Μάχη της Λεγκνίτσα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μάχη της Λέγκνιτσα
Πρώτη Μογγολική Εισβολή στην Πολωνία
Ο θρύλος του Αγίου Γιάντβιγκα στη Μάχη της Λέγκνιτσα
Χρονολογία9 Απριλίου 1241
ΤόποςΛεκγνίτσκιε Πόλε (σημερινή Λέγκνιτσα, Πολωνία)
ΈκβασηΑποφασιστική νίκη των Μογγόλων
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα
Ερρίκος Β΄ ο Πίος  
Μιέσκο Β΄ ο Παχύς
Σουλισλάβος
Μπόλεσλαβ
Δυνάμεις
Μεταξύ 2.000[1] και 8.000[2][3]
Στους υπολογισμούς περιλαμβάνονται 2.000[2]3.800–4.300,[4][5] 7.000,[2] 8.000,[6] 65-88 Ναΐτες Ιππότες.[7]
Απολογισμός
Άγνωστος αριθμός απωλειών
Καταστράφηκε σχεδόν ολόκληρο το στράτευμα. 3 Ναΐτες Ιππότες σκοτώθηκαν[7]

Η Μάχη της Λέγκνιτσα (πολωνικά: bitwa pod Legnicą‎‎), γνωστή και ως Μάχη του Λίγκνιτζ (γερμανικά: Schlacht von Liegnitz‎‎) ή Μάχη του Βάλστατ (γερμανικά: Schlacht bei Wahlstatt‎‎), ήταν μάχη μεταξύ της Μογγολικής Αυτοκρατορίας και των σύμμαχων αμυνόμενων δυνάμεων των Ευρωπαίων πολεμιστών στο Λεγκνίτσκιε Πόλε (Wahlstatt) πλησίον της πόλης Λέγκνιτσα στην επαρχία της Σιλεσίας του Βασιλείου της Πολωνίας στις 9 Απριλίου 1241.

Συμμαχικές δυνάμεις Πολωνών, Μοραβιανών και Γερμανών υπό τη διοίκηση του Πολωνού δούκα Ερρίκου Β΄ του Πίου της Σιλεσίας, με την υποστήριξη φεουδαρχών αριστοκρατών και ελάχιστων ιπποτών από στρατιωτικά τάγματα που εστάλησαν από τον Πάπα, προσπάθησαν να διακόψουν τη Μογγολική Εισβολή στην Ευρώπη. Η μάχη έλαβε χώρα δύο μέρες μετά τη Μογγολική νίκη επί των Ούγγρων στην κατά πολύ μεγαλύτερη Μάχη του Μόχι.

Ιστορική διαμάχη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όπως συμβαίνει και με πολλές ιστορικές μάχες, οι ακριβείς λεπτομέρειες της σύνθεσης των δυνάμεων, της τακτικής και της ακριβούς πορείας της μάχης έχουν ελλείψεις και μερικές φορές είναι αντιφατικές.

Η γενική ιστορική άποψη είναι πως αποτέλεσε μια συντριπτική ήττα για της Ευρωπαϊκές δυνάμεις μιας και αυτές υπέστησαν μεγάλες απώλειες. Είναι γνωστό πως οι Μογγόλοι δεν είχαν πρόθεση να επεκτείνουν την εκστρατεία τους δυτικά την περίοδο αυτή,[8] επειδή μετέβησαν στο Βασίλειο της Ουγγαρίας για να βοηθήσουν το κύριο σώμα του Μογγολικού στρατού στην κατάκτηση της χώρας.

Ένα από τα ηγετικά πρόσωπα των Μογγόλων, ο Καντάν, συγχεόταν συχνά με τον εγγονό του Ογκεντέι, Καϊντού από τους χρονικογράφους του μεσαίωνα, και έτσι ο Καϊντού αναφερόταν συχνά από λάθος ως ηγέτης των Μογγολικών δυνάμεων στη Λέγκνιτσα.[9]

