Λομβαρδοί

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Λογγοβάρδοι)
Μετανάστευση των Λομβαρδών από τη Σκανδιναβία στην Ιταλία μεταξύ 1ου και 4ου αιώνα μ.Χ.
Λομβαρδικές κτήσεις στην Ιταλία: το Βασίλειο των Λομβαρδών (Nεύστρια, Αούστρια και Tούσκια) και τα Λομβαρδικά Δουκάτα του Σπολέτο και του Μπενεβέντο

Οι Λομβαρδοί [1] ή Λογγοβάρδοι (Λατινικά: Langobardi) ήταν ένας Γερμανικός λαός [2], που κυβέρνησε το μεγαλύτερο μέρος της Ιταλικής Χερσονήσου το 568-774, με καταγωγή από τον Έλβα στη Βόρεια Γερμανία και τη Σκάνια στη νότια Σουηδία πριν από την Περίοδο των Μεταναστεύσεων.

Ο μεσαιωνικός ιστορικός των Λομβαρδών Παύλος ο Διάκονος έγραψε στην Ιστορία των Λομβαρδών (γράφτηκε μεταξύ 787 και 796) ότι αυτοί κατάγονταν από μια μικρή φυλή που ονομαζόταν Βινοβίλοθ, [3]που κατοικούσε στη νότια Σκανδιναβία [4] (Scadanan) πριν μεταναστεύσουν σε αναζήτηση νέων εδαφών. Κατά τη Ρωμαϊκή εποχή ιστορικοί έγραψαν για τους Λομβαρδούς του 1ου αιώνα μ.Χ. ως ένα από τους Σουηβικούς λαούς, στη σημερινή βόρεια Γερμανία, κοντά στον ποταμό Έλβα, που συνέχισαν να μεταναστεύσουν νότια. Σο τέλος του πέμπτου αιώνα οι Λομβαρδοί είχαν μετακινηθεί στην περιοχή περίπου που συμπίπτει με τη σύγχρονη Αυστρία και τη Σλοβακία βόρεια του Δούναβη, όπου υπέταξαν τους Έρουλους και αργότερα έκαναν συχνούς πολέμους με τους Γέπιδες. Ο Λομβαρδός βασιλιάς Αυδοΐνος νίκησε τον ηγέτη των Γεπίδων Θουρισίνδο το 551 ή το 552 και ο διάδοχός του Αλβοΐνος τελικά συνέτριψε τους Γέπιδες το 567. Οι Λομβαρδοί εγκαταστάθηκαν στην Παννονία, στη σύγχρονη Ουγγαρία. Αρχαιολόγοι ανακάλυψαν στην περιοχή Σόλαρντ ταφικά μνημεία Λομβαρδών ανδρών και γυναικών θαμμένων μαζί οικογενειακά, μια πρακτική που ήταν ασυνήθιστη για τους γερμανικούς λαούς εκείνη την εποχή. Ίχνη έχουν επίσης ανακαλυφθεί Ελλήνων της Μεσογείου και μιας γυναίκας της οποίας το κρανίο υποδηλώνει γαλλική καταγωγή, που πιθανώς δείχνει ότι μεταναστεύσεις από την Ελλάδα και τη Γαλλία σημειώνονταν στα εδάφη των Λομβαρδών.

Μετά τη νίκη του επί των Γεπίδων o Αλβοΐνος οδήγησε τον λαό του στη βορειοανατολική Ιταλία, που είχε ερημωθεί μετά τον μακρoχρόνιο Γοτθικό Πόλεμο (535–554) μεταξύ της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και του Οστρογοτθικού Βασιλείου. Στους Λομβαρδούς προστέθηκαν πολυάριθμοι Σάξονες, Έρουλοι, Γέπιδες, (Πρωτό)Βούλγαροι, Θουρίγγιοι και Οστρογότθοι και η εισβολή τους στην Ιταλία δεν συνάντησε σχεδόν καμία αντίσταση. Στα τέλη του 569 είχαν κατακτήσει όλη τη βόρεια Ιταλία και τις κυριότερες πόλεις βόρεια του ποταμού Πάδου, εκτός από την Παβία, που έπεσε το 572. Ταυτόχρονα κατέλαβαν περιοχές στην κεντρική και τη νότια Ιταλία. Ίδρυσαν ένα Λομβαρδικό Βασίλειο στη βόρεια και κεντρική Ιταλία, που αργότερα ονομάστηκε Regnum Italicum («Βασίλειο της Ιταλίας») και έφτασε στο απόγειό του υπό τον ηγεμόνα του όγδοου αιώνα Λιουτπράνδο. Το 774 το βασίλειο καταλήφθηκε από τον βασιλιά των Φράγκων Καρλομάγνο και ενσωματώθηκε στη Φραγκική Αυτοκρατορία. Ωστόσο οι Λομβαρδοί ευγενείς συνέχισαν να κυβερνούν τα νότια μέρη της Ιταλικής Χερσονήσου μέχρι τον 11ο αιώνα, όταν κατακτήθηκαν από τους Νορμανδούς και προσαρτήθηκαν στην Κομητεία της Σικελίας. Σε αυτή την περίοδο το νότιο τμήμα της Ιταλίας που ήταν ακόμα υπό την κυριαρχία των Λομβαρδών ήταν γνωστό στους ξένους με το όνομα Langbarðaland (Γη των Λομβαρδών), όπως αναγράφεται στις σκανδιναβικές ρουνικές λίθους.[5] Η κληρονομιά τους είναι επίσης εμφανής στο όνομα της περιοχής της Λομβαρδίας στη βόρεια Ιταλία.

Όνομα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με τις δικές τους παραδόσεις οι Λομβαρδοί αρχικά αποκαλούσαν τους εαυτούς τους Winnili. Μετά από μια σημαντική νίκη επί των Βανδάλων τον πρώτο αιώνα, άλλαξαν το όνομά τους σε Λομβαρδοί.[6]Το όνομα Winnili μεταφράζεται γενικά ως «λύκοι», που σχετίζεται με την πρωτογερμανική ρίζα *wulfaz «λύκος».[7] Το όνομα Λομβαρδός φέρεται να προήλθε από τα χαρακτηριστικά μακριά γένια των Λομβαρδών.[8] Είναι πιθανώς μια ένωση των πρωτογερμανικών στοιχείων *langaz (μακρύ) και *bardaz (γένια).

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρχαία ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μυθική καταγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βόνταν (Γκόνταν) και η Φρίγκα (Φρέα) κοιτάζουν έξω από ένα παράθυρο στους ουρανούς...
....και βλέπουν τις Λομβαρδές γυναίκες με τα μακριά μαλλιά τους δεμένα να φαίνονται σαν γένια
Ο Παύλος ο Διάκονος, ιστορικός των Λομβαρδών, περίπου 720-799

Σύμφωνα με τους δικούς τους θρύλους οι Λομβαρδοί κατάγονταν από τη νότια Σκανδιναβία,[9] περιλαμβανομένης της σημερινής Δανίας. Η βορειοευρωπαϊκή προέλευση των Λομβαρδών υποστηρίζεται από γενετικά, ανθρωπολογικά, αρχαιολογικά και παλαιότερα λογοτεχνικά στοιχεία.[9]

Μια θρυλική αφήγηση της προέλευσης, της ιστορίας και των πρακτικών των Λομβαρδών είναι η Historia Langobardorum (Ιστορία των Λομβαρδών) του Παύλου του Διακόνου, που γράφτηκε τον όγδοο αιώνα. Ωστόσο η κύρια πηγή του Παύλου για την καταγωγή των Λομβαρδών είναι το Origo Gentis Langobardorum (Καταγωγή του Λαού των Λομβαρδών) του έβδομου αιώνα.

Το Origo Gentis Langobardorum αφηγείται την ιστορία μιας μικρής φυλής που ονομαζόταν Winnili[3] και κατοικούσε στη νότια Σκανδιναβία[4] (Scadanan) (ο Codex Gothanus γράφει ότι οι Winnili κατοικούσαν αρχικά κοντά σε ένα ποτάμι ονόματι Vindilicus στο ακραίο όριο της Γαλατίας). [10] Οι Winnili χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες και ένα μέρος τους εγκατέλειψε την πατρίδα τους για να αναζητήσει ξένες γαίες. Ο λόγος της φυγής τους ήταν μάλλον ο υπερπληθυσμός.[11] Εκείνοι που έφυγαν είχαν αρχηγό τον Γκάμπαρα και τους γιους του Υμπορ και Aιο [12][13] και έφτασαν στα εδάφη της Σκορίνγκα, ίσως στις ακτές της Βαλτικής[14] ή στο Μπάρντενγκαου στις όχθες του Έλβα.[15] Τη Σκορίνγκα κυβερνούσαν οι Βάνδαλοι και οι αρχηγοί τους, οι αδελφοί Άμπρι και Άσι, που έδωσαν στους Winnili την επιλογή μεταξύ φόρου υποτέλειας ή πολέμου.

