Μαντάμ ντυ Μπαρί

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Μαντάμ Ντυμπαρύ)
Μαντάμ ντυ Μπαρί
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Madame du Barry (Γαλλικά)
Γέννηση19  Αυγούστου 1743[1][2][3]
Βωκουλέρ
Θάνατος8  Δεκεμβρίου 1793[4][2][5]
Παρίσι
Αιτία θανάτουαποκεφαλισμός
Τόπος ταφήςΚοιμητήριο της Μαντλέν
Χώρα πολιτογράφησηςΓαλλία[6][1]
Α΄ Γαλλική Δημοκρατία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΓαλλικά[7]
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταmistress
εταίρα
συλλέκτρια τέχνης
modiste
πωλητής
Περίοδος ακμής1769[8] - 1792[8]
Οικογένεια
ΣύζυγοςΓκιγιώμ Ντυμπαρί (1768–1793)[9]
ΣύντροφοςΛουδοβίκος ΙΕ΄ της Γαλλίας
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαcountess (1768–1793)
Θυρεός
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η Ζαν Μπεκύ, Κόμισσα ντυ Μπαρί (γαλλικά:Jeanne Bécu, Comtesse du Barry) (19 Αυγούστου 1743 - 8 Δεκεμβρίου 1793) ήταν η τελευταία έντιτλη μαιτρέσα του Λουδοβίκου ΙΕ’ της Γαλλίας και ένα από τα θύματα της περιόδου της Τρομοκρατίας κατά τη Γαλλική Επανάσταση.[10][11]

Παιδικά χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μαντάμ ντυ Μπαρί της Ωγκούστ ντε Κρεζ.

Η Ζαν Μπεκύ γεννήθηκε στο Βωκουλέρ, στο σημερινό τμήμα του Μεζ (Meuse) στη Λωρραίνη της Γαλλίας, και ήταν νόθα κόρη της μοδίστρας Ανν Μπεκύ. Ο πατέρας της Ζαν ήταν πιθανώς ο Ζαν Ζακ Γκομάρ, ένας μοναχός γνωστός ως “Frère Ange” (Αδελφός Άγγελος).[12] [13]

Κατά τη διάρκεια της παιδικής της ηλικίας, ένας από τους γνωστούς της μητέρας της (και ίσως πρόσκαιρος εραστής της), ο Μπιλιάρ Ντυμονσώ που πιθανόν ήταν και ο πατέρας του Κλόντ, ετεροθαλούς αδελφού της Ζαν (που πέθανε ως βρέφος όταν ήταν μόλις δέκα μηνών), πήρε τόσο την Ανν όσο και την τρίχρονη Ζαν, υπό την προστασία του όταν ταξίδευαν από το Βωκουλέρ στο Παρίσι. Στη συνέχεια έβαλε την Ανν μαγείρισσα στο σπίτι της Ιταλίδας ερωμένης του. Η μικρή Ζαν ήταν πολλή αγαπητή από τη μαιτρέσα του Ντυμονσώ, τη Φραντζέσκα (γνωστή στα Γαλλικά ως Μαντάμ ή Λα Φρεντερίκ/Madame or La Frédérique), η οποία την κακομάθαινε, ανατρέφοντας τη μέσα στην πολυτέλεια. Ο Ντυμονσώ χρηματοδότησε την εκπαίδευση της Ζανέτ στο μοναστήρι του Σαντ-Ωρ.[14]

Ένα πορτρέτο της Μαντάμ ντυ Μπαρί της Φρανσουά Ιμπέρ Ντουέ.

Στην ηλικία των δεκαπέντε, η Ζαν έφυγε από το μοναστήρι, επειδή είχε «ενηλικιωθεί». Για κάποιο λόγο, πιθανώς είτε λόγω της ζήλιας της Λα Φρεντερίκ για την ομορφιά και τη νεότητα της Ζαν, ή είτε επειδή το πάθος του Ντυμονσώ για την Ανν αναβίωσε, τόσο η μητέρα όσο και η κόρη διώχθηκαν από το σπίτι. Στη συνέχεια μετακόμισαν στο πολύ μικρό σπιτικό του «συζύγου» της Ανν, του Νικολά Ρανσόν. Η Ζαν έπρεπε να βρει τρόπο για να ζήσει τον εαυτό της, και έτσι βρέθηκε στους κακόφημους δρόμους του Παρισιού πουλώντας κοσμήματα χαμηλής αξίας.

Με την πάροδο του χρόνου εργάστηκε σε διάφορα επαγγέλματα. Της προσφέρθηκε αρχικά μια θέση ως βοηθός ενός νεαρού κομμωτή με το όνομα Λαμές. Η Ζαν είχε μια σύντομη σχέση μαζί του, καρπός της οποία ίσως να ήταν μια κόρη, αν και κάτι τέτοιο είναι πολύ απίθανο.[15] Με την υποκίνηση του Γκομάρ (πιθανώς δηλαδή του αδελφού του υποτιθέμενου πατέρα της, Νικολά Ρανσόν), η Ζαν προσλήφθηκε τότε ως σύντροφος και βοηθός μιας ηλικιωμένης χήρας, της Μαντάμ ντε λα Γκάρντ, αλλά εκδιώχτηκε ξανά, επειδή η νεότητα και η ομορφιά της μπήκαν εμπόδιο για δεύτερη φορά. Αργότερα, η Ζαν δούλεψε ως βοηθός καπελά σε ένα κατάστημα ειδών ραπτικής με το όνομα «La Toilette», που ανήκε στη Μαντάμ Λαμπίγ και διοικείτο από τον σύζυγό της. Η κόρη της Λαμπίγ, η μελλοντική φημισμένη ζωγράφος Αδελαΐδα Λαμπίγ Γκιαρ, έγινε καλή φίλη της Ζαν.