Ιστορικό υπόβαθρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Μογγόλοι θεωρούσαν πως οι Κουμάνοι είχαν υποταχθεί στην εξουσία τους, αλλά οι αυτοί είχαν διαφύγει δυτικά και ζήτησαν άσυλο στο Βασίλειο της Ουγγαρίας. Μετά την απόρριψη του τελεσιγράφου του Μπατού Χαν από τον Βασιλιά Μπέλα Δ΄ της Ουγγαρίας ώστε να παραδώσει τους Κουμάνους, ο Σουμπουτάι άρχισε να σχεδιάζει τη Μογγολική εισβολή στην Ευρώπη.[10] Οι Μπατού και Σουμπουτάι οδήγησαν τα δύο σώματα τους σε επίθεση κατά της ίδιας της Ουγγαρίας, ενώ ένα τρίτο σώμα υπό τον Μπαϊντάρ, τον Ορντά Χαν και τον Καντάν θα πραγματοποιούσαν επίθεση στην Πολωνία ως μέσο αντιπερισπασμού και να καταλάβουν τις δυνάμεις της Βόρειας Ευρώπης που ενδεχομένως θα βοηθούσαν την Ουγγαρία.[11]

Οι Μπαϊντάρ και Καντάν ερήμωσαν το νότιο τμήμα της Πολωνίας: αρχικά λεηλάτησαν το Σαντόμιερζ, και έπειτα στις 3 Μαρτίου νίκησαν ένα σώμα του Πολωνικού Στρατού στη μάχη του Τούρσκο. Στη συνέχεια, στις 18 Μαρτίου κατέβαλλαν ακόμη ένα σώμα του Πολωνικού Στρατού στο Χμιέλνικ. Στις 24 Μαρτίου πολιόρκησαν και κατέκαψαν την Κρακοβία, και λίγες μέρες αργότερα προσπάθησαν ανεπιτυχώς να καταλάβουν την πρωτεύουσα της Σιλεσίας, Βρότσλαβ.[8] Ενώ βρισκόταν στη διαδικασία να λάβουν απόφαση για το αν θα πολιορκήσουν ή όχι το Βρότσλαβ, οι Μπαϊντάρ και Καντάν έλαβαν αναφορές πως ο Βασιλιάς Βεντσεσλάβος Α΄ της Βοημίας βρισκόταν σε απόσταση δύο ημερών μακριά τους με στρατό διπλάσιο[12] από αυτόν του Ερρίκου. Οι Μογγόλοι επέστρεψαν από το Βρότσλαβ ώστε να αναχαιτίσουν τις δυνάμεις του Ερρίκου προτού οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις καταφέρουν να συνενωθούν. Οι Μογγόλοι ενεπλάκησαν με τον Ερρίκο κοντά στη Λέγκνιτσα, στο Λεγκνίτσκιε Πόλε («Αγρός της Λέγκνιτσα» στα Πολωνικά), γνωστό και ως Βάλστατ.

Σύνθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μογγόλοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το βαρύ ιππικό των Μογγόλων σε μάχη (13ος ή 14ος αιώνας).

Η δύναμη αντιπερισπασμού των Μογγόλων, απόσπασμα (περίπου ένα με δύο σώματα των δέκα χιλιάδων στρατιωτών (tumen) του σώματος του Σουμπουτάι, επέδειξαν τα πλεονεκτήματα της τακτικής κινητικότητας και την ταχύτητα των έφιππων τοξοτών. Η τακτική των Μογγόλων ήταν κατ' ουσίαν μια μακρά σειρά προσποιητών επιθέσεων και ψευδών υποχωρήσεων από διάσπαρτες ομάδες, οι οποίες ήταν καθορισμένο να καταφέρουν αργή εξάντληση μέσω κυμαινόμενων πυρών, να διαταράξουν τον σχηματισμό του εχθρού και να έλξουν μεγάλο αριθμό στρατιωτών μακριά από το κύριο σώμα σε επιθέσεις ενέδρας και πλάγιες επιθέσεις. Αυτή ήταν η σταθερή τακτική των Μογγόλων που χρησιμοποιήθηκε κατ' ουσίαν σε όλες τις κύριες μάχες τους. Την έκαναν πραγματοποιήσιμη μέσω συνεχούς εξάσκησης και της εξαιρετικής επικοινωνίας στο πεδίο της μάχης, στο οποίο χρησιμοποιούσαν ένα σύστημα με σημαίες. Ο Μογγόλος διοικητής βρισκόταν στο υψηλότερο σημείο του πεδίου της μάχης, το καταλάμβανε και το χρησιμοποιούσε για να επικοινωνεί με τους κατώτερους διοικητές (noyan) ώστε να τους μεταφέρει τις διαταγές του για τις κινήσεις του στρατεύματος. Το Μογγολικό σύστημα ερχόταν σε ευθεία αντιπαράθεση με τα Ευρωπαϊκά συστήματα, όπου οι ιππότες προχωρούσαν μπροστά χωρίς να έχουν καμία επικοινωνία με τις υπόλοιπες δυνάμεις.[13]

