Μακεδονικό Ζήτημα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αυτό το λήμμα αφορά το εθνολογικό ζήτημα. Για το ζήτημα της ονομασίας της Βόρειας Μακεδονίας, δείτε: Μακεδονικό ονοματολογικό ζήτημα.
Μακεδονικό Ζήτημα
Η κατανομή των ευρωπαϊκών εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους στα μέλη του Βαλκανικού Συνασπισμού.

Μακεδονικό Ζήτημα είναι η ονομασία με την οποία έγινε διεθνώς γνωστό το εθνικοχωροταξικό πρόβλημα που δημιουργήθηκε αμέσως μετά τη Συνθήκη του Βερολίνου (1878) τον 19ο αιώνα, στη νότια Βαλκανική, και ειδικότερα στη σύγχρονη περιοχή της Μακεδονίας μεταξύ των κρατών της περιοχής, Ελλάδας, Βουλγαρίας, Σερβίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το Μακεδονικό Ζήτημα ήταν επιμέρους θέμα του γενικότερου Ανατολικού Ζητήματος, που φάνηκε να είχε λήξει με το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου πλην όμως επανεμφανίσθηκε στο προσκήνιο αμέσως μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου ανάμεσα σε Ελλάδα, Βουλγαρία και Γιουγκοσλαβία στην αρχή, και Βόρεια Μακεδονία στη συνέχεια, ως το ζήτημα της ονομασίας της.

Σύνοψη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από την ίδρυση του μικρού Ελληνικού Βασιλείου, μόνιμος και συνεχής προβληματισμός του Έθνους ήταν η τύχη και το μέλλον των υποδούλων που παρέμειναν κάτω από τον οθωμανικό ζυγό. Από τη δεκαετία όμως του 1870 παρουσιάζεται ένας νέος ανταγωνιστής, η Βουλγαρία, με διεκδικήσεις μάλιστα σε περιοχές όπου υπήρχαν συμπαγείς Ελληνικοί πληθυσμοί. Η Βουλγαρική αφύπνιση καθυστέρησε αρκετά σε σχέση με τη Ελληνική και των άλλων Βαλκανικών εθνοτήτων. Μόνο με το Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1828-29 και τη διέλευση των Ρωσικών στρατευμάτων μέσα από τις Βουλγαρικές επαρχίες για να φτάσουν στην Αδριανούπολη, κέντρισε το εθνικό αίσθημα των ομοδόξων τους, υποδούλων στους Τούρκους, Βουλγάρων. Ύστερα από τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1854), σε μια εποχή κατά την οποία Βούλγαροι του εξωτερικού συνεργάζονταν με Ρώσους Πανσλαβιστές (η πανσλαβιστική ιδέα ταυτίζονταν όλο και περισσότερο με τα σχέδια της Ρωσίας για έξοδο στη Μεσόγειο και έλεγχο των Στενών) δόθηκε μία νέα ώθηση για την ανάπτυξη της Βουλγαρικής εθνότητας. Λίγα χρόνια αργότερα, άρχισε οξύς εκκλησιαστικός ανταγωνισμός προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τον Ελληνικό κλήρο.[1]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εθνολογική γραμμή του Γίρετσεκ για το πολιτιστικό υπόβαθρο των Βαλκανίων

