Μεγάλη πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης 1917

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 40°38′06″N 22°56′24″E / 40.635°N 22.940°E / 40.635; 22.940

Χάρτης με γαλλικό κείμενο που δείχνει οικοδομικά τετράγωνα της πόλης με επισημασμένα τα μισά ως καμένα.
Χάρτης της «πυρίκαυστης ζώνης».
Από το λεύκωμα Incendie de Salonique. 18-19 Août 1917 της Αεροναυτικής Υπηρεσίας του γαλλικού στρατού.

Η πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης, που σημειώθηκε το Σάββατο 5/18 Αυγούστου[α] του 1917 στις 17:00 το απόγευμα, ήταν ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της πόλης, που σημάδεψε την ιστορία της. Η πυρκαγιά εκδηλώθηκε τυχαία και άλλαξε σημαντικά τη φυσιογνωμία της Θεσσαλονίκης. Μέσα σε 32 ώρες, κάηκαν 9.500 σπίτια σε έκταση 1.000.000 m² και έμειναν άστεγοι περισσότεροι από 70.000 άνθρωποι. Οικονομικές και εμπορικές λειτουργίες, διοικητικές υπηρεσίες, χώροι αναψυχής και τα σημαντικότερα πνευματικά και θρησκευτικά ιδρύματα των εθνο-θρησκευτικών κοινοτήτων, μαζί με τα αρχεία τους καταστράφηκαν ολοσχερώς.[1] Οι ανθρώπινες απώλειες της πυρκαγιάς ήταν ελάχιστες, με μοναδικούς νεκρούς λίγους Γάλλους στρατιώτες.[2] Το μέρος της πόλης που κάηκε ανοικοδομήθηκε με νέο οργανωμένο σχέδιο, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια σύγχρονη πόλη.

Η πόλη πριν την πυρκαγιά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Θεσσαλονίκη ήταν μια από τις μεγαλύτερες και πιο σύγχρονες πόλεις των Βαλκανίων. Το λιμάνι της ήταν από τα σημαντικότερα κέντρα εμπορίου. Μόλις πρόσφατα (το 1912) είχε απελευθερωθεί από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και μαζί με το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας και της Ηπείρου ενσωματώθηκε στην Ελλάδα. Ο πληθυσμός της πόλης διατηρήθηκε όπως είχε: το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού αποτελούνταν από Σεφαραδίτες Εβραίους και ακολουθούσαν Έλληνες, Τούρκοι, Βούλγαροι, καθώς και άλλοι πληθυσμοί προερχόμενοι από τα Βαλκάνια και την Ευρώπη.

Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε ξεκινήσει το 1914, αλλά η Ελλάδα είχε τηρήσει ουδετερότητα. Με την άδεια της κυβέρνησης, όμως, οι δυνάμεις της Αντάντ είχαν αποβιβάσει στρατεύματα στη Θεσσαλονίκη το 1915, προκειμένου να υποστηρίξουν τους Σέρβους συμμάχους τους στο Μακεδονικό Μέτωπο. Το 1916 είχε ξεσπάσει στη Θεσσαλονίκη το Κίνημα της Εθνικής Άμυνας, το οποίο είχε σχηματίσει Προσωρινή Κυβέρνηση διαιρώντας την Ελλάδα, αλλά μετά την παραίτηση του Κωνσταντίνου τον Ιούλιο του 1917 ξαναενώθηκε. Η Θεσσαλονίκη πολύ σύντομα είχε μετατραπεί σε διαμετακομιστικό κέντρο στρατευμάτων και εφοδίων, καθώς είχε γεμίσει με χιλιάδες Γάλλους και Βρετανούς στρατιώτες και όλα αυτά που χρειάζονταν. Παράλληλα, πρόσφυγες λόγω των πολεμικών γεγονότων συγκεντρώθηκαν στην πόλη, ανεβάζοντας τον πληθυσμό της σε 48.096 οικογένειες ή 271.157 άτομα από τα 157.889 που υπήρχαν κατά την απογραφή του 1913.[3]

Εξάπλωση της πυρκαγιάς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Φωτογραφία τραβηγμένη από τη μεριά της θάλασσας όπου φαίνονται καμμένα δύο ψηλά κτίρια ανάμεσα σε άλλα. Πίσω τους υπάρχουν καπνοί.
Το ξενοδοχείο «Splendid» καμένο. Δίπλα του ο κινηματογράφος «Πατέ».
Από το λεύκωμα Incendie de Salonique. 18-19 Août 1917 της Αεροναυτικής Υπηρεσίας του γαλλικού στρατού.