Ο αριθμός των εμπλεκομένων δυνάμεων είναι δύσκολο να υπολογιστεί. Οι Ευρωπαϊκές αναφορές ποικίλουν για τον αριθμό των Μογγόλων—μερικές αναφέρουν πως βρισκόταν περισσότεροι από 100.000 μόνο στη Λέγκνιτσα. Αυτοί είναι χονδρικοί υπερυπολογισμοί, μιας και ο αριθμός αυτός είναι κατά πολύ μεγαλύτερος από ολόκληρη τη Μογγολική δύναμη σε όλη την Ευρώπη, χωρίς να υπολογίζονται οι αδυναμίες στην υποστήριξη της κοσμητείας των Μογγόλων κατά τον 13ο αιώνα στη Δυτική Ευρασία. Οι τρέχοντες υπολογισμοί αναφέρουν πως ο Μογγολικός στρατός απαριθμούνταν, το πολύ, από 25.000 στρατιώτες ιππικού. Το Historia Tatarorum του Φραγκισκανού Κ. ντε Μπρίντια Μονάκι αναφέρει πως ο Μογγολικός στρατός είχε δύναμη 10.000 στρατιωτών, η οποία μειώθηκε στους 8.000 μετά τις απώλειες που υπέστησαν νωρίτερα κατά την εκστρατεία, στις Μάχες του Χμιέλνικ, του Τούρσκο και του Τάρτσεκ.[2] Μια σύγχρονη Ευρωπαϊκή έκθεση, η Ystoria Mongalorum, υποστηρίζει τους αριθμούς αυτόυς, υπολογίζοντας τη δύναμη του Μογγολικού στρατού που εισέβαλε στην Πολωνία σε 10.000 στρατιώτες ιππικού.[3]

Αυτό που αναφέρουν οι Μογγολικές πηγές είναι πως η δύναμη της εκστρατείας εισβολής στην Πολωνία αποτελούνταν από δύο σώματα tumen (20.000 άνδρες) και μέρος του σχεδίου του Σουμπουτάι ήταν να καταστρέψει τους Ευρωπαϊκούς στρατούς με μιάς χωρίς να τους επιτρέψει να συγκεντρωθούν.[14]

Πολωνικά κράτη και σύμμαχοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με τον Τζέιμς Τσάμπερς, η δύναμη του Ερρίκου απαριθμούνταν από 25.000 στρατιώτες, ενδεχομένως λιγότερους, και αποτελούνταν από μεγάλο αριθμό ανεκπαίδευτων και ελλιπώς εξοπλισμένων ανδρών, μερικές φορές χωρίς οπλισμό αλλά με εργαλεία δικής τους κατασκευής.[15] Σε μικρότερες εκπαιδευμένες δυνάμεις περιλαμβανόταν σώμα στρατού από το Οπόλε υπό τον Δούκα Μιέσκο Β΄ τον Παχύ. Οι Μοραβιανοί ηγούνταν από τον Μπόλεσλαβ, γιό του Μαργράβου της Μοραβίας Ντέπολτ Γ΄. Ακόμη, περιλαμβανόταν νεοσύλλεκτοι από τη Μεγάλη Πολωνία, και εθελοντές Βαυαροί μεταλλωρύχοι από το Γκόλντμπεργκ (Ζλοτόρια). Οι καλύτερα γυμνασμένοι στρατιωτικοί του Ερρίκου ήταν συγκεντρωμένοι από αυτόν από τα δουκάτα της Σιλεσίας, μισθοφόροι και πολύ μικρό τμήμα Γάλλων Ναϊτών Ιπποτών καθώς και άλλων ξένων εθελοντών.[9]

Ο ιστορικός Μάρεκ Τσετβίνσκι υπολογίζει τη δύναμη των συμμάχων να ανέρχεται σε 2.000 δυνατούς στρατιώτες, ενώ ο Γκέραρντ Λαμπούντα υπολογίζει 7.000-8.000 στρατιώτες στον Χριστιανικό στρατό.[2]

