Μάχη του Γκρούνβαλντ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μάχη του Γκρούνβαλντ
Πολωνο-Λιθουανο-Τευτονικός Πόλεμος
Η μάχη του Γκρούντβαλντ από τον Γιαν Ματέικο (1878)
Χρονολογία15 Ιουλίου 1410
ΤόποςΑνάμεσα στα χωριά Γκρούντβαλντ και Τάνενμπεργκ
Συντεταγμένες: 53°29′10″N 20°07′29″E / 53.48611°N 20.12472°E / 53.48611; 20.12472
ΈκβασηΑποφασιστική πολωνο-λιθουανική νίκη
Αντιμαχόμενοι
Τευτονικό Τάγμα
Σύμμαχοι (Πομερανία-Στέτιν), σταυροφόροι και μισθοφόροι από τη δυτική Ευρώπη
Ηγετικά πρόσωπα
Βλαντισλάβ Β΄ Γιαγκέλο, υπέρτατος διοικητής[1]

Βιτάουτας ο Μέγας, Λιθουανός διοικητής
Μέγας Μαγίστρος Ούλριχ φον Γιούνγκινγκεν 
Δυνάμεις
16.000–39.000 άντρες[3]
11.000–27.000 άντρες[3]
Απολογισμός
4.000–5.000 νεκροί
8.000 τραυματίες[6]
200–400 Τεύτονες Ιππότες νεκροί
8.000 νεκροί
14.000 αιχμάλωτοι

Η μάχη του Γκρούνβαλντ, πρώτη μάχη του Τάννενμπεργκ ή μάχη του Ζάλγκιρις έλαβε χώρα στις 15 Ιουλίου 1410 κατά τη διάρκεια του Πολωνο-Λιθουανο-Τευτονικού πολέμου. Η συμμαχία βασιλείου της Πολωνίας και Μεγάλου Δουκάτου της Λιθουανίας, με αρχηγούς αντίστοιχα τον βασιλιά Βλαντισλάβ Β΄ Γιαγκέλο (Γιογκάιλα) και τον Μέγα Δούκα Βιτάουτας, νίκησαν τους Γερμανούς-Πρώσους Τεύτονες Ιππότες, υπό την ηγεσία του μεγάλου μαγίστρου Ούλριχ φον Γιούνγκινγκεν. Το μεγαλύτερο τμήμα της ηγεσίας του τάγματος σκοτώθηκε ή αιχμαλωτίστηκε. Αν και ηττημένοι, οι Τεύτονες υπερασπίστηκαν επιτυχώς το φρούριό τους στο Μάριενμπουργκ (Μάλμπορκ) και είχαν ελάχιστες εδαφικές απώλειες στη συνθήκη του Τορν (Τορούν) το 1411, ενώ άλλες εδαφικές αμφισβητήσεις συνέχισαν μέχρι τη συνθήκη του Μέλνο το 1422. Οι Ιππότες, όμως, δεν κατάφεραν να ανακάμψουν στη προηγούμενη ισχύ τους και το οικονομικό βάρος των πολεμικών αποζημιώσεων οδήγησε σε εσωτερικές έριδες και οικονομική παρακμή στα εδάφη που έλεγχαν. Η μάχη άλλαξε την ισορροπία ισχύος στην ανατολική Ευρώπη και σηματοδότησε την άνοδο της Πολωνο-Λιθουανικής Ένωσης ως κυρίαρχη πολιτική και στρατιωτική δύναμη στην περιοχή.[7]

Η μάχη ήταν μια από τις μεγαλύτερες στη μεσαιωνική Ευρώπη και θεωρείται ως η πιο σημαντική νίκη στην ιστορία της Πολωνίας, Λιθουανίας και Λευκορωσίας.[8] Έχει χρησιμοποιηθεί ως πηγή ρομαντικών μύθων και εθνικής υπερηφάνειας και έγινε σύμβολο του αγώνα ενάντια στους ξένους εισβολείς.[9] Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, η μάχη χρησιμοποιήθηκε στη προπαγάνδα των Ναζί και των Σοβιετικών. Μόλις τις τελευταίες δεκαετίας έχει αρχίσει η χωρίς πάθη επιστημονική αξιολόγηση της μάχης, επαναξιολογώντας τα προηγούμενα αφηγήματα, τα οποία διέφεραν σημαντικά ανάμεσα στα έθνη.

Όνομα και πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όνομα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μάχη διεξήχθη στην επικράτεια του μοναστικού κράτους του Τευτονικού Τάγματος, στην πεδιάδα ανάμεσα σε τρία χωριά, το Γκρυνφέλντε (Γκρούνβαλντ) στα δυτικά, το Τάννενμπεργκ στα βορειοανατολικά και το Λούντβιγκσντορφ στα νότια. Ο Βλαντισλάβ Β΄ Γιαγκέλο αναφέρεται στην περιοχή στα λατινικά ως «loco conflictus nostri, quem cum Cruciferis de Prusia habuimus, dicto Grunenvelt».[7] Μεθύστεροι Πολωνοί χρονικογράφοι αντιλήφθηκαν στη λέξη Grunenvelt ως Grünwald, η οποία σημαίνει «πράσινο δάσος» στα γερμανικά. Οι Λιθουανοί ακολούθησαν και μετέφρασαν το όνομα σε Ζάλγκιρις (Žalgiris).[10] Οι Γερμανοί έδωσαν στη μάχη το όνομα Τάννενμπεργκ (λόφος των πεύκων ή των ελάτων στα γερμανικά).[11] Οπότε, η μάχη έχει τρία ονόματα που χρησιμοποιούνται συχνά: γερμανικά: Schlacht bei Tannenberg, πολωνικά: Bitwa pod Grunwaldem, λιθουανικά: Žalgirio mūšis.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπάρχουν λίγες σύγχρονες, αξιόπιστες πηγές για τη μάχη, και οι περισσότερες είναι έργα των Πολωνών. Σημαντικότερη και πιο αξιόπιστη πηγή είναι το χρονικό Cronica conflictus Wladislai regis Poloniae cum Cruciferis anno Christi 1410, το οποίο γράφηκε εντός ενός χρόνου από τη μάχη από ένα αυτόπτη μάρτυρα.[12] Ο συγγραφέας είναι άγνωστος, αλλά έχουν προταθεί πολλοί υποψήφιοι, όπως ο αντι-καγκελάριος Μικολάι Τράμπα και ο γραμματέας του Βλαντισλάβ Γιαγκέλο, Ζμπίγκνιεβ Ολεσνίκι.[13] Ενώ το πρωτότυπο χρονικό δεν σώζεται, έχει διασωθεί μια σύντομη περίληψη από τον 16ο αιώνα. Άλλη σημαντική πηγή είναι το Historiae Polonicae του Γιαν Ντούγκος (1415-1480).[13] Είναι μια λεπτομερείς καταγραφή γραμμένη αρκετές δεκαετίας μετά τη μάχη. Η αξιοπιστία αυτής της πηγής δεν βάλλεται μόνο από το μεγάλο χρονικό κενό ανάμεσα στα γεγονότα και το χρονικό, αλλά και τη προκατάληψη του Ντούγκος ενάντια στους Λιθουανούς.[14] Το Banderia Prutenorum είναι χειρόγραφο των μέσων του 15ου αιώνα με εικόνες και περιγραφές στα λατινικά των πολεμικών σημαιών των Τευτόνων που κατέλαβαν κατά τη διάρκεια της μάχης και εκτίθεντο στο καθεδρικό Βάβελ και στον καθεδρικό του Βίλνιους. Άλλες πολωνικές πηγές είναι τα δύο γράμματα που έγραψε το Βλαντισλάβ Γιαγκέλο στη σύζυγό του Άννα του Κιλί και στον επίσκοπο του Πόζναν και τα γράμματα που έστειλε ο Γιαστρέμπιετς στους Πολωνούς στην Αγία Έδρα.[14] Γερμανικές πηγές περιλαμβάνουν μια καταγραφή στο χρονικό του Γιόχαν φον Πόζιλγκε. Ένα ανώνυμο γράμμα που γράφηκε ανάμεσα στο 1411 και το 1413 παρείχε σημαντικές λεπτομέρειες για τις κινήσεις των Λιθουανών ανακαλύφθηκε το 1963.[15][16]