Όπως διαφαίνεται στην τέχνη της εποχής, η Ζαν ήταν μια εξαιρετικά ελκυστική ξανθιά γυναίκα, με πλούσιες χρυσές μπούκλες και μπλε αμυγδαλωτά μάτια. Η ομορφιά της υπέπεσε στην προσοχή του Ζαν-Μπατίστ Ντυ Μπαρί, ενός προαγωγού της υψηλής τάξης. [16] με το παρατσούκλι «le roué» (Ο τροχός). Ο Ντυ Μπαρί είχε ένα καζίνο και η Ζαν ήρθε στο μυαλό του το 1763 όταν εκείνη διασκέδαζε στο πορνείο-καζίνο της Μαντάμ Κινουά.[17] Του συστήθηκε ως Ζαν Βωμπερνιέ. Ο Ντυ Μπαρί την εγκατέστησε στο σπιτικό του και την έκανε ερωμένη του, ονομάζοντάς τη δεσποινίδα Λανζ (Mademoiselle Lange). Ο Ντυ Μπαρί βοήθησε στην καθιέρωση της καριέρας της Ζαν ως εταίρας στους υψηλότερους κύκλους της παρισινής κοινωνίας. Αυτό της επέτρεψε να αποκτήσει αρκετούς αριστοκρατικούς άνδρες, ακόμη και αυλικούς, ως σύντομους εραστές ή πελάτες. [18]

Η ζωή ως εταίρα και επίσημη ερωμένη του Λουδοβίκου ΙΕ’[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μαντάμ ντυ Μπαρί της Φρανσουά Ιμπέρ Ντουέ.

Ως δεσποινίς Λανζ, η Ζαν έκανε αμέσως αισθητή την παρουσία της στο Παρίσι, δημιουργώντας μια μεγάλη αριστοκρατική πελατεία. Είχε πολλούς εραστές από τους υπουργούς του βασιλιά έως και τους αυλικούς του. [19] Ο σικάτος και ώριμος στρατάρχης Ρισελιέ έγινε ένας από τους σταθερούς εραστές της. Εξαιτίας αυτού, ο Μπατίστ Ντυ Μπαρί την είδε ως μέσο επιρροής στον Λουδοβίκο ΙΕ’, ο οποίος τη γνώρισε το 1768, ενώ βρισκόταν σε εξωτερικη δουλειά στις Βερσαλλίες. Το καθήκον αυτο αφορούσε τον δούκα Ετιέν-Φρανσουά ντε Σουαζέλ, Υπουργό Εξωτερικών, ο οποίος τη βρήκε μάλλον συνηθισμένη, σε αντίθεση με αυτό που σκεφτόντουσαν για εκείνη οι περισσότεροι άντρες. Ο βασιλιάς της έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον και έμαθε την ταυτότητά της με τη βοήθεια του προσωπικού του προαγωγού, Ντομινίκ Γκιγιόμ Λεμπέλ. Η Ζαν ήταν συχνά συνοδός του βασιλικού μπουντουάρ και σύντομα αυτό έγινε ένα ανησυχητικό ζήτημα για τον Λεμπέλ, ειδικά όταν αυτός ο δεσμός έγινε κάτι περισσότερο από ένα απλό ειδύλλιο. Σε κάθε περίπτωση, η Ζαν δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «έντιτλη μαιτρέσα». Ωστόσο, όταν αποκάλυψε στον βασιλιά ότι η Ζαν ήταν απλώς μια ιερόδουλη, εκείνος διέταξε να παντρευτεί έναν άνδρα με ισχυρή αρχοντική γενεαλογία, ώστε να μπορεί να προσαχθεί στο βασίλειο σύμφωνα με το πρωτόκολλο. Αυτό το ζήτημα λύθηκε πολύ σύντομα, όταν την 1η Σεπτεμβρίου του 1768 παντρεύτηκε τον αδερφό του Ντυ Μπαρί, τον κόμη Γκιγιόμ ντυ Μπαρί. Η τελετή του γάμου περιελάμβανε ένα πλαστό πιστοποιητικό γέννησης που δημιουργήθηκε από τον ίδιο τον Μπατίστ ντυ Μπαρί, κάνοντας τη Ζαν νεότερη κατά τρία χρόνια με εικονική αριστοκρατική καταγωγή.[20]

Η Ζαν ήταν πλέον εγκατεστημένη πάνω από τον βασιλικό κοιτώνα, στα πρώην δωμάτια του Λεμπέλ. Έζησε μια μοναχική ζωή, χωρίς να μπορεί να δει τον Βασιλιά, καθώς επίσημη συνάντηση μεταξύ τους δεν είχε γίνει ακόμη. Πολύ λίγοι από τους ευγενείς του βασιλείου καταδέχονταν να γνωριστούν μαζί της, γιατί κανείς δεν μπορούσε να δεχτεί το γεγονός ότι μια γυναίκα του δρόμου είχε την τόλμη να γνωριστεί με εκείνους που ήταν ανώτεροι της κοινωνικά, προσπαθώντας να τους μοιάσει. Ο κόμης ντυ Μπαρί παρότρυνε επίμονα τη Ζαν να ζήτηση ακρόαση από τον βασιλιά. Από τη μεριά του, ο Λουδοβίκος ΙΕ’ της ζήτησε να βρει κάποια ακόλουθο. Ο Ρισελιέ ανέλαβε αυτήν υποχρέωση. Όταν κάποιες γυναίκες αριστοκρατικής καταγωγής τον προσέγγισαν, ζητώντας του πολύ υψηλό τίμημα για να αναλάβουν αυτό το ρόλο, η επίσημη ακόλουθος της, έγινε τελικά η Μαντάμ ντε Μπερν, αφού όμως πρώτα εξόφλησε τα τεράστια χρέη της από τα τυχερά παιχνίδια.