Οι Winnili ήταν νέοι και γενναίοι και αρνήθηκαν την υποτέλεια, λέγοντας «Είναι καλύτερα να διατηρείς την ελευθερία με τα όπλα παρά να τη λερώσεις με την πληρωμή φόρου.»[16] Οι Βάνδαλοι ετοιμάστηκαν για πόλεμο και συμβουλεύτηκαν τον Γκόνταν (τον θεό Όντιν[4]), που απάντησε ότι θα έδινε τη νίκη σε αυτούς που θα έβλεπε πρώτα με την ανατολή του ηλίου.[17] Οι Winnili ήταν λιγότεροι [16] και ο Γκάμπαρα ζήτησε βοήθεια από τη Φρέα (τη θεά Φρίγκα[4]), που συμβούλευσε όλες τις γυναίκες τους να δένουν τα μαλλιά τους μπροστά στο πρόσωπό τους σαν γένια και να βαδίζουν στη γραμμή με τους συζύγους τους. Με την ανατολή του ηλίου η Φρέα γύρισε το κρεβάτι του συζύγου της έτσι ώστε να κοιτάζει προς τα ανατολικά και τον ξύπνησε. Έτσι ο Γκόνταν εντόπισε πρώτα τους Winnili και ρώτησε, «Ποιοι είναι αυτοί με τα μακρυά γένεια;» και ο Φρέα απάντησε, «Κύριέ μου, τους έδωσες το όνομα, τώρα δώσε τους και τη νίκη».[18] Από εκείνη τη στιγμή και μετά οι Winnili ήταν γνωστοί ως Langobardi στα λατινικά, Longobardi στα ιταλικά και Langobards ή Lombards στα αγγλικά).

Όταν ο Παύλος ο Διάκονος έγραψε την Historia του μεταξύ 787 και 796 ήταν Καθολικός μοναχός και αφοσιωμένος Χριστιανός. Θεωρούσε ότι οι παγανιστικές ιστορίες του λαού του ήταν «ανόητες» και «γελοίες».[17][19] Ο Παύλος εξήγησε ότι το όνομα "Langobard" προήλθε από το μήκος των γενειάδων τους.[20] Μια σύγχρονη θεωρία υποστηρίζει ότι το όνομα "Langobard" προέρχεται από το Langbarðr, ένα όνομα του Oντιν.[21] Ο Πρίστερ αναφέρει ότι όταν οι Winnili άλλαξαν το όνομά τους σε "Λομβαρδοί", άλλαξαν επίσης την παλιά τους λατρεία για τη γονιμότητα της γης σε λατρεία του Oντιν, δημιουργώντας έτσι μια συνειδητή φυλετική παράδοση.[22] Ο Φρέχλιχ αντιστρέφει την κατά τον Πρίστερ σειρά των γεγονότων και αναφέρει ότι με τη λατρεία του Oντιν οι Λομβαρδοί άφησαν μεγάλα τα γένια τους για να μοιάζουν με τον Όντιν του θρύλου και το νέο τους όνομα αντικατόπτριζε αυτό.[23] Ο Μπρούκνερ παρατηρεί ότι το όνομα των Λομβαρδών βρίσκεται σε στενή σχέση με τη λατρεία του Όντιν, του οποίου τα πολλά ονόματα περιλαμβάνουν τα «ο μακρυγενειοφόρος» ή «γκρίζος γενειοφόρος» και ότι το λομβαρδικό όνομα Ansegranus («αυτός με τα γένια των θεών») δείχνει ότι οι Λομβαρδοί είχαν αυτή την ιδέα για την κύρια θεότητά τους.[24]

Εναλλακτικά ορισμένες ετυμολογικές πηγές προτείνουν μια παλαιά ανώτερη γερμανική ρίζα, barta, που σημαίνει «τσεκούρι» (και σχετίζεται με το αγγλικό halberd), ενώ ο Έντουαρντ Γκίμπον διατυπώνει μια εναλλακτική πρόταση που υποστηρίζει ότι:

…Börde (ή Börd) εξακολουθεί να σημαίνει «μια εύφορη πεδιάδα δίπλα σε ένα ποτάμι» και μια συνοικία κοντά στο Μαγδεμβούργο εξακολουθεί να ονομάζεται lange Börde. Σύμφωνα με αυτή την άποψη το Langobardi θα σήμαινε «κατοίκους της μεγάλης κοίτης του ποταμού» και τα ίχνη του ονόματός τους υποτίθεται ότι υπάρχουν ακόμη σε ονόματα όπως Μπάρντενγκάου και Μπάρντεβικ στην περιοχή του Έλβα.[25]

Σύμφωνα με τον χριστιανό ιερέα, ιστορικό και θεολόγο Παύλο Ορόσιο από τη Γαλικία, οι Λομβαρδοί ή Winnili ζούσαν αρχικά στο Βίνουιλοθ (Βινόβιλιθ) που αναφέρει ο Ιορδάνης, στο αριστούργημά του Getica, στα βόρεια της Ουψάλα στη Σουηδία. Η Σκορίνγκα ήταν κοντά στην επαρχία Ούπλαντ, βόρεια του Έστεργκετλαντ.

Στη συνέχεια η υποσημείωση εξηγεί την ετυμολογία του ονόματος Σκορίνγκα :

Οι ακτές του Ούπλαντ και του Έστεργκετλαντ καλύπτονται με μικρούς βράχους και βραχονησίδες, που ονομάζονται στα γερμανικά Schæren και στα σουηδικά Skiaeren. Heal σημαίνει λιμάνι στις βόρειες γλώσσες. Συνεπώς το Skiæren-Heal είναι το λιμάνι του Skiæren, ένα όνομα που ταιριάζει πολύ με το λιμάνι της Στοκχόλμης, στο Ούπλαντσκε Σκιέρεν, και η χώρα μπορεί δίκαια να ονομάζεται Σκόρουνγκ ή Σκιερούνγκα.[26]

Ο μυθικός βασιλιάς Σεάφα της Σκάντζας ήταν ένας αρχαίος Λομβαρδός βασιλιάς στην αγγλοσαξονική μυθολογία. Το παλιό αγγλικό ποίημα Widsith, σε ένα κατάλογο διάσημων βασιλιάδων και των χωρών τους, έχει τον Sceafa [weold] Longbeardum, ονομάζοντάς τον έτσι κυβερνήτη των Λομβαρδών.[27]

Ομοιότητες μεταξύ των λογκοβαρδικών και των γοτθικών μεταναστευτικών παραδόσεων έχουν επισημανθεί από τους μελετητές. Αυτοί οι πρώιμοι μεταναστευτικοί θρύλοι υποδηλώνουν ότι μια σημαντική μετατόπιση φυλών συνέβη κάποια στιγμή μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου αιώνα π.Χ., που μάλλον συμπίπτει με την εποχή που οι Τεύτονες και οι Κίμβροι εγκατέλειψαν τις πατρίδες τους στη Σκανδιναβία και μετανάστευσαν μέσω της Γερμανίας, εισβάλλοντας τελικά στη Ρωμαϊκή Ιταλία.

Aρχαιολογία και μεταναστεύσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επέκταση των γερμανικών φυλών 750 π.Χ. – 1 μ.Χ. (κατά τον Penguin Atlas of World History 1988) Κόκκινο πριν το 750 π.Χ. Πορτοκαλί 750 π.Χ. – 500 π.Χ. Κίτρινο 500 π.Χ. – 250 π.Χ. Πράσινο 250 π.Χ. – 1 μ.Χ.
Διασπορά των λογγοβαρδικών χώρων ταφής στις Χώρες του Κάτω Έλβα (σύμφωνα με τον Β. Βέγκεβιτς)

Η πρώτη αναφορά των Λομβαρδών έγινε μεταξύ 9 και 16 μ.Χ. από τον Ρωμαίο ιστορικό της αυλής Βελέιο Πατέρκουλο, που συνόδευσε μια ρωμαϊκή αποστολή ως έπαρχος του ιππικού. Ο Πατέρκουλος αναφέρει ότι επί Τιβέριου «κατέρρευσε, η ισχύς των Λογγοβάρδων, μιας φυλής που ξεπερνούσε ακόμη και τους Γερμανούς σε αγριότητα».[28]

Από τις συνδυασμένες μαρτυρίες του Στράβωνα (20 μ.Χ.) και του Τάκιτου (117 μ.Χ.) οι Λομβαρδοί κατοικούσαν κοντά στις εκβολές του Έλβα λίγο μετά την αρχή της χριστιανικής εποχής, κοντά στους Χαούκους. Ο Στράβων αναφέρει ότι οι Λομβαρδοί κατοικούσαν και στις δύο πλευρές του Έλβα. Τους αντιμετωπίζει ως κλάδο των Σουηβών και αναφέρει:

Τώρα, όσον αφορά τη φυλή των Σουηβών, είναι η μεγαλύτερη, γιατί εκτείνεται από τον Ρήνο έως τον Άλβι (Ελβα) και ένα μέρος τους κατοικεί ακόμη και στη μακρινή πλευρά του Άλβι, όπως, για παράδειγμα, οι Χερμόνδοροι και οι Λογγοβάρδοι. Και επί του παρόντος, αυτοί οι τελευταίοι τουλάχιστον, έχουν οδηγηθεί σε φυγή από τη χώρα τους σε εκείνη στη μακρινή πλευρά του ποταμού.[29]

