Μεροβίγγεια τέχνη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Καρφίτσα της μεροβίγγειας περιόδου (εθνική βιβλιοθήκη της Γαλλίας, Παρίσι).

Η μεροβίγγεια τέχνη αναφέρεται στην καλλιτεχνική -εικαστική και αρχιτεκτονική- έκφραση που άνθισε τους 5ο - 8ο μ.Χ. αιώνες, με την άνοδο της Μεροβίγγειας δυναστείας των Φράγκων. Η επικράτηση της μεροβίγγειας δυναστείας στην ιστορική περιοχή της Γαλατίας (σε σημερινή αντιστοιχία καταλαμβάνει μέρος της Γαλλίας, του Βελγίου και της Γερμανίας) επέφερε σημαντικές αλλαγές στον τομέα των τεχνών, με κύριο «πεδίο δράσης» την τέχνη της γλυπτικής, καθώς ήρθη τρόπον τινά ο περιορισμός χρήσης της σε μνήματα, ιερές τράπεζες και εν γένει εκκλησιαστικά ξυλόγλυπτα. Από την άλλη, η συνεχώς αναπτυσσόμενη τέχνη της αργυροχρυσοχοΐας, η νεοσύστατη εικονογράφηση χειρογράφων σε «βαρβαρικό» ύφος (στοιχείο της ζωόμορφης απεικόνισης), η χρήση υστεροαρχαϊκών μοτίβων, καθώς και μία εν γένει ευρύτερη διαπολιτισμική μεταλαμπάδευση καλλιτεχνικών τεχνοτροπιών, συνιστά το καλλιτεχνικό ρεύμα που επικράτησε στην επιστημονική ορολογία ως μεροβίγγεια τέχνη.

Αρχιτεκτονική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το βαπτιστήριο του καθεδρικού του Σωτήρα, στην Αιξ της Γαλλίας.

Με την ενοποίηση του βασιλείου των Φράγκων υπό τον Χλωδοβίκο (465-511 μ.Χ.) και τους διαδόχους του και την επικράτηση του Χριστιανισμού στη βόρεια Ευρώπη, η ανάγκη για την κατασκευή εκκλησιών και μοναστηριών έγινε επιτακτική. Τα αρχιτεκτονικά πρότυπα της εποχής βαδίζουν πάνω στην παραδοσιακή Ρωμαϊκή βασιλική, λαμβάνοντας εντούτοις στοιχεία από τον αρχαίο κόσμο της Ανατολής, όπως τη Συρία και την Αρμενία.

Αν και τα αρχικά σχέδια έχουν αλλοιωθεί στο πέρασμα των αιώνων, πιστές αναπαραστάσεις αναδεικνύονται πλέον χάρη στην αρχαιολογική μελέτη. Μία περιγραφή του επισκόπου Γρηγορίου της Τουρώνης κάνει λόγο για την -ανύπαρκτη πλέον- βασιλική του Αγίου Μαρτίνου στην Τουρ περί τα μέσα του 5ου μ.Χ. αιώνα· χάρη στο ιστοριογράφημα μαθαίνουμε ότι διέθετε 120 μαρμάρινες κολώνες, πύργους στο ανατολικό τμήμα, καθώς και αρκετά μωσαϊκά. Επιτομή του ναού ήταν η σκήτη του αγίου, η οποία ήταν τοποθετημένη πίσω από το ιερό βήμα, ένα καινοτόμο για την εποχή χαρακτηριστικό που αποτέλεσε μετέπειτα δομική επιταγή στα πλαίσια της φραγκικής εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής[1].

Από τη μεροβίγγεια περίοδο ελάχιστα κτήρια έχουν επιζήσει μέχρι τις μέρες μας, τα περισσότερα από τα οποία υπήρξαν βαπτιστήρια και -καθώς εξέπεσαν σε αχρηστία- δεν ανακατασκευάστηκαν. Στη Γαλλία βρίσκουμε τρία τέτοια οκτάγωνα βαπτιστήρια (Αιξ-αν-Προβάνς, Ριέ (Riez), Φρεζύς), τα οποία διαθέτουν θόλο επί στηλών -μία ανατολίτικη επιρροή που βρίσκει αντιστοιχία στον ιερό ναό του Αγίου Γεωργίου στην Έζρα της Συρίας. Η μεροβίγγεια τέχνη ως διακόσμηση είναι πιο εμφανής στο Βαπτιστήριο του Αγίου Ιωάννη του βαπτιστή στο Πουατιέ (6ος αιώνας), το οποίο διαθέτει παραλληλόγραμμο σχήμα με τρεις αψίδες.

Στα διασωθέντα μνημεία της εποχής συγκαταλέγονται και οι πολυάριθμες κρύπτες της εποχής, από τις οποίες οι πλέον σημαντικές θεωρούνται αυτές του Αγίου Σεβερίνου του Μπορντώ, του Αγ. Λαυρεντίου της Γκρενόμπλ και στο αβαείο του Ζουάρ (Jouarre).

Άλλες μορφές τέχνης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σελίδα από το Sacramentarium Gelasianum

Περί τον 7ο μ.Χ. αιώνα οι μεροβίγγειοι τεχνίτες ήταν περιζήτητοι για την επιδεξιότητά τους, στον βαθμό μάλιστα που «εξήγαγαν» τις τεχνικές τους (κατασκευή γυαλιού, λιθοξοΐα) στην Αγγλία.[2] Οι δε μεροβίγγειοι οικοδόμοι δημιούργησαν την τεχνική του λεγόμενου opus gallicum[3], τεχνική η οποία χρησιμοποιήθηκε εκτενώς στην Αγγλία και μετέπειτα εξήχθη στην Ιταλία μέσω των Νορμανδών.

Ελάχιστα εικονογραφημένα χειρόγραφα της μεροβίγγειας περιόδου σώζονται, το πλέον περιστόλιστο από τα οποία είναι το Sacramentarium Gelasianum (8ος αι., βιβλιοθήκη του Βατικανού)· πλούσιο σε γεωμετρικό αλλά και ζωόμορφο διάκοσμο θεωρείται λιγότερο περίτεχνο από αντίστοιχα κελτικής τέχνης χειροτεχνήματα, ενσωματώνει εντούτοις στοιχεία από την αργυροχρυσοχοΐα και επιρροές από την ύστερη αρχαιότητα, αλλά και την Εγγύς Ανατολή.

Μια μεγάλη συλλογή μεροβίγγειας τέχνης στο Βερολίνο, βρίσκεται πλέον στη Ρωσία, όπου μεταφέρθηκε μετά την εισβολή του Κόκκινου Στρατού.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Werner Jacobsen, "Saints' Tombs in Frankish Church Architecture" Speculum 72.4 (October 1997:1107-1143).
  2. Bede. The Lives of the Holy Abbots of Wearmouth and Jarrow.
  3. Τεχνική κατά την οποία άνοιγαν τρύπες σε συγκεκριμένα σημεία της τοιχοποιίας, ώστε να στηριχθούν ξύλινες δοκοί.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]