτεργάτη τον τυφλό οργανίστα Φραντζέσκο Λαντίνι (1335-1397) έδωσε νέες φόρμες, αντίστοιχες με τις γαλλικές, εμπλουτισμένες όμως με την ιταλική έμπνευση και ιδιοσυγκρασία: Μπαλλάτα, Κάτσια κ.ά.

Γαλλοφλαμανδική Σχολή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ήττα στη μάχη του Αζενκούρ (1415) και κατά συνέπεια η προσωρινή κατάκτηση του μεγαλύτερου μέρους της Γαλλίας από τους Άγγλους επηρέασε την εξέλιξη της πολυφωνικής μουσικής. Οι Άγγλοι φέρνουν στο Παρίσι δικούς τους μουσικούς, ενώ οι Γάλλοι καταφεύγουν κυρίως στη Φλάνδρα (περιοχή που κάλυπτε το νότιο τμήμα της σημερινής Ολλανδίας, το βόρειο τμήμα του Βελγίου και το βορειανατολικό τμήμα της σημερινής Γαλλίας). Το κέντρο των μουσικών σπουδών είναι τώρα στις Μουσικές Εκκλησιαστικές Σχολές, οι σημαντικότερες από τις οποίες είναι στη Γαλλία, Αυστρία και Γερμανία, στις Αυλές των βασιλέων και ευγενών της Φλάνδρας και στη Σχολή του παπικού παρεκκλησίου της Ρώμης (capella).

Σε διαφορετικές περιόδους, ξεχωρίζουν ορισμένοι σημαντικοί συνθέτες:

Πρώτη Περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Ο Τζων Ντάνστεϊμπλ (1370-1453), ο σημαντικότερος από τους Άγγλους συνθέτες, με μουσικό πνεύμα επηρεασμένο από την Ars Nova και συνθέσεις φτιαγμένες με χάρη, φαντασία, απέριττο ρυθμό και χρήση μελωδικών διαστημάτων 3ης και 6ης και απομάκρυνση από τα συνεχή διαστήματα 4ης και 5ης.
  • Ο Γκυγιώμ Ντυφαί (1400-1474) που κατέλαβε την αντίστοιχη θέση στον αιώνα του με τον ντε Μασώ. Με τα έργα του προσανατολίζει προς μια αρμονία πιο συγκεκριμένη και φέρνει πρόοδο στην αντιστικτική γραφή. Δίνει ελαφρύ προβάδισμα στη ψηλότερη φωνή και έδωσε το ολόκληρο και το ήμισυ (μισό) στην μουσική γραφή.
  • Ο Ζυλ Μπενσουά (1400-1460) είναι ο τρίτος σημαντικός συνθέτης του πρώτου μισού του 15ου αιώνα.
Δεύτερη Περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Ο Γιοχάνες Όκεγχεμ (1430-1495), ήταν από τους δημοφιλέστερους συνθέτες και ο θάνατός του θρηνήθηκε με πολλά νεκρικά εγκώμια. Διάσημο έργο του, ήταν ένα Deo Gratias (Ευχαριστούμεν Σοι Κύριε) σε τέσσερις 9φωνους κανόνες, συνολικά έργο για 36 φωνές.
  • Ο Γιάκομπ Όμπρεχτ (1430-1505) με τις συνθέσεις του αντλεί εφέ από τον κανόνα και τη μίμηση. Τα αντιφωνικά του τεχνάσματα προδιαγράφουν, συγκεχυμένα όμως, τη φούγκα. Είναι ο πρώτος που εφάρμοσε την πολυφωνία στη νεκρώσιμη ακολουθία.
  • Ο Ζοσκέν ντε Πρε (1450-1521), ο ονομαζόμενος "Πρίγκιπας των Μουσικών", για τον οποίο ο Μαρτίνος Λούθηρος είπε "Οι μουσικοί κάνουν με τους ήχους ό,τι μπορούν, ο Ζοσκέν κάνει με αυτούς ό,τι θέλει". Ο ντε Πρε έγραψε πολυάριθμα έργα, με ευκολία και εντυπωσιακή τεχνική. Έγραψε λειτουργίες, μοτέτα, ψαλμούς και άλλα έργα. Μία συλλογή του από 33 τρίφωνα μοτέτα είναι το πρώτο μουσικό βιβλίο που τυπώθηκε (1501).

Τα μουσικά όργανα όλο αυτό το διάστημα παίζουν το ρόλο του απλού συνοδού, αφού όλοι οι συνθέτες γράφουν φωνητική μουσική.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Hoppin, Richard H. Medieval Music. New York: W. W. Norton, 1978.
  • McKinnon, James, ed. Antiquity and the Middle Ages. Englewood Cliffs, NJ: Prentice Hall, 1990.
  • Parrish, Carl. The Notation of Medieval Music. London: Faber & Faber, 1957.
  • Reese, Gustave. Music in the Middle Ages. New York: W. W. Norton, 1940.
  • Seay, Albert. Music in the Medieval World. Englewood Cliffs, NJ: Prentice Hall, 1965.
  • Yudkin, Jeremy. Music in Medieval Europe. Upper Saddle River, NJ: Prentice Hall, 1989.
  • Hartmut Möller, Rudolf Stephan (Hrsg.): Die Musik des Mittelalters. Neues Handbuch der Musikwissenschaft. Hrsg. v. Carl Dahlhaus. Bd. 2. Laaber, Laaber 1991. ISBN 3-89007-032-9.
  • Bernhard Morbach: Die Musikwelt des Mittelalters. Mit über 50 Werken auf Audio+Daten-CD. Bärenreiter, Kassel 2004. ISBN 3-7618-1529-8.
  • Marco Ambrosini, Daniela Herzog: Einführung in die mittelalterliche Musik. Verlag der Spielleute, Brensbach 1992. ISBN 3-927240-13-3.
  • S. Neureiter-Lackner: Mittelalterliche Lieder und Liedermachr heute: Analyse und Dokumentation ihrer schöpferischen Rezeption 1945–1989. Kümmerle Verlag, Göppingen 1991 (= Göppinger Arbeiten zur Germanistik. Band 542), ISBN 3-87452-783-2.
  • Sabine Žak: Musik als Ehr und Zier im mittelalterlichen Reich. Studien zur Musik im mittelalterlichen Leben, Recht und Zeremoniell. Gitarre+Laute (Verlag Dr. Päffgen), Köln 1979, ISBN 3-88371-011-3.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Βάρσος Γιώργος, Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας από τον 6ο έως τις αρχές του 18ου αιώνα, Β’ έκδοση, ΕΑΠ, Πάτρα, 2008, σ. 135.
  2. Βάρσος, 2008, σ. 137.
  3. Μπούρκχαρτ Γιάκομπ, «Το μοντέρνο κλέος», Ανθολόγιο Κριτικών Κειμένων, ΕΑΠ, Πάτρα, 2008, σ. 49.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]