Μάχη του ποταμού Γιαρμούκ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Μάχη που διεξήχθη από τις 15 έως τις 20 Αυγούστου του 636[1], στο υψίπεδο του ποταμού Ιερομύακα (Γιαρμούκ), ή Ιερμουχθά (κατά τον βυζαντινό ιστορικό Θεοφάνη), παραπόταμου του Ιορδάνη, στη Συρία, ανάμεσα στα Βυζαντινά στρατεύματα του Αυτοκράτορα Ηράκλειου και τα αραβικά στρατεύματα του χαλίφη Ουμάρ ιμπν αλ-Χαττάμπ.

Οι πολεμικές δυνάμεις των Βυζαντινών αριθμούσαν -μαζί με τους συμμάχους- περίπου 40.000 άνδρες [2] με αρχιστράτηγο τους, τον βασιλιά της Αρμενίας, Βαχάν. Οι Άραβες, με αρχιστράτηγο των Αμπού Ουμπάιντα ιμπν αλ-Τζάρραχ, αλλά διοικητή της συγκεκριμένης μάχης τον Χαλίντ ιμπν Ουαλίντ, [3] αριθμούσαν και εκείνοι 40.000 άντρες.

Η μάχη διήρκεσε έξι ολόκληρες ημέρες και το αποτέλεσμα ήταν η ξεκάθαρη νίκη των Αράβων.

Η Προ-ιστορία της σύγκρουσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Άραβες, από νίκη σε νίκη, σιγά-σιγά κατακτούσαν όλο και περισσότερα κομμάτια της Παλαιστίνης. Η πρώτη μεγάλη σύγκρουση Βυζαντινών και Αράβων ήταν στην «μάχη του Ατζναντεϊν», μάχη που έλαβε χώρα στις 30 Ιουλίου του 634 μεταξύ του Βυζαντινού στρατού και των Αράβων, στη περιοχή Μπέιτ Γκουβρίν, στο σημερινό Ισραήλ. Οι δυνάμεις των Βυζαντινών κυμαίνονταν γύρω στις 10.000, σύμφωνα με την άποψη του H.A.R. Gibb, [4] και το ίδιο νούμερο πάνω-κάτω, υπολογίζεται και για τους Μουσουλμάνους. Η μάχη τελείωσε με νίκη των Αράβων και του Χαλίντ ιμπν Ουαλίντ, προσωπικά. Η επόμενη μάχη στη Πέλλα Δεκαπόλεως (Fahl), που έγινε τον Ιανουάριο του 635 μεταξύ Αράβων, με επικεφαλής τον Χαλίντ ιμπν Ουαλίντ, και των Βυζαντινών, με επικεφαλής τον Θεόδωρο Τριθύριο, έληξε και πάλι με ήττα των Βυζαντινών. Έτσι ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος αποφάσισε να συγκεντρώσει για ακόμη μία φορά, έναν καινούριο στρατό, πολυαριθμότερο παρά ποτέ, και έτσι να εξασφαλίσει μια συντριπτική νίκη εναντίον του εχθρού.

Οι προετοιμασίες για τη μάχη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

οι κινήσεις των στρατευμάτων πριν τη μάχη

Οι προετοιμασίες για τη συγκέντρωση του Βυζαντινού στρατού, άρχισαν το 635, παρ' όλη την πολιορκία της Έμεσας από τους Άραβες, που συνεχιζόταν παράλληλα. Στρατεύματα, διοικούμενα από όλους τους ευγενείς αξιωματούχους του Βυζαντίου, κατέφθαναν από κάθε γωνιά της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Συνολικά σχηματίστηκαν πέντε στρατιές, από 20.000 άντρες η κάθε μία. Φράγκοι, Σλάβοι, Αρμένιοι, Έλληνες, Άραβες εκχριστιανισμένοι της φυλής των Γασσανιδών, Ρωμαίοι και Γεωργιανοί συγκεντρώθηκαν στη Συρία, ο καθένας με τους δικούς του αρχηγούς, πρίγκιπες και βασιλείς. Ανώτατος διοικητής του στρατού διορίστηκε ο Αρμένιος βασιλιάς, Βαχάν. [5] [6]