Η πυρκαγιά, όπως προέκυψε από την ανάκριση που διεξήγαγαν οι δικαστικές αρχές της Θεσσαλονίκης, ξεκίνησε το Σάββατο 5/18 Αυγούστου 1917 περίπου στις 15:00 το μεσημέρι από ένα φτωχικό σπίτι όπου κατοικούσαν δύο Ελληνίδες πρόσφυγες στη διεύθυνση Ολυμπιάδος 3, στη συνοικία Μεβλανέ μεταξύ του κέντρου και της Άνω Πόλης. Προκλήθηκε από σπίθα φωτιάς ενός καζανιού για καθάρισμα ρούχων με βραστό νερό, που έπεσε από μια τρύπα στο δάπεδο σε υπόγεια αποθήκη με άχυρο. Η έλλειψη νερού (λόγω δέσμευσης για κοντινά συμμαχικά στρατόπεδα, δείτε παρακάτω) και η αδιαφορία των γειτόνων δεν έκανε δυνατή την κατάσβεση της αρχικής πυρκαγιάς και σε σύντομο διάστημα, λόγω του σφοδρού Βαρδάρη που έτυχε να φυσάει τις ημέρες τότε, η πυρκαγιά μεταδόθηκε στα γειτονικά σπίτια και άρχισε να εξαπλώνεται σε όλη τη Θεσσαλονίκη.

Αρχικά η πυρκαγιά ακολούθησε δύο κατευθύνσεις: προς το Διοικητήριο μέσω της οδού Αγίου Δημητρίου και προς την αγορά μέσω της Λέοντος Σοφού. Το Διοικητήριο σώθηκε χάρη στις προσπάθειες των υπαλλήλων του που έσπευσαν να βοηθήσουν. Ο άνεμος δυνάμωσε και η πυρκαγιά ακόμη πιο γρήγορα κατέβηκε στο κέντρο της πόλης. Τα ξημερώματα της επόμενης ημέρας (6/19 Αυγούστου 1917) ο άνεμος άλλαξε κατεύθυνση και τα δύο μέτωπα της πυρκαγιάς κατέστρεψαν όλο το εμπορικό κέντρο. Στις 12:00 πέρασε γύρω από τον περίβολο του ναού της Αγίας Σοφίας χωρίς να τον πειράξει και συνέχισε ανατολικά μέχρι την οδό Εθνικής Αμύνης (πρώην Χαμιντιέ), όπου σταμάτησε. Το βράδυ της 19ης Αυγούστου σταμάτησε η εξάπλωσή της.[2]

Προσπάθειες πυρόσβεσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δεν υπήρχαν ικανές ποσότητες νερού για την κατάσβεση, αφού σημαντικό μέρος του δεσμευόταν από τις συμμαχικές δυνάμεις για την τροφοδοσία των στρατοπέδων στα προάστια της πόλης. Στην πόλη δεν υπήρχε οργανωμένη πυροσβεστική υπηρεσία, παρά μόνο λίγες ιδιόκτητες πυροσβεστικές ομάδες ασφαλιστικών εταιρειών, τις περισσότερες φορές ανεκπαίδευτες και με πολύ παλιό ή σχεδόν ανύπαρκτο εξοπλισμό.

Η μόνη ελπίδα για τη Θεσσαλονίκη ήταν η επέμβαση των συμμαχικών δυνάμεων. Το απόγευμα της πρώτης ημέρας της πυρκαγιάς, ένα γαλλικό τμήμα ανατίναξε με δυναμίτιδα τρία σπίτια δίπλα από το διοικητήριο με σκοπό να δημιουργήσει ζώνη ασφάλειας περιορίζοντας το ύψος και την ποσότητα της καύσιμης ύλης, αλλά δεν συνέχισε και αποχώρησε, αφήνοντας τη φωτιά να συνεχίσει τον δρόμο της. Το επόμενο πρωί δύο βρετανικές πυροσβεστικές αντλίες σταμάτησαν την πυρκαγιά κοντά στον Λευκό Πύργο. Το κτήριο του Τελωνείου σώθηκε από Γάλλους στρατιώτες.