Ύστερα από τη Γαλλική Επανάσταση, ξεκίνησε σε όλη την Ευρώπη μια σειρά εθνικών αφυπνίσεων, των οποίων διαδέχθηκε ένα κύμα εθνικιστικών εξεγέρσεων και επαναστάσεων. Μετά την Ελληνική Επανάσταση του 1821, κατά την οποία οι Μακεδόνες έπαιξαν πρωταρχικό ρόλο αφ' ενός, και που αφ' ετέρου οδήγησε σε καταστροφή πολλών εστιών του Ελληνισμού στη Μακεδονία, οι Μακεδόνες συνέχισαν τους αγώνες ελευθερίας και ένωσης με το νεοσύστατο Ελληνικό κράτος. Έτσι ακολούθησαν οι Μακεδονικές Επαναστάσεις του του 1854, του 1867, του 1878, του 1880 και των Πηχεωνικών του 1881. Περί το τέλος του 19ου αιώνα, όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία άρχισε να δείχνει σημεία παρακμής, είχαν ήδη ξυπνήσει ο μαυροβούνιος, ο σέρβικος, ο ελληνικός, ο βουλγάρικος και ο ρουμάνικος εθνικισμός. Αποτέλεσμα αυτού, ήταν να δημιουργηθούν καινούργια εθνικά κράτη στην επικράτεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τα οποία διεκδικούσαν όλο και περισσότερα εδάφη από την Αυτοκρατορία. Κύριο μέσο επέκτασης των νεοσύστατων βαλκανικών κρατών, ήταν η αλυτρωτική πολιτική, δηλαδή η διεκδίκηση πληθυσμιακών ομάδων, που διαβιούσαν στον εναπομείναντα ευρωπαϊκό οθωμανικό χώρο και η πολιτική ενσωμάτωσης των περιοχών όπου διαβιούσαν αυτές οι ομάδες προς τον κορμό των κρατών τους.

Οι Γεώργιος Χασιώτης και Κλεάνθης Νικολαΐδης, δημοσιογράφοι με έδρα το Βερολίνο, προκειμένου να στηρίξουν τις ελληνικές βλέψεις για περιοχές βορειότερα της ελληνόφωνης ζώνης, δημοσίευσαν εθνογραφικούς χάρτες όπου φαινόταν ο χώρος επέκτασης της ελληνικής εκπαίδευσης και της χρήσης της ελληνικής γλώσσας για συναλλαγές.[2]

Σημαντικός σταθμός στην ιστορία της περιοχής, ήταν η δημιουργία το (1893) στη Ρέσεν, της περιοχής της Πελαγονίας, της μυστικής οργάνωσης ΒΜΡΟ (στα ελληνικά ΕΜΕΟ), δηλαδή Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση. Σκοπός της οργάνωσης, ήταν η απελευθέρωση της Μακεδονίας από τους Τούρκους με το παραπλανητικό σύνθημα «Η Μακεδονία στους Μακεδόνες» και να παρέχει στήριξη στη διατήρηση της Βουλγαρικής εθνικής ταυτότητας στις ευρωπαϊκές οθωμανικές κτήσεις.[3] Στον όρκο που έδιναν τα μέλη της, γινόταν σαφής διάκριση μεταξύ Βουλγάρων και Ελλήνων και τονίζονταν ότι οι χριστιανικές εθνότητες θα συνεργάζονταν για την αποκήρυξη του Οθωμανικού ζυγού.[4] Αποτέλεσμα της δράσης της ΕΜΕΟ ήταν οι εθνικοί ανταγωνισμοί να μετατραπούν σε ένοπλες συγκρούσεις, κάτι που οδήγησε σε νέα Μακεδονική Επανάσταση του 1896. Σύμφωνα με απογραφή που έγινε από τομ Χιλμή Πασά το 1904 στα βιλαέτια της Θεσσαλονίκης, του Μοναστηρίου και του Κοσσυφοπεδίου, η σύσταση του πληθυσμού ήταν: Μωαμεθανοί (1.729.000), Έλληνες (647.932), Βουλγαρίζοντες (527.784), Σέρβοι (167.601), Εβραίοι (48.270) και Ρουμανίζοντες Βλάχοι (30.116).[5] Υπολογίζεται ότι ένας στους τρεις κατοίκους της μετέπειτα Μακεδονίας ως γεωγραφικό διαμέρισμα της Ελλάδας, ήταν σλαβόφωνοι.[6]α[›] Το 1908 εκδηλώθηκε ο Τουρκικός εθνικισμός με το κίνημα των Νεότουρκων. Η εξέλιξη αυτή ήταν αρνητική για όλα τα χριστιανικά έθνη που κατοικούσαν στη Μακεδονία, γιατί δυσκόλευε την επέκταση και την ίδρυση εθνικών κρατών. Ακολούθησαν οι δύο Βαλκανικοί Πόλεμοι, κατά τους οποίους η Μακεδονία διαμελίστηκε στα τρία και προσαρτήθηκε από τη Σερβία, την Ελλάδα και τη Βουλγαρία.