Ιστορικό υπόβαθρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1230, οι Τεύτονες Ιππότες, ένα σταυροφορικό στρατιωτικό τάγμα, μετακινήθηκε στη Γη Χέλμο και άρχισε τη Πρωσική Σταυροφορία ενάντια στις παγανιστικές προυσικές φυλές. Με την υποστήριξη του Πάπα και του Αγίου Ρωμαίου Αυτοκράτορα, οι Τεύτονες κατέκτησαν και εκχριστιάνισαν τους Πρώσους μέχρι το 1280 και έστρεψαν την προσοχή τους στο παγανιστικό Μεγάλο Δουκάτο της Λιθουανίας. Για περίπου 100 χρόνια, οι Ιππότες πραγματοποιούσαν επιδρομές στα λιθουανικά εδάφη, ιδίως τη Σαμογιτία, η οποία τους Ιππότες στη Πρωσία χώριζε από έναν κλάδο τους στη Λιβονία. Αν και οι συνοριακές περιοχές έγιναν ακατοίκητη άγρια φύση, οι Ιππότες κατέκτησαν λίγα εδάφη. Οι Λιθουανοί εγκατέλειψαν τη Σαμογιτία κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου (1381-1384) με τη Συνθήκη της Ντούμπισα. Τα εδάφη χρησιμοποιήθηκαν ώστε οι Τεύτονες να υποστηρίξουν μια από τις πλευρές στη εσωτερική διαμάχη.

Το 1385, ο Μέγας Δούκας της Λιθουανίας Γιογκάιλα συμφώνησε να παντρευτεί τη βασίλισσα Γιαντβίγκα της Πολωνίας με την Ένωση του Κρέβο. Ο Γιογκάιλα εκχριστιανίστηκε και στέφθηκε βασιλιάς της Πολωνίας (Βλαντισλάβ Β΄ Γιαγκέλο), δημιουργώντας προσωπική ένωση ανάμεσα στο Βασίλειο της Πολωνίας και το Μεγάλο Δουκάτο της Λιθουανίας. Ο επίσημος εκχριστιανισμός των Λιθουανών εξάλειψε τη θρησκευτική αιτιολόγηση των δραστηριοτήτων του τάγματος στη περιοχή.[17] Ο μεγάλος μαγίστρος, Κόνραντ Τσαίλνερ, υποστηριζόμενος από τον Ούγγρο βασιλιά Σιγισμούνδο του Λουξεμβούργου, αντέδρασε αμφισβητώντας δημοσίως την ειλικρίνεια του εκχριστιανισμού του Γιογκάιλα, μεταφέροντας την κατηγορία στην παπική αυλή.[17] Οι εδαφικές διεκδικήσεις στη Σαμογιτία, η οποία είχε περάσει στην κατοχή των Τευτόνων με τη συνθήκη του Ρακιάζ το 1404, συνέχισαν να υπάρχουν. Η Πολωνία επίσης διεκδικούσε εδάφη των Ιπποτών στο Ντόμπρζιν και το Ντάντσινγκ (Γκντανσκ), αλλά τα δύο κράτη βρίσκονταν σε μεγάλο βαθμό σε ειρήνη μετά τη συνθήκη του Κάλις (1343).[18] Η σύγκρουση επίσης είχε εμπορικά κίνητρα, καθώς οι Ιππότες έλεγχαν τον κατώτερο ρου των τριών μεγαλύτερων ποταμών (τους Νέμαν, Βιστούλα και Νταουγκάβα) της Πολωνίας και της Λιθουανίας.[19]

Πόλεμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Μάιο του 1409, άρχισε μια εξέγερση στην τευτονο-κρατούμενη Σαμογιτία. Η Λιθουανία την υποστήριξε και οι Ιππότες απείλησαν ότι θα εισβάλλουν. Η Πολωνία υποστήριξε τη Λιθουανία και με τη σειρά της απείλησε με εισβολή στη Πρωσία. Καθώς το πρωσικά στρατεύματα αποχωρούσαν από τη Σαμογιτία, ο Μεγάλος Μαγίστρος Ούλριχ φον Γιούνγκιγκεν, ανακήρυξε πόλεμο ενάντια στο Βασίλειο της Πολωνίας και το Μεγάλο Δουκάτο της Λιθουανίας στις 6 Αυγούστου 1409.[20] Οι Ιππότες ήλπιζαν να νικήσουν την Πολωνία και τη Λιθουανία ξεχωριστά και άρχισαν με την εισβολή στην Μεγάλη Πολωνία και τη Κουγιαβία, αιφνιδιάζοντας τους Πολωνούς.[21] Οι Ιππότες έκαψαν το κάστρο στο Ντόμπριν, κατέλαβαν το Μπομπροβνίκι μετά από 14 ημέρες πολιορκίας, κατέκτησαν το Μπίντγκοστς (Μπόρμπεργκ) και λεηλάτησαν πολλές άλλες πόλεις.[22] Οι Πολωνοί οργάνωσαν αντεπιθέσεις και ανακατέλαβαν το Μπίντγκοστς.[23] Οι Σαμογίτιοι επιτέθηκε στο Μέμελ (Κλαϊπέντα).[21] Όμως καμία από τις δύο πλευρές ήταν έτοιμη για έναν πλήρους κλίμακας πόλεμο.

