Μέση θανατηφόρος δόση

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Στην τοξικολογία, η μέση θανατηφόρος δόση LD50 (συντομογραφία για θανατηφόρα δόση, 50%") (θανατηφόρα συγκέντρωση, 50%), LC50 (θανατηφόρος συγκέντρωση, 50%) ή LCt50 είναι μια τοξική μονάδα που μετρά τη θανατηφόρα δόση μιας δεδομένης ουσίας. Οι αριθμοί LD50 χρησιμοποιούνται συχνά ως ένας γενικός δείκτης οξείας τοξικότητας μιας ουσίας. Μια χαμηλή τιμή LD50 είναι ένδειξη αυξημένης τοξικότητας.

Η δοκιμή δημιουργήθηκε από τον Τζων Γουίλιαμ Τρέβαν το 1927.[1] Ο όρος ημιθανατηφόρος δόση χρησιμοποιείται κάποιες φορές με το ίδιο νόημα, αν και κάποιες φορές συγχέεται με τον όρο υποθανατηφόρος δόση. Το LD50 καθορίζεται συνήθως από πειράματα σε ζώα όπως τα εργαστηριακά ποντίκια. Το 2011 η Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (Food and Drug Administration) ενέκρινε εναλλακτικές μεθόδους προς το LD50 για τον έλεγχο του καλλυντικού φαρμάκου BOTOX (Αλλαντική τοξίνη) χωρίς πειράματα σε ζώα.[2][3]

Συμβάσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το LD50 εκφράζεται συνήθως ως η μάζα της ουσίας που χορηγήθηκε ανά μονάδα μάζας του υποκειμένου του πειράματος, συνήθως ως χιλιοστογραμμάρια ουσίας ανά χιλιόγραμμο σωματικής μάζας, αλλά δηλώνεται ως νανογραμμάρια (κατάλληλα για αλλαντίαση), μικρογραμμάρια, χιλιοστογραμμάρια, ή γραμμάρια (κατάλληλα για παρακεταμόλη) ανά χιλιόγραμμο. Η δήλωση κατ' αυτόν τον τρόπο επιτρέπει στη σχετική τοξικότητα διαφορετικών ουσιών να συγκριθεί και κανονικοποιεί τη διακύμανση στο μέγεθος των εκτιθέμενων ζώων (αν και η τοξικότητα δεν κλιμακώνεται πάντα ανάλογα με τη σωματική μάζα).

Η επιλογή της κατά 50% θνησιμότητας ως σημείο αναφοράς αποφεύγει τη δυνατότητα ασάφειας κατά τη μέτρηση στα όρια και μειώνει τον αριθμό των απαιτούμενων πειραμάτων. Όμως, αυτό σημαίνει επίσης, ότι το LD50 δεν είναι η θανατηφόρος δόση για όλα τα άτομα· αρκετά άτομα μπορεί να σκοτωθούν με πολύ λιγότερο, ενώ άλλα επιβιώνουν με δόσεις πολύ μεγαλύτερες από το LD50. Μετρήσεις όπως οι "LD1" και "LD99" (η απαιτούμενη δόση για να σκοτώσει το 1% ή το 99%, αντίστοιχα, του ελεγχόμενου πληθυσμού) χρησιμοποιούνται ενίοτε για ειδικούς σκοπούς.[4]

Η θανατηφόρος δόση διαφέρει συχνά ανάλογα με τη μέθοδο της Υπηρεσίας Φαρμάκων· παραδείγματος χάρη, πολλές ουσίες είναι λιγότερο τοξικές όταν χορηγούνται από το στόμα, παρά όταν χορηγούνται ενδοφλέβια. Για αυτόν τον λόγο, οι αριθμοί LD50 επεξηγούνται συχνά με τον τρόπο χορήγησης, π.χ., "LD50 i.v."

Οι σχετικές τιμές LD50/30 ή LD50/60 χρησιμοποιούνται για να αναφερθούν σε μια δόση που χωρίς θεραπεία θα είναι θανάσιμη στο 50% του πληθυσμού μέσα σε (αντίστοιχα) 30 ή 60 ημέρες. Αυτές οι μετρήσεις χρησιμοποιούνται πιο συχνά στην Ακτινοφυσική, επειδή επιβίωση για περισσότερες από 60 ημέρες καταλήγει συνήθως σε ανάκαμψη.