Στην πρώτη περίπτωση που η συνάντηση επρόκειτο να πραγματοποιηθεί, η ντε Μπερν καταλήφθηκε από φόβο και ισχυρίστηκε ψευδός ότι είχε στραμπουλίξει τον αστράγαλο της. Στην επόμενη προγραμματισμένη συνάντηση, ο βασιλιάς τραυματίστηκε άσχημα όταν έπεσε από το άλογο του κατά τη διάρκεια του κυνηγιού και έσπασε το χέρι του. Τελικά, η Ζαν μετά από μεγάλη αναμονή, παρουσιάστηκε στο παλάτι στις 22 Απριλίου 1769. Εν τω μεταξύ ένα πλήθος είχε μαζευτεί έξω από τις πύλες του ανακτόρου, και διάφοροι άλλοι αυλικοί κουτσομπόλευαν μέσα στην αίθουσα των καθρεφτών. Η Ζαν αναφέρθηκε ότι φορούσε ένα ανοιχτό ασημί επίσημο φόρεμα, με ένα τεράστιο φουρό και ήταν στολισμένη με χρυσά κοσμήματα, τα οποία της έστειλε ο βασιλιάς το προηγούμενο βράδυ. Το φόρεμα είχε παραγγελθεί από τον Ρισελιέ ειδικά για τη Ζαν. Πολλοί ευγενείς ισχυρίστηκαν ότι δεν είχαν ξαναδεί κάτι παρόμοιο ποτέ ξανά. Το χτένισμα της ήταν επίσης πολύ προσεγμένο και εντυπωσιακό, και ήταν η αιτία της καθυστερημένης άφιξης της.

Η Κόμισσα ντυ Μπαρί, πίνακας της Ελιζαμπέτ Βιζέ Λε Μπρεν.

Η Ζαν έγινε πρώτα φίλη με την Κλαίρ Φρανσουάζ, γνωστή ως «Σον», η οποία τη δίδαξε πώς να αφήσει πίσω την παλιά της ζωή και να αποκτήσει μια πιο αρχοντική συμπεριφορά. Αργότερα, έγινε επίσης φίλη με τη Μαρισέλ ντε Μιρπουά. Στην πορεία και άλλες γυναίκες ευγενών δωροδοκήθηκαν για να σχηματίσουν το περιβάλλον της.

Η Ζαν συνήθισε γρήγορα στην πολυτέλη ζωη (στην οποία είχε ήδη εισαχθεί όσο ζούσε με τον Ντυμονσώ). Ο Λουδοβίκος ΙΕ’ της είχε δώσει στις υπηρεσίες της ένα νεαρό σκλάβο από τη Βεγγάλη, τον Ζαμόρ, τον οποίο εκείνη έντυσε με κομψά ρούχα για να κάνει τη φιγούρα της.

Σύμφωνα με τη βιογραφία του Στάνλεϊ Λούμις, η καθημερινή ρουτίνα της Ζαν ξεκινούσε στις 9 το πρωί, όταν ο Ζαμόρ της έφερνε το πρωινό της ρόφημα σοκολάτας. Έπειτα, φορούσε όμορφα φόρεμα της επιλογή της και τα κοσμήματά της. Αντίστοιχα, είτε ο κομμωτής Νοκέλ για ειδικές περιστάσεις, είτε ο Μπερλίν για καθημερινά στυλ, θα ερχόταν να πουδράρει τα μαλλιά της και να κάνει μπούκλες. Στη συνέχεια δεχόταν φίλους, μόδιστρους, κοσμηματοπώλες και άλλους καλλιτέχνες που της έδειχναν τα νέα τους απόθεμα ελπίζοντας ότι θα ενδιαφερόταν να αγοράσει κάτι από τις προσφορές τους. Ήταν πράγματι σπάταλη, αλλά η καλή της φύση δεν είχε χαθεί. Όταν οι ηλικιωμένοι, κόμης και κόμισσας ντε Λουσέν εκδιώχθηκαν βίαια από το κάστρο τους λόγω μεγάλων χρεών, καταδικάστηκαν σε αποκεφαλισμό επειδή η Κόμισσα πυροβόλησε και σκότωσε έναν δικαστικό επιμελητή και έναν αστυνομικό, καθώς αντιστέκονταν. [21] Για μεγάλη τους τύχη όμως, ήταν καλοί φίλοι με τη Μαντάμ ντε Μπερν, η οποία μετέφερε στη Ζαν την κατάσταση τους. Αν και προειδοποιήθηκε από τον Ρισελιέ για την πιθανή αποτυχία της, εκείνη ζήτησε γονατιστή από τον βασιλιά να τους συγχωρήσει, αρνούμενη να σηκωθεί όρθια αν δεν γινόταν αποδεκτό το αίτημά της. Ο Λουδοβίκος ΙΕ’ έμεινε έκπληκτος και η καρδιά του μαλάκωσε, λέγοντας: «Κυρία μου, είμαι πανευτυχής που η πρώτη χάρη που πρέπει να μου ζητήσετε είναι μια πράξη ελέους!»[22] Μια δεύτερη παρόμοια κατάσταση συνέβη όταν κάποιος κύριος Μαντεβίλ, επισκέφτηκε τη Ζαν και της ζήτησε συγχώρεση στο όνομα μιας νεαρής κοπέλας, η οποία καταδικάστηκε στην αγχόνη για παιδοκτονία, καθώς το μωρό της πέθανε στη γέννα και εκείνη δεν πήγε να ενημερώσει τις αρχές. Τελικά, η Ζαν έγραψε επιστολή στον Καγκελάριο της Γαλλίας και εκείνος παραχώρησε τη χάρη.

Γιορτη στο Λουβεσιέν στις 2 Σεπτεμβρίου 1771, ένας πίνακας του Ζαν Μισέλ Μορό του νεότερου, ο οποίος βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου, στο Παρίσι.

Η Ζαν είχε θριαμβεύσει. Φορούσε τώρα ακριβά φορέματα τόσο στη δημιουργία όσο και στο κόστος, εξαντλώντας τα δημόσια ταμεία ακόμη περισσότερο. [23] Με διαμάντια που κάλυπταν τον ντελικάτο λαιμό και τα αυτιά της, ήταν πλέον η επίσημη ερωμένη του Βασιλιά. Λόγω της νέας θέσης της στο βασίλειο, έκανε φίλους και εχθρούς. Η πιο σκληρή αντίπαλός της ήταν η Μπεατρίξ ντε Σουαζέλ-Σταινβίλ, Δούκισσα ντε Γκραμόν, η αδελφή του Σουαζέλ, η οποία μάταια προσπαθούσε να κατακτήσει τη θέση της αείμνηστης Μαρκησίας ντε Πομπαντούρ, και σύμφωνα με την Ντιαν Αδελαΐδα ντε Μαγί, η Μπεατρίξ ντε Γκραμόν απαξιωνε συνεχώς την Κόμισσα ντυ Μπαρί. [24] Μάλιστα, είχε συνωμοτήσει με τον αδερφό της για να απομακρύνουν τη Ζαν από το παλάτι, λασπολογώντας το όνομα της, καθώς και εκείνο του βασιλιά μέσα από σκανδαλοθηρικά φυλλάδια.