Ο Βεντσεσλάβος Δ΄, βασιλιάς των Ρωμαίων, συμφώνησε να μεσολαβήσει στη διαμάχη. Τις 8 Οκτωβρίου 1409 υπογράφηκε ανακωχή η οποία έληγε στις 24 Ιουνίου 1410.[24] Και οι δύο πλευρές αξιοποίησαν αυτό το χρόνο για να προετοιμαστούν για πόλεμο, μαζεύοντας στρατεύματα και πραγματοποιώντας διπλωματικές κινήσεις. Και οι δύο πλευρές έστειλαν γράμματα κατηγορώντας η μια την άλλη για διάφορα λάθη και απειλές στο χριστιανισμό. Ο Βεντσεσλάβος, ο οποίος έλαβε δώρο 60.000 φιορίνια από τους Ιππότες, ανακήρυξε ότι η Σαμογιτία ανήκε δικαιωματικά στους Ιππότες και ότι μόνο η περιοχή του Ντόμπριν έπρεπε να επιστραφεί στους Πολωνούς.[25] Οι Ιππότες επίσης πλήρωσαν 300.000 δουκάτα τον Σιγισμούνδο της Ουγγαρίας, ο οποίος ήθελε να κατακτήσει το Πριγκιπάτο της Μολδαβίας, για αμοιβαία στρατιωτική βοήθεια.[25] Ο Σιγισμούνδος προσπάθησε να διασπάσει τη συμμαχία Πολωνίας-Λιθουανία, προσφέροντας στον Βιτάουτας βασιλικό στέμμα. Η αποδοχή του θα σήμαινε παραβίαση της συμφωνίας του Οστρόβ και θα δημιουργούσε διάσπαση ανάμεσα σε Πολωνία και Λιθουανία.[26] Την ίδια περίοδο, ο Βιτάουτας κατάφερε να υπογράψει ανακωχή με το Τάγμα της Λιβονίας.[27]

Μέχρι τον Δεκέμβριο του 1409, ο Βλαντισλάβ Β΄ Γιαγκέλο και το Βιτάουτας είχαν συμφωνήσει σε κοινή στρατηγική. Οι στρατοί τους θα ενώνονταν σε μια τεράστια δύναμη και θα βάδιζαν ενάντια στο Μάριενμπουργκ (Μάλμπορκ), πρωτεύουσα των Τευτόνων Ιπποτών.[28] Οι Ιππότες, οι οποίοι είχαν λάβει αμυντική στάση, δεν περίμεναν κοινή επίθεση και ετοιμάζονταν για διπλή εισβολή - από τους Πολωνούς κατά μήκος του Βιστούλα προς το Ντάντσιγκ (Γκντανσκ) και από τους Λιθουανούς κατά μήκους Νέμαν προς το Ράγκνιτ (Νέμαν).[29] Για να αντιμετωπίσει αυτό το σχέδιο, ο Ούλριχ φον Γιούγκιγκεν συγκέντρωσε τις δυνάμεις στο Σβετς (Σβιέτσε), μια κεντρική περιοχή από την οποία τα στρατεύματά του θα μπορούσαν να κινηθούν γρήγορα προς κάθε κατεύθυνση.[30] Μεγάλες φρουρές παρέμειναν στα ανατολικά κάστρα του Ράγκνιτ, Ράιν (Ρυν) κοντά στο Λέτσεν (Γκιτσίκο) και στο Μέμελ.[29] Για να παραμείνει το σχέδιό τους μυστικό, ο Βλαντισλάβ Γιαγκέλο και ο ο Βιτάουτας οργάνωσαν αρκετές επιδρομές στις παραμεθόριες περιοχές, αναγκάζοντας τους Ιππότες να διατηρήσουν τα στρατεύματα στη θέση τους.[28]

Αντίπαλες δυνάμεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ακριβής αριθμός στρατιωτών που έλαβαν μέρος στη μάχη είναι δύσκολος να καθοριστεί.[31] Καμία από τις σύγχρονες της μάχης πηγές δεν περιλαμβάνουν αξιόπιστο αριθμό. Ο Γιαν Ντούγκος αναφέρει ότι ο αριθμός των λαβάρων, κύρια μονάδα σε κάθε ιππικό, ήταν 51 για τους Ιππότες, 50 για τους Πολωνούς και 40 για τους Λιθουανούς.[32] Όμως, δεν είναι γνωστό πόσοι άντρες αντιστοιχούν σε κάθε λάβαρο. Η δομή και ο αριθμός των μονάδων του πεζικού και πυροβολικού είναι άγνωστος. Εκτιμήσεις, συχνά επηρεασμένες από πολιτικές και εθνικιστικές σκοπιές, έχουν δοθεί από πολλούς ιστορικούς.[31] Οι Γερμανοί ιστορικοί τείνουν να τοποθετούν τον αριθμό χαμηλότερα, ενώ οι Πολωνοί κάνουν λόγο για μεγαλύτερους αριθμούς.[3] Στη δυτική βιβλιογραφία, οι εκτιμήσεις του Πολωνού ιστορικού Στέφαν Κουσζίνσκι, οι οποίες κάνουν λόγο για 39.000 Πολωνούς και Λιθουανούς και 27.000 Τεύτονες,[32] θεωρούνται ως οι κοινά αποδεκτές.[5][9][31] Αν και μικρότερος αριθμητικά, ο στρατός των Τευτόνων ήταν καλύτερα εξοπλισμένος, εκπαιδευμένος στρατιωτικά και πιο πειθαρχημένος.[33] Το ιππικό του ήταν ανάμεσα στα καλύτερα της Ευρώπης. Ο τευτονικός στρατός ήταν εξοπλισμένος με βομβάρδες, τα οποία μπορούσαν να βάλλουν με μολυβένια ή πέτρινα βλήματα.[33]

Και οι δυνάμεις αποτελούνταν από στρατιώτες από πολλά κράτη και εκτάσεις, συμπεριλαμβανομένων πολυάριθμων μισθοφόρων, όπως Βοημοί, οι οποίοι πολέμησαν και στις δύο πλευρές. Οι Ιππότες επίσης προσκάλεσαν σταυροφόρους. Εικοσιδύο διαφορετικοί λαοί, κυρίως γερμανικοί, συνασπίστηκαν μαζί τους.[34] Ανάμεσα στους στρατιώτες των Τευτόνων βρίσκονταν στρατιώτες από τη Βεστφαλία, Φριζία, Αυστρία, Σουαβία[35] και Στέττιν (Στσέτσιν)[36]. Δύο Ούγγροι ευγενείς, ο Νικόλαος Β΄ Γκαράι και ο Στρίμπορ του Στίμποριτς, έφεραν 200 άντρες για τους Ιππότες,[37] αλλά η υποστήριξη από τον Σιγισμούνδο της Ουγγαρίας ήταν απογοητευτική.[27]

Τα στρατεύματα των Πολωνών περιλάμβαναν και εφτά λάβαρα από τη Ρουθηνία[38] και μισθοφόρους από τη Μοραβία και τη Βοημία. Οι Τσέχοι έφεραν δύο λάβαρα,[1] πιθανός υπό τη διοίκηση του Γιαν Ζίζκα, μελλοντικού διοικητή των Ουσσιτών, ο οποίος σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς έχασε στη μάχη το ένα μάτι του.[39][40] Ο Αλέξανδρος ο Καλός, ηγέτης της Μολδαβίας, διοικούσε ένα εκστρατευτικό σώμα.[4] Ο Βιτάουτας συγκέντρωσε στρατό από τη Λιθουανία, τη Ρουθηνία και τις Ρωσικές εκτάσεις - ένα, 36 και τρία λάβαρα αντίστοιχα.[38] Τα τρία ρωσικά λάβαρα από το Σμολένσκ, το οποίο τότε βρισκόταν στην κατοχή του Μεγάλου Δουκάτου της Λιθουανίας, ήταν υπό τη διοίκηση του αδελφού του Βλαντισλάβ Γιαγκέλο, Λενγκβένις, ενώ οι Τάταροι της Χρυσής Ορδής ήταν υπό τη διοίκηση του μελλοντικού Χαν Τζαμπάλ αντ-Ντιν.[2] Ο στρατάρχης ολόκληρου του στρατού ήταν ο Βλαντισλάβ Β΄ Γιαγκέλο, ο οποίος όμως δεν συμμετείχε άμεσα στη μάχη. Οι Λιθουανικές δυνάμεις ήταν υπό τη διοίκηση του Βιτάουτας, δεύτερος τη τάξη, και βοήθησε στην ανάπτυξη της στρατηγικής της εκστρατείας. Ο Βιτάουτας συμμετείχε ενεργά στη μάχη, ελέγχοντας τόσο λιθουανικές όσο και πολωνικές μονάδες.[41] Ο Γιαν Ντούγκος αναφέρει ότι ο χαμηλόβαθμος ξιφομάχος Ζίντραμ του Μασκοβίτσε, διοικούσε τη πολωνική στρατιά, όμως αυτό είναι αμφίβολο,[42] και πιθανότερο θεωρείται διοικητής των Πολωνικών στρατευμάτων ήταν ο συνταγματάρχης του στέμματος Ζμπίγκνιεβ του Μπρζέζιε.

