Μέδιμνος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο Μέδιμνος ήταν το κυριότερο μέτρο χωρητικότητας για ξηρά εδώδιμα στην Αθήνα, που το θέσπισε ο Σόλωνας[1] για στερεά σε κόκκους, ξηρούς καρπούς, κριθάρι και κυρίως για το σιτάρι, εκ του οποίου και η συνήθης ονομασία "σιτηρός μέδιμνος". Ως μέτρο κυμαινόταν ανά εποχές και περιοχές από περίπου 52 έως σχεδόν 59 σημερινά λίτρα

Ο αττικός μέδιμνος υποδιαιρείτο ή χωρούσε 6 εκτείς, 48 χοίνικες και 192 κοτύλες. Απ΄όσο γνωριζουμε είχε και άλλες υποδιαιρέσεις. Χωριζόταν στα τρία (τον τριτέα, "τριτεύς"), στα προαναφερόμενα έξη (τους ἑκτεῖς, "ἑκτεύς"), στα δώδεκα (που η υποδιαίρεση λεγόταν "ἡμίεκτον"), στα είκοσι τέσσερα (τον χοίνικα, "χοῖνιξ") και στα σαράντα οκτώ (την "κοτύλη")

Μετά τον 3ο π.Χ. αι. που άλλαξαν σε μερικούς τομείς τα σταθμά, οι υποδιαιρέσεις του μεδίμνου ως επί το πλείστον διατηρήθηκαν, όμως η χωρητικότητά του έφτασε τα 58,9 σημερινά λίτρα. Ο αττικός μέδιμνος ήταν παραπλήσιος[2] με τον σικελικό. Ο μέδιμνος της Σπάρτης υπολογίζεται στα 72 λίτρα[3]

Οι τιμές και οι ανάγκες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την εποχή του Σόλωνα το σιτάρι ήταν σχετικά πιο προσιτό, γιατί ο μέδιμνος κόστιζε μία δραχμή ή 6 οβολούς. Στην εποχή του Σωκράτη τα τρόφιμα ήταν πιο ακριβά. Τα άλφιτα (ἄλφιτα: είδος γεύματος με δημητριακά, άλλοτε με σιτάρι κι άλλοτε με κριθάρι, κατ’ άλλους το κριθαρένιο ψωμί ή το πλιγούρι ή «ο άρτος ο επιούσιος» γενικά), πουλιόταν στα χρόνια του δύο ή και τρεις[4] δραχμές ο μέδιμνος και με έναν οβολό αγόραζες τέσσερεις χοίνικες (δηλαδή περίπου 4,5 λίτρα αλφίτων)[5]. Την ίδια εποχή υπολογίζεται ότι ένας ειδικευμένος τεχνίτης έπαιρνε μεροκάματο 1 δραχμή ή 6 οβολούς την ημέρα. Στα χρόνια του Δημοσθένη το ημερομίσθιό του έφτασε τις 2,5 δραχμές, αλλά και ο μέδιμνος είχε σκαρφαλώσει στις 5 δραχμές.[6] Περίπου τα ίδια χρόνια στη Λάμψακο τα άλφιτα στοίχιζαν επίσης ακριβά, γύρω στις 4 δραχμές ο μέδιμνος. Στη Σικελία αντίθετα ο μέδιμνος με σιτάρι κόστιζε 2 δραχμές και στις χειρότερες εποχές, 3 δρχ. Όταν η Αθήνα πολιορκήθηκε από τον Σύλλα, ο μέδιμνος του σιταριού έφτασε τις 300 δραχμές και οι Αθηναίοι κατάντησαν να μασάνε το δέρμα των παπουτσιών τους. Με ένα χοίνικα σιταριού (λίγο παραπάνω από 1 λίτρο) μπορούσαν να φτιάξουν τότε 8 μικρά καρβέλια και το έτοιμο ψωμί πουλιόταν σε κάποιες εποχές προς 1 οβολό. Γενικά οι τιμές ανέβαιναν όσο περνούσαν τα χρόνια. Η κατανάλωση παρέμενε ανά άτομο, όμως, η ίδια. Υπολογίζεται ότι ο ενήλικας άνδρας[7] χρειαζόταν ένα χοίνικα την ημέρα, ενώ οι γυναίκες, τα παιδιά και οι δούλοι, μισό. Στους στρατιώτες της Σπάρτης έκριναν απαραίτητο να δίνουν 2 χοίνικες την ημέρα και στους Πέρσες, όταν εκστρατεύανε, το λιγότερο έναν.[8] Ακόμη, ήταν αρχαιοελληνικό μέτρο χωρητικότητας στερεών και ειδικά του σιταριού ο οποίος αντιστοιχούσε (ο αττικός και ο σικελικός) στα 52 λίτρα, με τρεις υποδιαιρέσεις -περίπου 1/3 του σημερινού λίτρου η μικρότερη. Μετά τον 3ο αιώνα π.Χ. αντιστοιχούσε σε σημερινά 58 λίτρα. Πια δεν υπάρχει αυτή η μέτρηση.

Αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Γιάννης Λάμψας, Λεξικό του αρχαίου κόσμου, σ. 524 ISBN 960-8177-934-3
  2. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια του Παύλου Δρανδάκη
  3. Economic and Social History of Ancient Greece, M. M. Austin, Pierre Vidal-Naquet, 1981, αν και δεν υπάρχει ομοφωνία επ’ αυτού
  4. The Economy of Ancient Greece, εργασία Darel Tai Engen, California State University
  5. The Public Economy of Athens, Sir George Cornewall Lewis
  6. The Topography of Athens : Antiquities, leut.col. W. M. Leake RA
  7. The Wasps of Aristophanes, with notes by T. Mitchell
  8. Ηρόδοτος, Πολύμνια ή 7ο βιβλίο, 187 «εὑρίσκω γὰρ συμβαλλόμενος, εἰ χοίνικα πυρῶν ἕκαστος τῆς ἡμέρης ἐλάμβανε καὶ μηδὲν πλέον, ἕνδεκα μυριάδας μεδίμνων τελεομένας ἐπ᾽ ἡμέρῃ ἑκάστῃ καὶ πρὸς τριηκοσίους τε ἄλλους μεδίμνους καὶ τεσσεράκοντα».
  9. Λυσίας «Οι καταγγελτικοί του λόγοι», σσ. 507-536, εκδ. ΖΗΤΡΟΣ, 2003 ISBN 960-7760-95-6