Ένα έκτακτο σώμα Τευτωνικών Ιπποτών αδιευκρίνηστου αριθμού φέρεται να εισήλθε στον συμμαχικό στρατό. Ωστόσο, πρόσφατη ανάλυση των Χρονικών του Γιαν Ντλούγκοζ από τον Λαμπούντα αναφέρει πως οι Γερμανοί σταυροφόροι ίσως προστέθηκαν στο κείμενο αφότου ο χρονικογράφος Ντλούγκοζ ολοκλήρωσε το έργο.[2] Ένας θρύλος πως ο Πρώσος Διοικητής (Landmeister) των Τευτονικών Ιπποτών, Πόππο φον Όστερνα, σκοτώθηκε κατά τη μάχη είναι εσφαλμένος, μιας και απεβίωσε στη Λέγκνιτσα λίγα χρόνια αργότερα σε επίσκεψη του στο γυναικείο μοναστήρι της συζύγου του.[16] Οι Ιωαννίτες θεωρήθηκε ακόμη πως συμμετείχαν στη μάχη, αλλά αυτό φαίνεται πως πρόκειται για κατασκεύασμα που προστέθηκε σε μεταγενέστερες εκθέσεις, μιας και ούτε οι εκθέσεις του Γιαν Ντλούγκοζ ούτε η επιστολή που εστάλη στον Βασιλιά της Γαλλίας από τον Επικεφαλής (Grand Master) των Ναϊτών Πονς ντ'Αμπόν αναφέρονται σε αυτούς.[17] Ο Πίτερ Τζάκσον αναφέρει επιπροσθέτως πως το μοναδικό στρατιωτικό τάγμα που πολέμησε στη Λέγκνιτσα ήταν αυτό των Ναϊτών.[18] Η συνεισφορά των Ναϊτών ήταν πολύ μικρή, υπολογίζεται σε περίπου 68-88 καλώς γυμνασμένους, και άρτια οπλισμένους στρατιώτες.[7] Η επιστολή τους στον βασιλιά της Γαλλίας αναφέρει πως οι απώλειες τους ήταν τρεις αδελφοί ιππότες, δύο λοχίες και 500 'άνδρες'—σύμφωνα με τη δική τους χρήση αυτού του όρου, πρόκειται πιθανώς για χωρικούς που εργαζόταν στα κτήματα τους και έτσι δεν ήταν ούτε οπλισμένοι ούτε γυμνασμένοι όπως το υπόλοιπο πεζικό του στρατού.

Η μάχη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ερρίκος Β΄ της Σιλεσίας σκοτώθηκε στη Μάχη της Λέγκνιτσα.

Ο Ερρίκος χώρισε τις δυνάμεις του σε τέσσερα τμήματα: τους Βαυαρούς μεταλλωρύχους υπό τον Μπόλεσλαβ της Μοραβίας, τους νεοσύλλεκτους από τη Μεγάλη Πολωνία μαζί με κάποιους Κρακοβιανούς υπό τον Σουλισλάβο, τον αδελφό του νεκρού παλατίνου της Κρακοβίας, το σώμα στρατού από το Οπόλε υπό τον Μιέσκο, και υπό τον προσωπική προσταγή του Ερρίκου, οι Σιλεσιανοί, οι Μοραβιανοί και οι Ναΐτες.[9]

Σύμφωνα με την περιγραφή της μάχης από τον Τσάμπερς, το Σιλεσιανό ιππικό ξεκίνησε τη μάχη με την εμπροσθοφυλακή (manguadai) του Μογγολικού στρατού. Αφού οι Σιλεσιανοί αποκρούστηκαν, το ιππικό της Μεγάλης Πολωνίας, υπό τον Σουλισλάβο, και το ιππικό από το Οπόλε επιτέθηκαν στους Μογγόλους. Η εμπροσθοφυλακή των Μογγόλων υποχώρησε, παρακινώντας το συμμαχικό ιππικό να τους καταδιώξει, διαχωρίζοντας τους από το πεζικό των Πολωνών. Αν και η εμπροσθοφυλακή διέφυγε, το ελαφύ ιππικό των Μογγόλων υπερφαλάγγισε τις Πολωνικές δυνάμεις. Χρησιμοποιήθηκε προπέτασμα καπνού για να αποκρυφθούν οι κινήσεις των Μογγόλων και να προκληθεί σύγχυση στους Ευρωπαίους. Ενώ το Μογγολικό ελαφρύ ιππικό πραγματοποιούσε επιθέσεις από τις πλευρές και το βαρύ ιππικό από το μέτωπο, οι τοξότες του Μογγολικού στρατού επιτίθενταν στις Πολωνικές δυνάμεις με βέλη.[9]