Την ίδια στιγμή, οι αραβικές στρατιές βρίσκονταν διασκορπισμένες σε διάφορα σημεία της περιοχής: ο Αμρ ιμπν Αλ-ας στην Παλαιστίνη, ο Σουραχμπίλ στην Ιορδανία, ο Γιαζίντ στη Καισάρεια, και ο Αμπού Ουμπάιντα και ο Χαλίντ ιμπν Ουαλίντ στην πολιορκία της Έμεσας. Οι μουσουλμάνοι πρωτοέμαθαν για τις προετοιμασίες των Βυζαντινών από έναν αιχμάλωτό τους, έναν Βυζαντινό στρατιώτη. Από τότε, με το καλά οργανωμένο δίκτυο των κατασκόπων τους, μάθαιναν με λεπτομέρειες τις προετοιμασίες, τους σκοπούς και στόχους των Βυζαντινών. Έτσι, η επόμενη κίνηση του Άραβα αρχιστράτηγου Αμπού Ουμπάιντα ήταν να ανακαλέσει όλα τα στρατεύματα στη περιοχή της Δαμασκού.

Στις 23 Ιουλίου του 636 ο μουσουλμανικός στρατός και το τμήμα του στρατού των εκχριστιανισμένων Αράβων της φυλής των Γασσανιδών (συμμάχων των Βυζαντινών) ήρθαν σε οπτική επαφή, στην περιοχή μεταξύ Δαμασκού και Τζαμπίγια (Jabiya). [7] Στο στρατιωτικό συμβούλιο, που συγκάλεσε ο Αμπού Ομπάιντα, προκρίθηκε η πρόταση του Χαλίντ να μεταφερθούν τα στρατεύματα στη πεδιάδα του ποταμού Γιαρμούκ, γιατί εκεί κατ’ αρχήν θα μπορούσαν να φτάσουν γρηγορότερα και με ασφάλεια οι ενισχύσεις που έστελνε ο Ομάρ, και δεύτερον η ευρύχωρη πεδιάδα θα επέτρεπε τη πλήρη ανάπτυξη του καλύτερου αραβικού όπλου, του ιππικού. [8]. Σε λίγο φάνηκαν και οι Βυζαντινοί και στρατοπέδευσαν στην είσοδο της κοιλάδας, βάζοντας απόσταση 6 χλμ. μεταξύ τους. Οι προετοιμασίες για τη μάχη άρχισαν, όταν έφτασε στο βυζαντινό στρατόπεδο η διαταγή του Ηράκλειου να μην αρχίσουν οι εχθροπραξίες πριν εξαντληθεί κάθε πιθανότητα ειρηνικής συμφωνίας.

Έτσι ο Βαχάν έστειλε δυο φορές αντιπροσώπους του να διαπραγματευθούν με τον Αμπού Ομπάιντα, αλλά οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν σε αποτυχία. Πέρασε ωστόσο ένας μήνας, χωρίς να γίνει καμία μάχη. Κανείς δεν αποφάσιζε να ξεκινήσει πρώτος την επίθεση. Αυτή η αναβολή όμως ωφέλησε τους Άραβες, που εν τω μεταξύ, τους ήρθαν ενισχύσεις 6000 στρατιωτών από την Υεμένη. Οι μουσουλμάνοι τώρα είχαν 40.000 στρατιώτες, περιλαμβανομένου και 100 βετεράνων της μάχης του Μπαντρ. Ο Βαχάν επιχείρησε μια τελευταία προσπάθεια συνεννόησης, προσφέροντας ένα μεγάλο χρηματικό ποσό αν οι Άραβες αποσύρονταν στην Αραβία. Αλλά οι Άραβες αρνήθηκαν. Πιο πολύ και από τα χρήματα, χρειάζονταν τα εύφορα εδάφη και τις πλούσιες σοδειές, για να καλυτερέψουν τις συνθήκες της δύσκολης ζωής τους στις αραβικές ερήμους.

Οι προετοιμασίες τελείωσαν, οι διαταγές δόθηκαν, οι προσευχές αναπέμφθηκαν και οι δυο στρατοί παρατάχθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλο. Τη διοίκηση του αραβικού στρατού την ανέλαβε ο Χαλίντ, που αναδιοργάνωσε τις θέσεις του πεζικού και του ιππικού. Δημιούργησε μικρά σώματα, 800 αντρών πεζικού, και 2000 ιππέων.