Μια συγκρίσιμη μέτρηση είναι η LCt50, που συσχετίζει τη θανατηφόρα δόση από έκθεση, όπου C είναι η συγκέντρωση και t ο χρόνος. Εκφράζεται συχνά ως mg-min/m3. Η LCt50 είναι η δόση που θα προκαλέσει ανικανότητα παρά θάνατο. Αυτές οι μετρήσεις χρησιμοποιούνται συνήθως για να δείξουν μια συγκρίσιμη αποτελεσματικότητα των παραγόντων χημικού πολέμου και οι δόσεις συνήθως εκφράζονται από ρυθμούς αναπνοής (π.χ., ανάπαυση = 10 l/min) για εισπνοή, ή βαθμό ιματισμού για διείσδυση του δέρματος. Η έννοια του Ct πρωτοπροτάθηκε από τον Φριτς Χάμπερ (Fritz Haber) και αναφέρεται κάποιες φορές ως νόμος του Χάμπερ, που θεωρεί ότι η έκθεση για 1 λεπτό των 100 mg/m3 είναι ισοδύναμη με 10 λεπτά των 10 mg/m3 (1 × 100 = 100, όπως και το 10 × 10 = 100).

Κάποιες χημικές ουσίες, όπως το υδροκυάνιο, αποτοξινώνονται γρήγορα από το ανθρώπινο σώμα και δεν ακολουθούν τον νόμο Του Χάμπερ. Έτσι, σε αυτές τις περιπτώσεις, η θανατηφόρος συγκέντρωση μπορεί να δοθεί απλώς ως LC50 και προσδιορίζονται από τη διάρκεια της έκθεσης (π.χ., 10 λεπτά). Τα Δελτία Δεδομένων Ασφάλειας Υλικού (Material Safety Data Sheet) για τοξικές ουσίες χρησιμοποιούν συχνά αυτή τη μορφή ορολογίας ακόμα κι αν η ουσία ακολουθεί τον νόμο του Χάμπερ.

Για παθογόνους οργανισμούς, υπάρχει επίσης μια μέτρηση γνωστή ως η μέση μολυσματική δόση. Η μέση μολυσματική δόση (ID50) είναι ο αριθμός των οργανισμών που δέχτηκε ένα άτομο ή πειραματόζωο που προσδιορίζεται από την οδό της χορήγησης (π.χ., 1.200 οργανισμοί/άνθρωπο (org/man) από το στόμα). Λόγω των δυσκολιών στη μέτρηση των πραγματικών οργανισμών σε μια δόση, οι μολυσματικές δόσεις μπορεί να εκφράζονται με όρους βιολογικής ανάλυσης, όπως ο αριθμός των LD50 σε κάποια πειραματόζωα. Στον βιολογικό πόλεμο ως μολυσματική δοσολογία λαμβάνεται ο αριθμός των μολυσματικών δόσεων ανά λεπτό για ένα κυβικό μέτρο (π.χ., ICt50 είναι 100 μεσαίες δόσεις - min/m3).

Περιορισμοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ως μέτρο τοξικότητας, το LD50 είναι κάπως αναξιόπιστο και τα αποτελέσματα μπορεί να διαφέρουν πολύ μεταξύ μεταξύ διαφορετικών πειραμάτων λόγω παραγόντων όπως γενετικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού του δείγματος, των ειδών των πειραματοζώων, περιβαλλοντικών παραγόντων και τρόπου χορήγησης.[5]