Μάχη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πορεία στη Πρωσία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πρώτο στάδιο της εκστρατείας του Γκρούνβαλντ ήταν η συγκέντρωση των πολωνο-λιθουανικών στρατευμάτων στο Τσέρβινσκ, περίπου 80 χιλιόμετρα από τα σύνορα με τη Πρωσία, όπου ο στρατός διέσχισε τον Βιστούλα με μια πλωτή γέφυρα.[43] Αυτή η κίνηση, η οποία απαιτούσε ακρίβεια και συντονισμό ανάμεσα σε πολυεθνικές δυνάμεις, ολοκληρώθηκε μέσα σε μία εβδομάδα, τις 24-30 Ιουνίου 1410.[29] Οι Πολωνοί στρατιώτες από τη Μεγάλη Πολωνία μαζεύτηκαν στο Πόζναν και αυτοί της Μικρής Πολωνίας στο Βόλμποετς. Τις 24 Ιουνίου 1410, ο Βλαντισλάβ Β΄ Γιαγκέλο και Τσέχοι μισθοφόροι έφτασαν στο Βόλμπορτς.[29] Τρεις μέρες αργότερα, ο πολωνικός στρατός βρισκόταν στο σημείο συνάντησης. Ο λιθουανικός στρατός ξεκίνησε από το Βίλνιους τις 3 Ιουνίου και συνάντησε τα ρουθηνιακά στρατεύματα στη Χρόντνα (Γκρόντνο).[29] Έφτασαν στο Τσέρβινσκ την ίδια μέρα που οι Πολωνοί διέσχισαν το ποτάμι. Μετά τη διάβαση, τα Μασοβιανά στρατεύματα υπό την ηγεσία του Σιεμόβιτ Δ΄ και Γιάνους Α΄ εντάχθηκαν στον πολωνο-λιθουανικό στρατό.[29] Η τεράστια δύναμη άρχισε τη πορεία βόρεια προς το Μαριένμπουργκ (Μάλμποργκ), πρωτεύουσα της Πρωσίας, τις 3 Ιουλίου. Διέσχισαν τα πρωσικά σύνορα τις 9 Ιουλίου.[43]

Η διάβασε του ποταμού παρέμεινε μυστική μέχρι που Ούγγροι απεσταλμένοι, οι οποίοι προσπαθούσαν να διαπραγματευθούν για ειρήνη, ενημέρωσαν τον Μεγάλο Μαγίστρο.[44] Σύντομα, ο Ούλριχ φον Γιούγκιγκεν κατάλαβε τις πολωνο-λιθουανικές προθέσεις, άφησε 3.000 άντρες στο Σβετς υπό τη διοίκηση του Χάινριχ φον Πλάουεν[45] και οργάνωσε με τον κύριο όγκο των στρατευμάτων του μια αμυντική γραμμή στον ποταμό Ντρέβεντς, κοντά στο Κάουερνικ (Κούρτσετνικ).[46] Το πέρασμα στον ποταμό οχυρώθηκε.[47] Τις 11 Ιουλίου, μετά από συνάντησε με το οκταμελές πολεμικό συμβούλιό του,[42] ο Βλαντισλάβ Γιαγκέλο αποφάσισε να μη διασχίσει το ποτάμι σε μία τέτοια οχυρή θέση, αλλά το παρακάμψει, μετακινούμενος προς τα ανατολικά, στις πηγές του ποταμού, όπου κανένας άλλος ποταμός χώριζε τον στρατό από το Μάριενμπουργκ.[46] Η πορεία συνεχίστηκε προς τα ανατολικά, προς το Σολντάου, όπου δεν έγινε προσπάθησε να καταλάβει την πόλη.[48] Ο τευτονικός στρατός ακολούθησε τον ποταμό Ντέβεντς προς τα βόρεια, διασχίζοντάς τον κοντά στο Λομπάου και μετά κινήθηκε ανατολικά, παράλληλα με τον πολωνο-λιθουανικό στρατό. Ο δεύτερος λεηλατησε το χωριό Γκίλγκενμπουργκ.[49] Ο φον Γιούνγκινγκεν εξοργίστηκε τόσο πολύ από της θηριωδίες ώστε ορκίστηκε να νικήσει τους εισβολείς στο πεδίο της μάχης.[50]

Προετοιμασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πρωί της 15ης Ιουλίου 1410, οι δύο στρατοί συναντήθηκαν σε μια περιοχή έκτασης 4 χλμ² ανάμεσα στα χωριά Γκρούνβαλντ, Τάννενμπεργκ και Λούτβιγκσντορφ.[51] Οι στρατοί σχημάτισαν γραμμές κατά μήκος βορειοανατολικού-νοτιοδυτικού άξονα. Ο πολωνο-λιθουανικός στρατός ήταν τοποθετημένος ανατολικά του Λούντβιγκσνορφ και του Τάννενμπεργκ. Το πολωνικό ιππικό αποτελούσε την αριστερή πτέρυγα και το ελαφρύ ιππικό των Λιθουανών τη δεξιά, ενώ στο κέντρο βρίσκονταν διάφορα μισθοφορικά στρατεύματα. Οι άντρες τους ήταν οργανωμένοι σε τρεις γραμμές σφηνοειδών σχηματισμών βάθος 20 αντρών.[52] Οι Ιππότες, με διοικητή τον Φρέντερικ φον Βάλλενροντ, απέναντι από τους Λιθουανούς,[51] οργάνωσαν πρώτοι τον στρατό τους για μάχη και ήλπιζαν να προκαλέσουν τους Πολωνούς ή τους Λιθουανούς να επιτεθούν να πρώτοι. Τα στρατεύματά τους, φορώντας βαριές πανοπλίες, έπρεπε να σταθούν στον καυτό ήλιο για αρκετές ώρες περιμένοντας την επίθεση.[53] Ένα χρονικό αναφέρει ότι είχαν σκάψει λάκκους στους οποίους θα έπεφταν οι επιτιθέμενοι.[54] Επίσης προσπάθησαν να χρησιμοποιούσαν πυροβόλα όπλα, αλλά μια βροχή ύγρανε το μπαρούτι και μόνο δύο κανονιές ρίχθηκαν.[53] Καθώς ο Βλαντισλάβ Β΄ Γιαγκέλο καθυστερούσε, ο Μέγας Μαγίστρος έστειλε αγγελιοφόρους με δύο σπαθιά για να «βοηθήσει τον Βλαντισλάβ Γιαγκέλο και τον Βιτάουτας στη μάχη». Τα σπαθιά είχαν ως στόχο να δράσουν ως προσβολή και προβοκάτσια.[55] Γνωστά και ως τα «Σπαθιά του Γκρούνβαλντ», έγιναν ένα από τα εθνικά σύμβολα της Πολωνίας.