Την ίδια περίοδο, η Ζαν γνωρίστηκε με τον Δούκα ντ΄ Εγκριγιόν, τον ανιψιό του Ρισελιέ, ο οποίος συμπαρατάχθηκε μαζί της ενάντια στον αντίπαλο της, Δούκα του Σουαζέλ. Έτσι, καθώς η εξουσία της στο παλάτι μεγάλωνε, ο Ετιέν-Φρανσουά ντε Σουαζέλ άρχισε να αισθάνεται ότι το «είναι του» χανόταν όλο και περισσότερο. Μετά το τρομερό επεισόδιο του επταετούς πολέμου, εκείνος αποφάσισε ότι η Γαλλία (έχοντας στο πλευρό τους Ισπανούς) ήταν ικανή να πολεμήσει ξανά τους Βρετανούς, για την κατάκτηση των Νήσων Φώκλαντ. Βέβαια, όλα αυτά τα υπολόγιζε χωρίς να έχει την έγκριση του βασιλιά, κάτι που δεν του βγήκε σε καλό. Συγκεκριμένα, όταν αυτή η συνωμοσία ήρθε στο φως της αυλής της ντυ Μπαρί, εκείνη τα μετέφερε όλα στον Λουδοβίκο ΙΕ'. Σαν αποτέλεσμα, την παραμονή των Χριστουγέννων του 1771, ο Ετιέν Φρανσουά ντε Σουαζέλ απολύθηκε από τον υπουργικό του ρόλο στο Βασίλειο, και εξορίστηκε στην ιδιοκτησία του στο Σάντελου μαζί με τη γυναίκα και την αδερφή του.

Πράγματι, η χρυσή εποχή της Ζαν είχε τελικά φτάσει. Είχε απαλλαγεί από τους μπελάδες της που άκουγαν στα ονόματα Ετιέν Φρανσουά ντε Σουαζέλ και Μπεατρίξ ντε Σουαζέλ-Στενβίλ, και μαζί με την οικογένεια της, απολάμβανε όλα τα οφέλη που απέρρεαν από τη θέση της. Συγκεκριμένα, η μητέρα της, η Ανν, ήταν πλέον η Μαρκησία της Μοντραμπέ, και κατοικούσε σε ένα πολυτελές διαμέρισμα στο μοναστήρι της Αγίας Ελισάβετ. Ενώ όμως η Ζαν ήταν μέρος της παράταξης που καθαίρεσε τον Δούκα ντε Σουεζέλ,[25] στην πραγματικότητα ήταν εντελώς διαφορετική από την προηγούμενη προκάτοχό της, τη Μαντάμ ντε Πομπαντούρ, εφόσον είχε λιγότερο ενδιαφέρον για την πολιτική,[26] και προτιμούσε να σπαταλάει το χρόνο της παραγγέλνοντας νέα φορέματα, καθώς και κάθε είδους συμπληρωματικά κοσμήματα. Μολαταύτα, ο βασιλιάς έφτασε στο σημείο να της επιτρέψει να συμμετάσχει σε κρατικά συμβούλια.[27] Μια σύγχρονη έκδοση ενός σημειώματος, που περιλαμβάνετε μέσα στα σουβενίρ της κοινότητας Καμπάν της Γαλλίας, αναφέρει ένα ανέκδοτο: «Ο βασιλιάς είπε στον Δούκα ντε Νοέιγ, ότι με τη Μαντάμ ντυ Μπάρι είχε ανακαλύψει νέες απολαύσεις. “Υψηλότατε”, απάντησε ο δούκας, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η Αυτού Μεγαλειότητα δεν ήταν ποτέ σε οίκο ανοχής.» [28] Παρόλο όμως που η Ζαν ήταν γνωστή για την καλή της φύση και την υποστήριξη που πρόσφερε στους καλλιτέχνες, η δυσαρέσκεια προς το πρόσωπο της ολοένα και μεγάλωνε συνεχώς, εξαιτίας της τεράστιας οικονομικής σπατάλης που έκανε ο βασιλιάς για χάρη της. Εκείνη ήταν πάντα χρεωμένη, παρότι ο βασιλιάς της πρόσφερε ένα τεράστιο μηνιαίο εισόδημά, και κάποια στιγμή έφτασε στο σημείο να χρωστάει τριακόσιες χιλιάδες λίρες.[29]

Παρέμεινε στη θέση της μέχρι το θάνατο του βασιλιά, αν και έγινε προσπάθεια να την εκτοπίσουν από αυτήν νωρίτερα, όταν οι Δούκες ντε Σουεζέλ και ντ’ Εγκριγιόν κανόνισαν ανεπιτυχώς έναν μυστικό γάμο μεταξύ του βασιλιά και της Αλμπερτίν-Ελιζαμπέτ Πατέρ.[30]

Σχέση με τη Μαρία Αντουανέτα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μαρμάρινη προτομή του έτους 1773 της Ζαν Μπεκού, Κόμισσας ντυ Μπαρί, δημιουργημένη απο τον Γάλλο γλύπτη Ωγκύστ Παζού.