Ο Έρικ Χίλτινγκερ σημειώνει πως ο στρατός του Μπόλεσλαβ ηγήθηκε της επίθεσης, αντί των Σιλεσιανών. Προσθέτει πως αφότου το Πολωνικό ιππικό ξεκίνησε την καταδίωξη όσο οι Μογγόλοι προσποιούνταν υποχώρηση, ένας ιππότης φώναξε «Τρέξτε! Τρέξτε!» (στα Πολωνικά) στις Πολωνικές δυνάμεις, μπερδεύοντας τον Μιέσκο, ο οποίος διέταξε το σώμα του Οπόλε να υποχωρήσει από τη μάχη. Αυτή η υποχώρηση οδήγησε τον Ερρίκο να διατάξει τις δυνάμεις του και το ιππικό να προχωρήσουν στη μάχη.[8]

Οι Μογγόλοι πέτυχαν σε μεγάλο βαθμό στη μάχη εξαιτίας των προσποιήσεων τους. Όταν οι Ευρωπαίοι ιππότες αποσπάστηκαν από το κύριο σώμα των συμμαχικών δυνάμεων για να καταδιώξουν τους διαφυγόντες Μογγόλους, οι εισβολείς είχαν τη δυνατότητα να διαχωρίσουν τους ιππότες από το πεζικό των Ευρωπαίων και τους νίκησαν έναν προς έναν.[19]

Η μάχη περιγράφεται και στα Χρονικά του Γιαν Ντλούγκοζ, αν και αυτά γράφηκαν τον 15ο αιώνα, δηλαδή όχι την περίοδο που έλαβε χώρα η μάχη. Ο στρατός του Ερρίκου Β΄ καταστράφηκε σχεδόν ολοκληρωτικά—ο Ερρίκος και ο Μπόλεσλαβ της Μοραβίας σκοτώθηκαν και οι υπολογισμοί των απωλειών υπολογίζονται μεταξύ 2.000 και 40.000, κατ' ουσίαν ολόκληρος ο στρατός. Ο Μέγας Επικεφαλής των Ναϊτών Πονς ντ'Αμπόν ανέφερε στον Βασιλιά Λουδοβίκο Θ΄ της Γαλλίας πως ο στρατός έχασε 500 ανθρώπους, τόσο στη Λέγκνιτσα όσο και σε μεταγενέστερες εκστρατείες σε τρία χωριά Ναϊτών και δύο «πύργους»[20] μεταξύ αυτών εννέα αδελφοί, τρεις ιππότες, και δύο λοχίες.[9] Σε αυτό τον αριθμό πιθανώς περιλαμβανόταν και χωρικοί.[7] Οι απώλειες των Μογγόλων είναι άγνωστες, μια τέλεια εκτέλεση της τακτικής τους ελαχιστοποίησε τις απώλειες, αλλά οι Μογγόλοι υπέφεραν αρκετές απώλειες που τους απέτρεψαν από το να επιτεθούν στον στρατό της Βοημίας.[2]

Οι Μογγόλοι έκοψαν το δεξί αυτί από κάθε ηττημένο Ευρωπαίο για να μετρήσουν τους νεκρούς. Υποθετικά γέμισαν έννεα σάκους, αν και η αξιοπιστία αυτού είναι η ίδια με τις Ευρωπαϊκές αναφορές για τον αριθμό των Μογγόλων.[21] Ο Ερρίκος χτυπήθηκε και αποκεφαλίστηκε ενώ προσπαθούσε να ξεφύγει από το πεδίο της μάχης μαζί με τρεις φρουρούς του, και οι Μογγόλοι παρήλασαν με την κεφαλή του σε ένα κοντάρι στην πόλη της Λέγκνιτσα.