Το Μακεδονικό απασχόλησε και τη Κομμουνιστική Διεθνή, η οποία υποστήριξε τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου Μακεδονικού κράτους, κάτι το οποίο δεν έγινε μετά τους πολέμους και την ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών του 1923. Με την ανταλλαγή πληθυσμών, το ελληνικό στοιχείο ενδυναμώθηκε σημαντικά στη Μακεδονία με την άφιξη Μικρασιατών προσφύγων και την απομάκρυνση των μουσουλμάνων. Η πολιτική ενσωμάτωσης συνεχίστηκε από το Ελληνικό κράτος, με σκοπό τον πλήρη γλωσσικό εξελληνισμό του σλαβόφωνου στοιχείου, με καταστολή χρήσης των σλαβικών γλωσσών και διαλέκτων στην Ελληνική επικράτεια (στην Πελοπόννησο και τη Στερεά διώχτηκε η χρήση της αρβανίτικης διαλέκτου), κάτι που σε γενικές γραμμές επιτεύχθηκε, αλλά όχι απόλυτα.[6] Παρ' όλα αυτά, το πρόβλημα συνέχισε να απασχολεί τη Β' Διεθνή και αργότερα και την Γ' Διεθνή, με σκοπό τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους, θέση η οποία το 1924 υιοθετήθηκε επίσημα και από το ΚΚΕ.

Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής στην Ελλάδα, ορισμένοι σλαβόφωνοι πληθυσμοί στην Μακεδονία, προσχώρησαν ομαδικά στα αντάρτικα ένοπλα τμήματα του ΕΑΜ. Το ΕΑΜ μετά από πιέσεις των Γιουγκοσλάβων Παρτιζάνων, δημιούργησε την οργάνωση ΝΟΦ (Εθνικό απελευθερωτικό Μέτωπο – Ναρόντνοοσλομπουντίλεν Φροντ)), η οποία ήταν παρακλάδι του, με σκοπό μελλοντικά να γίνει αντικείμενο εθνικιστικών στόχων της Γιουγκοσλαβίας. Κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πόλεμου στην Ελλάδα, πολλές χιλιάδες Μακεδόνων (γηγενών και προσφύγων) αποχώρησαν προς τη Γιουγκοσλαβία,β[›] πολλοί από τους οποίους (οι πρώην κομιτατζήδες της Οχράνα) βαρύνονταν με καταδίκες για συνεργασία με τους κατακτητές. Κατά τη γενική αμνήστευση που εξέδωσε το ελληνικό κράτος στις αρχές του '80, προς τους πρώην πολίτες του Ελληνικού κράτους που εκδιώχθηκαν από τις εστίες τους μετά τον εμφύλιο πόλεμο, αρκετοί δεν μπόρεσαν ούτε τότε να επιστρέψουν στην πατρογονική τους εστία, καθώς μια οδηγία της απόφασης της ελληνικής κυβέρνησης επισήμανε πως δικαίωμα επαναπατρισμού έχουν μόνο οι Έλληνες πρώην πολίτες του Ελληνικού κράτους και όχι οι μη Έλληνες στο γένος, πρώην πολίτες του Ελληνικού κράτους.

Αντίθετα, τα πράγματα στην Γιουγκοσλαβία για τους Σλαβομακεδόνες, είναι εντελώς διαφορετικά. Μετά την τρομοκρατία και την πλήρη έλλειψη δικαιωμάτων για τους Σλαβομακεδόνες του Σερβικού Βασιλείου, ο Γιόσιπ Μπροζ Τίτο, Πρόεδρος της Γιουγκοσλαβίας, της οποίας τμήμα αποτελούσε η «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας», αναγνώρισε πλήρως το «"Μακεδονικό" έθνος», και ως εκ τούτου στη Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας, συμπεριέλαβε ως ισότιμο ομόσπονδο κράτος μέλος, τη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας, με πρωτεύουσα τα Σκόπια.

