Λούντβιχ Τηκ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Λούντβιχ Τηκ
Γέννηση31 Μαΐου 1773
Βερολίνο
Θάνατος28 Απριλίου 1853
Βερολίνο
Επάγγελμα/
ιδιότητες
ποιητής[1], συγγραφέας[1][2], μεταφραστής, θεατρικός συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας, μυθιστοριογράφος[3], συλλέκτης παραμυθιών και εκδότης[1]
ΥπηκοότηταΒασίλειο της Πρωσίας
Σχολές φοίτησηςΠανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν, Πανεπιστήμιο Μαρτίνου Λούθηρου του Χάλλε-Βιτεμβέργης και Πανεπιστήμιο Φρειδερίκου και Αλεξάνδρου των Έρλανγκεν-Νυρεμβέργης
Αξιοσημείωτα έργαDer gestiefelte Kater
Σύζυγος(οι)Amalie Tieck
Commons page Πολυμέσα σχετικά με τoν συγγραφέα

Ο Γιόχαν Λούντβιχ Τηκ (Johann Ludwig Tieck, Βερολίνο, 31 Μαΐου 1773 - Βερολίνο, 28 Απριλίου 1853) ήταν Γερμανός συγγραφέας, ποιητής, μεταφραστής και κριτικός λογοτεχνίας. Θεωρείται ένας από τους πατέρες του γερμανικού ρομαντισμού τον οποίον δεν δίστασε να εγκαταλείψει αργότερα, στρεφόμενος προς τον ρεαλισμό.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σπουδές και διαμόρφωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ήταν πρωτότοκος γιος της Άννα Σοφί Μπερούκιν και του σχοινοποιού Γιόχαν Λούντβιχ Τηκ. Ο μικρότερος αδελφός του Φρήντριχ έγινε γλύπτης και η αδελφή του Σοφί ασχολήθηκε και αυτή με τη λογοτεχνία. Το 1782 ξεκινά την παρακολούθηση μαθημάτων στο ουμανιστικό εκπαιδευτήριο Friedrich Werdersche Gymnasium. Στα 15 του χρόνια έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με τα έργα του Σαίξπηρ. Ξεκινά το 1792 πανεπιστημιακές σπουδές θεολογίας στο πανεπιστήμιο της Χάλλε αλλά σχεδόν αμέσως παίρνει μεταγραφή για το πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν. Μελετά ιστορία της τέχνης, ελισαβετιανό θέατρο και μαθαίνει ισπανικά για να εμβαθύνει στη μελέτη της ισπανικής λογοτεχνίας του χρυσού αιώνα και πιο συγκεκριμένα στον Θερβάντες[4].

Το 1794 επιστρέφει στο Βερολίνο χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Εργάζεται στην επιμέλεια κειμένων για έναν εκδοτικό οίκο. Το 1795 εκδίδονται τα πρώτα του βιβλία, το αφήγημα Αμπντάλλαχ και ο Α΄ τόμος του επιστολογραφικού μυθιστορήματος Η ιστορία του κυρίου Ουίλλιαμ Λόβελ (θα ακολουθήσουν άλλοι δυο τόμοι την επόμενη χρονιά). Το 1797 βγάζει μια τρίτομη συλλογή θεατρικών και πεζών με τίτλο Λαϊκά παραμύθια (σ' αυτήν τη συλλογή ανήκουν Ο ξανθός Έκμπερτ και μια θεατρική διασκευή του Παπουτσωμένου γάτου). Το 1798 έχει την πρώτη του επιτυχία με το μυθιστόρημα Οι περιπλανήσεις του Φραντς Στέρνμπαλντ. Παντρεύεται την Αμαλί Αλμπέρτι από την οποία θα αποκτήσει μια κόρη, την Δωροθέα.