Μπορεί να υπάρχει μια πλατιά μεταβλητότητα μεταξύ των ειδών επίσης· αυτό που μπορεί να είναι ασφαλές για τα ποντίκια μπορεί να είναι εξόχως τοξικό για τον άνθρωπο (δείτε παρακεταμόλη) και αντίστροφα. Παραδείγματος χάρη, η σοκολάτα, σχετικά αβλαβής για τον άνθρωπο, είναι γνωστό ότι είναι τοξική σε πολλά ζώα. Όταν γίνονται πειράματα με δηλητήριο από δηλητηριώδεις οργανισμούς, όπως στα φίδια, τα αποτελέσματα του LD50 μπορεί να παραπλανητικά λόγω των φυσιολογικών διαφορών μεταξύ ποντικιών, αρουραίων και ανθρώπων. Πολλά δηλητηριώδη φίδια είναι εξειδικευμένοι θηρευτές για ποντίκια και το δηλητήριο τους μπορεί να προσαρμόζεται ιδιαίτερα για να αποδυναμώσουν τα ποντίκια· ενώ οι μαγκούστες μπορεί να είναι ιδιαίτερα ανθεκτικές. Αν και τα περισσότερα θηλαστικά έχουν μια πολλή παρόμοια φυσιολογία, τα αποτελέσματα του LD50 μπορεί να έχουν ή να μην έχουν ίδια συμπεριφορά με κάθε θηλαστικό, όπως ο άνθρωπος, κλπ.

Παραδείγματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η σύγκριση ουσιών (ειδικά φαρμάκων) μεταξύ τους με το LD50 μπορεί να είναι παραπλανητική σε πολλές περιπτώσεις λόγω (μερικώς) των διαφορών στην ενεργό δόση (ED50). Συνεπώς, είναι πιο χρήσιμη η σύγκριση τέτοιων ουσιών με τον θεραπευτικό δείκτη, που είναι απλώς ο λόγος του LD50 προς τον ED50.

Τα παρακάτω παραδείγματα αναφέρονται, με φθίνουσα σειρά, ως προς τις τιμές LD50 και συνοδεύονται από τιμές LC50, {μέσα σε άγκιστρα}, όταν ενδείκνυται.