Έκβαση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σκηνή από τον βωμό της Αγίας Εδβίγης της Σιλεσίας: Μογγόλοι πολεμιστές εκθέτουν την κεφαλή του Ερρίκου Β΄ της Σιλεσίας σε μακρύ κοντάρι σε μια προσπάθεια να μειώσουν το ηθικό των αμυνόμενων.

Ο Βεντσεσλάβος Α΄ της Βοημίας, ο οποίος βρισκόταν σε απόσταση μιας μέρας μακριά, επέστρεψε για να μαζέψει ενισχύσεις από τη Θουριγγία και τη Σαξονία μόλις έμαθε για την ήττα. Η Μογγολική εμπροσθοφυλακή τον έφτασε όμως στο Κλόντζκο. Ωστόσο, η δύναμη του ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη και πιο ισχυρή από το πλήθος που βρισκόταν στη Λέγκνιτσα, και το απόσπασμα των Μογγόλων κατατροπώθηκε από το ιππικό της Βοημίας. Μιας και οι διαταγές των Μπαϊντάρ και Καντάν ήταν το απόσπασμα να λειτουργήσει ως μέσο αντιπερισπασμού, παρέμειναν στη θέση τους για να κρατήσουν τις Βοημικές δυνάμεις ακινητοποιημένες, αποφεύγοντας τη σύγκρουση με έναν μεγαλύτερο στρατό ενώ χωρίστηκαν σε ζώνες οι οποίες λεηλατούσαν μικρές πόλεις και χωριά. Εν τέλει, αποχώρησαν από τη Βοημία και την Πολωνία και κατευθύνθηκαν νότια για να ενωθούν με τις δυνάμεις του Μπατού και του Σουμπουτάι, οι οποίοι είχαν επικρατήσει των Ούγγρων με ευκολία στη Μάχη του Μόχι.[22][23]

Όταν ο Μπατού Χαν επέστρεψε από τη Μογγολία, οι σχέσεις του με τους ξαδέλφους του ήταν τόσο άσχημες που μέχρι την εκλογή του Μόνγκε Χαν ως Χαγιάνου σκέφτηκε να επιστρέψει και να κινηθεί δυτικά στην Ευρώπη. Όμως, απεβίωσε το 1255 προτού τα σχέδια του γίνουν πραγματικότητα. Υπό την ηγεσία του αδελφού του Μπέρκε, η Χρυσή Ορδή απορροφήθηκε στη σύγκρουση των ξαδέλφων τους στο Ιλχανάτο, υπό την ηγεσία του Χουλάγκου Χαν, τον οποίο ο Μπερκέ Χαν περιφρόνησε για τη Μάχη της Βαγδάτης και τη δολοφονία του Χαλίφη Αλ-Μουστα'σίμ.[24][25]

Μεγαλύτερες εισβολές στην Πολωνία, κυρίως για λεηλασίες, ξεκίνησαν αργότερα. Υπό την ηγεσία του Μπουρουντάι, οι Μογγόλοι εκστράτευσαν επιτυχώς στην Πολωνία το 1259-1260.[26] Εκστράτευσαν ξανά υπό την ηγεσία του Τουλαμπούγκα και του Νογκάι Χαν, μαζί με υποτελή στρατεύματα από τη Ρουθηνία, με επιτυχία το 1286 και ανεπιτυχώς το 1287.[27] Αν και οι Μογγόλοι επανειλλημένως εξέφρασαν την επιθυμία τους να κατακτήσουν την κεντρική Ευρώπη με τελεσίγραφα μέχρι τη δεκαετία του 1270, οι Πολωνία και η Ουγγαρία έμειναν εκτός της σφαίρας επιρροής της Χρυσής Ορδής. Τα Ρωσικά εδάφη προς την ανατολή παρέμεναν υπό τον έλεγχο της Χρυσής Ορδής για τους επόμενους δύο αιώνες.[28]

Η μνήμη της Μάχης της Λέγκνιτσα τιμάται στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη στη Βαρσοβία, με την επιγραφή "LEGNICA 9 IV 1241".