Ο Σουητώνιος έγραψε ότι ο Ρωμαίος στρατηγός Νέρων Κλαύδιος Δρούσος νίκησε μια μεγάλη δύναμη Γερμανών και οδήγησε μερικούς «στην πιο μακρινή πλευρά του ποταμού Άλβι (Έλβα)». Μπορούμε να αντιληφθούμε ότι αυτοί οι πρόσφυγες ήταν οι Λογγοβάρδοι και οι Χερμόνδοροι που αναφέρει ο Στράβων λίγο αργότερα.[30]

Ο Γερμανός αρχαιολόγος Βίλι Βέγκεβιτς προσδιόρισε αρκετές τοποθεσίες ταφής της Εποχής του Σιδήρου στον Κάτω Έλβα ως Λογγοβαρδικές.[31] Πρόκειται για χώρους αποτέφρωσης-ταφής και συνήθως χρονολογούνται συνεχώς από τον έκτο ως τον τρίτο αιώνα μ.Χ., επομένως μια διακοπή λειτουργίας του οικισμού φαίνεται απίθανη.[32] Οι χώρες του Κάτω Έλβα εμπίπτουν στη ζώνη του Πολιτισμού Γιάστορφ και κατοικούντο από τους Ερμίονες σε αντίθεση με τις χώρες μεταξύ του Ρήνου, του Βέζερ και της Βόρειας Θάλασσας.[33] Τα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν ότι οι Λομβαρδοί ήταν αγροτικός λαός.[34]

Ο Τάκιτος θεωρούσε επίσης τους Λομβαρδούς ως μια απομακρυσμένη και επιθετική φυλή των Σουηβών, μια από αυτές που συμμετείχαν στη λατρεία της θεότητας Νέρτους, που ανέφερε ως «Μητέρα Γη», και επίσης ως υποτελείς του Μαρόβοδου, Βασιλιά των Μαρκομάνων.[35] Ο Μαρόβοδος είχε συνάψει ειρήνη με τους Ρωμαίους και γι' αυτό οι Λομβαρδοί δεν συμμετείχαν στη Γερμανική συνομοσπονδία υπό τον Αρμίνιο στη Μάχη του Τευτοβούργιου Δρυμού το 9 μ.Χ. Ο Τάκιτος καταγράφει:

Όχι μόνο οι Χερούσκοι και οι σύμμαχοί τους... πήραν τα όπλα, αλλά οι Σέμνονες και οι Λογγοβάρδοι, Σουηβικά έθνη και τα δύο, επαναστάτησαν κατά της κυριαρχία του Μαρόβοδου... Οι στρατοί... υποκινήθηκαν από δικούς τους λόγους, οι Χερούσκοι και οι Λογγοβάρδοι πολέμησαν για την αρχαία τιμή τους ή τη νεοαποκτηθείσα ανεξαρτησία τους. . . .[35]

Το 47 ξέσπασαν συγκρούσεις μεταξύ των Χερούσκων, που έδιωξαν τον νέο τους αρχηγό, τον ανιψιό του Αρμίνιου, από τη χώρα τους. Οι Λομβαρδοί εμφανίστηκαν στο προσκήνιο με αρκετή δύναμη για να ελέγξουν το πεπρωμένο της φυλής που ήταν ο ηγέτης στον αγώνα για ανεξαρτησία τριάντα οκτώ χρόνια νωρίτερα, γιατί αποκατέστησαν τον έκπτωτο ηγέτη.[36]

H μετανάστευση των Λομβαρδών από τη Σκανδιναβία

Στα νότια ο Δίων Κάσσιος ανέφερε ότι λίγο πριν από τους Μαρκομανικούς Πολέμους 6.000 Λομβαρδοί και Ούβιοι διέσχισαν τον Δούναβη και εισέβαλαν στην Παννονία.[37] Οι δύο φυλές ηττήθηκαν, οπότε σταμάτησαν την εισβολή τους και έστειλαν τον Μπάλομαρ, βασιλιά των Μαρκομάνων, ως πρεσβευτή στον Αέλιο Βάσσο, που τότε διοικούσε την Παννονία. Επήλθε ειρήνη και οι δύο φυλές επέστρεψαν στην πατρίδα τους, που στην περίπτωση των Λομβαρδών ήταν τα εδάφη του Κάτω Έλβα.[38] Περίπου αυτή την εποχή στο Germania ο Τάκιτος λέει ότι «ο λιγοστός αριθμός τους αποτελεί διάκριση» γιατί «περιτριγυρισμένοι από ένα πλήθος ισχυρότερων φυλών, είναι ασφαλείς, όχι υποχωρώντας, αλλά αντιμετωπίζοντας τους κινδύνους του πολέμου».[39]

Στα μέσα του 2ου αιώνα οι Λομβαρδοί φαίνεται ότι εμφανίστηκαν στη Ρηνανία, γιατί σύμφωνα με τον Κλαύδιο Πτολεμαίο οι Σουηβικοί Λομβαρδοί ζούσαν «κάτω» από τους Βρούκτερους και τους Σίκαμβρους και μεταξύ αυτών και των Τεντεριτών. Στα ανατολικά τους που εκτείνονται βόρεια προς τον κεντρικό Έλβα βρίσκονταν οι Σουηβοί Aνγκλοι.[40] Αλλά ο Πτολεμαίος αναφέρει επίσης τους «Λακκοβάρδους» στα βόρεια των προαναφερθέντων Σουηβικών εδαφών, ανατολικά των Ανγκριβαρίων στον Βέζερ και νότια των Χαούκων στις ακτές, πιθανώς υποδηλώνοντας μια λομβαρδική επέκταση από τον Έλβα στον Ρήνο.[41] Αυτή η διπλή αναφορά έχει ερμηνευτεί ως συντακτικό λάθος από τον Γκούντμουντ Σούτε στην ανάλυσή του για τον Πτολεμαίο.[42] Ωστόσο ο Codex Gothanus αναφέρει επίσης την Πατεσπρούνα (Πάντερμπορν) σε σχέση με τους Λομβαρδούς.[43]

Από τον δεύτερο αιώνα και μετά πολλές από τις γερμανικές φυλές που καταγράφηκαν ως ενεργές κατά τη διάρκεια τους τρεις πρώτους αιώνες άρχισαν να ενώνονται σε μεγαλύτερες φυλετικές ενώσεις, όπως οι Φράγκοι, οι Αλαμαννοί, οι Βαυαροί και οι Σάξονες. Οι Λομβαρδοί δεν αναφέρονται στην αρχή, ίσως επειδή δεν βρίσκονταν αρχικά στα σύνορα της Ρώμης ή ίσως επειδή υπάγονταν σε μια μεγαλύτερη φυλετική ένωση, όπως οι Σάξονες.[44] Είναι ωστόσο πολύ πιθανό όταν ο κύριος όγκος των Λομβαρδών μετανάστευσε ένα σημαντικό μέρος τους να παρέμεινε πίσω και στη συνέχεια να απορροφήθηκε από τις Σαξονικές φυλές στην περιοχή του Έλβα, ενώ μόνο αυτοί που μετανάστευσαν διατήρησαν το όνομα Λομβαρδοί.[45] Ωστόσο ο Codex Gothanus αναφέρει ότι οι Λομβαρδοί υποτάχθηκαν στους Σάξονες γύρω στο 300 αλλά ξεσηκώθηκαν εναντίον τους υπό τον πρώτο τους βασιλιά Αγκελμούνδο, που κυβέρνησε για 30 χρόνια.[46] Στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα οι Λομβαρδοί εγκατέλειψαν τον τόπο τους, πιθανότατα λόγω κακής σοδειάς, και ξεκίνησαν τη μετανάστευση τους.[47]

Η μεταναστευτική διαδρομή των Λομβαρδών το 489, από την πατρίδα τους στη Rugiland, περιλάμβανε πολλά μέρη: Σκορίνγκα (πιστεύεται ότι ήταν η χώρα τους στις ακτές του Έλβα), Μαουρίνγκα, Γκόλαντα, Αντχαϊμπ, Μπάντχαϊμπ και Βούργκουνταϊμπ (Μούργκουνταϊμπ).[48] Σύμφωνα με τη Ravennatis Anonymi Cosmographia η Μαυρίνγκα ήταν η χώρα ανατολικά του Έλβα.[49]

Η διέλευση της Μαυρίνγκα ήταν πολύ δύσκολη. Οι Ουσίποι τους αρνήθηκαν να περάσουν από τα εδάφη τους και συμφωνήθηκε μονομαχία με τον ισχυρότερο άνδρα κάθε φυλής. Οι Λομβαρδοί νίκησαν, η διέλευση τους επετράπη και οι Λομβαρδοί έφτασαν στη Μαυρίνγκα [50]και στη συνέχεια στην Γκόλαντα. Ο ιστορικός Λούντβιχ Σμιντ πιστεύει ότι αυτή ήταν πιο ανατολικά, ίσως στη δεξιά όχθη του Όντερ.[51] Ο Σμιντ θεωρεί το όνομά της ισοδύναμο του Γκότλαντ, που σημαίνει απλώς «καλή γη».[52] Αυτή η θεωρία είναι πολύ εύλογη. Ο Παύλος ο Διάκονος αναφέρει ότι οι Λομβαρδοί διέσχισαν ένα ποτάμι και μπορεί να έφτασαν στο Ρούγκιλαντ από την περιοχή του Άνω Όντερ μέσω της Πύλης της Μοραβίας.[53]