Ουσία Ζώο, Οδός LD50
{LC50}
LD50 : g/kg
{LC50 : g/L}
τυποποιημένο
Παραπομπή
Νερό επίμυς, στοματικά >700490000000000000090,000 mg/kg >90 [6]
Σακχαρόζη (επιτραπέζια ζάχαρη) επίμυς, στοματικά 700429700000000000029,700 mg/kg 29.7 [7]
Γλουταμινικό μονονάτριο (MSG) επίμυς, στοματικά 700416600000000000016,600 mg/kg 16.6 [8]
Βιταμίνη C (ασκορβικό οξύ) επίμυς, στοματικά 700411900000000000011,900 mg/kg 11.9 [9]
Κυανουρικό οξύ επίμυς, στοματικά 70037700000000000007,700 mg/kg 7.7 [10]
Θειούχο κάδμιο επίμυς, στοματικά 70037080000000000007,080 mg/kg 7.08 [11]
Αιθανόλη επίμυς, στοματικά 70037060000000000007,060 mg/kg 7.06 [12]
Ισοπροπυλομεθυλοφωσφονικό οξύ του νατρίου (IMPA, μεταβολίτης του σαρίν) επίμυς, στοματικά 70036860000000000006,860 mg/kg 6.86 [13]
Μελαμίνη επίμυς, στοματικά 70036000000000000006,000 mg/kg 6 [10]
Κυανουρική μελαμίνη επίμυς, στοματικά 70034100000000000004,100 mg/kg 4.1 [10]
Μολυβδαινικό νάτριο επίμυς, στοματικά 4,000 mg/kg 4 [14]
Χλωριούχο νάτριο επίμυς, στοματικά 3,000 mg/kg 3 [15]
Παρακεταμόλη επίμυς, στοματικά 1,944 mg/kg 1.944 [16]
Τετραϋδροκανναβινόλη (THC) επίμυς, στοματικά 1,270 mg/kg 1.270 [17]
Μεταλλικό αρσενικό επίμυς, στοματικά 763 mg/kg 0.763 [18]
ADBAC(Alkyl dimethyl benzalkonium chloride) επίμυς, στοματικά
ψάρι, εμβάπτιση
υδρόβια ασπόνδυλα, εμβάπτιση
304.5 mg/kg
{0.28 mg/L}
{0.059 mg/L}
0.3045
{0.00028}
{0.000059}
[19]
Κουμαρίνη (βενζοπυρόνη) επίμυς, στοματικά 293 mg/kg 0.293 [20]
Ασπιρίνη (ακετυλοσαλικυλικό οξύ) επίμυς, στοματικά 200 mg/kg 0.2 [21]
Καφεΐνη επίμυς, στοματικά 192 mg/kg 0.192 [22]
Τριθειούχο αρσενικό επίμυς, στοματικά 185–6,400 mg/kg 0.185 [23]
Νιτρώδες νάτριο επίμυς, στοματικά 180 mg/kg 0.18 [24]
Διένυδρο οξικό ουρανύλιο ποντίκι, στοματικά 136 mg/kg 0.136 [25]
Βισοπρολόλη ποντίκι, στοματικά 100 mg/kg 0.1 [26]
Διχλωριούχο κοβάλτιο επίμυς, στοματικά 80 mg/kg 0.08 [27]
Οξείδιο του καδμίου επίμυς, στοματικά 72 mg/kg 0.072 [28]
Φθοριούχο Νάτριο επίμυς, στοματικά 52 mg/kg 0.052 [29]
Πενταβοράνιο άνθρωπος, στοματικά <50 mg/kg <0.05 [30]
Καψαϊκίνη ποντίκι, στοματικά 47.2 mg/kg 0.0472 [31]
Χλωριούχος υδράργυρος(II) επίμυς, δερματικά 41 mg/kg 0.041 [32]
Διαιθυλαμίδιο του λυσεργικού οξέος (LSD) επίμυς, ενδοφλέβια 16.5 mg/kg 0.0165 [33]
Τριοξείδιο του αρσενικού επίμυς, στοματικά 14 mg/kg 0.014 [34]
Μεταλλικό αρσενικό επίμυς, ενδοπεριτοναϊκά 13 mg/kg 0.013 [35]
Κυανιούχο νάτριο επίμυς, στοματικά 6.4 mg/kg 0.0064 [36]
Λευκός φωσφόρος επίμυς, στοματικά 3.03 mg/kg 0.00303 [37]
Στρυχνίνη άνθρωπος, στοματικά 1–2 mg/kg (εκτιμώμενο) 0.001 [38]
Νικοτίνη άνθρωπος, στοματικά 0.5-1.0 mg/kg (εκτιμώμενο) 0.0005-0.001 [39]
Κανθαριδίνη άνθρωπος, στοματικά 0.5 mg/kg 0.0005
Αφλατοξίνη B1 (από Aspergillus flavus) επίμυς, στοματικά 0.48 mg/kg 0.00048 [40]
Δηλητήριο της βραζιλιάνικης περιπλανώμενης αράχνης επίμυς, υποδόρια 7002134000000000000134 µg/kg 0.000134 [41]
Δηλητήριο του ταϊπάν της ενδοχώρας (Αυστραλιανό φίδι) επίμυς, υποδόρια 700125000000000000025 µg/kg 0.000025 [42]
Ρικίνη επίμυς, ενδοπεριτοναϊκά
rat, oral
700122000000000000022 μg/kg
20–30 mg/kg
0.000022
0.02
[43]
2,3,7,8-Τετραχλωροδιβενζοδιοξίνη (TCDD, μια διοξίνη) επίμυς, στοματικά 700020000000000000020 µg/kg 0.00002 [44]
Σαρίν ποντίκι, υποδόρια εισαγωγή 700317230000000000017.23 µg/kg (εκτιμώμενο) 0.0000172 [45]
VX (νευρικός παράγοντας) άνθρωπος, στοματικά, εισπνοή, απορρόφηση μέσω δέρματος/ματιών 70012300000000000002.3 µg/kg (εκτιμώμενο) 0.0000023 [46]
Βατραχοτοξίνη άνθρωπος, υποδόρια έγχυση 70002000000000000002-7 µg/kg (εκτιμώμενο) 0.000002 [47]
Maitotoxin ποντίκι, ενδοπεριτοναϊκά 70011300000000000000.13 µg/kg 0.00000013 [48]
Πολώνιο-210 άνθρωπος, εισπνοή 700010000000000000010 ng/kg (εκτιμώμενο) 0.00000001 [49]
Αλλαντική τοξίνη (Botulinum toxin) (Botox) άνθρωπος, στοματικά, έγχυση, εισπνοή 70001000000000000001 ng/kg (εκτιμώμενο) 0.000000001 [50]
Ιονίζουσα ακτινοβολία άνθρωπος, ακτινοβολία 6 Gy