Αεροφωτογραφία που δείχνει την εν ενέργεια πυρκαγιά.

Παρ’ όλα αυτά, οι συμμαχικές δυνάμεις αρνήθηκαν να διακόψουν την υδροδότηση των στρατοπέδων και των νοσοκομείων τους, ώστε να εξοικονομηθεί νερό για την πυρόσβεση. Ο στρατηγός Σαράιγ, επικεφαλής των δυνάμεων της Αντάντ στη Θεσσαλονίκη, επισκέφθηκε για λίγη ώρα την περιοχή του Διοικητηρίου το απόγευμα της πρώτης ημέρας, αλλά δεν επέστρεψε στον τόπο της πυρκαγιάς μέχρι την κατάσβεσή της. Ιδιαίτερα μάλιστα αναφέρεται από πηγές[β] ότι η διαγωγή των Γάλλων στρατιωτών δεν ήταν η αναμενόμενη. Αντί να βοηθήσουν στην πυρόσβεση και την περίθαλψη των πυροπαθών, πολλοί προέβησαν σε λεηλασίες καταστημάτων και οικιών, πολλές φορές εμποδίζοντας τους ιδιοκτήτες να περισώσουν την περιουσία τους, ώστε να μπορούν οι ίδιοι να την λεηλατήσουν. Τις επόμενες ημέρες ο στρατηγός Σαράιγ διέταξε τον τουφεκισμό δύο στρατιωτών του (και μάλιστα επί τόπου, χωρίς δίκη) που συνελήφθησαν να πουλούν κλεμμένα κοσμήματα. Αντίθετα, οι Βρετανοί στρατιώτες βοήθησαν όσο μπορούσαν, ιδιαίτερα με τη μεταφορά περιουσιών και πυροπαθών με στρατιωτικά φορτηγά προς καταυλισμούς για πρόσφυγες (για το ίδιο πράγμα οι οδηγοί των γαλλικών αυτοκινήτων ζητούσαν φιλοδώρημα).[4]

Στέγαση και περίθαλψη πυροπαθών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αεροφωτογραφία όπου φαίνεται μεγάλη έκταση γκρεμισμένων κτιρίων στο κέντρο της πόλης
Αεροφωτογραφία της περιοχής μετά την καταστροφή.
Από το λεύκωμα Incendie de Salonique. 18-19 Août 1917 της Αεροναυτικής Υπηρεσίας του γαλλικού στρατού.

Για τη στέγαση και την περίθαλψη των χιλιάδων πυροπαθών στη Θεσσαλονίκη ιδρύθηκε από τον κυβερνητικό αντιπρόσωπο Περικλή Α. Αργυρόπουλο η Διεύθυνσις Θυμάτων Πυρκαγιάς, διευθυντής της οποίας ορίστηκε ο Αλέξανδρος Α. Πάλλης[5].

Οι πληγέντες από την πυρκαγιά υπολογίστηκαν σε περίπου 72.500. Η αναφορά του Αλεξάνδρου Πάλλη προς την κυβέρνηση μνημονεύει ξεχωριστά τους πυροπαθείς των τριών κοινοτήτων της Θεσσαλονίκης: 50.000 Εβραίοι, 12.500 Ορθόδοξοι και 10.000 μουσουλμάνοι.[γ] 5.000 άτομα μεταφέρθηκαν δωρεάν με τρένο και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, τον Βόλο και τη Λάρισα. Πολλοί Εβραίοι, έχοντας χάσει τα πάντα, έφυγαν για τις δυτικές χώρες και κυρίως τη Γαλλία, ενώ ένας αριθμός τους ακολουθώντας το σιωνιστικό κίνημα εγκαταστάθηκε στην Παλαιστίνη.