Η σχέση της με τη Μαρία Αντουανέτα, ήταν αμφιλεγόμενη. Η πρώτη τους συνάντηση έγινε κατά τη διάρκεια ενός οικογενειακού δείπνου στο κάστρο «La Muette» στις 15 Μαΐου 1770, μια ημέρα πριν από τον μεγάλο γάμο. ( Η Αντουανέτα ήταν παντρεμένη με τον Δελφίνο της Γαλλίας, τον μελλοντικός Λουδοβίκος ΙΣΤ’, από τις 19 Απριλίου 1770 στη Βιέννη. Εντούτοις στις 16 Μαΐου έγινε ο επίσημος γάμος τους στις Βερσαλλίες.) Η Ζαν ήταν επίσημη ερωμένη του Βασιλιά, μόνο λίγο περισσότερο από ένα χρόνο, και πολλοί πίστευαν ότι δεν θα συμπεριλαμβανόταν στη λίστα των προσκεκλημένων για αυτή την περίσταση. Παρόλα αυτά τα πράγματα δεν κύλησαν όπως τα περίμεναν, και όταν η Μαντάμ ντυ Μπάρι εμφανίστηκε τελικά μπροστά τους, η αηδία των περισσότερων από τους παρόντες ήταν σχηματισμένη στο πρόσωπο τους. Η Μαρία Αντουανέτα παρατήρησε τη Ζαν, η οποία ξεχώριζε από το υπόλοιπο πλήθος με την κομψή της εμφάνιση και την εκλεπτυσμένη ομιλία της. Η κόμισσα ντε Νοέιγ πληροφόρησε την Αντουανέτα ότι ο ρόλος αυτής της γυναίκας ήταν να δίνει "ευχαρίστηση" στον βασιλιά. Η μικρή αθώα 14χρονη αρχιδούκισσα όμως, αν και δεν κατάλαβε πλήρως το νόημα αυτής της δήλωσης, πρόσθεσε ότι αυτό το γεγονός θα έκανε τη Ζαν να είναι αντίπαλός της από εδώ και πέρα. Ωστόσο, όταν ο Κόμης της Προβηγκίας της αποκάλυψε αργότερα, την αληθινή φύση μιας τέτοιας "ευχαρίστησης", αυτό προκάλεσε το μίσος της Αντουανέτας, για την Κόμισσα ντυ Μπαρί και την ανήθικη ζωή της. Αυτή η αντιπαλότητα ενισχύθηκε περισσότερο, ειδικά όταν ο Δελφίνος υποστήριξε τον Σουαζέλ στη συμμαχία με την Αυστρία. Όπως ήταν αναμενόμενο μετά από όλα αυτά, η Αντουανέτα έγινε πολύ σκληρότερη μαζί της. Μάλιστα αψηφώντας το πρωτόκολλο του παλατιού, αρνούνταν να μιλήσει με τη Ζαν, όχι μόνο λόγω της αποδοκιμασίας της για το παρελθόν της, αλλά κυρίως για κάτι που έμαθε έπειτα από τον Κόμη της Προβηγκίας. Συγκεκριμένα της μετέφερε ότι κατά τη διάρκεια ενώ δείπνου, η Μαντάμ ντυ Μπαρί αποδοκίμασε μια ιστορία που είπε ο Καρδινάλιος ντε Ροάν, με την οποία μετέφερε μια συκοφαντία για τη μητέρα της Μαρίας Αντουανέτας, τη Μαρία Θηρεσία. Έχοντας όλα αυτά υπόψη της, η Αντουανέτα ήρθε σε οριστική ρήξη μαζί της, προσθέτοντας έτσι έναν ακόμη εχθρό στη λίστα της.[31] Αυτό είχε σαν επακόλουθο να παραπονεθεί η Ζαν έντονα στον βασιλιά. Βέβαια, και εκείνος με τη σειρά του παραπονέθηκε στον σύμβουλο της Αντουανέτας, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να καταβάλει προσπάθειες για να την πείσει να μαλακώσει τη στάση της. Πράγματι οι τόνοι κατέβηκαν κάπως, και τελικά, κατά τη διάρκεια ενός χορού την περίοδο της Πρωτοχρονιά του 1772, η Μαρία Αντουανέτα έκανε την πρώτη κίνηση για να μιλήσει στη Μαντάμ ντυ Μπαρί, αναφέροντας τα εξής: "Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι στις Βερσαλλίες σήμερα". Με αυτό τον τρόπο, έδωσε το έναυσμα στη Ζαν να απαντήσει αν το επιθυμούσε και να συνεχίσει τη συζήτηση. Παρόλα αυτά όμως, οι σχέσεις των δύο γυναικών δεν βελτιώθηκαν ποτέ.[32]

Διαμαντένιο Περιδέραιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το διαμαντένιο Περιδέραιο που παράγγειλε ο Λουδοβίκος ΙΕ’ για τη Μαντάμ ντυ Μπαρί.

Το 1772, ο βαθιά ερωτευμένος Λουδοβίκος ΙΕ΄, ζήτησε από τους παρισινούς κοσμηματοπώλες Σαρλ Μπωμέρ και Πωλ Μπασάνζ να δημιουργήσουν ένα περίτεχνο και εντυπωσιακό κολιέ για τη Μαντάμ ντυ Μπαρί, το οποίο θα ξεπερνούσε όλα τα αλλά σε μεγαλοπρέπεια, με εκτιμώμενο κόστος δύο εκατομμύρια λίρες. [33] Το περιδέραιο, που δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί, ούτε πληρωθεί όταν πέθανε ο Λουδοβίκος ΙΕ’, προκάλεσε τελικά το σκάνδαλο της υπόθεσης του περιδέραιου με «πρωταγωνίστρια» τη Ζαν ντε λα Μοτ Βαλουά, στο οποίο η βασίλισσα Μαρία Αντουανέτα[34] κατηγορήθηκε εσφαλμένα ότι δωροδόκησε τον Καρδινάλιο του Ροάν, Αρχιεπίσκοπο του Στρασβούργου, για να μεσολαβήσει και να της το αγοράσει. Αυτός άλλωστε ήταν και ένας από τους λόγους που πυροδότησε τη Γαλλική Επανάσταση. [35]