Μεταναστεύοντας από την Γκόλαντα οι Λομβαρδοί πέρασαν από το Αντχαϊμπ και το Μπάντχαϊμπ έως ότου έφτασαν στο Βούργκουνταϊμπ, που πιστεύεται ότι ήταν η αρχαία χώρα των Βουργουνδών.[54][55] Εκεί οι Λομβαρδοί δέχθηκαν στο στρατόπεδό τους από «Βούλγαρους» (πιθανώς Ούννων)[56] και ηττήθηκαν. Ο βασιλιάς τους Aγκελμούνδος σκοτώθηκε και τον διαδέχθηκε ο Λαϊμίχο, που ήταν νέος και ήθελε να εκδικηθεί τη σφαγή του Aγκελμούνδου.[57] Οι ίδιοι οι Λομβαρδοί πιθανότατα έγιναν υποτελείς των Ούννων μετά την ήττα, αλλά ξεσηκώθηκαν και τους νίκησαν με μεγάλη σφαγή[58], αποκτώντας μεγάλη λεία και αυτοπεποίθηση καθώς «έγιναν πιο τολμηροί στην ανάληψη των μόχθων του πολέμου».[59]

Τη δεκαετία του 540 ο Αυδοΐνος (βασιλιάς 546–560) οδήγησε τους Λομβαρδούς πέρα ​​από τον Δούναβη για άλλη μια φορά στην Παννονία, όπου έλαβαν αυτοκρατορικές χορηγήσεις καθώς ο Ιουστινιανός τους ενθάρρυνε να πολεμήσουν τους Γεπίδες. Το 552 οι Βυζαντινοί, βοηθούμενοι από ένα μεγάλο απόσπασμα Φοιδεράτων, κυρίως Λομβαρδών, Ερούλων και (Πρωτο)Βούλγαρων νίκησαν τους τελευταίους Οστρογότθους με επικεφαλής τον Τεΐα στη Μάχη των Ταγίνων.[60]

Bασίλειο της Ιταλίας, 568–774[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εισβολή και κατάκτηση της Ιταλικής χερσονήσου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λομβαρδικά ταφικά αντικείμενα (6ος-7ος αιώνας), Μιλάνο, Λομβαρδία

Περί το 560 τον Αυδοΐνο διαδέχθηκε ο γιος του Αλβοΐνος, ένας νεαρός και δραστήριος ηγέτης που νίκησε τους γειτονικούς Γέπιδες και τους έκανε υποτελείς του και το 566 παντρεύτηκε τη Ροζαμούνδη, κόρη του βασιλιά των Γεπιδών Κουνιμούνδου. Τον επόμενο χρόνο οι Λομβαρδοί και οι σύμμαχοί τους Άβαροι κατέστρεψαν το βασίλειο των Γεπιδών στον Λομβαρδογεπιδικό πόλεμο. Την άνοιξη του 568 ο Αλβοΐνος, φοβούμενος τώρα τους επιθετικούς Αβάρους, κατεύθυνε τη μετανάστευση των Λομβαρδών στην Ιταλία.[61] Σύμφωνα με την Ιστορία των Λομβαρδών «Τότε οι Λογγοβάρδοι, αφού εγκατέλειψαν την Παννονία, έσπευσαν να καταλάβουν την Ιταλία με τις γυναίκες και τα παιδιά τους και όλα τα αγαθά τους».[62]

Διάφοροι άλλοι λαοί που είτε προσχώρησαν οικειοθελώς είτε υποτάχθηκαν στον βασιλιά Αλβοΐνο συμμετείχαν επίσης στη μετανάστευση.[61]

Ετσι ακόμη και σήμερα τα χωριά στα οποία κατοικούν ονομάζονται Γεπιδικά, Βουλγαρικά, Σαρματικά, Παννονικά, Σουηβικά, Νορικικά ή με άλλα ονόματα αυτού του είδους».[63]

Τουλάχιστον 20.000 Σάξονες πολεμιστές, παλιοί σύμμαχοι των Λομβαρδών, και οι οικογένειές τους ενώθηκαν μαζί τους στη νέα τους μετανάστευση.[64]

Η πρώτη σημαντική πόλη που έπεσε ήταν το Forum Iulii στη βορειοανατολική Ιταλία το 569. Εκεί ο Αλβοΐνος ίδρυσε το πρώτο Λομβαρδικό δουκάτο, που εμπιστεύτηκε στον ανιψιό του Γισούλφο. Σύντομα η Βιτσέντζα, η Βερόνα και η Μπρέσια έπεσαν στα χέρια των Γερμανών. Το καλοκαίρι του 569 οι Λομβαρδοί κατέλαβαν το κύριο ρωμαϊκό κέντρο της βόρειας Ιταλίας, το Μιλάνο. Η περιοχή τότε ανέκαμψε από τους φοβερούς Γοτθικούς Πολέμους και ο μικρός Βυζαντινός στρατός που είχε αφεθεί για την άμυνά του δεν μπορούσε να κάνει σχεδόν τίποτα. Ο Έξαρχος Λογγίνος, που εστάλη στην Ιταλία από τον Αυτοκράτορα Ιουστίνο Β', μπορούσε να υπερασπιστεί μόνο τις παράκτιες πόλεις που μπορούσαν να τροφοδοτηθούν από τον ισχυρό Βυζαντινό στόλο. Η Παβία έπεσε μετά από τριετή πολιορκία το 572 και έγινε η πρώτη πρωτεύουσα του νέου Λομβαρδικού Βασιλείου της Ιταλίας.

Τα επόμενα χρόνια οι Λομβαρδοί διείσδυσαν νοτιότερα, κατακτώντας την Τοσκάνη και ιδρύοντας δύο δουκάτα, του Σπολέτο και του Μπενεβέντο υπό τον Zότο, που σύντομα έγιναν ημιανεξάρτητα και επέζησαν περισσότερο από το βόρειο βασίλειο, μέχρι και τον 12ο αιώνα. Όπου πήγαιναν ενώνονταν με τον πληθυσμό των Οστρογότθων, στον οποίο επετράπη να ζήσει ειρηνικά στην Ιταλία με τους Ρογούς συμμάχους τους υπό τη Ρωμαϊκή κυριαρχία.[65] Οι Βυζαντινοί κατάφεραν να διατηρήσουν τον έλεγχο της περιοχής της Ραβέννας και της Ρώμης, που συνδέονταν με έναν λεπτό διάδρομο μέσω της Περούτζιας.

Όταν μπήκαν στην Ιταλία ορισμένοι Λομβαρδοί διατήρησαν την εγγενή τους μορφή παγανισμού, ενώ κάποιοι ήταν Αρειανοί. Ως εκ τούτου δεν είχαν καλές σχέσεις με τη Χριστιανική Εκκλησία. Σταδιακά υιοθέτησαν ρωμαϊκούς τίτλους, ονόματα και παραδόσεις και εν μέρει προσηλυτίστηκαν στο Χριστιανισμό (τον έβδομο αιώνα), αν και όχι χωρίς μια μακρά σειρά θρησκευτικών και εθνοτικών συγκρούσεων. Την εποχή που έγραφε ο Παύλος ο Διάκονος η Λομβαρδική γλώσσα, το ντύσιμο, ακόμη και τα χτενίσματα είχαν σχεδόν εξαφανιστεί στο σύνολό τους.[66]

Ολόκληρη η περιοχή των Λομβαρδών ήταν χωρισμένη σε 36 δουκάτα, των οποίων οι ηγέτες εγκαταστάθηκαν στις κύριες πόλεις. Ο βασιλιάς τους κυβερνούσε και διοικούσε τη χώρα μέσω απεσταλμένων που ονομάζονταν gastaldi. Αυτή η υποδιαίρεση, ωστόσο, μαζί με την ανεξάρτητη ασυδοσία των δουκάτων, στέρησαν την ενότητα από το βασίλειο, καθιστώντας το αδύναμο ακόμη και σε σύγκριση με τους Βυζαντινούς, ειδικά αφού αυτοί είχαν αρχίσει να ανακάμπτουν από την αρχική εισβολή. Αυτή η αδυναμία έγινε ακόμη πιο εμφανής όταν οι Λομβαρδοί έπρεπε να αντιμετωπίσουν την αυξανόμενη δύναμη των Φράγκων. Αντιδρώντας οι βασιλιάδες προσπάθησαν να ενισχύσουν την εξουσία τους με την πάροδο του χρόνου, αλλά στην προσπάθειά τους έχασαν οριστικά τον έλεγχο του Σπολέτο και του Μπενεβέντο.