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υποσημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. John France. "Journal of Medieval Military History, Volume 8". σελ. 115. Δημοσίευση: 18 Nοεμ. 2010. ISBN 9781843835967
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 2,6 AllEmpire.com. "The Battle of Liegnitz (Legnica), 1241 Αρχειοθετήθηκε 07-022007 στο Wayback Machine.". Ανάκτηση: 29 Μαρτίου 2017.
  3. 3,0 3,1 Tartar Relation, Giovanni da Pian del Carpine, ~1248. σελ. 80.
  4. Jerzy Maroń. Koczownicy i rycerze. Najazd Mongołów na Polskę w 1241 roku na tle sztuki wojennej Europy XII i XIII wieku. Oficyna Wydawnicza Arboretum. Wrocław. 2001. ISBN 978-83-932793-2-6
  5. Στο συνολικό στράτευμα του Μαρόν περιλαμβάνονται 250 ιππότες από τη Σιλεσία, 36 Ναΐτες ιππότες, δέκα ιππότες από τη Μικρή και τη Μεγάλη Πολωνία, 10 'επισκέπτες' ιππότες, και πέντε μισθοφόροι ιππικού
  6. Wacław Korta. Najazd Mongołów na Polskę i jego legnicki epilog. Śląski Instytut Naukowy. Katowice. 1983. ISBN 83-00-00646-X
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 Burzyński, σελ. 24
  8. 8,0 8,1 8,2 Hildinger, Erik (Ιούνιος 1997). «Mongol Invasions: Battle of Liegnitz». www.historynet.com. Military History magazine. Ανακτήθηκε στις 29 Μαρτίου 2017. 
  9. 9,0 9,1 9,2 9,3 9,4 James Chambers. The Devil's Horsemen: The Mongol Invasion of Europe. Atheneum. New York. 1979. ISBN 0-689-10942-3
  10. Rogers, Clifford J. (2010). The Oxford Encyclopedia of Medieval Warfare and Military Technology: Vol. 1-. Oxford: Oxford University Press. σελ. 139. ISBN 9780195334036. 
  11. Stone, Zofia (2017). Genghis Khan: A Biography. India: Vij Books India Pvt Ltd. σελ. 83. ISBN 9789386367112. 
  12. Chambers, σελ. 99
  13. Hooper, Nicholas· Bennett, Matthew (1996). The Cambridge Illustrated Atlas of Warfare: The Middle Ages, 768-1487. Cambridge: Cambridge University Press. σελ. 63. ISBN 9780521440493. 
  14. Chaliand, Gerard· Wong, R. Bin (2014). A Global History of War: From Assyria to the Twenty-First Century. Oakland: Univ of California Press. σελ. 148. ISBN 9780520283602. 
  15. Chambers, σελ. 97
  16. William Urban. The Teutonic Knights: A Military History. Greenhill Books. London. 2003. ISBN 1-85367-535-0
  17. Burzyński, σελ. 22
  18. Jackson, σελ. 205
  19. Purton, Peter Fraser (2010). A History of the Late Medieval Siege, 1200-1500. Suffolk, UK: Boydell & Brewer. σελ. 13. ISBN 9781843834496. 
  20. John Man – Genghis Khan, σελ. 298
  21. Davies, Norman. Europe: A History. HarperCollins. New York. 1998. ISBN 0-06-097468-0
  22. Prawdin, Michael (1967). The Mongol Empire: Its Rise and Legacy. New Brunswick & London: Transaction Publishers. σελ. 260. ISBN 9781412828970. 
  23. May, Timothy (2016). The Mongol Empire: A Historical Encyclopedia. Santa Barbara, California: ABC-CLIO. σελ. 102. ISBN 9781610693400. 
  24. Burgan, Michael (2009). Empire of the Mongols. New York: Infobase Publishing. σελ. 41. ISBN 9781438103181. 
  25. Mikaberidze, Alexander (2011). Conflict and Conquest in the Islamic World: A Historical Encyclopedia. Santa Barbara, California: ABC-CLIO. σελ. 211. ISBN 9781598843378. 
  26. Jackson, Peter (2014). The Mongols and the West: 1221-1410. New York: Routledge. σελ. 127. ISBN 9781317878988. 
  27. Nicolle, David· Sarnecki, Witold (2012). Medieval Polish Armies 966-1500. UK: Bloomsbury Publishing. σελ. 8. ISBN 9781780965024. 
  28. Martin, Janet (2007). Medieval Russia, 980-1584. Cambridge: Cambridge University Press. σελ. 175. ISBN 9780521859165. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συντεταγμένες: 51°8′43″N 16°13′22″E / 51.14528°N 16.22278°E / 51.14528; 16.22278