Θάνατος του Λουδοβίκου ΙΕ’ και εξορίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με τον καιρό, ο βασιλιάς άρχισε να νιώθει ότι γερνάει, και έχοντας στη διάνοια του τη συνεχή σκέψη του θανάτου και της μετάνοιας, άρχισε να αραιώνει τις επισκέψεις του στην κρεβατοκάμαρα της Ζαν.[36] Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Μικρό Τριανόν μαζί της, ο Λουδοβίκος ΙΕ’ ένιωσε τα πρώτα συμπτώματα της ευλογιάς. Το ίδιο βράδυ εκείνος επέστρεψε και κοιμήθηκε στο παλάτι, όπου οι τρεις κόρες του και η Μαντάμ ντυ Μπαρί δεν έφυγαν καθόλου από το πλευρό του. Στις 4 Μαΐου 1774, ο βασιλιάς πρότεινε στη Μαντάμ ντυ Μπαρί να φύγει από τις Βερσαλλίες, τόσο για να την προστατεύσει από τη μόλυνση, αλλά επίσης για να προετοιμαστεί για την εξομολόγηση και την τελευταία μετάληψη. [37] Σύμφωνα με το θέλημα του βασιλιά, εκείνη απαλλάχτηκε από τα καθήκοντά της από τον γιατρό Λεμονιέ και αμέσως αποσύρθηκε στο κτήμα του Κόμη ντ’ Εγκριγιόν κοντά στο Ρυέιγ-Μαλμαιιζόν. Μετά το θάνατο του Λουδοβίκου ΙΕ’ και την ανάρρηση του εγγονού του στο θρόνο, η Μαρία Αντουανέτα και ο σύζυγός της, εξόρισαν τη Ζαν σε μοναστήρι κοντά στην κοινότητα Μω.[38] Η Μαντάμ ντυ Μπαρί ήταν τότε τριάντα-ενός ετών. Αρχικά οι μοναχές δεν ήταν πολύ εγκάρδιες μαζί της, εφόσον ήξεραν ότι ανάμεσα τους ζούσε μια πρώην βασιλική ερωμένη. Εντούτοις πολύ σύντομα εξοικειώθηκαν μαζί της και της ανοίχτηκαν, κυρίως όμως η ηγουμένη ονόματι Μαντάμ ντε λα Ρος-Φοντενέλ.

Η ζωή μετά τον Λουδοβίκο ΙΕ’[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά από ένα χρόνο στο μοναστήρι, η Ζαν έλαβε άδεια να επισκεφτεί τη γύρω εξοχή, υπό τον όρο ότι θα επέστρεφε με το ηλιοβασίλεμα. Ένα μήνα αργότερα, της επιτράπηκε να αφήσει τη μονή, με τον όρο να εγκατασταθεί σε μέρος που θα ήταν μέχρι δέκα μίλια μακριά από τις Βερσαλλίες. Αυτό όμως ακύρωνε αυτόματα την επιθυμία της να ζήσει στο αγαπημένο της κάστρο στο Λουβεσιέν. Παρόλα αυτά, κατάφερε να αγοράσει ακίνητα που άνηκαν στον νεότερο γιο της Μαντάμ ντε λα Γκαρντ, τον οποίο γνώριζε από τα εφηβικά της χρόνια. Τελικά, δύο χρόνια αργότερα, μετακόμισε στο Λουβεσιέν.[39] Τα επόμενα χρόνια, είχε ένα ειδύλλιο με τον Λουί Ερκύλ Τιμολεόν ντε Κοσέ-Μπρισάκ. [40] Αργότερα όμως, ερωτεύτηκε τον Χένρι Σεϊμούρ (από το Ρενλάντ),[41] τον οποίο συνάντησε όταν μετακόμισε με την οικογένειά του στη γειτονιά. Με τον καιρό, ο Σεϊμούρ κουράστηκε με τη μυστική ερωτική τους σχέση και έστειλε ένα πίνακα ζωγραφικής στη Μαντάμ ντυ Μπαρί με τις λέξεις «Άφησε με μόνο μου» γραμμένες στα αγγλικά στο κάτω μέρος του πίνακα. Ο Δούκας του Μπρισάκ αποδείχθηκε περισσότερο πιστός σε αυτό το ερωτικό τρίγωνο, έχοντας κρατήσει τη Μαντάμ ντυ Μαρί στην καρδιά του, παρόλο που γνώριζε τη σχέση της με τον Σεϊμούρ. Κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, ο Μπρισάκ συνελήφθη ενώ επισκέφθηκε το Παρίσι και σφαγιάστηκε από έναν όχλο. Όταν βράδιασε, η Ζαν άκουσε τον ήχο ενός μικρού μανιασμένου πλήθους να πλησιάζει την οικία της. Ενώ κοίταζε έξω από ένα ανοιχτό παράθυρο, κάποιος της πέταξε ένα ματωμένο υφασμάτινο πουγκί. Αυτό περιείχε μέσα το κεφάλι του Μπρισάκ, και με το που το είδε η Ζαν λιποθύμησε.

Φυλάκιση, δίκη και εκτέλεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Μαντά ντυ Μπαρί λίγο πριν την εκτέλεση της. Πίνακας του 1897 του ζωγράφου Τάι Χόπκινς.

Ο σκλάβος της ντυ Μπαρί, ο Ζαμόρ, μαζί με ένα άλλο μέλος του οικιακού προσωπικού της, είχε ενταχθεί κρυφά στη Λέσχη των Ιακωβίνων. Επίσης, έγινε οπαδός του επαναστατικού Ζωρζ Γκριβ και στη συνέχεια αξιωματούχος στην Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας. Η ντυ Μπαρί το ανακάλυψε και ρώτησε τον Ζαμόρ για τις σχέσεις του με τον Γκριβ. Αφού συνειδητοποίησε το βάθος της εμπλοκής του, του έδωσε περιθώριο τριών ημερών για να παραιτηθεί από τις υπηρεσίες της. Ο Ζαμόρ το έκανε χωρίς δισταγμό, και προχώρησε αμέσως στην καταγγελία της αφέντρας του στην Επιτροπή.

Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ζαμόρ, η Μαντάμ ντυ Μπαρί θεωρήθηκε ύποπτη στο ότι βοήθησε οικονομικά τους μετανάστες που είχαν εγκαταλείψει τη Γαλλική Επανάσταση. Η καταγγελία από τον Ζαμόρ συνέβη κατά τη διάρκεια του έτους 1792. Αλλά η Μαντάμ ντυ Μπαρί συνελήφθη τελικά το 1793. Ενώ όμως, το Επαναστατικό Δικαστήριο του Παρισιού την κατηγόρησε για προδοσία και την καταδίκασε σε θάνατο, εκείνη προσπάθησε μάταια να σώσει τον εαυτό της αποκαλύπτοντας τη θέση των πολύτιμων λίθων που είχε κρύψει[42] Κατά τη διάρκεια της επόμενης δίκης, ο Ζαμόρ έδωσε την Τσιταγκόνγκ ως τη γενέτειρά του, αλλά πιθανότατα είχε τελικά καταγωγή από τους Σίντι. Η μαρτυρία του, μαζί με εκείνη πολλών άλλων, έστειλε την Κόμισσα στη γκιλοτίνα.

Στις 8 Δεκεμβρίου 1793, η Μαντάμ ντυ Μπαρί αποκεφαλίστηκε στην Πλατεία της Επανάστασης (σήμερα ονομάζεται Πλατεία Κονκόρντ). Στο δρόμο προς τη γκιλοτίνα, κατέρρευσε στο κάρο των μελλοθάνατων και φώναξε: «Θα με βλάψετε! Γιατί;» Τρομοκρατημένη, φώναξε για έλεος και ζητούσε βοήθεια από το πλήθος που παρακολουθούσε. Τα τελευταία της λόγια προς τον εκτελεστή λέγεται ότι ήταν τα εξής: «Δώσε μου ακόμη μια στιγμή, κύριε Εκτελεστή, σε ικετεύω!» Θάφτηκε στο νεκροταφείο Μαντλέν, όπως πολλοί άλλοι που εκτελέστηκαν κατά τη διάρκεια της βασιλείας του τρόμου - συμπεριλαμβανομένων του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ και της Μαρίας Αντουανέτας.

Αν και η περιουσία της στη Γαλλία πήγε στο Δικαστήριο του Παρισιού, τα κοσμήματα που είχε εισάγει λαθραία από τη Γαλλία στην Αγγλία πουλήθηκαν με δημοπρασία στο κέντρο πλειστηριασμού «Christie's» του Λονδίνου το 1795. Ο συνταγματάρχης Τζόχαν Κέγκλεβιτς, αδελφός του Στρατηγού Στέφαν Μπερνάρντ Κέγκλεβιτς, συμμετείχε στη μάχη του Μάιντς το 1795 με Έσσιους στρατιώτες που χρηματοδοτήθηκαν από τη Βρετανική Αυτοκρατορία με τα χρήματα από αυτήν την πώληση.

Επίδραση στη κουλτούρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πορτραίτο της Μαντάμ ντυ Μπαρί της Ελιζαμπέτ Βιζέ Λε Μπρεν, το 1781

Φαγητό

  • Πολλά πιάτα πήραν το όνομά τους από της Μαντάμ ντυ Μπαρί. Όλα έχουν κρεμώδη λευκή σάλτσα, και σε κάποιες παραλλαγές τους περιλαμβάνουν κουνουπίδι. Το κουνουπίδι μπορεί να είναι ένας υπαινιγμός για τις πουδραρισμένες περούκες της, οι οποίες είχαν πολλές στοιβαγμένες μπούκλες ψηλά στην κορυφή.[43]

Ταινίες

Η Μαντάμ ντυ Μπαρί ενσαρκώθηκε από :

  • Την Αμερικανίδα ηθοποιό του βουβού κινηματογράφου, «Λέσλι Κάρτέρ», στην ταινία «DuBarry» του 1915.
  • Την Αμερικανίδα ηθοποιό του βουβού κινηματογράφου, «Θέντα Μπάρα» στην ταινία του 1917 «Madame Du Barry».
  • Την πολωνή ηθοποιό του βουβού κινηματογράφου, «Πόλα Νέγκρι» στην ταινία του 1919 «Madame DuBarry».
  • Την Αμερικανίδα ηθοποιό του βουβού κινηματογράφου, «Νόρμα Τάλματζ» στην ταινία «Du Barry, Woman of passion» του 1930.
  • Τη Μεξικάνικα ηθοποιό, «Ντολόρες ντελ Ρίο» στην ταινία «Madame Du Barry» του 1934.
  • Την Αμερικανίδα ηθοποιό, «Γκλάντις Τζόρτζ» στην ταινία του 1938, «Marie Antoinette».
  • Την Αμερικανίδα ηθοποιό, «Λουσίλ Μπολ» στην ταινία του 1943 «DuBarry».
  • Την Αγγλίδα ηθοποιό, «Μάργκο Γράμ» στην ταινία «Black Magic» του 1949.
  • Τη Γαλλίδα ηθοποιό, «Μαρτίν Καρόλ» στην ταινία «Madame du Barry» του 1954.
  • Την Ιταλίδα ηθοποιό, Άσια Αρτζέντο στην ταινία του 2006 «Marie Antoinette».
  • Επίσης στα Ιαπωνικά κινούμενα σχέδια «The Rose of Versaillies» η Μαντάμ ντυ Μπαρί εμφανιζόταν ως ένας βασικός χαρακτήρας.