Στις αρμοδιότητες της Διεύθυνσεως Θυμάτων Πυρκαγιάς ήταν ο συντονισμός της ορθόδοξης, της μουσουλμανικής και της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης, καθώς και διαφόρων ιδιωτικών σωματείων, για την αντιμετώπιση των αναγκών των πληγέντων και γενικότερα η οργάνωση της περίθαλψης των πυροπαθών. Στην κατεύθυνση αυτή συστάθηκε η Κεντρική Επιτροπή Εράνων, που ανέλαβε τη συγκέντρωση και διαχείριση των χρημάτων από τους εράνους που διεξήχθησαν υπέρ των πυροπαθών στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1917 η Κεντρική Επιτροπή Εράνων αποφάσισε τη σύσταση υποεπιτροπής, στην οποία μετείχαν τα μέλη της Καζές, Μπενουζίλιο, Κύρτσης, Χωναίος και Οσμάν Σαΐτ Μπέης και αναγνώρισε επίσης ως υποεπιτροπές και την Κεντρική Ισραηλιτική Επιτροπή Περιθάλψεως, τη Μουσουλμανική Επιτροπή, τον Πατριωτικό Σύνδεσμο Ελληνίδων Κυριών, το Εργατικό Κέντρο και τη Σοσιαλιστική Ένωση. Η Διεύθυνσις Θυμάτων Πυρκαγιάς βρισκόταν συνεχώς σε επαφή με τις συμμαχικές στρατιωτικές αρχές στην πόλη, που συνέβαλαν επίσης στο έργο της αποκατάστασης των πληγέντων.[5]

Τους μήνες μετά την πυρκαγιά οι άνθρωποι που είχαν χάσει τα σπίτια τους στεγάστηκαν σε καταυλισμούς που δημιούργησαν οι βρετανικές και οι γαλλικές αρχές, καθώς και σε σχολεία, συναγωγές και άλλα κτίσματα, που επιτάχθηκαν και σε κτίρια που είχαν υποστεί μικρές μόνο ζημιές ή σε σπίτια που δεν είχαν καεί. Επίσης περίπου 1200 οικογένειες εγκαταστάθηκαν σε 100 λίθινα παραπήγματα, για την κατασκευή των οποίων η κυβέρνηση διέθεσε 2.800.000 δραχμές με το νόμο 1027.[7]

Πρόσφυγες μετά την πυρκαγιά

Ειδικότερα οι αγγλικές αρχές οργάνωσαν τρεις καταυλισμούς, στο Καραχουσεΐν (4 χιλ. βόρεια της Θεσσαλονίκης όπου στεγάστηκαν 412 οικογένειες, εκ των οποίων 403 ήταν εβραϊκές ενώ υπήρχαν και κάποιες χριστιανικές και μουσουλμανικές), στο Ντουντουλάρ (7 χιλ. δυτικά της Θεσσαλονίκης όπου εγκαταστάθηκαν 2.500 άτομα) και στην Καλαμαριά (όπου εγκαταστάθηκαν 408 οικογένειες, αποκλειστικά εβραϊκές). Διοικητές στους τρεις αυτούς καταυλισμούς ήταν αντίστοιχα οι στρατιωτικοί γιατροί Zame Watson, Captain Little και Capitain Oliviers. Σε κάθε καταυλισμό υπήρχε χειρουργείο για ελαφρά περιστατικά καθώς και σχολείο, συναγωγή και μαγειρεία εκστρατείας. Καταυλισμοί ιδρύθηκαν και από τις γαλλικές αρχές: το Camp Denain, που ιδρύθηκε από διευθυντή της Κεντρικής Αποθήκης Υγειονομικού Υλικού, τον Ταγματάρχη Denain (του οποίου πήρε το όνομα), ο καταυλισμός της Ένωσης των Γαλλίδων Κυριών στη λεωφόρο Εθνικής Αμύνης, απέναντι από το Νοσοκομείο του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, που ήταν υπό τη διεύθυνση του υπολοχαγού Laurent Vibert, και στον οποίο διέμειναν για 10 μήνες 100 περίπου οικογένειες, ο καταυλισμός Λεμπέτ με 165 άτομα και ο καταυλισμός Τριανδρίας στον οποίο διέμεναν 1676 χριστιανοί. Συνολικά οι καταυλισμοί που δημιούργησαν τα συμμαχικά στρατεύματα στέγασαν 7.592 άτομα[8].

