Μενέξενος (διάλογος)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μενέξενος
ΣυγγραφέαςΠλάτων
ΤίτλοςΜενέξενоς
Γλώσσααρχαία ελληνικά
ΣειράΠλατωνικός διάλογος
ΧαρακτήρεςΣωκράτης
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Μενέξενος είναι διάλογος του Πλάτωνα που ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος του (236d - 249d) και ο επίλoγός του (249c) είναι μονόλογος. Τα πρόσωπα του διαλόγου είναι ο Σωκράτης και ο Μενέξενος, που δεν πρέπει να συγχέεται με τον γιο του Σωκράτη, που προσδιορίζεται ως γιος του Δημοφώντα σε ένα άλλο πλατωνικό διάλογο, τον Λύσιν [207b], αλλά και συμμετέχοντα στον Φαίδρο. Η συγγραφή του πρέπει να τοποθετηθεί μετά το έτος 386 π.Χ., διότι, όπως φαίνεται από τον οικείο διάλογο, προϋποθέτει την «βασιλέως ειρήνη», την Ανταλκίδεια ειρήνη [245e].

Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πλάτων στο διάλογο αυτό δίνει το σχήμα ενός «Επιταφίου λόγου» που άκουσε κάποτε από τον Σωκράτη να τον συντάσσει η Ασπασία ως ρητορική άσκηση με τη μέθοδο του αυτοσχεδιασμού και της συγκόλλησης υπολειμμάτων από τον «Επιτάφιο λόγο» του Περικλή.

Περίφραση υψηγορίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Λογγίνος στο έργο του Περί ύψους συμπεριέλαβε το παρακάτω απόσπασμα ως περίφραση που δημιουργεί Υψηγορία: «Ονόμασε λοιπόν τον θάνατο δρόμο του πεπρωμένου και τις καθιερωμένες προσφορές δημόσιο ξεπροβόδισμα από την πατρίδα».[1]

Αρχαίο κείμενο Νεοελληνικό κείμενο

ἔργῳ μὲν ἡμῖν οἵδε ἔχουσιν τὰ προσήκοντα σφίσιν αὐτοῖς, ὧν τυχόντες πορεύονται τὴν εἱμαρμένην πορείαν, προπεμφθέντες κοινῇ μὲν ὑπὸ τῆς πόλεως, ἰδίᾳ δὲ ὑπὸ τῶν οἰκείων: λόγῳ δὲ δὴ τὸν λειπόμενον κόσμον ὅ τε νόμος προστάττει ἀποδοῦναι τοῖς ἀνδράσιν καὶ χρή. ἔργων γὰρ εὖ πραχθέντων λόγῳ καλῶς ῥηθέντι μνήμη καὶ κόσμος τοῖς πράξασι γίγνεται παρὰ τῶν ἀκουσάντων: δεῖ δὴ τοιούτου τινὸς λόγου ὅστις τοὺς μὲν τετελευτηκότας ἱκανῶς ἐπαινέσεται, τοῖς δὲ ζῶσιν εὐμενῶς παραινέσεται, ἐκγόνοις μὲν καὶ ἀδελφοῖς μιμεῖσθαι τὴν τῶνδε ἀρετὴν παρακελευόμενος, πατέρας δὲ καὶ μητέρας καὶ εἴ τινες τῶν ἄνωθεν ἔτι προγόνων λείπονται, τούτους δὲ παραμυθούμενος. τίς οὖν ἂν ἡμῖν τοιοῦτος λόγος φανείη; ἢ πόθεν ἂν ὀρθῶς ἀρξαίμεθα ἄνδρας ἀγαθοὺς ἐπαινοῦντες, οἳ ζῶντές τε τοὺς ἑαυτῶν ηὔφραινον δι᾽ ἀρετήν, καὶ τὴν τελευτὴν ἀντὶ τῆς τῶν ζώντων σωτηρίας ἠλλάξαντο; δοκεῖ μοι χρῆναι κατὰ φύσιν, ὥσπερ ἀγαθοὶ ἐγένοντο, οὕτω καὶ ἐπαινεῖν αὐτούς. ἀγαθοὶ δὲ ἐγένοντο διὰ τὸ φῦναι ἐξ ἀγαθῶν. τὴν εὐγένειαν οὖν πρῶτον αὐτῶν ἐγκωμιάζωμεν, δεύτερον δὲ τροφήν τε καὶ παιδείαν: ἐπὶ δὲ τούτοις τὴν τῶν ἔργων πρᾶξιν ἐπιδείξωμεν, ὡς καλὴν καὶ ἀξίαν τούτων ἀπεφήναντο. τῆς δ᾽ εὐγενείας πρῶτον ὑπῆρξε τοῖσδε ἡ τῶν προγόνων γένεσις οὐκ ἔπηλυς οὖσα, οὐδὲ τοὺς ἐκγόνους τούτους ἀποφηναμένη μετοικοῦντας ἐν τῇ χώρᾳ ἄλλοθεν σφῶν ἡκόντων, ἀλλ᾽ αὐτόχθονας καὶ τῷ ὄντι ἐν πατρίδι οἰκοῦντας καὶ ζῶντας, καὶ τρεφομένους οὐχ ὑπὸ μητρυιᾶς ὡς οἱ ἄλλοι, ἀλλ᾽ ὑπὸ μητρὸς τῆς χώρας ἐν ᾗ ᾤκουν, καὶ νῦν κεῖσθαι τελευτήσαντας ἐν οἰκείοις τόποις τῆς τεκούσης καὶ θρεψάσης καὶ ὑποδεξαμένης. δικαιότατον δὴ κοσμῆσαι πρῶτον τὴν μητέρα αὐτήν: οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶν δε εὐγένεια κοσμουμένη».       Μενέξενος [236d-237b].