Η μάχη αρχίζει: οι Λιθουανοί επιτίθενται και υποχωρούν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπόχωρηση του Λιθουανικού ιππικού
Επίθεση στη δεξία πτέρυγα των Πολωνών-Λιθουανών
Το πολωνικό ιππικό διασπά τις γραμμές

Ο Βιτάουτας, υποστηρίζομενος από μερικά πολωνικά τάγματα, επιτέθηκε στην αριστερή πτέρυγα των τευτονικών δυνάμεων.[53] Μετά από περισσότερο από μία ώρα μάχης, το Λιθουανικό ελαφρύ ιππικό υποχώρησε πλήρως. Ο Γιαν Ντούγκος περιγράφει αυτή την εξέλιξη ως πλήρη εξόντωση του λιθουανικού στρατού. Σύμφωνα με τον Ντούγκος, οι Ιππότες θεώρησαν ότι η νίκη ήταν δική τους, διέσπασαν το σχηματισμό τους για να κυνηγήσουν τους Λιθουανούς και μάζεψαν πολλά λάφυρα πριν γυρίσουν στο πεδίο της μάχης για να αντιμετωπίσουν τους Πολωνούς.[56] Δεν αναφέρει ότι στη συνέχεια οι Λιθουανοί επέστρεψαν στο πεδίο της μάχης και έτσι ο Ντούγκος περιγράφει τη μάχη ως μια καθαρά πολωνική νίκη.[56] Αυτή η άποψη έρχεται σε αντίθεση με το Cronica conflictus και αποτελεί σημαντική πρόκληση για τους σύγχρονους ιστορικούς. Αρχίζοντας από ένα άρθρο από τον Βάκλαβ Λαστόβσκι το 1909, πρότειναν ότι η υποχώρηση ήταν σχεδιασμένη στρατηγική κίνηση δανεισμένη από τη Χρυσή Ορδή.[57] Μια τέτοια ψεύτικη υποχώρηση χρησιμοποιήθηκε στη μάχη του ποταμού Βόρσκλα το 1399, όταν ο λιθουανικός στρατός ηττήθηκε και ο Βιτάουτας με τα βίας επιβίωσε.[58] Αυτή η θεωρία απέκτησε μεγαλύτερη αποδοχή μετά την ανακάλυψη και δημοσίευση ενός γερμανικού γράμματος από τον Σουηδό ιστορικό Σβεν Έκνταχλ το 1963.[59] Το γράμμα, γραμμένο λίγα χρόνια μετά τη μάχη, επισημαίνει στο νέο Μεγάλο Μαγίστρο να προσέχει για ψεύτικες υποχωρήσεις όπως αυτή στη «Μεγάλη Μάχη».[16] Ο Στίβεν Τέρνμπουλ επισημαίνει ότι η υποχώρηση των Λιθουανών δεν ταίριαζε στη συνηθισμένη μορφή των ψευδών υποχωρήσεων. Τέτοιες υποχωρήσεις συνήθως πραγματοποιούνται από μια ή δύο μονάδες (και όχι από έναν ολόκληρο στρατό) και γρήγορα ακολουθούνται από αντεπίθεση (ενώ οι Λιθουανοί επέστρεψαν αργότερα στη μάχη).[60]

Μάχη Πολωνών και Τευτόνων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ενώ οι Λιθουανοί υποχωρούσαν, άρχισε η μάχη ανάμεσα στις Πολωνικές και Τευτονικές δυνάμεις. Υπό τη διοίκηση του Κούνο φον Λιχτενστάιν, οι Τευτονικές δυνάμεις συγκεντρώθηκαν στην πολωνική δεξιά πτέρυγα.[61] Έξι από τα τάγματα του φον Βάλενροντ δεν ακολούθησαν τους Λιθουανούς, αλλά επιτέθηκαν στη δεξιά πτέρυγα. Ένας ιδιαίτερα πολύτιμος στόχος ήταν το βασιλικό λάβαρο της Κρακοβίας. Φαίνεται ότι οι Ιππότες είχαν το πάνω χέρι και σε κάποιο σημείο πήραν το λάβαρο,[62] αλλά σύντομα οι Πολωνοί το ανέκτησαν και η μάχη συνέχισε. Ο Βλαντισλάβ Β΄ Γιαγκέλο χρησιμοποίησε τη δεύτερη γραμμή του στρατού του.[61] Ο Ούλριχ φον Γιούνγκινγκεν προσωπικά οδήγησε 16 τάγματα, σχεδόν το ένα τρίτο της αρχικής δύναμης των Τευτόνων Ιπποτών, στη δεξιά πτέρυγα των Πολωνών,[63] και ο Βλαντισλάβ Γιαγκέλο χρησιμοποίησε τους τελευταίους εναπομείναντες στρατιώτες, τη τρίτη γραμμή του στρατού.[61] Οι επιτιθέμενοι έφτασαν μέχρι την Πολωνική εξουσία και ένας Ιππότης, ο οποίος αναγνωρίζεται ως Λούπολντ ή Ντίπολντ του Καίκεριτς, επιτέθηκε στον βασιλιά Βλαντισλάβ Γιαγκέλο,[64] αλλά ο γραμματέας του, Ζμπίγκνιεβ Ολεσνίκι, έσωσε τον βασιλιά, με αποτέλεσμα να λάβει βασιλική χάρη και να γίνει ένας από τους πιο επιδράστικούς ανθρώπους στη Πολωνία.[17]

Τέλος της μάχης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε αυτό το χρονικό σημείο, οι Λιθουανοί επέστρεψαν στη μάχη, επιτιθέμενοι στον φον Γιούγκιγκεν από πίσω.[65] Οι τευτονικές δυνάμεις υπερφαλαγγίστηκαν από τους Πολωνούς ιππότες και το Λιθουανικό ιππικό. Καθώς ο φον Γιούγκιγκεν προσπαθούσε να διασπάσει τις λιθουανικές γραμμές, σκοτώθηκε. Σύμφωνα με το Cronica conflictus, ο Ντομπίεσλαβ του Ολεσνίκα σκότωσε τον μέγα μαγίστρο πετώντας μία λόγχη στο λαιμό του,[65] ενώ ο Ντούγκος αναφέρει ότι ο Μστσούι ήταν ο φονιάς. Περικυκλωμένοι και χωρίς αρχηγό, οι Τεύτονες Ιππότες άρχισαν να υποχωρούν προς το στρατόπεδό τους, όμως οι ακόλουθοί τους γύρισαν εναντίον τους, συμμετέχοντας και αυτοί στο ανθρωποκυνηγητό.[66] Οι Ιππότες επιχείρησαν να κατασκευάσουν ένα αυτοσχέδιο οχυρό από άμαξες,[66] όμως η άμυνά τους γρήγορα διασπάστηκε και το στρατόπεδο λεηλατήθηκε. Σύμφωνα με το Cronica conflictus, περισσότεροι Ιππότες πέθαναν εκεί παρά στο πεδίο της μάχης.[66] Η μάχη διήρκεσε συνολικά περίπου 10 ώρες.[61]

