Λουδοβίκος Ρος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Λουδοβίκος Ρος
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Ludwig Ross (Γερμανικά)
Γέννηση22  Ιουλίου 1806[1][2][3]
Μπόρνχοβετ
Θάνατος6  Αυγούστου 1859[1][3]
Χάλλε (Ζάαλε)
ΥπηκοότηταΔουκάτο του Χόλσταϊν
ΣπουδέςΠανεπιστήμιο του Κιέλου
Επιστημονική σταδιοδρομία
Ερευνητικός τομέαςκλασική αρχαιολογία και κλασική φιλολογία
Ιδιότηταδιδάσκων πανεπιστημίου, κλασικός αρχαιολόγος, κλασικός φιλόλογος, επιγραφολόγος, κλασικιστής, ιστορικός της τέχνης και αρχαιολόγος
Υπογραφή

Ο Λουδοβίκος Ρος (γερμανικά: Ludwig Ross, 1806 - 1859), ήταν Γερμανός ελληνιστής, καθώς και ο πρώτος καθηγητής αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Παρέμεινε στην Ελλάδα από το 1833 έως το 1843 και διετέλεσε γενικός έφορος αρχαιοτήτων στην Αθήνα, όταν αυτή ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους.

Βιογραφικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε στις 22 Ιουλίου 1806 στο Μπόρνχοβετ του Χόλσταϊν, πού τότε ανήκε στη Δανία, και σπούδασε κλασική φιλολογία στο Κίελο.[4]

Το 1832 στάλθηκε στην Ελλάδα μετά από υποτροφία του βασιλιά Γεωργίου της Δανίας.[εκκρεμεί παραπομπή] Το 1833 διορίστηκε ο Βαυαρός αρχιτέκτονας Άντολφ Βάισσενμπουργκ (Adolf Weissenburg) ως αρμόδιος «διά την διατήρησιν αλλά και την ανεύρεσιν και συλλογήν των αρχαιολογικών θησαυρών του Βασιλείου» με υφισταμένους τον Κυριακό Πιττάκη για τη Στερεά Ελλάδα, τον Ιωάννη Κοκκώνη για τα νησιά του Αιγαίου και τον Ρος για την Πελοπόννησο.[4]

Συνόδευε τον Όθωνα στις περιοδείες του καταγράφοντας τις τοπικές διαλέκτους. Το 1837 έγινε καθηγητής στο νεοϊδρυθέν πανεπιστήμιο Αθηνών.[4] Το 1843 ο βασιλιάς της Ελλάδας Όθωνας Α΄, προκειμένου να κατευνάσει την πρώτη λαϊκή εξέγερση κατά των αυταρχικών τάσεων της νέας δυναστείας, απομάκρυνε κάποια στελέχη που είχαν έλθει από τη Γερμανία, από κρατικές θέσεις. Ο Λουδοβίκος Ρος έχασε τη θέση του γενικού εφόρου αρχαιοτήτων και του καθηγητή της αρχαιολογίας στη χώρα που από τότε τη θεωρούσε δική του. Το 1845 επέστρεψε στη Γερμανία και δίδαξε αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο του Χάλλε.[4] Αυτό το γεγονός και μια βασανιστική αρρώστια, του προξένησε διάθεση αυτοκαταστροφής, η οποία στις 6 Αυγούστου 1859 κατέληξε σε αυτοκτονία, στο Χάλλε.[5]

Έργο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αθήνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ανακάλυψη της υποδομής του Παρθενώνα του Περικλή, είναι αποτέλεσμα της παλαιότερης ανασκαφής που έγινε από τον Ρος στην περιοχή της Ακρόπολης, η οποία έκανε αναλυτική μελέτη και περιγραφή των ευρημάτων. Η σημαντικότερη ανακάλυψη του ήταν η ανασκαφή του Ναού της Αθηνάς Νίκης.[4] Ο Ρος είχε σημαντικό ρόλο στην προστασία των αρχαιοτήτων και στην ίδρυση μουσείων, ενώ έκανε πολλές σημαντικές ανασκαφές και αποκατάσταση αρχαιολογικών μνημείων κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του. Από τις πιο σημαντικές είναι η δημιουργία του Εθνικού Μουσείου της Αθήνας και η μετατροπή της Ακρόπολης, από στρατιωτικό οχυρό σε αρχαιολογικό χώρο.[εκκρεμεί παραπομπή]

Περιηγήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Επισκέφθηκε την Πελοπόννησο, όπου ανέσκαψε για αρκετές ημέρες το Μενελάειον και το προσδιόρισε ως ηρώον, τα Ελληνικά νησιά και την Κύπρο.[6]

Υπάρχει το βιβλίο «Αναμνήσεις και Ανακοινώσεις από την Ελλάδα 1832-1833». Ένα ακόμη έργο του είναι το βιβλίο Νησιωτικά ταξίδια, Κάλυμνος - Τέλενδος Β΄. Το 1837 διατύπωσε στις «Νησιώτικες Περιηγήσεις» ότι οι αρχικοί κάτοικοι του νησιού Πάτμος ήταν οι Δωριείς και στη συνέχεια το νησί έγινε αποικήθηκε από τους Ίωνες.

Φέρεται αρχές της δεκαετίας του 1830 να επισκέπτεται τη Νάξο και άλλα νησιά και εκδίδει το βιβλίο "Ταξίδια στα νησιά της ελληνικής θάλασσας" στη Λειψία το 1841.[7]

Το 1835 μαζί με τους αρχιτέκτονες της Αθήνας και του Πειραιά, Σταμάτη Κλεάνθη και Έντουαρτ Σάουμπερτ αναζητούσαν στην Πάρο, στα αρχαία λατομεία των Νυμφών μάρμαρα κατάλληλα για τις αναστηλώσεις της Ακροπόλεως. [8]Επισκέφθηκε την Αμοργό το 1837 και το 1840 και από την πρώτη φορά, κατέγραψε τα αρχαία λείψανα που ήταν ακόμη διάσπαρτα στο λιμάνι των Καταπόλων. Αντί για «τα παλάτια, τον θρόνο και τον τάφο του Μίνωα», όπως ήθελε η προφορική παράδοση του νησιού, βρήκε τη Μινώα και, όπως σημειώνεται στο βιβλίο, «στηριγμένος στις επιγραφές και στα κατά χώραν σωζόμενα ερείπια, τα οποία, λόγω της εγκατάλειψης της πόλεως από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και εξ αιτίας της μορφολογίας του εδάφους, δεν είχαν όλα καλυφθεί με χώματα, αναγνωρίζουμε με απόλυτη βεβαιότητα τη θέση της αρχαίας πόλεως. Από αυτήν την πρώτη και μοναδική, περιγραφή των σωζόμενων ορατών λειψάνων, αντλούμε πολύτιμες πληροφορίες για την τοπογραφία της Μινώας...».

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά, Αγγλικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 24  Απριλίου 2014.
  2. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb15113942c. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  3. 3,0 3,1 (Γερμανικά) Εγκυκλοπαίδεια Μπρόκχαους. ross-ludwig.
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 Dyson, Stephen L. (2008). In Pursuit of Ancient Pasts: A History of Classical Archaeology in the Nineteenth and Twentieth Centuries. New Haven: Yale University Press. σελ. 74. ISBN 0300134975. 
  5. Leche, V.· Nyström, J.F. (1916). Nordisk familjebok. Stockholm: χ.ε. σελ. 945-946. 
  6. «Λουδοβίκος Ρος, Μουσείο Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών». www.archaiologia.gr. Ανακτήθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 2016. 
  7. Ucke, Christian. Walking tours on Naxos (PDF). German 1988: www.ucke.de. 
  8. Μπελαβίλας Νίκος, Παπαστεφανάκη Λήδα (επιμέλεια) (2009). Ορυχεία στο Αιγαίο. Βιομηχανική Αρχαιολογία στην Ελλάδα. Αθήνα: Μέλισσα. σελ. 170-172. ISBN 978 960 204 284 7. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]