Αρειανή μοναρχία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Φράγκος Μεροβίγγειος βασιλιάς Χλωτάριος Β΄ σε μάχη με τους Λομβαρδούς

Το 572 ο Aλβοίνος δολοφονήθηκε στη Βερόνα από συνωμοσία με επικεφαλής τη σύζυγό του Ροζαμούνδη, που αργότερα κατέφυγε στη Ραβέννα. Ο διάδοχός του Κλέφος δολοφονήθηκε επίσης, μετά από μια ανελέητη βασιλεία 18 μηνών. Μετά τον θάνατό του ξεκίνησε μια 15ετής μεσοβασιλεία (Βασιλεία των Δουκών) κατά την οποία οι δούκες δεν εξέλεξαν κανένα βασιλιά, μια περίοδος που θεωρείται εποχή βίας και αταξίας. Το 586, απειλούμενοι από μια εισβολή των Φράγκων, οι δούκες εξέλεξαν βασιλιά τον γιο του Κλέφου Αυθάριο. Αυτός το 589 παντρεύτηκε τη Θεοδελίνδη, κόρη του Γαριβάλδου Α΄, δούκα της Βαυαρίας. Η καθολική Θεοδελίνδη ήταν φίλη του Πάπα Γρηγορίου Α' και πίεζε για εκχριστιανισμό. Στο μεταξύ ο Αυθάριος ξεκίνησε μια πολιτική εσωτερικής συμφιλίωσης και προσπάθησε να αναδιοργανώσει τη βασιλική διοίκηση. Οι δούκες παρέδωσαν τις μισές περιουσίες τους για τη συντήρηση του βασιλιά και της αυλής του στην Παβία. Στις εξωτερικές υποθέσεις ο Αυθάριος κατάφερε να ματαιώσει την επικίνδυνη συμμαχία μεταξύ Βυζαντινών και Φράγκων.

Ο Αυθάριος πέθανε το 591 και τον διαδέχθηκε ο Αγιλούλφος, δούκας του Τορίνο, που παντρεύτηκε επίσης τη Θεοδελίνδη την ίδια χρονιά. Ο Αγιλούλφος πολέμησε με επιτυχία τους επαναστάτες δούκες της βόρειας Ιταλίας, κατακτώντας την Πάντοβα το 601, την Κρεμόνα και τη Μάντοβα το 603 και αναγκάζοντας τον Έξαρχο της Ραβέννας να γίνει φόρου υποτελής. Ο Αγιλούλφος πέθανε το 616. Η Θεοδελίνδη βασίλεψε μόνη της μέχρι το 628, όταν τη διαδέχθηκε ο Αδαλόαλδος. Αυτόν αργότερα καθαίρεσε ο Αριόαλδος, ο επικεφαλής της αντιπολίτευσης των Αρειανών, που είχε παντρευτεί την κόρη της Θεοδελίνδης Γκουντεπέργα.

Τον Αριόαλδο διαδέχθηκε ο Ροθάριος, που θεωρείται από πολλούς ως ο πιο δυναμικός από όλους τους Λομβαρδούς βασιλιάδες. Επέκτεινε τις κτήσεις του, κατακτώντας τη Λιγουρία το 643 και το υπόλοιπο τμήμα των βυζαντινών εδαφών του εσωτερικού Βένετο, συμπεριλαμβανομένης της ρωμαϊκής πόλης Opitergium (Οντέρζο). Ο Ροθάριος εξέδωσε επίσης το περίφημο διάταγμα που έφερε το όνομά του, το Edictum Rothari, που καθόριζε τους νόμους και τα έθιμα του λαού του στα λατινικά: το διάταγμα δεν ίσχυε για τους υποτελείς των Λομβαρδών, που μπορούσαν να διατηρήσουν τους δικούς τους νόμους. Ο γιος του Ροθάριου Ροδόαλδος τον διαδέχθηκε το 652, πολύ νέος ακόμη, και σκοτώθηκε από τους αντιπάλους του.

Μετά τον θάνατο του βασιλιά Αριπέρτου Α΄ το 661 το βασίλειο μοιράστηκε στα παιδιά του Περκτάριτο, που έκανε πρωτεύουσά του το Μιλάνο, και Γοδεπέρτο, που βασίλευε από την Παβία (Τίτσινουμ). Ο Περκτάριτος ανατράπηκε από τον Γριμοάλδο, γιο του Γισούλφου, δούκα του Φριούλι και του Μπενεβέντο από το 647. Ο Περκτάριτος κατέφυγε στους Αβάρους και στη συνέχεια στους Φράγκους. Ο Γριμοάλδος κατάφερε να ανακτήσει τον έλεγχο των δουκάτων και απέτρεψε την όψιμη προσπάθεια του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Κώνστα Β' να κατακτήσει τη νότια Ιταλία και νίκησε και τους Φράγκους. Μετά τον θάνατο του Γριμοάλδου το 671 ο Περκτάριτος επέστρεψε και προώθησε την ανεκτικότητα μεταξύ των Αρειανών και των Χριστιανών, αλλά δεν μπόρεσε να νικήσει το κόμμα των Αρειανών υπό τον Αράτσι, δούκα του Τρέντο, που υποτάχθηκε μόνο στον γιο του, τον Χριστιανό Κουνιπέρτο.

Οι Λομβαρδοί ενεπλάκησαν σε σκληρές συγκρούσεις με τους Σλαβικούς λαούς αυτά τα χρόνια: από το 623 ως το 626 επιτέθηκαν ανεπιτυχώς στους Καραντανούς και το 663–64 οι Σλάβοι επιτέθηκαν στην Κοιλάδα Βιπάβα και στα Φριούλι. Γύρω στα 680 Βυζαντινοί ιεραπόστολοι και καλλιτέχνες από την Κωνσταντινούπολη ταξίδεψαν στο Λογγοβαρδικό βασίλειο, ανακόπτοντας με τη δράση τους την επιθετική συμπεριφορά των Λογγοβάρδων απέναντι στο Βυζάντιο.

Χριστιανική μοναρχία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βασιλιάς Λιουτπράνδος (712-744) «ήταν ένας ζηλωτής καθολικός, γενναιόδωρος και μεγάλος ιδρυτής μοναστηριών[67]

Οι θρησκευτικές διαμάχες και οι σλαβικές επιδρομές παρέμειναν πηγή συγκρούσεων τα επόμενα χρόνια. Το 705 οι Λομβαρδοί του Φριούλι ηττήθηκαν και έχασαν τα εδάφη στα δυτικά του ποταμού Σότσα, δηλαδή τους Λόφους της Γκορίτσια και τη Βενετική Σλοβενία.[68] Ετσι καθιερώθηκε ένα νέο εθνοτικό σύνορο που διατηρείται για πάνω από 1200 χρόνια μέχρι σήμερα.[68][69]

Το Λομβαρδικό βασίλειο άρχισε να ανακάμπτει μόνο με τον Λιουτπράνδο το Λομβαρδό (βασιλιάς από το 712), γιο του Ανσπράνδου και διάδοχο του βάναυσου Αριπέρτου Β΄. Κατάφερε να ανακτήσει κάπως τον έλεγχο του Σπολέτο και του Μπενεβέντο και, εκμεταλλευόμενος τις διαφωνίες μεταξύ Πάπα και Βυζαντίου σχετικά με την προσκύνηση των εικόνων, προσάρτησε το Εξαρχάτο της Ραβέννας και το δουκάτο της Ρώμης. Βοήθησε επίσης τον Φράγκο στρατηγό Κάρολο Μαρτέλο να εκδιώξει τους Άραβες. Οι Σλάβοι ηττήθηκαν στη Μάχη του Λαβαριάνο, όταν προσπάθησαν να κατακτήσουν την Πεδιάδα του Φριούλι το 720.[68] Ο διάδοχος του Λιουτπράνδου Αϊστούλφος κατέκτησε τη Ραβέννα για τους Λομβαρδούς για πρώτη φορά, αλλά αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει όταν στη συνέχεια ηττήθηκε από τον βασιλιά των Φράγκων Πιπίνο Γ', τον οποίο κάλεσε ο Πάπας.

Μετά τον θάνατο του Αϊστούλφου ο Ράτχης προσπάθησε να γίνει βασιλιάς της Λομβαρδίας, αλλά εκθρονίσθηκε από τον Δεζιδέριο, δούκα της Τοσκάνης, τον τελευταίο Λομβαρδό που κυβέρνησε ως βασιλιάς. Ο Δεζιδέριος κατάφερε να καταλάβει οριστικά τη Ραβέννα, τερματίζοντας τη βυζαντινή παρουσία στη βόρεια Ιταλία. Αποφάσισε να επαναλάβει τον αγώνα εναντίον του Πάπα, που υποστήριζε τους δούκες του Σπολέτο και του Μπενεβέντο εναντίον του, και μπήκε στη Ρώμη το 772, ο πρώτος Λομβαρδός βασιλιάς που το πέτυχε. Όταν όμως ο Πάπας Αδριανός Α' ζήτησε βοήθεια από τον πανίσχυρο βασιλιά των Φράγκων Καρλομάγνο, ο Δεζιδέριος ηττήθηκε στη Σούσα και πολιορκήθηκε στην Παβία, ενώ ο γιος του Αδέλχης αναγκάστηκε να ανοίξει τις πύλες της Βερόνας στα φράγκικα στρατεύματα. Ο Δεζιδέριος παραδόθηκε το 774 και ο Καρλομάγνος, με μια εντελώς μυθιστορηματική απόφαση, πήρε τον τίτλο «Βασιλιάς των Λομβαρδών». Μέχρι τότε τα γερμανικά βασίλεια κατακτούσαν συχνά το ένα το άλλο, αλλά κανένα δεν είχε υιοθετήσει τον τίτλο του βασιλιά άλλου λαού. Ο Καρλομάγνος πήρε μέρος της λομβαρδικής επικράτειας για να δημιουργήσει τα Παπικά Κράτη.