Η Μάχη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πρώτη ημέρα, 15 Αυγούστου 636 άρχισε τα ξημερώματα, ενώ περίπου νωρίς το απόγευμα 10 σώματα πεζικού των Βυζαντινών κατάφεραν να προωθηθούν και, παρόλο που τους υποδέχθηκαν τα βέλη των Αράβων τοξοτών, εκείνοι κατάφεραν να συνεχίσουν τη προώθησή τους και η μάχη σώμα με σώμα, με δόρατα και σπαθιά ξεκίνησε. Η σύγκρουση κράτησε μέχρι το σούρουπο, οπότε οι δύο στρατοί αποσύρθηκαν στα στρατόπεδά τους, με ελαφρές μόνο απώλειες, ενώ φρόντισαν και για τη ταφή των δικών τους. Οι μουσουλμάνοι πέρασαν το βράδυ δεχόμενοι τις φροντίδες των γυναικών τους και την αγάπη των παιδιών τους, που πάντα τους συνόδευαν σε όλες τις περιπλανήσεις και τις μάχες τους. [9]

Τη δεύτερη ημέρα, 16 Αυγούστου 636, τα τύμπανα κάλεσαν για τη μάχη. Οι Βυζαντινοί επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά, αλλά παρόλα αυτά οι μουσουλμάνοι κατάφεραν να ανταποδώσουν με την ίδια ταχύτητα και έτσι ο αιφνιδιασμός δεν απέδωσε κανένα αποτέλεσμα. Η μάχη εκείνη την ημέρα ήταν πιο σκληρή στις πλευρές των στρατιωτών από ό,τι στο κέντρο. Οι Βυζαντινοί επιτίθονταν και ξαναεπιτίθονταν στα πλευρά των μουσουλμάνων, μέχρι που κατάφεραν να διαλύσουν τη δεξιά πλευρά του αραβικού στρατού, οι οποίοι επέστρεψαν οπισθοχωρώντας στην ασφάλεια του στρατοπέδου τους. Οι Άραβες προσπάθησαν να αντεπιτεθούν με το ιππικό τους, αλλά και πάλι οι Βυζαντινοί τους «πήραν φαλάγγι» μέχρι το στρατόπεδό τους. Εκεί, έκπληκτοι οι χριστιανοί στρατιώτες, αντίκρυσαν τις γυναίκες των στρατιωτών, παραταγμένες στη σειρά με πέτρες στα χέρια, να τους πετροβολούν, εκστομίζοντας κατάρες. Οι γυναίκες έδωσαν θάρρος στους άνδρες τους, έτσι με αυτή τους τη συμπεριφορά και εκείνοι αντεπιτέθηκαν. Τα ίδια συνέβαιναν και στην αριστερή πτέρυγα των Αράβων. Και εκεί οι γυναίκες τους, τους εμψύχωσαν και τους έστειλαν πίσω στη μάχη. Ο Χαλίντ, εποπτεύοντας τη μάχη από το κέντρο, έστειλε αμέσως τους ιππείς του να βοηθήσουν τα άκρα. Λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα, οι Βυζαντινοί είχαν για ακόμη μία ημέρα απωθηθεί. Το βράδυ οι Βυζαντινοί μέτρησαν μεγάλες απώλειες στα στρατεύματά τους. Εκτός των άλλων, οι Άραβες είχαν καταφέρει να σκοτώσουν τον διοικητή των στρατευμάτων που ήρθαν από την Ευρώπη, τον Ντεϊργιάν (Dairjan), έναν αξιοσέβαστο στρατηγό, κάτι που ήταν ένα πλήγμα για το ηθικό των Χριστιανών. [10]

Την τρίτη ημέρα, 17 Αυγούστου 636 τα πράγματα εξελίχθηκαν όπως και την προηγούμενη. Οι Βυζαντινοί επιτέθηκαν πάλι από τα άκρα και έσπρωξαν τους Άραβες ακόμη μία φορά στο στρατόπεδό τους. Κατά το μεσημέρι, οι Βυζαντινοί είχαν ανοίξει «τρύπες» σε διάφορα σημεία των γραμμών των Αράβων και ολοένα προωθούνταν. Ο Χαλίντ και ο Αμρ ιμπν Αλ-ας, οδηγώντας τους στρατιώτες τους, κατάφεραν να απωθήσουν και πάλι τους Χριστιανούς πίσω στις αρχικές τους θέσεις και η ημέρα τελείωσε όπως και η χθεσινή. [11]