Ο κύκλος της Ιένας και οι ρομαντικοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1799 μετακομίζει στην Ιένα. Εκεί θα συμμετέχει στον περίφημο Κύκλο της Ιένας[5], σημαντική ομάδα του γερμανικού ρομαντισμού. Τον αποτελούσαν ο συγγραφέας Άουγκουστ Σλέγκελ και ο αδελφός του Φρήντριχ, κορυφαίος θεωρητικός του κινήματος, ο Φρήντριχ φον Χάρντενμπεργκ (Νοβάλις) και οι φιλόσοφοι Γιόχαν Γκότλιμπ Φίχτε και Φρήντριχ Βίλχελμ φον Σέλλινγκ. Το 1800 βγαίνει η συλλογή του με τίτλο Ρομαντικά λογοτεχνήματα. Στηρίζονται στα βασικά στοιχεία του πρώιμου γερμανικού ρομαντισμού: αναφορές στη γερμανική γραμματεία του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης και τη λογοτεχνική κληρονομιά των λατινικών χωρών και όχι στην κλασική Αρχαιότητα, κατάργηση του διαχωρισμού των λογοτεχνικών ειδών, επανασύνδεση λογοτεχνίας και μεταφυσικής, συχνή χρήση της ειρωνείας κ.ά. Στην προσπάθεια ανάδειξης της λογοτεχνικής κληρονομιάς οι μεσαιωνικές μπαλάντες και τα λαϊκά παραμύθια έπαιξαν πρωτεύοντα ρόλο. Οι ρομαντικοί ήταν αυτοί που έδωσαν στο νεότερο παραμύθι τη φυσιογνωμία του[6]. Το 1801 επιστρέφει στο Βερολίνο και ολοκληρώνει τη μετάφραση του Δον Κιχώτη.

Εγκατάσταση στο Τσήμπινγκεν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1802 εγκαθίσταται μόνιμα σε μια έπαυλη στην περιοχή Τσήμπινγκεν, πλέον Τσυμπίνκα της σημερινής Πολωνίας. Το 1803 αρχίζει ο μακρόχρονος ερωτικός δεσμός του με την Ενριέττα φον Φίνκενσταϊν. Εκδίδεται ο Αυτοκράτορας Οκταβιάνος, από τα κορυφαία έργα του ρομαντισμού και λίγο μετά το Ρούνενμπεργκ. Το 1805 ταξιδεύει στη Ρώμη, όπου συναντά τον Άγγλο ρομαντικό συγγραφέα Σάμιουελ Τέιλορ Κόλεριτζ. Στην επιστροφή του, ένα χρόνο μετά, περνά από την Βαϊμάρη, όπου επισκέπτεται τον Γκαίτε. Στην επιστροφή του στο Τσήμπιγκεν θα βρει τη σύζυγό του να έχει αποκτήσει μια δεύτερη κόρη, την Άγκνες, την οποία αναγνωρίζει ως νόμιμο παιδί του.

Παρά τα προβλήματα κινητικότητας που του προκαλούσε κατά καιρούς η ουρική αρθρίτιδα, από την οποία έπασχε, κάνει αρκετά ταξίδια σε Βερολίνο, Δρέσδη, Μόναχο, Μπάντεν-Μπάντεν. Το 1812 εκδίδει τον πρώτο τόμο της συλλογής του από παραμύθια, διηγήματα, θεατρικά έργα και μυθιστορήματα, με τίτλο Φαντάζους. Θα ακολουθήσουν ο δεύτερος τόμος ένα χρόνο μετά και το 1816 ο τρίτος. Το 1816 τον αναγορεύουν επίτιμο διδάκτορα στο πανεπιστήμιο του Μπρεσλάου.

Το 1817 ταξιδεύει στην Αγγλία όπου μελετά ελισαβετιανά χειρόγραφα. Αποτέλεσμα αυτών των μελετών θα είναι η εργασία του με τίτλο Επιστολές περί του αγγλικού θεάτρου.