Η περιφέρεια της Λομβαρδίας στην Ιταλία, που περιλαμβάνει τις πόλεις Μπρέσια, Μπέργκαμο, Μιλάνο και την παλιά πρωτεύουσα Παβία, είναι μια υπενθύμιση της παρουσίας των Λομβαρδών.

Μεταγενέστερη ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υποταγή στους Φράγκους και το Δουκάτο του Μπενεβέντο, 774–849[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το λομβαρδικό Δουκάτο του Μπενεβέντο τον όγδοο αιώνα

Αν και το βασίλειο με κέντρο την Παβία στα βόρεια περιήλθε στον Καρλομάγνο και τους Φράγκους το 774, η ελεγχόμενη από τους Λομβαρδούς περιοχή στα νότια των Παπικών Κρατών δεν υποτάχθηκε ποτέ στον Καρλομάγνο ή τους διαδόχους του. Το 774 ο δούκας Aρέχης Β΄ του Μπενεβέντο, του οποίου το δουκάτο ήταν μόνο ονομαστικά υπό τη βασιλική εξουσία, αν και ορισμένοι βασιλιάδες κατάφερναν να κάνουν αισθητή τη δύναμή τους στον νότο, ισχυρίστηκε ότι το Μπενεβέντο ήταν το διάδοχο κράτος του βασιλείου. Προσπάθησε να μετατρέψει το Μπενεβέντο σε ένα δεύτερο Tίτσινουμ, μια δεύτερη Παβία, και να διεκδικήσει τη βασιλεία, αλλά χωρίς υποστήριξη και καμία πιθανότητα στέψης στην Παβία.

Ο Καρλομάγνος κατέβηκε με στρατό και ο γιος του Λουδοβίκος ο Ευσεβής έστειλε άντρες, για να αναγκάσουν τον δούκα του Μπενεβέντο να υποταχθεί, αλλά η υποταγή και οι υποσχέσεις του δεν τηρήθηκαν ποτέ και ο Αρέχης και οι διάδοχοί του ήταν de facto ανεξάρτητοι. Οι δούκες του Μπενεβέντο πήραν τον τίτλο prínceps (πρίγκιπας) αντί εκείνου του βασιλιά.

Οι Λομβαρδοί της νότιας Ιταλίας βρίσκονταν έτσι στην περίεργη κατάσταση να κατέχουν εδάφη που διεκδικούσαν δύο αυτοκρατορίες: η Καρολίγγεια Αυτοκρατορία στα βόρεια και δυτικά και η Βυζαντινή Αυτοκρατορία στα ανατολικά. Συνήθως έδιναν δεσμεύσεις και υποσχέσεις φόρου τιμής στους Καρολίδες, αλλά ουσιαστικά παρέμειναν εκτός του ελέγχου των Φράγκων. Εν τω μεταξύ το Μπενεβέντο αναπτύχθηκε στον μέγιστο βαθμό όταν επέβαλε φόρο υποτέλειας στο Δουκάτο της Νάπολης, το οποίο ήταν χαλαρά πιστό στο Βυζάντιο και κατέκτησε ακόμη και την πόλη του Αμάλφι το 838. Κάποια στιγμή στη βασιλεία του Σικάρδου ο έλεγχος των Λομβαρδών κάλυψε το μεγαλύτερο μέρος της νότιας Ιταλίας, εκτός από τη νότια Απουλία και την Καλαβρία και τη Νάπολη, με τις τυπικά προσαρτημένες πόλεις της. Τον ένατο αιώνα εδραιώθηκε και στην πρώην ελληνική Απουλία μια ισχυρή παρουσία των Λομβαρδών. Ωστόσο ο Σικάρδος είχε εκθέσει τον νότο στις εισβολές των Σαρακηνών κατά τον πόλεμο του με τον Ανδρέα Β' της Νάπολης και, όταν δολοφονήθηκε το 839, το Αμάλφι κήρυξε την ανεξαρτησία του και δύο φατρίες πολέμησαν για την εξουσία στο Μπενεβέντο, ακρωτηριάζοντας το πριγκιπάτο και καθιστώντας το ευάλωτο στους εξωτερικούς εχθρούς.

Ο εμφύλιος πόλεμος διήρκεσε δέκα χρόνια και έληξε με μια συνθήκη ειρήνης που επιβλήθηκε το 849 από τον Αυτοκράτορα Λουδοβίκο Β', τον μόνο Φράγκο βασιλιά που άσκησε πραγματική κυριαρχία στα Λομβαρδικά κράτη. Η συνθήκη χώριζε το βασίλειο σε δύο κράτη: το Πριγκιπάτο του Μπενεβέντο και το Πριγκιπάτο του Σαλέρνο, με πρωτεύουσα την ομώνυμη πόλη στην Τυρρηνική θάλασσα.

Η Νότια Ιταλία και τα Λομβαρδικά πριγκιπάτα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ανδρέας Β' της Νάπολης προσέλαβε μουσουλμάνους μισθοφόρους και σχημάτισε μια μουσουλμανοχριστιανική συμμαχία για τον πόλεμό του κατά του Σικάρδου του Μπενεβέντο το 836. Ο Σικάρδος τον αντιμετώπισε και αυτός με μουσουλμάνους μισθοφόρους. Οι Σαρακηνοί αρχικά επικέντρωσαν τις επιθέσεις τους στη Σικελία και τη Βυζαντινή Ιταλία, αλλά σύντομα ο Ραδέλχης Α' του Μπενεβέντο κάλεσε περισσότερους μισθοφόρους, που κατέστρεψαν την Καπούα το 841. Ο Λανδούλφος ο Πρεσβύτερος ίδρυσε τη σημερινή Καπούα, "Νέα Καπούα", σε έναν κοντινό λόφο. Γενικά οι Λομβαρδοί πρίγκιπες ήταν λιγότερο διατεθειμένοι να συμμαχήσουν με τους Σαρακηνούς από ότι με τους Έλληνες γείτονές τους του Αμάλφι, της Γκαέτα, της Νάπολης και του Σορρέντο. Ο Γουαϊφέρος του Σαλέρνο, ωστόσο, τέθηκε για λίγο υπό μουσουλμανική επικυριαρχία.

Το 847 μια μεγάλη μουσουλμανική δύναμη κατέλαβε το Μπάρι, μέχρι τότε Λομβαρδική κτήση, υπό τον έλεγχο του Πανδενούλφου. Οι επιδρομές των Σαρακηνών προχώρησαν προς τα βόρεια έως ότου ο Aδέλχης του Μπενεβέντο ζήτησε τη βοήθεια του επικυρίαρχου του, Λουδοβίκου Β', που συμμάχησε με τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα Βασίλειο Α' σε μια προσπάθεια να εκδιώξει τους Άραβες από το Μπάρι το 869. Μια αραβική αποβατική δύναμη ηττήθηκε από τον αυτοκράτορα το 871. Ο Aδέλχης και ο Λουδοβίκος συνέχισαν τον πόλεμο μέχρι τον θάνατο του Λουδοβίκου το 875. Ο Aδέλχης θεωρούσε τον εαυτό του ως τον πραγματικό διάδοχο των Λομβαρδών βασιλιάδων και με αυτή την ιδιότητα τροποποίησε το Edictum Rothari, κάτι που ήταν ο τελευταίος Λομβαρδός ηγεμόνας που το έκανε.

Μετά τον θάνατο του Λουδοβίκου, ο Λανδούλφος Β' της Κάπούας επιχείρησε για λίγο μια συμμαχία με τους Σαρακηνούς, αλλά ο Πάπας Ιωάννης Η' τον έπεισε να τη διακόψει. Ο Γουαϊμάρος Α' του Σαλέρνο πολέμησε τους Σαρακηνούς με βυζαντινά στρατεύματα. Σε όλη αυτή την περίοδο οι Λομβαρδοί πρίγκιπες αμφιταλαντεύονταν για την πίστη τους προς τη μία ή την άλλη πλευρά. Τελικά το 915 ο Πάπας Ιωάννης Ι΄ κατάφερε να ενώσει τους Χριστιανούς πρίγκιπες της νότιας Ιταλίας εναντίον των εγκαταστάσεων των Σαρακηνών στον ποταμό Γκαριλιάνο, που εκδιώχθηκαν από την Ιταλία μετά την ομώνυμη μάχη.

Tα Λομβαρδικά πριγκιπάτα τον δέκατο αιώνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ιταλία περί την αλλαγή της χιλιετίας, που δείχνει τα Λομβαρδικά κράτη στον νότο τις παραμονές της άφιξης των Νορμανδών.