Η τέταρτη ημέρα, 18 Αυγούστου 636 θα ήταν η πιο αποφασιστική από όλες. Το ηθικό των Βυζαντινών ήταν πεσμένο ύστερα από τόσες αποτυχίες, ενώ και οι Άραβες είχαν χάσεις αρκετούς στρατιώτες, κυρίως τοξότες, που αν αδυνάτιζαν και άλλο οι γραμμές τους, θα νικιόνταν. Η δεξιά πλευρά των Αράβων ήταν η πιο ευάλωτη και εκεί ο Βαχάν εξαπέλυσε τη πρώτη επίθεση της ημέρας. Ταυτόχρονα οι Αρμένιοι χτυπούσαν την αριστερή πτέρυγα. Οι μουσουλμάνοι δεν θα άντεχαν για πολύ ακόμα. Τότε ο Χαλίντ αποφάσισε να χτυπήσει πρώτα τους Αρμένιους, ερχόμενος από το πλάι τους. Οι εκχριστιανισμένοι Άραβες έτρεξαν να βοηθήσουν τους Αρμένιους, οι Άραβες στρατηγοί έτρεξαν να βοηθήσουν τον Χαλίντ και έτσι εκεί επικεντρώθηκε η μάχη και σε αυτό το σημείο οι απώλειες ήταν μεγάλες. Μετά από αρκετές ώρες σκληρών μονομαχιών, οι Αρμένιοι άρχισαν να οπισθοχωρούν. Μετά από λίγο, το ίδιο έκαναν και οι Σλάβοι. Οι Βυζαντινοί τοξότες, αναδιοργανωμένοι, άρχισαν να χτυπούν με τα βέλη τους και σκότωσαν πολλούς μουσουλμάνους, ενώ αναφέρεται ότι πάνω από 700 έχασαν τα μάτια τους. Η τέταρτη ημέρα ονομάστηκε από τους Άραβες, «η μέρα των χαμένων ματιών» και το ηλιοβασίλεμα βρήκε και τα δυο στρατόπεδα με μεγάλες απώλειες. [12]

Η πέμπτη ημέρα, 19 Αυγούστου 636 της μάχης ξεκίνησε. Οι στρατιώτες ξαναπήραν τις γνωστές θέσεις τους, αλλά στέκονταν στις γραμμές τους κουρασμένοι, πληγωμένοι, αποθαρρημένοι. Ο Βαχάν έστειλε απεσταλμένο να διαπραγματευτεί μία ανακωχή, αλλά ο Χαλίντ την απέρριψε λέγοντας: « όχι, βιαζόμαστε να ξεμπερδεύουμε!» [13] εκείνη την ημέρα όμως δεν έγινε καμιά σοβαρή μάχη, παρά μόνο μερικές αψιμαχίες, και οι στρατιώτες τη χρησιμοποίησαν για να ξεκουραστούν. [14]

