Λόγια βυζαντινή γραμματεία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ενίοτε η έννοια γραμματεία θεωρείται αυτονόητη και δεδομένη. Ωστόσο, χρειάζεται πιθανώς να σταθούμε στο συγκεκριμένο θέμα, μια και η βυζαντινή γραμματεία δεν είναι εύκολα προσδιορίσιμη -τουλάχιστον χρονικά και θεματολογικά. Για τον Κρουμπάχερ οι μεγάλες πολιτισμικές και πολιτικές διαφοροποιήσεις ανάμεσα στη ρωμαϊκή και τη βυζαντινή περίοδο συνέβησαν, όταν άλλαξε το κέντρο βάρους της πολιτικής διακυβέρνησης, μεταφερόμενο από τη Δύση στην Ανατολή, με επακόλουθο την ισχυροποίηση της ελληνικής γλώσσας έναντι της λατινικής. Ως σημείο έναρξης, λοιπόν, της βυζαντινής περιόδου και συνεπώς της καταγραφής μας για τη βυζαντινή γραμματεία θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε τον πολιτικό διαμελισμό της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και την επισημοποίηση αυτού του διαμελισμού με την ίδρυση της νέας Ρώμης, της νέας πρωτεύουσας που πρόσφερε στους ανατολικούς λαούς της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ιδιαίτερα στους Έλληνες- ένα νέο πολιτικό, γεωγραφικό, θρησκευτικό, κοινωνικό και καλλιτεχνικό κέντρο.

Οριοθέτηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βάσει των παραπάνω θα μπορούσαμε να δώσουμε τον περιεκτικό -αν και όχι μοναδικό- ορισμό πως με τις λέξεις βυζαντινή γραμματεία εννοούμε το σύνολο των έργων που παράγονται στη χρονική περίοδο που ορίσαμε ως βυζαντινή, θεωρώντας σημείο έναρξης το έτος 324 μ.Χ. και σημείο λήξης την οριστική διάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Ο ρόλος της γραμματείας στις κρατικές και θρησκευτικές λειτουργίες του νέου κράτους, το οποίο διατήρησε το ρωμαϊκό διοικητικό μηχανισμό και δίκαιο για μια σχετικά μεγάλη περίοδο στη χιλιετή ιστορία του, είναι σημαντικός. Η ενοποίηση του νέου κράτους επιτεύχθηκε μέσω τριών παραγόντων, η διατήρηση και η καλλιέργεια των οποίων αποδίδεται στη διοικητική ευφυΐα του Κωνσταντίνου: της θρησκευτικής ενοποίησης, του καταναγκασμού και της προπαγάνδας. Η βυζαντινή γραμματεία έγινε ενίοτε όργανο αυτής της προπαγάνδας, στη θρησκευτική ή την κοσμική μορφή της.

Γραμματειακά είδη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όσον αφορά τώρα στα γραμματειακά είδη, θα μπορούσαμε να ακολουθήσουμε δύο διαφορετικούς δρόμους στη διερεύνησή μας. Να τα κατατάξουμε με βάση την πρόταση του Krumbacher ή την πρόταση του Hunger. Στην πρώτη περίπτωση ο Krumbacher οριοθετεί δύο μεγάλες ομάδες, την πεζή και την ποιητική λογοτεχνία. Στην πεζή λογοτεχνία περιλαμβάνει τη Θεολογία, την Ιστοριογραφία και τα Χρονικά, τη Γεωγραφία, τη Φιλοσοφία, τη Ρητορική και την Επιστολογραφία, τις Κλασικές Σπουδές και τις επιστημονικές ειδικότητες. Στις τελευταίες κατατάσσει το Δίκαιο, την Ιατρική, τα Μαθηματικά και την Αστρονομία, τη Ζωολογία, τη Βοτανική, την Ορυκτολογία, την Αλχημεία και την Πολεμική Τέχνη. Στην ποιητική φιλολογία περιλαμβάνει την εκκλησιαστική και τη λαϊκή ποίηση.