Οι Τεύτονες Ιππότες απέδωσαν την ήττα τους σε προδοσία από τον Νικόλαους φον Ρένις (Μικολάι του Ρινσκ), διοικητή του τάγματος του Κουλμ, ο οποίος αποκεφαλίστηκε χωρίς δίκη.[67] Ήταν ιδρυτής και αρχηγός της Ένωσης της Σαύρας, μια ομάδα Ιπποτών φιλικά προσκείμενων στη Πολωνία. Σύμφωνα με τους Ιππότες, ο φον Ρένις χαμήλωσε το λάβαρό του, σημάδι παράδοσης και οδήγησε μέσα στον πανικό στην υποχώρηση.[68] Ο θρύλος που αναφέρει ότι οι Ιππότες μαχαιρώθηκαν πισώπλατα αντηχούσε μέχρι και μετά τον Α΄ΠΠ και αποτελούσε τμήμα της γερμανικής ιστοριογραφίας της μάχης μέχρι το 1945.[67]

Αντίκτυπος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Απώλειες και αιχμάλωτοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ήττα των Τευτόνων Ιπποτών ήταν εκκωφαντική. Περίπου 8.000 στρατιώτες[69] σκοτώθηκαν και άλλοι 14.000 αιχμαλωτίστηκαν.[70] Σύμφωνα με τα αρχεία πληρωμών των Τευτόνων, μόλις 1.427 άντρες επέστρεψαν στο Μάριενμπουργκ για ζητήσουν την πληρωμή τους.[70] Από τους 1.200 άντρες που έστειλε το Ντάντσιγκ, μόνο οι 300 επέστρεψαν.[36] Σύμφωνα με διάφορες πηγές, περίπου 200 με 400 αδελφοί του Τάγματος σκοτώθηκαν, συμπεριλαμβανομένου του μεγάλου μαγίστρου, Ούλριχ φον Γιούνγκιγκεν, τον στρατάρχη Φρίντριχ φον Βάλλενροντ, τον θησαυροφύλακα Τόμας φον Μερχάιμ, τον συνταγματάρχη Άλμπερτ φον Σβάτσμπουργκ και δέκα διοικητές των Ιπποτών.[71] Ο διοικητής Μάρκβαρντ φον Σάλντμπαχ και ο Χάινριχ Σάουμπουργκ, φογκτ της Σάμπια, εκτελέστηκαν με εντολή του Βιτάουτας μετά τη μάχη.[70] Τα σώματα των φον Γιούνγκινγκεν και άλλων υψηλόβαθμων ιπποτών μεταφέρθηκαν στο Μάριενμπεργκ τις 19 Ιουλίου.[72] Τα σώματα των χαμηλόβαθμων Τευτόνων Ιπποτών και 12 Πολωνών ιπποτών θάφτηκαν στην εκκλησία του Τάννενμπεργκ.[72] Οι υπόλοιποι νεκροί θάφτηκαν σε ομαδικούς τάφους. Ο πιο υψηλόβαθμος Τεύτονας αξιωματικός που επέζησαν από τη μάχη ήταν ο Βέρνερ φον Τέτινγκερ, διοικητής του Έλμπινγκ.[70]

Οι πολωνικές και λιθουανικές δυνάμεις αιχμαλώτισαν χιλιάδες στρατιώτες, ανάμεσα στους οποίους ήταν οι δούκες Κόνραντ Ζ΄ του Όελς και ο Καζίμιρ Ε΄ της Πομερανίας.[73] Οι περισσότεροι από τους μισθοφόρους και απλούς στρατιώτες απελευθερώθηκαν λίγο μετά τη μάχη, με την προϋπόθεση να καταγραφούν στην Κρακοβία τις 11 Νοεμβρίου 1410.[74] Μόνο αυτοί για τους οποίους αναμενόταν να πληρωθούν λύτρα παρέμειναν αιχμάλωτοι. Μεγάλα ποσά λύτρων καταγράφηκαν, όπως για παράδειγμα, για τον μισθοφόρο Χόλμπραχτ φον Λόιμ έπρεπε να πληρωθούν 150 κόπα γροσίων Πράγας, περίπου 30 κιλά αργύρου.[75]

Συνέχεια της εκστρατείας και ειρήνη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τη μάχη, οι πολωνικές και λιθουανικές δυνάμεις καθυστέρησαν την επίθεσή τους στο Μάριενμπουργκ (Μάλμπορκ), πρωτεύουσα των Τευτόνων, παραμένοντας στο πεδίο της μάχης για τρεις μέρες και στη συνέχεια προχωρώντας μόνο περίπου 15 χιλιόμετρα την ημέρα.[76] Ο κύριος όγκος του στρατού έφτασε στο καλά οχυρωμένο Μάριενμπουργκ τις 26 Ιουλίου. Αυτή η καθύστερήση έδωσε στον Χάινριχ φον Πλάουεν αρκετό χρόνο για να οργανώσει την άμυνα του κάστρου. Ο Βλαντισλάβ Γιαγκέλο έστειλε στρατεύματα σε άλλα Τευτονικά οχυρά, τα οποία συχνά παραδίδονταν χωρίς αντίσταση,[77] όπως το Ντάντσιγκ (Γκντανσκ), Τορν (Τόρουν) και Έλμπινγκ (Έλμπαγκ).[78] Μόνο οχτώ κάστρα παρέμειναν στην κατοχή των Τευτόνων.[79] Οι πολιορκητές του Μάριενμπουργκ ανέμεναν γρήγορη συνθηκολόγηση και δεν ήταν προετοιμασμένοι για μακριά πολιορκία, υποφέροντας από έλλειψη πυρομαχικών, χαμηλό ηθικό και επιδημία δυσεντερίας.[80] Οι Ιππότες απευθύνθηκαν στους συμμάχους του για βοήθεια και ο Σιγισμούνδος της Ουγγαρίας, ο Βεντσεσλάβος Δ΄ και το Τάγμα της Λιβονίας υποσχέθηκαν οικονομική βοήθεια και ενισχύσεις.[81]

Η πολιορκία του Μάριενμπουργκ σταμάτησε στις 19 Σεπτεμβρίου. Οι πολωνο-λιθουανικές δυνάμεις άφησαν φρουρές στα κάστρα που είχαν καταλάβει και επέστρεψαν πίσω. Όμως, οι Τεύτονες ανακατέλαβαν γρήγορα τα περισσότερα κάστρα. Μέχρι το τέλος του Οκτωβρίου, μόνο τέσσερα τευτονικά κάστρα στα σύνορα παρέμεναν σε πολωνική κατοχή.[82] Ο Βλαντισλάβ Γιαγκέλο μάζεψε νέο στρατό και προχώρησε σε νέα νίκη επί των Ιπποτών στη μάχη του Κορόνοβο στις 10 Οκτωβρίου 1410. Μετά άλλες σύντομες συγκρούσεις, οι δύο πλευρές συμφώνησαν να διαπραγματευτούν.