Βιβλιογραφία

  • Στο βιβλίο «Ο ηλίθιος», του συγγραφέα Φιοντόρ Ντοστογιέφσικ, ο χαρακτήρας Λεμπεντέφ αφηγείται την ιστορία της ζωής και της εκτέλεσης της Ζαν ντυ Μπαρί, και προσεύχεται για την ψυχή της, μεταξύ άλλων ψυχών.[44]
  • Η Ντυ Μπαρί είναι ένας από τους κεντρικούς χαρακτήρες του βιβλίο « Οι εχθροί στις Βερσαλλίες» της συγγραφέα Σάλι Κρίστι.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αναφορές
  1. 1,0 1,1 1,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb120040410. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  2. 2,0 2,1 2,2 (Αγγλικά) SNAC. w6rz0n6v. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  3. 3,0 3,1 (Αγγλικά) Find A Grave. 3236. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  4. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. 120040410. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  5. (Ολλανδικά) RKDartists. 440850. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  6. (Ολλανδικά) RKDartists. rkd.nl/explore/artists/440850. Ανακτήθηκε στις 27  Μαΐου 2020.
  7. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb120040410. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  8. 8,0 8,1 8,2 (Ολλανδικά) RKDartists. rkd.nl/explore/artists/440850. Ανακτήθηκε στις 6  Ιανουαρίου 2023.
  9. p34177.htm#i341762. Ανακτήθηκε στις 7  Αυγούστου 2020.
  10. A King's favourite, Madame du Barry, and her times from hitherto unpublished documents by Claude Saint-André with an introduction by Pierre de Nolhac and 17 illustrations, New York, Mc Bride, Nast & Company, 1915, p. 3 (a translation from the French publication by Tallandier, Paris, 1909.)
  11. Michel Antoine, Louis XV, Librairie Arthème Fayard, Paris, 1989, p. 887.
  12. Haslip, Joan, Madame du Barry: The Wages of Beauty, Grove Weidenfeld, New York, 1992.
  13. Plaidy, Jean (2007). The Road to Compiegne. Arrow Books. σελ. 302. ISBN 978-0099493372. 
  14. Haslip, p. 3.
  15. Haslip, p. 6.
  16. Haslip, p. 13.
  17. Stoeckl, Agnes de, Mistress of Versailles: the Life of Madame du Barry, John Murray, London, 1966, p. 23.
  18. Haslip, p. 16: such reference is made in the sentence that Jeanne was a talented courtesan, whom sometimes '(Jean) du Barry regretted when necessity forced him to merchandise what he would willingly have kept for himself', obviously indicating that Jeanne (who was well aware her beauty and sexual charms) was a very good means whereby he could climb the ladder of success. She is referred to many times in many books as a courtesan, which in common language means a high-class prostitute (though by no means should one think that she was a common soliciting streetwalker)
  19. Herman, An Indecent Pitch of Luxury as to Insult the Poverty of the People, p.175
  20. Haslip, p. 27.
  21. de Stoeckl, p. 43.
  22. Loomis, Stanley. Du Barry: A Biography, Lippincott, Philadelphia, 1959, re-ed. 1965, pp. 55–56.
  23. Haslip, p. 32: 'The carriages, jewels....reclaim the money from the royal treasury.
  24. Grey, Juliet (2011). Becoming Marie AntoinetteΑπαιτείται δωρεάν εγγραφή. Ballantine Books. σελ. 322. ISBN 9780345523860. 
  25. Langon, Baron Etienne Leon Lamothe (2010). Memoirs of the Comtesse Du Barry; with intimate details of her entire career as favorite of Louis XV. Chapter XXV: Kessinger Publishing. σελ. 234. 
  26. Baumgold, Julie (2005). The Diamond: A NovelΑπαιτείται δωρεάν εγγραφή. Simon and Schuster. σελ. 136. ISBN 9780743274548. 
  27. Mme. Campan, Souvenirs
  28. Herman, Sex with the King. p.22
  29. Herman, Pensions, p.146
  30. Fleury, Maurice & comte, Louis XV intime et les petites maîtresses., Paris, 1909
  31. Haslip, p. 78: "Prince de Rohan had made fun of the pious old Empress... No one, it appears, had laughed so heartily as the hostess"
  32. Palache, John Garber (2005). Marie Antoinette The Player Queen. Steps to the Throne: Kessinger Publishing. σελ. 28. ISBN 9781417902507. 
  33. «The Diamond Necklace Affair». Marie Antoinette Online. 11 Ιανουαρίου 2009. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Σεπτεμβρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 30 Ιουνίου 2011. 
  34. Herman, Jewels, p.135
  35. Catherine Temerson, Evelyne Lever (2000). Marie Antoinette: The Last Queen of France. Chapter 21-The Diamond Necklace Affair: St. Martin's Griffin. σελίδες 173–182–A whole chapter on the diamond necklace. ISBN 9780312283339. 
  36. Haslip, p. 81: "She never dared go out for long,...rest for a while in peace"
  37. «newadvent.org». 
  38. Bernier, pp. 246–249.
  39. Herman, p. 203
  40. Haslip, p. 133.
  41. Haslip, p. 121
  42. Stoeckl, p. 174.
  43. Deborah Madison (26 Ιανουαρίου 2017). The Illustrated Encyclopedia of Fruits, Vegetables, and Herbs: History, Botany, Cuisine. Book Sales. σελίδες 170–. ISBN 978-0-7858-3488-5. 
  44. Fyodor Dostoyevsky (Ιουλίου 2003). The Idiot. Vintage Books. σελίδες 196–198. ISBN 978-0-375-70224-2. 
Βιβλιογραφία
  • Antoine, Michel, Louis XV, Librairie Arthème Fayard. Paris. 1989 (French).
  • Bernier, Oliver, Louis The Beloved, The Life of Louis XV, Doubleday & Company, Inc.: Garden City, New York. 1984. (ISBN 0-385-18402-6)
  • Castelot, André, Madame du Barry, Perrin, Paris, 1989.
  • Haslip, Joan, Madame du Barry: the Wages of Beauty, Grove Weidenfeld, New York, 1992, (ISBN 978-0-8021-1256-9), (ISBN 0-8021-1256-0).
  • Herman, Eleanor. (2005). Sex with Kings: 500 Years of Adultery, Power, Rivalry, and Revenge. William Morrow Paperbacks. (ISBN 0-06-058544-7)
  • La Croix de Castries, René de, Madame du Barry, Hachette, Paris, 1967.
  • Loomis, Stanley, Du Barry: A Biography, Lippincott, Philadelphia, 1959.
  • Saint-André, Claude, A King's favourite, Madame du Barry, and her times from hitherto unpublished documents, with an introduction by Pierre de Nolhac, New York, Mc Bride, Nast & Company, 1915; translated from the French Madame du Barry, published by Tallandier, Paris, 1909.
  • Saint Victor, Jacques de, Madame du Barry, un nom de scandale, Perrin, Paris, 2002.
  • Stoeckl, Agnes, (Baroness de), Mistress of Versailles: the Life of Madame du Barry, John Murray, London, 1966.
  • Vatel, Charles, Histoire de madame du Barry, L. Bernard, Paris, 1883.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]