Τη στέγαση των υπολοίπων 12.516 οικογενειών ανέλαβε η Διευθύνσις Θυμάτων Πυρκαγιάς, η οποία για το σκοπό αυτό προχώρησε στην επίταξη ελληνικών σχολείων, συναγωγών, όπως των Συναγωγών Χιρς Βαρδαρίου και Μπεέ Σαούλ, του παλαιού κτιρίου Αστυνομικής Καταδιώξεως, της Σχολής Αλλιάνς, των αγορών Τελάλικα και Καράσσο και του εργοστασίου Αλλατίνι. Άλλες 10.000 περίπου οικογένειες εγκαταστάθηκαν σε σπίτια που δεν είχαν καεί, εκ των οποίων οι 2.000 περίπου πληρώνοντας ένα πολύ μικρό ενοίκιο ενώ οι υπόλοιπες ως φιλοξενούμενες. Επίσης 600 οικογένειες εγκαταστάθηκαν σε μαγαζιά, εργαστήρια και αποθήκες που είχαν υποστεί μικρές μόνο ζημιές, ενώ 700 οικογένειες παρέμεναν άστεγες. Η αποκατάσταση των άστεγων μουσουλμανικών οικογενειών, οι περισσότερες από τις οποίες εγκαταστάθηκαν σε μουσουλμανικά σπίτια κυρίως στην Καλαμαριά και όπου υπήρχε χώρος στα βόρεια της Θεσσαλονίκης, πραγματοποιήθηκε από την Επιτροπή της Μουσουλμανικής Κοινότητας, σχεδόν χωρίς καμιά βοήθεια από τις επίσημες αρχές[9].

Καταστροφή που προκλήθηκε από την πυρκαγιά, στο βάθος διακρίνεται το κτίριο του Υφυπουργείου Μακεδονίας - Θράκης.

Καθώς πλησίαζε ο χειμώνας, η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να κατασκευάσει οικίσκους για 3.500 οικογένειες. Η κυβέρνηση χορήγησε 4.000.000 δραχμές για την κατασκευή οικίσκων για τους πυροπαθείς στην Τριανδρία, την Αγία Παρασκευή, το Κραχουσεΐν και την Πύλη Βαρδαρίου, ενώ ο Δήμος έδωσε 2.000.000 δραχμές με τα οποία κατασκευάστηκαν οικίσκοι στη Λεωφόρο Στρατού, στην οδό Αγγελάκη και αλλού. Προκειμένου οι συνθήκες διαβίωσης στις περιοχές αυτές να είναι καλές, κατασκευάστηκαν και υδραγωγεία, αποχετεύσεις κ.α.[10]

Παράλληλα με τη μέριμνα για τη στέγαση των πυροπαθών ελήφθησαν και μέτρα για τη διατροφή τους. Τον πρώτο μήνα το ψωμί διανέμονταν δωρεάν στις οικογένειες εφόσον έπαιρναν μια μόνο μερίδα. Μετά την ίδρυση της Διεύθυνσης Θυμάτων Πυρκαγιάς, η δωρεάν διανομή άρτου σταμάτησε και γινόταν πλέον με δελτία, τα οποία οι Μουσουλμάνοι προμηθεύονταν από τη Μουφτεία, οι Χριστιανοί από τους ιερείς των ενοριών και οι Ισραηλίτες από την Κεντρική Ισραηλιτική Επιτροπή Περιθάλψεως Ισραηλιτών Πυροπαθών, βάσει καταλόγων που είχαν καταρτιστεί. Αργότερα ιδρύθηκαν δύο δημόσια Πρατήρια Τροφίμων, που παρείχαν τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης σε τιμές διατίμησης στις πιο άπορες οικογένειες, τους δημοσίους υπαλλήλους και τις οικογένειες επίστρατων. Τέλη Νοεμβρίου 1917 αποφασίστηκε από την Επιτροπή Εράνων υπέρ των Πυροπαθών Θεσσαλονίκης η διανομή ξυλανθράκων και καυσόξυλων δωρεάν με δελτία για την περίοδο από Δεκέμβριο μέχρι Φεβρουάριο.[11]

Επίσης, το Εργατικό Κέντρο διένειμε εργαλεία στους πληγέντες εργάτες, που ήταν οργανωμένοι, ενώ για τους υπόλοιπους έγινε κλήρωση στα γραφεία της Διεύθυνσης Θυμάτων Πυρκαγιάς και ο Δήμος έδωσε χρήματα για την ανέγερση παραπηγμάτων που θα χρησιμοποιούνταν ως μαγαζιά από μικροεμπόρους.[12]