Οι νεκροί τούτοι τιμήθηκαν έμπρακτα όπως τους άρμοζε και με τις τιμές αυτές πορεύονται το δρόμο του πεπρωμένου τους, αφού ξεπροβοδίστηκαν δημόσια με τη συμμετοχή της πόλης και από τους συγγενείς τους ξεχωριστά· τώρα λοιπόν και ο νόμος προστάζει να αποδώσουμε στους άνδρες την υπολοιπόμενη τιμή και πρέπει (είναι χρέος μας). Γιατί η υπόμνηση κατορθωμάτων που έγιναν με γενναιότητα συντελείται με λόγο σωστά λεγόμενο και (επιπλέον) γίνεται (λόγος) γι΄ αυτούς που έπραξαν την τιμή (κατορθώματα) (απότισις φόρου τιμής) εκ μέρους εκείνων οι οποίοι άκουσαν τον λόγο· επομένως χρειάζεται ένας τέτοιος λόγος που θα επαινέσει τους αποθανόντες επαρκώς θα παραινέσει δε ευμενώς τους ζώντας, τους μεν απογόνους τους (υιούς) και τους αδελφούς προτρέπων να μιμούνται την ανδρείαν αυτών εδώ των νεκρών, τους δε πατέρες και τις μητέρες και αν απομένουν ακόμα μερικοί από τους προγόνους, αυτούς παρηγορώ. Ποιος λόγος λοιπόν θα ήτο δυνατόν να φανεί σε μας τέτοιος; Ή από που θα ήταν δυνατόν να αρχίσουμε ορθά επαινούντες άνδρες γενναίους που και τότε ζούσαν με την ανδρεία τους κάμνοντας την πατρίδα να χαίρει και πήραν σαν αντάλλαγμα τον θάνατο αντί της σωτηρίας των επιζώντων; Μου φαίνεται ότι πρέπει σύμφωνα προς τη φύση, όπως ακριβώς υπήρξαν γενναίοι, έτσι και να τους επαινούμε. Υπήρξαν δε γενναίοι, γιατί γεννήθηκαν από γενναίους. Ας εγκωμιάζουμε λοιπόν πρώτιστα την ένδοξη καταγωγή τους και ύστερα την ανατροφή και την εκπαίδευση τους· έπειτα ας επιδείξουμε την εκτέλεση των κατορθωμάτων, ότι την απέδειξαν ωραία και αντάξιά τους. μτφ. Νικόλαος Τζουγανάτος «Θέματα αρχαίων ελληνικών»,199626η σ. 259 ΙSBN 960-05-0154-8

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Αθανασάτος, Κωνσταντίνος, Πλάτων: Μενέξενος, εκδ. Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος ISBN 960-352029-X
  • Clavaud, Robert, Le Ménexène de Platon et la rhétorique de son temps. Paris: Les Belles Lettres, 1980.
  • Kahn, Charles H. “Plato’s Funeral Oration: The Motive of the Menexenus.” Classical Philology 58 (1963) 220-34.
  • Loewenclau, Ilse von. Der Platonische Menexenos. Stuttgart: W. Kohlhammer Verlag, 1961.
  • Loraux, Nicole. The Invention of Athens: The Funeral Oration in the Classical City. Translated by Alan Sheridan. Cambridge, MA: Harvard University Press, 1986.
  • Scholl, Nikolaus. Der Platonische Menexenos. Rome: Edizioni de storia e letteratura, 1959.
  • Tsitsiridis, Stavros, Platons Menexenos. Einleitung, Text und Kommentar, (Beiträge zur Altertumskunde 107) Stuttgart/Leipzig 1998. ISBN 3-519-07656-X.