Πιο συγκεκριμένα, 7 μήνες προτού η Γιουγκοσλαβία ανακηρυχθεί «Ομοσπονδιακή Λαϊκή Δημοκρατία» (31.1.1946), άρχισε να καλλιεργεί τη θεωρία ότι υπάρχει ξεχωριστή «μακεδονική εθνότητα» που ένα τμήμα της στενάζει, τάχα, υπό τον ελληνικό ζυγό. Η θεωρία διατυπώθηκε για πρώτη φορά ολοκληρωμένη στις 21.6.1945, με ένα άρθρο της εφημερίδας «Μπόρμπα» (επισήμου οργάνου του Κ.Κ. Γιουγκοσλαβίας) με τίτλο «Η Μακεδονία του Αιγαίου». Η πρώτη ελληνική αντίδραση πραγματοποιήθηκε μέσω δημοσίευσης στην εφημερίδα «Ελευθερία» στις 4.7.1945, με τίτλο «Μακεδονία του Αιγαίου», από τον Θεοφύλακτο Φ. Παπακωνσταντίνου, δημοσιογράφο και μετέπειτα αρχισυντάκτη της εφημερίδας. Έκτοτε έγραψε συνολικά άλλα 35 άρθρα κατά τις προσεχείς δεκαετίες σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά, χωρίς όμως να βρει ανταπόκριση από τις ελληνικές κυβερνήσεις.

Μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, όλα τα πρώην ομόσπονδα κράτη που την αποτελούσαν άρχισαν ένα ένα να κηρύσσουν την ανεξαρτησία τους. Έτσι στις 6 Σεπτεμβρίου του 1991, κήρυξε την ανεξαρτησία της η «Δημοκρατία της "Μακεδονίας"». Αυτό δημιούργησε ένταση μεταξύ των κρατών της Ελλάδας και της χώρας αυτής, γνωστό ως Μακεδονικό ονοματολογικό ζήτημα.

Ο προσδιορισμός των σφαιρών επιρροής μετά το συνέδριο του Βερολίνου (1878)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα σύνορα στη νοτιοανατολική Ευρώπη μετά τη Συνθήκη του Βερολίνου (1878)

Στις διμερείς σχέσεις Ελλάδας - Βουλγαρίας μετά το Συνέδριο του Βερολίνου (1878) κυριαρχούσαν τρία βασικά ζητήματα.

Και τα τρία ζητήματα ήταν στενά συνδεδεμένα. Η Ελλάδα είχε κατανοήσει ότι η ημιαυτόνομη Ανατολική Ρωμυλία ήταν μακροπρόθεσμα μια χαμένη υπόθεση, αλλά αποφάσισε να στηρίξει τον εκεί Ελληνισμό (60.000) ως αντίρροπη δύναμη στις βουλγαρικές διεκδικήσεις επί της Μακεδονίας. Η ελληνική θέση για τη Μακεδονία ήταν σαφής:

Η Ελλάδα διεκδικούσε τα εδάφη της αρχαίας Μακεδονίας (το γεωγραφικό διαμέρισμα της Μακεδονίας και τη γραμμή Αχρίδας- Μοναστηρίου- Στρώμνιτσας- Μελενίκου) και πάντοτε ανέμενε από τη Βουλγαρία την εκδήλωση ενδιαφέροντος για τον καθορισμό της διαχωριστικής γραμμής. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήταν πρόθυμο να προβεί σε άρση του βουλγαρικού σχίσματος, υπό τον όρο ότι ο Βούλγαρος Έξαρχος θα εγκατέλειπε την Κωνσταντινούπολη, θα εγκαθίστατο στη Σόφια και η δικαιοδοσία του θα περιοριζόταν στη Βουλγαρική Ηγεμονία και την Ανατολική Ρωμυλία.[7]

Η πραξικοπηματική προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας από τη Βουλγαρική Ηγεμονία (Σεπτέμβριος 1885) και η εφαρμοσθείσα πολιτική του εκβουλγαρισμού των Ελλήνων ψύχραναν περισσότερο τις σχέσεις Αθήνας-Σόφιας.