Προβληματισμοί για τα δικαιώματα των ζώων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ομάδες δικαιωμάτων και ευημερίας των ζώων, όπως η "Διεθνής ένωση δικαιωμάτων των ζώων",[51] έχουν εκστρατεύσει κατά των πειραμάτων σε ζώα για το LD50, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που κάποιες ουσίες προκαλούν με αργό και επώδυνο τρόπο τον θάνατο των ζώων. Αρκετές χώρες, συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου, έχει κάνει βήματα για κατάργηση της στοματικής LD50 και ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (OECD) κατάργησε την απαίτηση για στοματικά πειράματα το 2001.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. What is an LD50 and LC50
  2. «Allergan Receives FDA Approval for First-of-Its-Kind, Fully in vitro, Cell-Based Assay for BOTOX® and BOTOX® Cosmetic (onabotulinumtoxinA)». Allergan Web site. 24 Ιουνίου 2011. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Ιουνίου 2011. Ανακτήθηκε στις 15 Αυγούστου 2012. 
  3. «In U.S., Few Alternatives To Testing On Animals». Washington Post. 12 Απριλίου 2008. Ανακτήθηκε στις 26 Ιουνίου 2011. 
  4. «REGISTRY OF TOXIC EFFECTS OF CHEMICAL SUBSTANCES (RTECS)
    COMPREHENSIVE GUIDE TO THE RTECS»
    (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 16 Μαΐου 2013. Ανακτήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2015.
     