Η ειρήνη του Τορν υπογράφηκε το Φεβρουάριο του 1411. Σύμφωνα με τους όρους, οι Ιππότες παρέδωσαν τη γη του Ντόμπριν στην Πολωνία και συμφώνησαν να παραιτηθούν από τις διεκδικήσεις τους στη Σαμογιτία όσο ζούσαν οι Βλαντισλάβ Β΄ Γιαγκέλο και Βιτάουτας,[83] και άλλοι δύο πόλεμοι, ο Πόλεμος της Πείνας το 1414 και ο πόλεμος του Γκόλουμπ το 1422, έλαβαν χώρα πριν η συνθήκη του Μέλνο λύσει οριστικά αυτές τις εδαφικές διεκδικήσεις.[84] Οι Πολωνοί και οι Λιθουανοί δεν κατάφεραν να μεταφράσουν τη στρατιωτική νίκη σε εδαφική και διπλωματική κτήση. Όμως η συνθήκη του Τορν επέβελε μεγάλες αποζημιώσεις, ένα οικονομικό βάρος από το οποίο οι Τεύτονες Ιππότες δεν κατάφεραν να ανακάμψουν. Έπρεπε να πληρώσουν την αποζημίωση σε ασήμι, η οποία έφτασε σε ύψος δεκαπλάσιο από το ετήσιο εισόδημα του βασιλιά της Αγγλίας, σε τέσσερις ετήσιες δόσεις.[83] Για να μπορούν να τις πληρώσουν, οι Ιππότες δήμευσαν το χρυσό και το ασήμι από τις εκκλησίες και αύξησαν τη φορολογία. Δύο μεγάλες πρωσικές πόλεις, το Ντάντσινγκ και Τορν, εξεγέρθηκαν ενάντια στην αύξηση των φόρων.[85] Η ήττα στο Γκρούνβαλντ άφησε τους Τεύτονες Ιππότες με λίγα στρατεύματα για να μπορούν να υπερασπιστούν την επικράτειά τους. Μετά τον εκχριστιανισμό της Σαμογιτίας, οι Τεύτονες δυσκολεύονταν να στρατολογήσουν νέους σταυροφόρους.[86] Οι μεγάλοι Μαγίστροι έπρεπε να βασιστούν σε μισθοφόρους, ένα επιπλέον σημαντικό έξοδο για τον μειωμένο προϋπολογισμό τους. Οι εσωτερικές έριδες, η οικονομική παρακμή και οι αυξήσεις των φόρων οδήγησαν σε αναταραχές και την ίδρυση της Πρωσικής Συνομοσπονδίας το 1441 και στη συνέχεια σε μια σειρά διενέξεων με αποκορύφωμα τον Δεκατριαετή Πόλεμο (1454-1466).[87]

Κληρονομιά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολωνία και Λιθουανία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μνημείο που ανεγέρθηκε στη Κρακοβία για τον εορτασμό των 500 ετών από τη μάχη του Γκρούνβαλντ.

Η μάχη του Γκρούνβαλντ θεωρείται μια από τις σημαντικότερες στην ιστορία της Πολωνίας και της Λιθουανίας.[9] Στην ιστορία της Ουκρανίας, η μάχη συσχετίζεται περισσότερο με τον Βιτάουτας, ο οποίος στάθηκε ως ηγέτης της Ανατολικής Ορθοδοξίας εκείνη την εποχή.[88] Στη Λιθουανία η νίκη είναι συνώνυμη της πολιτικής και στρατιωτικής ακμής του μεγάλου δουκάτου. Ήταν πηγή εθνικής υπερηφάνειας κατά τη διάρκεια του ρομαντικού εθνικισμού και ενέπνευσε την αντίσταση στις πολιτικές εκγερμανισμού και εκρωσισμού της Γερμανικής και Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Οι Ιππότες απεικονίζονταν ως οι αιμοδιψείς εισβολείς και το Γκρούνβαλντ ως μια νίκη ενός μικρού έθνους.[9] Το 1910, για να σηματοδοτήσει την 500η επέτειο της μάχης, αποκαλύφθηκε ένα μνημείο από τον Αντόνι Βιβούλσκι στην Κρακοβία κατά τη διάρκεια του τριήμερου εορτασμού στον οποίο συμμετείχαν περίπου 150.000 άτομα.[89] Περίπου 60 άλλες πόλεις και χωριά στη Γαλικία ανήγειραν μνημεία για την επέτειο της μάχης.[90]

Περίπου την ίδια περίοδο, ο βραβευμένος με Νόμπελ συγγραφέας Χένρικ Σιενκιέβιτς έγραψε το μυθιστόρημα Τεύτονες Ιππότες, του οποίου ένα κεφάλαιο αντιστοιχεί στη μάχη του Γκρούνβαλντ. Το 1960, ο Πολωνός σκηνοθέτης Αλεξάντερ Φορντ χρησιμοποίησε το βιβλίο ως βάση για την ταινία Knights of the Teutonic Order. Μουσείο και μνημεία κατασκευάστηκαν στο πεδίο της μάχης το 1960.[91] Το πεδίο της μάχης είναι ένα από επίσημα εθνικά ιστορικά μνημεία της Πολωνίας. Η μάχη έχει δώσει το όνομά της σε στρατιωτικά μετάλλια (Σταυρός του Γκρούνβλαντ), αθλητικές ομάδες (Ζάλγκιρις Κάουνας, Ζάλγκιρις Βίλνιους) και διάφορους οργανισμούς.

Ο βασιλιάς Βλαντισλάβ Γιαγκέλο στην αναπαράσταση του 2003

Η ετήσια αναπαράσταση της μάχης λαμβάνει χώρα κάθε 15 Ιουλίου. Το 2010 εορτάστηκαν τα 600 χρόνια από τη μάχη και η αναπαράσταση, στην οποία συμμετείχαν 2.200 άτομα στο ρόλο των Ιπποτών, παρακολούθησαν περίπου 200.000 θεατές. Άλλα 3.800 άτομα αναπαριστούσαν τους χωρικούς και τους ακόλουθους. Διοργανωτές θεωρούν ότι η αναπαράσταση από τη μεγαλύτερη αναπαράσταση μεσαιωνικής μάχης στην Ευρώπη.[92]

Η μνήμη της μάχης τιμάται στον τάφο του Αγνώστου Στρατιώτη στη Βαρσοβία, με την επιγραφή "GRUNWALD 15 VII 1410".