Εγκατάσταση στη Δρέσδη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από το 1819 μέχρι το 1842 εγκαθίσταται οικογενειακώς στη Δρέσδη. Παίρνει τις αποστάσεις του από τους ρομαντικούς θεωρώντας ότι έχουν προδοθεί τα αρχικά ιδανικά. Θα στραφεί πλέον προς το είδος της νουβέλας[Σημ 1], γράφοντας πάνω από 40. Τα επόμενα είκοσι χρόνια η παραγωγικότητά του θα είναι άνιση, θα εγκαταλείψει το φανταστικό είδος και θα στραφεί στον ρεαλισμό, δουλεύοντας περισσότερο πάνω σε ιστορικά γεγονότα και ηθογραφίες και θα επιμεληθεί το έργο συναδέλφων του που έχουν φύγει πια από την ζωή, όπως του Νοβάλις, του Κλάιστ και του Λεντς. Το 1821 ξεκινά την έκδοση των Ποιημάτων του.

Το 1825 γίνεται σύμβουλος της Αυλής και καλλιτεχνικός διευθυντής του Βασιλικού Θεάτρου της Δρέσδης[8], στο πρόγραμμα του οποίου διαλέγει να παρουσιάζει έργα των Γκαίτε, Σαίξπηρ, Καλντερόν, Κλάιστ κ.ά. Το 1833 ολοκληρώνει τη μετάφραση των έργων του Σαίξπηρ. Στις 11 Φεβρουαρίου 1837 πεθαίνει η σύζυγός του και στις 21 Φεβρουαρίου 1841 χάνει και την κόρη του Ντοροτέα.

Εγκατάσταση στο Βερολίνο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το φθινόπωρο του 1841 αναλαμβάνει καλλιτεχνικός σύμβουλος του Βασιλικού θεάτρου στο Βερολίνο. Στις 28 Οκτωβρίου κάνει πρεμιέρα η Αντιγόνη του Σοφοκλή, με δική του σκηνοθεσία. Το καλοκαίρι του 1842 παθαίνει σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο και του χορηγείται σύνταξη από τον Βασιλιά. Τον Αύγουστο της επόμενης χρονιάς ανεβάζει τη Μήδεια του Ευριπίδη και το Όνειρο Θερινής Νυκτός του Σαίξπηρ με μεγάλη επιτυχία. Το Νοέμβριο ανεβάζει Οιδίποδα επί Κολωνώ και λίγο μετά παθαίνει δεύτερο εγκεφαλικό. Το 1847 χάνει την αγαπημένη του Ενριέττα φον Φίνκενσταϊν, το 1851 πεθαίνει και ο αδελφός του. Ο ίδιος είναι πλέον κατάκοιτος και στις 28 Απριλίου 1853 φεύγει από τη ζωή. Τον κηδεύουν την Πρωτομαγιά στο νεκροταφείο Κρόυτσμπεργκ του Βερολίνου.

Γερμανικό γραμματόσημο για την επέτειο 200 χρόνων από τη γέννηση του Τηκ.

Εργογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • 1795, Αμπνταλλάχ
  • 1795-1796, Μια ιστορία χωρίς περιπέτειες, 2 τόμοι, (με το ψευδώνυμο Πέτερ Λέμπρεχτ)
  • 1795-1796, Η ιστορία του κυρίου Ουίλλιαμ Λόβελ, 3 τόμοι
  • 1797, Φιλολογική επιμέλεια της συλλογής Ξεχειλίσματα καρδιάς ενός φιλότεχνου μοναχού του Χάινριχ Βάκενροντερ
  • 1797, Οι Επτά Σύζυγοι του Κυανοπώγωνα. Μια αληθινή οικογενειακή ιστορία. (Με το ψευδώνυμο Γκότλιμπ Ντάγερ)
  • 1797, Λαϊκά παραμύθια, 3 τόμοι
  • 1797, Η ιστορία αγάπης της όμορφης Μαγκαλόνα και του Πέτρου, κόμη της Προβηγκίας
  • 1798, Οι περιπλανήσεις του Φραντς Στέρνμπαλντ, 2 τόμοι
  • 1799, Επιμέλεια του έργου Στοχασμοί περί τέχνης, για τους λάτρεις της τέχνης του Χ. Βάκενροντερ
  • 1799, Ο Πρίγκιπας Τζερμπίνο, ή το ταξίδι με το καλό γούστο
  • 1799-1800, Ρομαντικά λογοτεχνήματα, 2 τόμοι
  • 1801, μετάφραση του Δον Κιχώτη
  • 1802-1804, Ο αυτοκράτορας Οκταβιανός
  • 1811, Παλαιό αγγλικό θέατρο, 2 τόμοι
  • 1812-1816, Φαντάζους, 3 τόμοι
  • 1821-1823, Ποιήματα, 3 τόμοι
  • 1826, Δραματουργικά φύλλα, 2 τόμοι, (1852, 3ος τόμος)
  • 1826, Η εξέγερση των Σεβεννών
  • 1828, Ο γέρος του βουνού
  • 1828, έκδοση των Απάντων του ποιητή Γιάκομπ Μίχαελ Ράινχολντ Λεντς, 3 τόμοι
  • 1829, Το μαγεμένο κάστρο
  • 1831, Ο υπνοβάτης
  • 1831, Η εμποροπανήγυρη
  • 1831, Η σύναξη των μαγισσών
  • 1833, Ένα καλοκαιρινό ταξίδι και Ο θάνατος του ποιητή
  • 1836, Ο νεαρός ξυλουργός, 2 τόμοι
  • 1839, Η αφθονία της ζωής
  • 1839, ολοκληρωμένη έκδοση όλων των δραμάτων του Σαίξπηρ, 12 τόμοι
  • 1840, Βιττόρια Ακκορομπόνα, 2 τόμοι
  • 1846, έκδοση των Απάντων του Νοβάλις και του Κλάιστ
  • 1848-1852, Κριτικό έργο, 4 τόμοι
  • 1855, Μεταθανάτια γραπτά. Επιμέλεια και σταχυολόγηση από τον Ρούντολφ Καίπκε[9], 2 τόμοι

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Η «γερμανική νουβέλα» αποτελεί ιδιαίτερο λογοτεχνικό είδος, που άνθησε τον 19ο αιώνα. Τον ορισμό της έδωσε ο Γκαίτε: "τι άλλο είναι μια νουβέλα από ένα αληθές μα πρωτάκουστο γεγονός;" [7]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 Ιστορικό Αρχείο Ρικόρντι. 15034. Ανακτήθηκε στις 3  Δεκεμβρίου 2020.
  2. «Library of the World's Best Literature». Library of the World's Best Literature. 1897.
  3. (Αγγλικά) Union List of Artist Names. 21  Νοεμβρίου 2012. 500341738. Ανακτήθηκε στις 7  Φεβρουαρίου 2024.
  4. Λούντβιχ Τηκ (2006). «Εργογραφία του Λούντβιχ Τηκ». Ο ξανθός Έκμπερτ, Το Ρούνενμπέργκ. Αθήνα: Σμίλη, μτφρ. Α. Ίσαρης. σελίδες 115–134. ISBN 960-7793-68-4. 
  5. Θεόδωρος Γεωργίου (1 Ιουνίου 1997). «Η παρακαταθήκη του Νοβάλις». Το Βήμα. http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=88623. Ανακτήθηκε στις 29 Απριλίου 2016. 
  6. Τιτίκα Δημητρούλια (7 Απριλίου 2007). «Ένας πρωτεργάτης της φανταστικής λογοτεχνίας». Η Καθημερινή. http://www.kathimerini.gr/283106/article/politismos/arxeio-politismoy/enas-prwtergaths-ths-fantastikhs-logotexnias. Ανακτήθηκε στις 29 Απριλίου 2016. 
  7. Λούντβιχ Τηκ (2006). «Επίμετρο Γ. Καλιφατίδης». Ο ξανθός Έκμπερτ, Το Ρούνενμπέργκ. Αθήνα: Σμίλη, μτφρ. Α. Ίσαρης. σελ. 94. ISBN 960-7793-68-4. 
  8. «Ludwig Tieck». Encyclopædia Britannica. Ανακτήθηκε στις 30 Απριλίου 2016. 
  9. Rudolf Köpke, Ludwig Tieck. Erinnerungen aus dem Leben des Dichters nach dessen mündlichen und schriftlichen Mittheilungen Αρχειοθετήθηκε 2012-02-04 στο Wayback Machine., 1855