Καταστροφές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατεστραμμένα και καμμένα κτίσματα μετά το τέλος της πυρκαγιάς

Η πυρκαγιά κατέστρεψε το 32% της συνολικής έκτασης της Θεσσαλονίκης, δηλαδή 1.000.000 τετραγωνικά μέτρα ή 120 εκτάρια. Η περιοχή που κάηκε ήταν κυρίως η περιοχή μεταξύ των οδών Αγίου Δημητρίου, Λέοντος Σοφού, Νίκης και Εθνικής Αμύνης. Αυτή η περιοχή στα επίσημα έγγραφα αναφέρεται ως «πυρίκαυστος ζώνη» και στις λαϊκές διηγήσεις τα «καμένα». Το ύψος των υλικών ζημιών υπολογίστηκε σε 8.000.000 χρυσές λίρες.

Μεταξύ των κτηρίων που κάηκαν ήταν το Ταχυδρομείο, το Τηλεγραφείο, το Δημαρχείο, οι εταιρείες Ύδρευσης και Φωταερίου, η Οθωμανική Τράπεζα, η Εθνική Τράπεζα, οι αποθήκες της Τράπεζας Αθηνών, ο ναός του Αγίου Δημητρίου και άλλοι δύο ορθόδοξοι ναοί, το Σαατλή Τζαμί και άλλα 11 τεμένη, η Αρχιραββινεία με όλο το αρχείο της και 16 από τις 33 συναγωγές. Καταστράφηκαν επίσης τα τυπογραφεία των περισσότερων εφημερίδων (η Θεσσαλονίκη είχε τον μεγαλύτερο αριθμό εκδιδόμενων εφημερίδων στην Ελλάδα), πολλές από τις οποίες δεν κατάφεραν να επανεκδοθούν. Επίσης καταστράφηκαν 4.096 από τα 7.695 καταστήματα, αφήνοντας ανέργους το 70% των εργαζομένων.

Παρά τις μεγάλες καταστροφές και τις χιλιάδες των πληγέντων, κανένας κάτοικος της πόλης δεν έχασε τη ζωή του από την πυρκαγιά, γιατί εξαπλωνόταν αργά, επιτρέποντας έγκαιρη διαφυγή. Ωστόσο, όπως αναφέρθηκε, κάποιοι μεθυσμένοι Γάλλοι στρατιώτες παγιδεύτηκαν σε καπηλειό και κάηκαν ζωντανοί.[2]

Αποζημιώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την καταστροφή, οι ασφαλιστικές εταιρείες διατήρησαν επιφυλακτική στάση και έστειλαν πράκτορές τους να ερευνήσουν επί τόπου, προσπαθώντας να αποδώσουν την καταστροφή σε πολεμικές ενέργειες (στηριζόμενες και σε διάφορες φήμες για εμπρησμό από τους Γερμανούς ή τους Γάλλους), για να αποφύγουν την πληρωμή των τεραστίων ποσών στους ασφαλιζομένους τους. Το συνολικό ύψος των ασφαλιστηρίων ήταν 3.000.000 χρυσές λίρες και το μεγαλύτερο μέρος τους ήταν σε βρετανικές εταιρείες. Για παράδειγμα η North & British Mercantile Co. έπρεπε να αποζημιώσει 3000 ασφαλιστικά συμβόλαια. Τελικά όμως, με την πίεση των ελληνικών και ξένων αρχών και χάρη στο Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης[δ] επί της κατηγορίας για εμπρησμό κατά των ενοίκων της οικίας από όπου ξεκίνησε η πυρκαγιά, το οποίο αποφάνθηκε ότι η πυρκαγιά προκλήθηκε από τυχαία αίτια, έγινε η αποπληρωμή όλων των ασφαλιστηρίων.

Σχέδιο μεγάλης πλατείας με μεγάλα κτίρια, κήπους, και θριαμβευτική αψίδα.
Πρόταση του Εμπράρ για μια Place Civique, 1918.

Ανοικοδόμηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λίγες μόνο ημέρες μετά την καταστροφή, η κυβέρνηση Ελευθέριου Βενιζέλου ανήγγειλε ότι δεν θα επιτρεπόταν η ανεξέλεγκτη ανοικοδόμηση της πόλης, αλλά μόνο στη βάση ενός νέου πολεοδομικού σχεδίου, σύμφωνα με τον Ν. 823/1917 που εκπόνησε ο υπουργός συγκοινωνιών Αλέξανδρος Παπαναστασίου.[14] Με απόφαση του Παπαναστασίου ιδρύθηκε «Διεθνής Επιτροπή Νέου Σχεδίου Θεσσαλονίκης» με πρόεδρο τον Ερνέστ Εμπράρ για την εκπόνηση ρυμοτομικού σχεδίου, το οποίο παραδόθηκε στη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας στις 29 Ιουνίου 1918. Το σχέδιο δεν εφαρμόστηκε πλήρως και εξαιτίας της δυσκολίας εξεύρεσης επαρκών κονδυλίων, ακόμη και πιέσεων εκ μέρους μεγαλοϊδιοκτητών, υπέστη πολλές μεταβολές, αλλά αποτέλεσε μεγάλη βελτίωση σε σχέση με την πρότερη κατάσταση της πόλης, δίνοντάς της σύγχρονη ρυμοτομία και όψη.

Υποσημειώσεις και παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υποσημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Η Ελλάδα διατηρούσε ακόμη το παλαιό (Ιουλιανό) ημερολόγιο σε αντίθεση με τις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες που είχαν υιοθετήσει ήδη το νέο (Γρηγοριανό). Έτσι, οι ελληνικές πηγές για την πυρκαγιά κάνουν χρήση της παλιάς ημερομηνίας (5 Αυγούστου), ενώ οι ξένες πηγές, που είναι και οι περισσότερες, αναφέρουν τη νέα (18 Αυγούστου). Στο παρόν λήμμα προς αποφυγή σύγχυσης αναφέρονται αμφότερες.
  2. Σπ. Δ. Λουκάτος, «Η πυρκαϊά της Θεσσαλονίκης, Αύγουστος 1917. Δύo ανέκδοτες εκθέσεις», Θεσσαλονίκη 2 (1990) 311-349[4].
  3. Γενική Διοίκησις Θεσσαλονίκης, Έκθεση πεπραγμένων μετά απολογισμού της Κεντρικής Επιτροπής Εράνων υπέρ των θυμάτων της Πυρκαϊάς Θεσσαλονίκης διά τα έτη 1917-1918 του Α. Α. Πάλλη προς τον Γενικό Διοικητή κ. Α. Αδοσίδη, της 1/14 Φεβρουαρίου 1919[6]. Χειρόγραφο και αντίτυπο (τυπογραφείο Άγκυρα, Ι. Κουμένου) της έκθεσης βρίσκονται στον φάκελο Ε.17 του Ιστορικού Αρχείου Μακεδονίας.
  4. Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, 7 Νοεμβρίου 1917[13]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Το ΒΗΜΑ, 13 Οκτωβρίου 2002, Σελ.: S16 Κωδικός άρθρου: B13688S161, ID: 249267 Το άρθρο αφορά παρουσίαση του βιβλίου Καραδήμου Γερολύμπου Αλέκα, «Το χρονικό της μεγάλης πυρκαγιάς», University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 2002
  2. 2,0 2,1 2,2 Papastathis & Hekimoglou 2010, σελ. 14.
  3. Παπαστάθης 1978, σελ. 156.
  4. 4,0 4,1 Papastathis & Hekimoglou 2010, σελ. 13-14.
  5. 5,0 5,1 Μακέδα 2002, σελ. 265.
  6. Παπαστάθης 1978, σελ. 155 κ.ε..
  7. Μακέδα 2002, σελ. 266.
  8. Μακέδα 2002, σελ. 266-267.
  9. Μακέδα 2002, σελ. 267.
  10. Μακέδα 2002, σελ. 267-268.
  11. Μακέδα 2002, σελ. 268-269.
  12. Μακέδα 2002, σελ. 269.
  13. Καραδήμου-Γερολύμπου 2002.
  14. ΦΕΚ A 185/1917. «Νόμος 823». Εφημερίς της Κυβερνήσεως - Εθνικό Τυπογραφείο: 631. https://www.et.gr/api/DownloadFeksApi/?fek_pdf=19170100185. Ανακτήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 2022. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]