Η έκτη και τελευταία ημέρα της μάχης, 20 Αυγούστου 636 άρχιζε την τέταρτη εβδομάδα του Αυγούστου του 636. Εκείνη την ημέρα σηκώθηκε ένας ισχυρός νότιος άνεμος, που έφερνε σύννεφα σκόνης κατά των Βυζαντινών, κάτι που δυσκόλεψε τραγικά τα πράγματα για εκείνους. [15] Η ημέρα ξεκίνησε με τη μονομαχία μεταξύ του Γρηγόριου (διοικητή μαζί με τον Ντεϊργιάν των Ελλήνων, Σλάβων και Φράγκων) και του Αμπού Ομπάιντα. Ο Γρηγόριος σκοτώθηκε από το σπαθί του Αμπού Ομπάιντα και η γενική επίθεση άρχισε. Αυτοί τη φορά ήταν επιτιθέμενοι οι μουσουλμάνοι. Χτύπησαν τις πλευρές του βυζαντινού στρατού, που σύντομα άρχισαν να οπισθοχωρούν. Μετά ο Χαλίντ και ο Αμρ επιτέθηκαν στο κέντρο του στρατού, στους δυνατούς Αρμένιους. Ο Χαλίντ, με μια επιδέξια μανούβρα, κατάφερε να παρασύρει το βυζαντινό ιππικό έξω από το πεδίο της μάχης και με τις απανωτές επιθέσεις του κατάφερε τελικά να το διαλύσει και να το αναγκάσει να φύγει προς τον βορρά μαζί με τον αρχιστράτηγο Βαχάν. Έτσι 40.000 ιππείς δραπέτευσαν από το πεδίο της μάχης. Τώρα που το ιππικό εγκατέλειψε το πεζικό, η μοίρα του πεζικού ήταν προδιαγεγραμμένη. Μόνο οι Αρμένιοι αντιστέκονταν ακόμα. Ο Χαλίντ επιστρέφοντας από τη μάχη με το ιππικό, έπεσε και αυτός επάνω τους, μαζί με τους Γιαζείντ και Αμπού Ομπάιντα, και τους έτρεψαν και αυτούς σε φυγή. Μαζί με αυτούς, όλο του βυζαντινό στράτευμα άρχισε να διαλύεται και να φεύγει προς τα νοτιο-δυτικά για να σωθεί. Όσοι δεν κατάφεραν να ξεφύγουν, σκοτώθηκαν (που ήταν και οι περισσότεροι).[16]

Οι συνέπειες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επόμενη ημέρα αφιερώθηκε στην ταφή των μουσουλμάνων νεκρών και στη περισυλλογή των λαφύρων. Ο Χαλίντ, αποφασισμένος να σκοτώσει τον αρχιστράτηγο Βαχάν, ξεκίνησε με το ιππικό του να τον βρει. Πράγματι, τον επέτυχε στον δρόμο για τη Δαμασκό και εκεί, στη συμπλοκή που επακολούθησε, ο Αρμένιος βασιλιάς σκοτώθηκε από έναν στρατιώτη.

Οι απώλειες των μουσουλμάνων υπολογίζονται σε 4000 στρατιώτες. Όσο για τις απώλειες των Βυζαντινών, οι αριθμοί διαφέρουν πολύ. Οι μετριοπαθείς υπολογισμοί κάνουν λόγο για 80.000 νεκρούς και 70.000 που κατάφεραν να ξεφύγουν.[17]

Τον επόμενο μήνα ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος, απελπισμένος, θα παραδεχόταν με τις πράξεις του την απώλεια της κυριαρχίας του στη Συρία, τη Παλαιστίνη και την Ιορδανία και θα αναχωρούσε πλέον οριστικά για τη Κωνσταντινούπολη.

Τους επόμενους μήνες ο Αμρ ιμπν αλ-Ας θα πολιορκούσε, και στο τέλος θα κατελάμβανε, την Ιερουσαλήμ. Ο Σουχραμπίλ θα κατελάμβανε την Τύρο, την Άκρα και την Σεπφώριδα. Ο Γιαζίντ με τον Μωαβία θα κατελάμβαναν τη Βηρυτό και τη Σιδώνα, ενώ ο Αμπού Ομπάιντα θα έφτανε μέχρι την Έμεσα, την Αντιόχεια και το Χαλέπι.

Κρίσεις για τη μάχη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

«Η Συρία (από τότε) έκατσε τόσο σιωπηλή όσο και μια καμήλα. Χαλίντ ιμπ Ουαλίντ» [18]

Ο στρατιωτικός και ιστορικός Α.Ι. Άκραμ έγραψε στο βιβλίο του «Khalid bin Al-Walled: Sword of Allah» ότι αυτή ήταν η σπουδαιότερη μάχη εκείνου του αιώνα, μία από τις πιο αποφασιστικές μάχες στην Ιστορία και ίσως η πιο σφοδρή στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ του Σταυρού και της Ημισελήνου. [19]

Η Εγκυκλοπαίδεια του Ήλιου έγραψε ότι «η νίκη αυτή των Αράβων, ο πρώτος θρίαμβος του Ισλαμισμού εναντίον του Χριστιανισμού, έκρινε την τύχη της Παλαιστίνης και ολόκληρης της Συρίας [20]

Ο χρονικογράφος Θεοφάνης ισχυρίζεται ότι ισχυρός νότιος άνεμος σηκώθηκε την έκτη μέρα, με αποτέλεσμα σύννεφα σκόνης να σηκωθούν και να εμποδίσουν τις κινήσεις του άμαθου σε αυτά τα φαινόμενα βυζαντινού στρατού. Έτσι εξηγεί και την ήττα, ενώ περιορίζει τις δυνάμεις των Βυζαντινών στους 30.000 στρατιώτες.