  5. Ernest Hodgson (2004). A Textbook of Modern Toxicology. Wiley-Interscience (3rd ed.).[Χρειάζεται σελίδα]
  6. «Material Safety Data Sheet Water MSDS». Section 11: Toxicological Information for the LD50 verification. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Σεπτεμβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2015. 
  7. «Safety (MSDS) data for sucrose». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Ιουνίου 2011. Ανακτήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2015. 
  8. Walker R; Lupien JR (Απρίλιος 2000). «The safety evaluation of monosodium glutamate». Journal of Nutrition 130 (4S Suppl): 1049S–52S. PMID 10736380. 
  9. «Safety (MSDS) data for ascorbic acid». Oxford University]. 9 Οκτωβρίου 2005. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Φεβρουαρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 2007. 
  10. 10,0 10,1 10,2 A.A. Babayan, A.V.Aleksandryan, "Toxicological characteristics of melamine cyanurate, melamine and cyanuric acid", Zhurnal Eksperimental'noi i Klinicheskoi Meditsiny, Vol.25, 345-9 (1985). Original article in Russian.
  11. «Advanced Search - Alfa Aesar - A Johnson Matthey Company» (PDF). Alfa.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 24 Ιουλίου 2015. Ανακτήθηκε στις 17 Ιουλίου 2013. 
  12. «Safety (MSDS) data for ethyl alcohol». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Ιουλίου 2011. Ανακτήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2015. 
  13. Mecler, Francis J. (Μάιος 1981). Mammalian Toxological Evaluation of DIMP and DCBP (Phase 3 - IMPA) (PDF). Final report. Litton Bionetics, Inc. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Μαρτίου 2020. The oral LD50 values for the test material, IMPA, were 7650 and 6070 mg/kg for male and female rats, respectively. 
  14. «Safety (MSDS) data for sodium molybdate». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Ιανουαρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2015. 
  15. «Safety (MSDS) data for sodium chloride». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Οκτωβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2015. 
  16. «Safety (MSDS) data for 4-acetamidophenol». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Φεβρουαρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2015. 
  17. LD50 values of THC in fischer rats
  18. [1][νεκρός σύνδεσμος]
  19. Frank T. Sanders, επιμ. (Αύγουστος 2006). Reregistration Eligibility Decision for Alkyl Dimethyl Benzyl Ammonium Chloride (ADBAC) (Report). U.S. Environmental Protection Agency Office of Prevention, Pesticides, and Toxic Substances, p. 114. http://www.epa.gov/oppsrrd1/REDs/adbac_red.pdf. Ανακτήθηκε στις 2009-03-31. 
  20. «Coumarin Material Safety Data Sheet (MSDS)» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 21 Οκτωβρίου 2004. Ανακτήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2015. 
  21. «Safety (MSDS) data for acetylsalicylic acid». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Ιουλίου 2011. Ανακτήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2015. 
  22. «Safety (MSDS) data for caffeine». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Οκτωβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2015. 
  23. «MATERIAL SAFETY DATA SHEET - Spent Metal Catalyst» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 28 Σεπτεμβρίου 2011. 
  24. Safety (MSDS) data for sodium nitrite[νεκρός σύνδεσμος]
  25. Chemical toxicity of uranium
  26. DrugBank data for bisoprolol
  27. «Safety (MSDS) data for cobalt (II) chloride». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Απριλίου 2011. Ανακτήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2015. 
  28. Safety (MSDS) data for cadmium oxide[νεκρός σύνδεσμος]
  29. «Sodium Fluoride MSDS». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Σεπτεμβρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2015. 
  30. Pentaborane chemical and safety data
  31. «Capsaicin Material Safety Data Sheet». sciencelab.com. 2007. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 29 Σεπτεμβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 13 Ιουλίου 2007. 
  32. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Ιουλίου 2015. Ανακτήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2015. 
  33. Erowid LSD (Acid) Vault : Fatalities / Deaths. Erowid.org. Retrieved on 2013-07-17.
  34. «Safety (MSDS) data for arsenic trioxide». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Μαρτίου 2010. Ανακτήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2015. 
  35. «Safety (MSDS) data for metallic arsenic». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Ιανουαρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2015. 
  36. «Safety (MSDS) data for sodium cyanide». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Ιανουαρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2015. 
  37. «Hexachloroethane» (PDF). Ανακτήθηκε στις 3 Ιανουαρίου 2014. 
  38. INCHEM: Chemical Safety Information from Intergovernmental Organizations: Strychnine.
  39. IPCS INCHEM
  40. «Safety (MSDS) data for aflatoxin B1». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Απριλίου 2012. Ανακτήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2015. 
  41. Venomous Animals and their Venoms, vol. III, ed. Wolfgang Bücherl and Eleanor Buckley
  42. LD50 for various snakes Αρχειοθετήθηκε 2012-02-01 στο Wayback Machine.. Seanthomas.net. Retrieved on 2013-07-17.
  43. EFSA - Scientific Opinion of the CONTAM Panel: Ricin (from Ricinus communis) as undesirable substances in animal feed [1] - Scientific Opinion of the Panel on Contaminants in the Food Chain. Efsa.europa.eu. Retrieved on 2013-07-17.
  44. «U.S. National Toxicology Program acute toxicity studies for Dioxin (2,3,7,8-TCDD)». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Σεπτεμβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2015. 
  45. «Histochemical Demonstration of Calcium Accumulation in Muscle Fibres after Experimental Organophosphate Poisoning». Het.sagepub.com. 1 Ιουλίου 1990. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Σεπτεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 17 Ιουλίου 2013. 
  46. «Toxicity of the Organophosphate Chemical Warfare Agents GA, GB, and VX: Implications for Public Protection». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Δεκεμβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2015. 
  47. Brief Review of Natural Nonprotein Neurotoxins
  48. Yokoyama, Akihiro; Murata, Michio; Oshima, Yasukatsu; Iwashita, Takashi; Yasumoto, Takeshi (1988). «Some Chemical Properties of Maitotoxin, a Putative Calcium Channel Agonist Isolated from a MarineDinoflagellate». Journal of Biochemistry 104 (2): 184–187. PMID 3182760. http://jb.oxfordjournals.org/content/104/2/184.short. 
  49. «Topic 2 Toxic Chemicals and Toxic Effects». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Σεπτεμβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2015. 
  50. Fleming, Diane O.· Hunt, Debra Long (2000). Biological Safety: principles and practices. Washington, DC: ASM Press. σελ. 267. ISBN 1-55581-180-9. 
  51. «Thirty-Two Years of Measurable Change». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Φεβρουαρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2015. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]