Το ανεξάρτητο κράτος του Σαλέρνο ενέπνευσε τους ηγεμόνες της Κάπουα να κινηθούν προς την ανεξαρτησία τους και μέχρι το τέλος του αιώνα αυτονομοποιήθηκαν ως «πρίγκιπες» και ως τρίτο κράτος των Λομβαρδών. Τα κράτη της Καπούας και του Μπενεβέντο ενώθηκαν υπό τον Ατενούλφο Α΄ της Καπούας το 900. Στη συνέχεια τις διακήρυξε σε αέναη ένωση και χωρίστηκαν μόλις το 982, με τον θάνατο του Πανδόλφου του Σιδηροκέφαλου. Έχοντας όλα τα νότια των Λομβαρδών υπό τον έλεγχό του, εκτός από το Σαλέρνο, ο Ατενούλφος ένιωθε ασφαλής να χρησιμοποιήσει τον τίτλο Princeps Gentis Langobardorum ("Πρίγκιπας του Λαού των Λομβαρδών"), τον οποίο ο Αρέχης Β' είχε αρχίσει να χρησιμοποιεί το 774. Επί των διαδόχων του Ατενούλφου το πριγκιπάτο κυβερνιόταν από κοινού από πατέρες, γιους, αδέρφια, ξαδέρφια και θείους για το μεγαλύτερο μέρος του αιώνα. Εν τω μεταξύ ο πρίγκιπας Γιζούλφος Α΄ του Σαλέρνο άρχισε να χρησιμοποιεί τον τίτλο Langobardorum Gentis Princeps γύρω στα μέσα του αιώνα, αλλά το ιδανικό ενός ενωμένου Λομβαρδικού πριγκιπάτου υλοποιήθηκε μόλις το Δεκέμβριο του 977, όταν ο Γιζούλφος πέθανε και οι περιοχές του κληρονομήθηκαν από τον Πανδόλφο τον Σιδηροκέφαλο, που κατείχε προσωρινά σχεδόν όλη η Ιταλία νότια της Ρώμης και έφερε τους Λομβαρδούς σε συμμαχία με την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Τα εδάφη του μοιράστηκαν μετά τον θάνατό του.

Ο Λανδούλφος ο Ερυθρός του Μπενεβέντο και η Κάπουα προσπάθησαν να κατακτήσουν το πριγκιπάτο του Σαλέρνο με τη βοήθεια του Ιωάννη Γ' της Νάπολης, αλλά με τη βοήθεια του Μάσταλου Α' του Αμάλφι ο Γιζούλφος τον απώθησε. Οι ηγεμόνες του Μπενεβέντο και της Κάπουα έκαναν αρκετές απόπειρες κατά της Βυζαντινής Απουλίας αυτή την εποχή, αλλά στα τέλη του αιώνα οι Βυζαντινοί, υπό τη δυναμική ηγεσία του Βασιλείου Β', κέρδισαν εδάφη από τους Λομβαρδούς.

Η κύρια πηγή για την ιστορία των Λομβαρδών πριγκιπάτων σε αυτήν την περίοδο είναι το Chronicon Salernitanum, που συντάχθηκε στα τέλη του δέκατου αιώνα στο Σαλέρνο.

Η Νορμανδική κατάκτηση, 1017–1078[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το απομειωμένο πριγκιπάτο του Μπενεβέντο έχασε σύντομα την ανεξαρτησία υπέρ των Παπών και μειώθηκε σε σημασία έως ότου υπετάγη στους Νορμανδούς. Οι Νορμανδοί, που αρχικά κλήθηκαν από τους Λομβαρδούς για να πολεμήσουν τους Βυζαντινούς για τον έλεγχο της Απουλίας και της Καλαβρίας (από τους Μέλο του Μπάρι και Αρντουίνο, μεταξύ άλλων), ανταγωνίζονταν με αυτούς για την ηγεμονία στον νότο. Το πριγκιπάτο του Σαλέρνο γνώρισε μια χρυσή εποχή υπό τον Γουαϊμάρο Γ' και τον Γκουαϊμάρο Δ', αλλά υπό τον Γισούλφος Β΄ το πριγκιπάτο συρρικνώθηκε σε ασημαντότητα και έπεσε το 1078 στον Ροβέρτο Γυισκάρδο, που είχε παντρευτεί την αδελφή του Γισούλφος, Σικελγκάιτα. Το πριγκιπάτο της Κάπουα διεκδικήθηκε έντονα επί της βασιλείας του μισητού Πανδόλφου, το Λύκο των Aμπρούζι, και, υπό τον γιο του, έπεσε, σχεδόν χωρίς αντίσταση, στον Νορμανδό Ριχάρδο Δρενγότο (1058). Οι Καπουανοί επαναστάτησαν ενάντια στην κυριαρχία των Νορμανδών το 1091, εκδιώκοντας τον εγγονό του Ριχάρδου Ριχάρδο Β' και ενθρονίζοντας κάποιο Λάντο Δ'.

Η Κάπουα τέθηκε πάλι υπό την κυριαρχία των Νορμανδών μετά την πολιορκία της το 1098 και η πόλη γρήγορα έχασε τη σημασία της υπό μια σειρά ανίκανων Νορμανδών ηγεμόνων. Το ανεξάρτητο καθεστώς αυτών των λομβαρδικών κρατών εξαρτιόταν γενικά από την ικανότητα των ηγεμόνων τους να αλλάζουν επικυρίαρχο κατά βούληση. Συχνά οι νόμιμοι υποτελείς του Πάπα ή του Αυτοκράτορα (Βυζαντινού ή Δυτικού) ήταν οι πραγματικοί διαμεσολαβητές της εξουσίας στον νότο έως ότου οι παλιοί σύμμαχοί τους, οι Νορμανδοί, επικράτησαν. Οι Λομβαρδοί θεωρούσαν τους Νορμανδούς ως βάρβαρους και τους Βυζαντινούς ως καταπιεστές. Θεωρώντας τον δικό τους πολιτισμό ως ανώτερο οι Λομβαρδοί όντως προετοίμασαν το έδαφος για την περίφημη Schola Medica Salernitana.

Γενεσιολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μια γενετική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Nature Communications τον Σεπτέμβριο του 2018 βρήκε ισχυρές γενετικές ομοιότητες μεταξύ των Λομβαρδών της Ιταλίας και των αρχαιότερων Λομβαρδών της Κεντρικής Ευρώπης. Οι Λομβαρδοί της Κεντρικής Ευρώπης δεν παρουσίασαν γενετικές ομοιότητες με προγενέστερους πληθυσμούς αυτής της περιοχής, αλλά από την άλλη ήταν εντυπωσιακά παρόμοιοι γενετικά με τους Σκανδιναβούς της Εποχής του Χαλκού. Οι άρρενες Λομβαρδοί ήταν κυρίως φορείς των υποκατηγοριών της απλοομάδας R1b και I2a2a1, που είναι κοινές μεταξύ των γερμανικών λαών, και βρέθηκαν να είναι γενετικά πιο ομοιογενείς από τις θήλεις. Τα στοιχεία υποδηλώνουν ότι οι Λομβαρδοί προέρχονταν από τη Βόρεια Ευρώπη και ήταν πατριαρχικός λαός που εγκαταστάθηκε στην Κεντρική Ευρώπη και στη συνέχεια αργότερα στην Ιταλία μέσω μιας μετανάστευσης από τον Βορρά.[70][71]

Μια γενετική μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Science Advances τον Σεπτέμβριο του 2018 εξέτασε τα λείψανα ενός Λομβαρδού άνδρα, που ήταν θαμμένος σε ένα νεκροταφείο των Αλαμαννών. Διαπιστώθηκε ότι ήταν φορέας της πατρικής απλοομάδας R1b1a2a1a1c2b2b και της μητρικής απλοομάδας H65a. Το νεκροταφείο περιλάμβανε επίσης τα λείψανα ενός Φράγκου και ενός Βυζαντινού άνδρα, που ήταν και οι δύο φορείς των υποκλάδων της πατρικής απλοομάδας R1b1a2a1a1. Ο Λομβαρδός, ο Φράγκος και ο Βυζαντινός βρέθηκαν να συνδέονται στενά και εμφάνιζαν στενούς γενετικούς δεσμούς με τη Βόρεια Ευρώπη, ιδιαίτερα τη Λιθουανία και την Ισλανδία.[72]

Μια γενετική μελέτη που δημοσιεύτηκε στο European Journal of Human Genetics τον Ιανουάριο του 2019 εξέτασε το mtDNA μεγάλου αριθμού λειψάνων Λομβαρδών του Πρώιμου Μεσαίωνααπό την Κεντρική Ευρώπη και την Ιταλία, που βρέθηκαν να συνδέονται στενά και εμφάνιζαν ισχυρούς γενετικούς δεσμούς με τη Βόρεια Ευρώπη. Τα στοιχεία υποδηλώνουν ότι η εγκατάσταση των Λομβαρδών στην Ιταλία ήταν το αποτέλεσμα μιας μετανάστευσης από τον Βορρά, στην οποία συμμετείχαν άνδρες και γυναίκες..[73]

Πολιτισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γλώσσα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Δυτικές Γερμανικές γλώσσες περί τον έκτο αιώνα μ.Χ.