Στη δεύτερη περίπτωση ο Hunger, δίχως να απορρίπτει τη θέση του Krumbacher, προτάσσει τη Φιλοσοφία ως πνευματική δέσμη, ακολουθούμενη από τη Ρητορική και τους κανόνες της, οι οποίοι έχουν καθολική ισχύ για όλη τη λόγια βυζαντινή λογοτεχνία. Διαπραγματεύεται ξεχωριστά την Επιστολογραφία και εξετάζει κατόπιν την Ιστοριογραφία και τη Χρονογραφία. Έπειτα ακολουθεί η παραδοσιακή Γεωγραφία. Στη θέση των Κλασικών Σπουδών του Krumbacher επιχειρεί μια ανάπτυξη των εκδοτικών και σχολιαστικών εργασιών των Βυζαντινών στην αρχαία λογοτεχνία. Στη συνέχεια ακολουθεί η ποίηση -δίχως το διαχωρισμό ανάμεσα σε λαϊκή και εκκλησιαστική ποίηση- η Μουσική, τα Μαθηματικά η Αστρονομία, οι Φυσικές Επιστήμες, η Ιατρική, η Πολεμική Τέχνη και το Δίκαιο. Οι διαφορές κατά την άποψή μας δεν είναι σημαντικές, ωστόσο ο Ηunger ως μεταγενέστερος ερευνητής είχε στη διάθεσή του μεγαλύτερη βιβλιογραφία και συνεπώς η άποψή του είναι περισσότερο ολοκληρωμένη και πιθανώς τεκμηριωμένη.

Βυζαντινή γραμματεία και παιδεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Φυσικά η ιδέα της βυζαντινής γραμματείας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιδέα της παιδείας, στην οποία χρειάζεται να σταθούμε λίγο. Για τη βυζαντινή κοινωνία η έννοια παιδεία επιδέχεται διαφορετικές ερμηνείες. Στη μία περίπτωση, σύμφωνα με τα λόγια του Κύριλλου Αλεξανδρείας, ενός επιθετικού θεωρητικού της Ορθοδοξίας, είναι «αλήθεια προερχόμενη εκ των ευαγγελικών παραγγελμάτων...» (Guillou 1998:371). Για τον Μιχαήλ Ψελλό, συγκλονιστικά εντυπωσιασμένο από την αρχαία ελληνική γραμματεία, η παιδεία περιλαμβάνει την αρχαία ρητορική και φιλοσοφία, ενώ παράλληλα δείχνει να αγνοεί τη «σοφία» των πατέρων της εκκλησίας.

Ωστόσο, η εκπαίδευση στη γενικότερη μορφή της, αρχής γενομένης από το δημοτικό σχολείο, είναι ιδιωτική και η πρόσβαση στη διδασκαλία εξαρτάται από τη δυνατότητα των οικογενειών να πληρώσουν τα μαθήματα του δάσκαλου. Θεωρητικά όλοι μπορούσαν να παρακολουθήσουν τη μέση εκπαίδευση που ακολουθούσε, αλλά τα σχολεία δέχονταν κυρίως τους γιους πολιτικών, στρατιωτικών ή θρησκευτικών λειτουργών, των μεγάλων γαιοκτημόνων και των πλούσιων εμπόρων. Με αυτόν τον τρόπο εξασφαλιζόταν η διαδοχή στην ανάληψη των διοικητικών και ιερατικών θέσεων του βυζαντινού κράτους. Οι ανώτατες θέσεις, όμως, απαιτούσαν ανώτερη εγκυκλοπαιδική μόρφωση και συχνά πρόσκτηση της θύραθεν παιδείας, παρόλο που ήταν απαγορευμένη για το πλατύ κοινό.

Επιδράσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όπως είναι φυσικό, η λογοτεχνία που παράγεται από μια τέτοια εκπαίδευση υπό το άγρυπνο βλέμμα του κλήρου είναι ελάχιστα πρωτότυπη, τόσο στον εκκλησιαστικό όσο και στον κοσμικό τομέα. Πολύ περισσότερο δεν απευθύνεται στο λαό με την πλατύτερη έννοια, αλλά σε μια άρχουσα θρησκευτική ή κοσμική τάξη, που διαθέτει την οικονομική ευμάρεια να διαιωνίζει το είδος της.

Το γεγονός ότι η βυζαντινή γραμματεία στο μεγαλύτερο τμήμα της είναι επηρεασμένη από τον αττικισμό και σαφώς απομακρυσμένη από την κοινή, την καθομιλούμενη γλώσσα, υποδεικνύει τουλάχιστον έναν ελιτιστικό χαρακτήρα. Η μίμηση της αττικής γλώσσας άνευ του κατάλληλου φρονήματος, από του 7ου αιώνα οπότε και καθορίζεται η Ελληνική γλώσσα ως επίσημη του κράτους, γίνεται το θεμέλιο για την προσπάθεια διαμόρφωσης μιας υψηλής τέχνης του λόγου, μακράν των λαϊκών στρωμάτων και της μαζικής κουλτούρας τους, η οποία εκπροσωπείται συγκριτικά με πολύ λίγα έργα στο συνολικό corpus της βυζαντινής γραμματείας.

Προτεινόμενη Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Beck H. G., Η Βυζαντινή Χιλιετία, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2000, γ΄εκδ.
  • Γάσπαρης Χ. et al, Ελληνική Ιστορία, Τόμος Β, Βυζάντιο και Ελληνισμός, ΕΑΠ, Πάτρα, 1999.
  • Guillou A., Ο Βυζαντινός Πολιτισμός, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1998, β΄ εκδ.
  • Hunger H., Βυζαντινή Λογοτεχνία, Τομ. Α΄, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1987.
  • Hunger H., Βυζαντινή Λογοτεχνία, Τομ. Β΄, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2001, γ΄ εκδ.
  • Hunger H., Βυζαντινή Λογοτεχνία, Τομ. Γ΄, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2000, β΄ εκδ.
  • Linner S., Ιστορία του Βυζαντινού Πολιτισμού, Γκοβόστης, Αθήνα 1999.
  • Mioni Ε. , Εισαγωγή στην Ελληνική Παλαιογραφία, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1985.
  • Toynbee Α., Οι Έλληνες και οι Κληρονομιές τους, Καρδαμίτσας, Αθήνα 1992.
  • Vasiliev Α. Α., Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 324-1453, IBC Hellas, Αθήνα, 1973.
  • Krumbacher K., Die Geschichte der Byzantinischen Literatur, Munich, Beck, 1897 2nd ed.
  • Schmid W. - Stahlin O., Geschichte der griechischen Literatur, τομ. VII/2.1, Munιch, Beck, 1961.
  • L. Brehier «Constantin et la fondation de Constantinople», στο Revue Historique, CXIX, 1915, σελ. 248.
  • Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης, Ο ρόλος του Βυζαντίου στη διάσωση της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, Ιωάννινα, 1995
  • Mullett M., «Rhetoric, theory and the imperative of performance: Byzantium and now» στο Jeffreys E. (επιμ.) Rhetoric in Byzantium, Papers from the Thirty-fifth Spring Symposium of Byzantine StudiesExeter College, University of Oxford, March 2001, Ashgate Publishing, Άλντερσοτ2003, σελ. 151- 170.
  • Τατάκης Β.Ν., Η Βυζαντινή Φιλοσοφία (μτφ. Ε. Καλπουρτζή), Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 1977.
  • Τριαντάρη- Μαρά Σ., Οι Πολιτικές Απόψεις των Βυζαντινών Διανοητών από το Δέκατο ως το Δέκατο Τρίτο αιώνα μ.Χ., εκδόσεις Ηρόδοτος, Αθήνα 2002.
  • Barker E., Social and Political Thought in Byzantium from Justinian I to the Last Paleologus, Oxford University Press, Οξφόρδη 1961.