Γερμανία και Ρωσία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Γερμανοί είδαν τους Ιππότες ως ηρωικούς και ευγενείς ανθρώπους οι οποίοι εκχριστιάνισαν και εκπολίτισαν στην ανατολή.[9] Τον Αύγουστο του 1914, κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Γερμανοί νίκησαν τους Ρώσους κοντά στο χώρο της μάχης. Οι Γερμανοί, αντιλαμβανόμενοι το δυναμικό προπαγάνδας, ονόμασαν την μάχη Μάχη του Τάνενμπεργκ,[93] αν και στην πραγματικότητα έλαβε χώρα εγγύτερα στο Αλενστάιν (Όλστιν), και την χαρακτήρισαν εκδίκηση για την Πολωνο-Λιθουανική νίκη 504 χρόνια νωρίτερα. Η Ναζιστική Γερμανία εκμεταλλεύτηκε το συναίσθημα, απεικονίζοντας την πολιτική του ζωτικού χώρου ως συνέχιση της αποστολής των Τευτόνων Ιπποτών.[94]

Εξαιτίας της συμμετοχής τριών ταγμάτων από το Σμολένσκ, οι Ρώσοι είδαν τη μάχη ως νίκη του πολωνο-λιθουανο-ρωσικού συνασπισμού ενάντια στους εισβολείς Γερμανούς. Ο χρονικογράφος Για Ντούγκος εξυμνεί τα τάγματα του Σμολένσκ τα πολέμησαν γενναία και ήταν τα μόνα τάγματα του μεγάλου δουκάτου της Λιθουανίας που δεν υποχώρησαν. Στη σοβιετική ιστοριογραφία, η μάχη του Γκρούνβαλντ χαρακτηρίζεται ως εθνική μάχη ανάμεσα σε Σλάβους και Γερμανούς. Οι Τεύτονες Ιππότες απεικονίζονται ως μεσαιωνικοί πρόδρομοι του στρατού του Χίτλερ, ενώ η μάχη αυτή καθέ αυτή ως μεσαιωνικό ανάλογο της Μάχης του Στάλινγκραντ.[9][95]

Ο Γουίλιαμ Έρμπαν επισημαίνει ότι σχεδόν όλες οι καταγραφές της μάχης πριν τη δεκαετία του 1960 επηρεάστηκαν περισσότερο από ρομαντικούς θρύλους και εθνικιστική προπαγάνδα παρά από τα γεγονότα.[67]

Δείτε επισης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 Turnbull 2003, σελ. 26
  2. 2,0 2,1 2,2 Turnbull 2003, σελ. 28
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 Jučas 2009, σελίδες 57–58
  4. 4,0 4,1 Urban 2003, σελ. 138
  5. 5,0 5,1 Davies 2005, σελ. 98
  6. Turnbull 2003, σελ. 73
  7. 7,0 7,1 Ekdahl 2008, σελ. 175
  8. Turnbull 2003, σελ. 92
  9. 9,0 9,1 9,2 9,3 9,4 9,5 Johnson 1996, σελ. 43
  10. Sužiedėlis 2011, σελ. 123
  11. Evans 1970, σελ. 3
  12. Jučas 2009, σελ. 8
  13. 13,0 13,1 Jučas 2009, σελ. 9
  14. 14,0 14,1 Jučas 2009, σελ. 10
  15. Jučas 2009, σελ. 11
  16. 16,0 16,1 Ekdahl 1963
  17. 17,0 17,1 17,2 Stone 2001, σελ. 16
  18. Urban 2003, σελ. 132
  19. Kiaupa 2000, σελ. 137
  20. Turnbull 2003, σελ. 20
  21. 21,0 21,1 Ivinskis 1978, σελ. 336
  22. Urban 2003, σελ. 130
  23. Kuczynski 1960, σελ. 614
  24. Jučas 2009, σελ. 51
  25. 25,0 25,1 Turnbull 2003, σελ. 21
  26. Kiaupa 2000, σελ. 139
  27. 27,0 27,1 Christiansen 1997, σελ. 227
  28. 28,0 28,1 Turnbull 2003, σελ. 30
  29. 29,0 29,1 29,2 29,3 29,4 29,5 Jučas 2009, σελ. 75
  30. Jučas 2009, σελ. 74
  31. 31,0 31,1 31,2 Turnbull 2003, σελ. 25
  32. 32,0 32,1 Ivinskis 1978, σελ. 338
  33. 33,0 33,1 Разин 1999, σελ. 486
  34. Разин 1999, σελίδες 485–486
  35. Turnbull 2003, σελ. 29
  36. 36,0 36,1 Jučas 2009, σελ. 56
  37. Urban 2003, σελ. 139
  38. 38,0 38,1 Jerzy Urbankiewicz. Legenda jazdy polskiej, Vol. 1. Wyd. Wojciech Grochowalski. 1996. p. 59.
  39. «Jan Žižka at Grunwald: from mercenary to Czech national hero». Radio Prague. 16 Ιουλίου 2010. Ανακτήθηκε στις 16 Αυγούστου 2012. 
  40. «Kto jest kim na obrazie Jana Matejki? Cz. 2». Gazeta.pl. 14 Ιουλίου 2010. Ανακτήθηκε στις 16 Αυγούστου 2012. 
  41. Jučas 2009, σελ. 64
  42. 42,0 42,1 Jučas 2009, σελ. 63
  43. 43,0 43,1 Turnbull 2003, σελ. 33
  44. Urban 2003, σελ. 141
  45. Urban 2003, σελ. 142
  46. 46,0 46,1 Turnbull 2003, σελ. 35
  47. Jučas 2009, σελ. 76
  48. Turnbull 2003, σελ. 36
  49. Turnbull 2003, σελίδες 36–37
  50. Urban 2003, σελίδες 148–149
  51. 51,0 51,1 Jučas 2009, σελ. 77
  52. Turnbull 2003, σελ. 44
  53. 53,0 53,1 53,2 Turnbull 2003, σελ. 45
  54. Urban 2003, σελ. 149
  55. Turnbull 2003, σελ. 43
  56. 56,0 56,1 Jučas 2009, σελ. 78
  57. Baranauskas 2011, σελ. 25
  58. Sužiedėlis 1976, σελ. 337
  59. Urban 2003, σελίδες 152–153
  60. Turnbull 2003, σελίδες 48–49
  61. 61,0 61,1 61,2 61,3 Kiaupa 2002
  62. Jučas 2009, σελ. 83
  63. Turnbull 2003, σελ. 53
  64. Turnbull 2003, σελ. 61
  65. 65,0 65,1 Turnbull 2003, σελ. 64
  66. 66,0 66,1 66,2 Turnbull 2003, σελ. 66
  67. 67,0 67,1 67,2 Urban 2003, σελ. 168
  68. Turnbull 2003, σελ. 79
  69. Urban 2003, σελ. 157
  70. 70,0 70,1 70,2 70,3 Turnbull 2003, σελ. 68
  71. Jučas 2009, σελίδες 85–86
  72. 72,0 72,1 Jučas 2009, σελ. 87
  73. Turnbull 2003, σελ. 69
  74. Jučas 2009, σελ. 88
  75. Pelech 1987, σελίδες 105–107
  76. Urban 2003, σελ. 162
  77. Urban 2003, σελ. 164
  78. Stone 2001, σελ. 17
  79. Ivinskis 1978, σελ. 342
  80. Turnbull 2003, σελ. 75
  81. Turnbull 2003, σελ. 74
  82. Urban 2003, σελ. 166
  83. 83,0 83,1 Christiansen 1997, σελ. 228
  84. Kiaupa 2000, σελίδες 142–144
  85. Turnbull 2003, σελ. 78
  86. Christiansen 1997, σελίδες 228–230
  87. Stone 2001, σελίδες 17–19
  88. "Битва народів": 600 Грюнвальдської битви ("Battle of Peoples": 600 Anniversary of the Battle of Grunwald). BBC-Ukraine.
  89. Dabrowski 2004, σελίδες 164–165
  90. Ekdahl 2008, σελ. 179
  91. Ekdahl 2008, σελ. 186
  92. Fowler 2010
  93. Burleigh 1985, σελ. 27
  94. Johnson 1996, σελ. 44
  95. Davies 2005, σελ. 99

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]