Η Βουλγαρία, έχοντας εξασφαλίσει τον Οκτώβριο του 1897 τρία νέα σουλτανικά βεράτια για εξαρχικούς επισκόπους στη Δίβρη, το Μοναστήρι και τη Στρώμνιτσα, ως αποτέλεσμα της ουδέτερης στάσης που τήρησε στον ελληνο-τουρκικό πόλεμο, σε καμιά περίπτωση δεν δεχόταν τη λύση της διανομής και απλά ήθελε να βολιδοσκοπήσει τη στάση της Ελλάδας.[8]

Το Status quo[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τη Συνθήκη Βουκουρεστίου (1913) που ήταν το επισφράγισμα των δύο Βαλκανικών πολέμων, στην Ελλάδα παραχωρήθηκε περίπου το 50,5% της μείζονος Μακεδονίας, το 38% στη Σερβία και το 10,5% στη Βουλγαρία.[9]

  • «Η Ελλάδα σεβάστηκε τη συνθήκη του Βουκουρεστίου και ποτέ δεν διεκδίκησε ούτε θεωρητικά τη Στρώμνιτσα ή το Μελένικο με συμπάγεια τότε ελληνικού πληθυσμού που απελευθερώθηκε από τον προελάσαντα νικηφόρο ελληνικό στρατό τον Ιούνιο του 1913 και παρέμεινε ελληνικό (υπό ελληνικήν στρατιωτικήν κατοχήν) για δύο περίπου μήνες, κατακυρώθηκε στη Βουλγαρία, οπότε ολόκληρος ο πληθυσμός της πόλης μετανάστευσε σε ελληνικό έδαφος και εγκαταστάθηκε στο Σιδηρόκαστρο, Σέρρες και Θεσσαλονίκη».[10]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

^ α: Σύμφωνα με την επίσημη άποψη της Βουλγαρίας, όπως προβλήθηκε το 1913 από τον Βούλγαρο Ιορδάν Ιβάνωφ και υιοθετήθηκε ως επίσημη βουλγαρική άποψη από τη Διεθνή Επιτροπή Κάρνεγκη το 1914 στην έκθεση της για τα αίτια και τη διεξαγωγή των Βαλκανικών πολέμων, στα εδάφη που αποτέλεσαν την ελληνική Μακεδονία ζούσαν στις παραμονές των πολέμων 260.000 Σλαβομακεδόνες.[11] Οι σλαβομακεδόνες αυτοί «Βούλγαροι» για τη Βουλγαρία και «Μακεδόνες» για τη Βόρεια Μακεδονία, συμπεριλάμβαναν φυσικά τόσο τους πρώην Εξαρχικούς όσο και τους πρώην Πατριαρχικούς. Σύμφωνα με την επίσημη ελληνική άποψη, η οποία προβλήθηκε κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου κυρίως από τον Βλαδίμηρο Κολοκοτρώνη και τον Αλέξανδρο Πάλλη στις περιοχές της μείζονος Μακεδονίας που απελευθερώθηκαν από το ελληνικό στρατό και αποτέλεσαν την ελληνική Μακεδονία ζούσαν στις παραμονές των Βαλκανικών πολέμων μεταξύ 115.000 και 120.000 Σλαβομακεδόνες. Η διαφορά λοιπόν των 140.000 μεταξύ των ελληνικών και των βουλγαρικών υπολογισμών αντιπροσωπεύει τον αριθμό των ελληνοφρόνων Σλαβοφώνων.