Ο έγκριτος ιστοριογράφος Κωνσταντίνος Άμαντος από την άλλη, στο έργο του «Ιστορία του Βυζαντινού κράτους», τόμος Α’, έκδοση του 1963, σελ 302 αναφέρει:

« και πάλι ενικήθησαν οι Βυζαντινοί, αν και είχαν στρατό 30.000, διότι οι μετ’ αυτών Αρμένιοι έδειξαν ανταρτική διαγωγήν και ανεκήρυξαν βασιλέα τον στρατηγό των Βαάνη, όσοι δε Άραβες επολέμουν ως σύμμαχοι των Βυζαντινών, μετέστησαν προς τους εξ Αραβίας ομοεθνείς των.»


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. The Battle Of Yarmuk, 636 Αρχειοθετήθηκε 2013-04-12 στο Wayback Machine. MilitaryHistory
  2. Θεοφάνης «Χρονογραφία» Επιμελητής B.G. NIEBUHRII C.F. Βόννη 1839 CORPUS SCRIPTORUM HISTORIAE BYZANTINAE, σελ. 518
  3. A.I. Akram, «Haleed ibn Walled The sword of Allah», Πακιστάν, σελ. 293
  4. στην ENCYCLOPEDIA OF ISLAM, 1986, τόμος 1ος. σελ. 208-209-
  5. Al Waqidi, Al Waqidi «Futuh-ush-Sham», Κάιρο, 1954 ,σελ. 100
  6. Tο μέγεθος των στρατευμάτων έχει πυροδοτήσει ατέλειωτες διαφωνίες μεταξύ των ιστορικών όλων των εποχών. Οι χαμένοι προσπαθούν να μειώσουν το μέγεθος της ήττας και οι νικητές να αυξήσουν το μέγεθος της νίκης. Εδώ, προτίμησα να ακολουθήσω την άποψη του Nicolle, που φαίνεται η μετριοπαθέστερη. Παρόλα αυτά, στο ελληνικό ιστολόγιο της Παγκόσμιας Πολεμικής Ιστορίας, στο άρθρο για τη συγκεκριμένη μάχη, μπορεί κανείς να διαβάσει πολύ διαφορετικούς αριθμητικούς υπολογισμούς.
  7. «Τhe Caliphate:Its Rise Decline and Fall», Sir William Muir 1899. σελ.127
  8. A.I. Akram, «Haleed ibn Walled The sword of Allah», Πακιστάν, σελ. 289
  9. A.I. Akram, «Haleed ibn Walled The sword of Allah», Πακιστάν, σελ. 296-298
  10. A.I. Akram, «Haleed ibn Walled The sword of Allah», Πακιστάν, σελ. 299-302
  11. A.I. Akram, «Haleed ibn Walled The sword of Allah», Πακιστάν, σελ. 303-304
  12. A.I. Akram, «Haleed ibn Walled The sword of Allah», Πακιστάν, σελ. 307-310
  13. Al Waqidi «Futuh-ush-Sham», Κάιρο, 1954 σελ.153.
  14. A.I. Akram, «Haleed ibn Walled The sword of Allah», Πακιστάν, σελ. 310-311
  15. «The Caliphate: Its Rise Decline and Fall» σελ. 127, Sir William Muir, 1899
  16. A.I. Akram, «Κhalid bin Al-Walled: The sword of Allah», Πακιστάν,1969 σελ.311-317
  17. A.I. Akram, «Κhalid bin Al-Walled: The sword of Allah», Πακιστάν, 1969 σελ. 313
  18. The Caliphate: Its Rise Decline and Fall, Sir William Muir 1899. σελ.128
  19. A.I. Akram, «Κhalid bin Al-Walled: The sword of Allah», Πακιστάν, 1969 σελ. 296
  20. Νεώτερο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό του Ήλιου, τόμος 9, λήμμα: Ιερομύακας, έκδοση του 1960