^ β: Άλλο κύμα αναχωρήσεων από την περιοχή προκάλεσε η έντονη και παρατεταμένη διαμάχη μεταξύ Σοβιετικής Ενώσεως και Γιουγκοσλαβίας το 1948 και η συνακόλουθη αποπομπή της τελευταίας από την Κομινφόρμ. Η ρήξη αυτή διέσπασε και τους Σλαβομακεδόνες Κομμουνιστές, πολλοί από τους οποίους αρνήθηκαν να καταδικάσουν την τιτοϊκή Γιουγκοσλαβία και διεχώρισαν τη θέση τους από αυτήν του ΚΚΕ. Πολλοί μαχητές των νοφικών μονάδων τότε 5.000 - 6.000, [12] αλλά και πολλά στελέχη του ΝΟΦ, εγκατέλειψαν το Βίτσι και πέρασαν στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας.[13]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Ελληνική Ιστορία, τόμ. 25,σ.367, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε ISBN 960-213-260-4
  2. «Βασίλης Κ. Γούναρης, Η ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ Η ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Αυγούστου 2019. Ανακτήθηκε στις 1 Δεκεμβρίου 2019. 
  3. Ιβάν Χατζηνικόλοφ: «...μόνο μια μυστική επαναστατική οργάνωση θα μπορούσε να εξουδετερώσει την ξένη προπαγάνδα στη Μακεδονία, και θα ήταν η πιο αξιόπιστη στήριξη για τη διατήρηση του βουλγαρικού εθνικού αισθήματος...» - «Ιλουστράτσια Ίλιντεν» 1936, βιβλίο Ι, σελ. 4-5 - Илюстрация Илинден, София, 1936 г., кн. 1, стр. 4-5
  4. Κωνσταντίνος Αποστόλου Βακαλόπουλος, Εθνοτική Διαπάλη στη Μακεδονία (1894 – 1904), Η Μακεδονία στις παραμονές του Μακεδονικού Αγώνα, Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ. 311
  5. ΕΘΝΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ού ΑΙΩΝΑ Αρχειοθετήθηκε 2010-10-23 στο Wayback Machine. δίκτυο Ελληνων. Ανακτήθηκε την 14 Σεπτεμβρίου 2012.
  6. 6,0 6,1 Τάσος Κωστόπουλος (2008). Η απαγορευμένη γλώσσα. Βιβλιόραμα. ISBN 9789608087736. 
  7. Σπυρίδων Σφέτας, Η πορεία προς το Ίλιντεν, ο αντίκτυπος της εξέγερσης στην Ελλάδα και οι απαρχές της ένοπλης φάσης του Μακεδονικού Αγώνα σσ. 1-82, Θεσσαλονίκη 2006
  8. Σπυρίδων Σφέτας, όπ.π.
  9. ΙΕΕ, τόμος ΙΔ΄ σ.
  10. Κωνσταντίνος Τσώπρος, «ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ (Μελένοικο-Θεσσαλονίκη)» σ. 38 εκδ. ΙΜΧΑ, 1992 GR ISSN 0073-862Χ
  11. Carnegie Endowment for Internatinal Peace, Report of the International Commisio to Inquire into the Causes and the Conduct oh the Ballkan Wars, Ουάσινγκτον 1914
  12. Ιωάννης Κολιόπουλος, Λεηλασία φρονημάτων «ΒΕΕΘΩΜ» σ. 225, εκδ. Βάνιας, 1995 ISBN 960-288-039-2.
  13. Woodhouse Struggle, σσ. 248-9, 253-4, 264

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Επιπλέον βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Adanir, Fikret (1979). Die Makedonische Frage. Ihre Entstehung und Entwicklung bis 1908. Frankfurter Historische Abhandlungen. Βίζμπαντεν: Franz Steiner. 
  • Wilkinson, Henry Robert (1951). Maps and politics: a review of the ethnographic cartography of Macedonia. Liverpool studies in geography. Liverpool: Liverpool University Press. 
  • Erik Sjöberg (2011), Battlefields of Memory. The Macedonian Conflict and Greek Historical Culture, Umeå University. ISBN 978-91-7459-329-7
  • Γούναρης, Βασίλης Κ. (2010). Το Μακεδονικό Ζήτημα από τον 19ο έως τον 21ο αιώνα. Ιστοριογραφικές προσεγγίσεις. Θέματα Ιστορίας. 1. Αθήνα: Αλεξάνδρεια. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]