Η Λομβαρδική γλώσσα έχει εκλείψει (εκτός αν η Κιμβριακή και η Mοτσένο αντιπροσωπεύουν σωζόμενες διαλέκτου τηςς).[74] Παρήκμασε από τον έβδομο αιώνα, αλλά μπορεί να ήταν σε διάσπαρτη χρήση μέχρι περίπου το έτος 1000. Μόνο θραύσματα της γλώσσας έχουν διασωθεί, με κύρια απόδειξη μεμονωμένες λέξεις που παρατίθενται σε λατινικά κείμενα. Ελλείψει λομβαρδικών κειμένων δεν είναι δυνατόν να εξαχθούν συμπεράσματα για τη μορφολογία και τη σύνταξη της γλώσσας. Η γενετική ταξινόμηση της γλώσσας εξαρτάται εξ ολοκλήρου από τη φωνολογία. Δεδομένου ότι υπάρχουν ενδείξεις ότι η Λομβαρδική συμμετείχε, και πράγματι δείχνει μερικές από τις αρχαιότερες ενδείξεις για αυτή, μετατόπιση συμφώνων της Άνω Γερμανική, συνήθως ταξινομείται ως Γερμανική του Έλβα ή Άνω Γερμανική διάλεκτος.[75]

Η ρουνική επιγραφή της πόρπης του Πφόρτσεν, πιθανόν το αρχαιότερο γραπτό παράδειγμα της Λομβαρδικής γλώσσας

Θραύσματα της Λομβαρδικής σώζονται σε ρουνικές επιγραφές. Τα κείμενα της κύριας πηγής περιλαμβάνουν σύντομες επιγραφές, μεταξύ των οποίων η «χάλκινη κάψουλα του Σρέτσχαϊμ» (περίπου 600) και η ασημένια πόρπη ζώνης που βρέθηκε στο Πφόρτσεν της Σουαβίας. Ορισμένα λατινικά κείμενα περιλαμβάνουν λομβαρδικά ονόματα και λομβαρδικά νομικά κείμενα περιέχουν όρους που προέρχονται από το νομικό λεξιλόγιο της δημοτικής γλώσσας. Το 2005 η Eμίλια Ντέντσεβα υποστήριξε ότι η επιγραφή του ξίφους του Πέρνικ μπορεί να είναι λομβαρδική.

Η ιταλική γλώσσα διατηρεί μεγάλο αριθμό λομβαρδικών λέξεων, αν και δεν είναι πάντα εύκολο να τις ξεχωρίσεις από άλλα γερμανικά δάνεια όπως αυτά από τη γοτθική ή από τη φραγκική. Συχνά έχουν κάποια ομοιότητα με αγγλικές λέξεις, καθώς η Λομβαρδική ήταν παρόμοια με την Παλαιά Σαξονική.[76] Για παράδειγμα, landa από land, guardia από wardan (φύλακας), guerra από werra (πόλεμος), ricco από rikki (πλούσιος) και guadare από wadjan (τσαλαβουτώ).

Το Codice diplomatico longobardo, μια συλλογή νομικών εγγράφων, κάνει αναφορά σε πολλούς λομβαρδικ όρους, ορισμένοι από τους οποίους εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται στην ιταλική γλώσσα:

barba (γένια), marchio (σημάδι), maniscalco (σιδεράς), aia (αυλή), braida (λιβάδι προαστίων), borgo (χωριό), fara (θεμελιώδης ενότητα της λομβαρδικής κοινωνικής και στρατιωτικής οργάνωσης, που χρησιμοποιείται σήμερα ως τοπωνύμιο), picco (κορυφή, κορυφή βουνού, χρησιμοποιείται και ως τοπωνύμιο), sala (αίθουσα, δωμάτιο, χρησιμοποιείται και ως τοπωνύμιο), staffa (αναβολέας), stalla (στάβλος), sculdascio, faida (φέουδο), manigoldo (καθαρός), sgherro (κολλητός ) fanone (μπαλαίνα), stamberga (καλύβα); anca (ισχίο), guancia (μάγουλο), nocca (κότσι), schiena (πλάτη); gazza (καρακάξα), martora (κουνάβι); gualdo (ξύλο, που χρησιμοποιείται σήμερα ως τοπωνύμιο), pozza (πισίνα). ρήματα όπως bussare (χτυπώ), piluccare (ραμφίζω), russare (ροχαλητό).

Κοινωνική δομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κοινωνία της Περιόδου των Μεταναστεύσεων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά την παραμονή τους στις εκβολές του Έλβα οι Λομβαρδοί ήρθαν σε επαφή με άλλους δυτικογερμανικούς πληθυσμούς, όπως οι Σάξονες και οι Φρίσιοι. Από αυτούς τους πληθυσμούς, που ήταν επί μακρόν σε επαφή με τους Κέλτες (ιδιαίτερα τους Σάξονες), υιοθέτησαν μια άκαμπτη κοινωνική οργάνωση σε τάξεις, σπάνια παρούσα σε άλλους γερμανικούς λαούς.[77]

Οι Λομβαρδοί βασιλιάδες μπορούν να εντοπιστούν ήδη περί το 380 και έτσι στην αρχή των Μεγάλων Μεταναστεύσεων. Η βασιλεία αναπτύχθηκε μεταξύ των γερμανικών λαών όταν κρίθηκε απαραίτητη η ενότητα μιας ενιαίας στρατιωτικής διοίκησης. Ο Σμιντ πίστευε ότι οι γερμανικές φυλές ήταν χωρισμένες σε καντόνια και ότι η πρώτη κυβέρνηση ήταν μια γενική συνέλευση που επέλεγε αρχηγούς καντονίων και αρχηγούς του πολέμου σε περιόδους σύγκρουσης. Όλοι αυτοί πιθανότατα επιλέγονταν από μια τάξη ευγενών. Ως αποτέλεσμα των πολέμων της περιπλάνησής τους η βασιλική εξουσία αναπτύχθηκε έτσι ώστε ο βασιλιάς έγινε ο εκπρόσωπος του λαού, αλλά η επιρροή του λαού στην κυβέρνηση δεν εξαφανίστηκε πλήρως.[78] Ο Παύλος ο Διάκονος δίνει μια περιγραφή της φυλετικής δομής των Λομβαρδών κατά τη διάρκεια των μεταναστεύσεων:

. . . Προκειμένου να αυξήσουν τον αριθμό των πολεμιστών τους [οι Λομβαρδοί] δίνουν ελευθερία σε πολλούς που απελευθερώνουν από τον ζυγό της δουλείας και για να θεωρηθεί ότι η ελευθερία τους έχει εδραιωθεί, την επιβεβαιώνουν με τον συνήθη τρόπο τους, με έναν βέλος, εκφέροντας ορισμένα λόγια της χώρας τους προς επιβεβαίωση του γεγονότος.

Η πλήρης χειραφέτηση φαίνεται ότι είχε δοθεί μόνο στους Φράγκους και τους Λομβαρδούς.[79]

Κοινωνία του Χριστιανικού Βασιλείου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κοινωνία των Λομβαρδών ήταν χωρισμένη σε τάξεις συγκρίσιμες με αυτές που υπήρχαν στα άλλα γερμανικά διάδοχα της Ρώμης κράτη, τη Φραγκική Γαλατία και την Ιβηρική υπό τους Βησιγότθους. Υπήρχε μια τάξη ευγενών, κάτω από αυτούς μια τάξη ελεύθερων ανθρώπων, μια τάξη ανελεύθερων μη σκλάβων (δουλοπάροικων) και τέλος οι σκλάβοι. Η ίδια η αριστοκρατία ήταν πιο φτωχή, πιο αστικοποιημένη και λιγότερο βασιζόμενη στη γη από ό,τι αλλού. Εκτός από τους πλουσιότερους και ισχυρότερους δούκες και τον ίδιο τον βασιλιά, οι Λομβαρδοί ευγενείς συνήθως ζούσαν σε πόλεις (σε αντίθεση με τους Φράγκους ομολόγους τους) και κατείχαν λιγότερο από διπλάσια γη από την τάξη των εμπόρων (πολύ μακράν από τους Φράγκους αριστοκράτες της επαρχίας, που κατείχαν τεράστιες εκτάσεις γης, εκατοντάδες φορές μεγαλύτερες από εκείνες της δεύτερης τάξης). Η αριστοκρατία μέχρι τον όγδοο αιώνα εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από τον βασιλιά για τα εισοδήματά τους που σχετίζονταν κυρίως με δικαστικά καθήκοντα: πολλοί Λομβαρδοί ευγενείς αναφέρονται στα σύγχρονα έγγραφα ως δικαστές ακόμη και όταν τα αξιώματα τους είχαν επίσης σημαντικές στρατιωτικές και νομοθετικές λειτουργίες.

Οι ελεύθεροι πολίτες του βασιλείου των Λομβαρδών ήταν πολύ πιο πολλοί από ό,τι στα εδάφη των Φράγκων, ειδικά τον όγδοο αιώνα, οπότε είναι σχεδόν αόρατοι σε σωζόμενες γραπτές πηγές. Οι μικροϊδιοκτήτες, οι ιδιοκτήτες-καλλιεργητές και οι ενοικιαστές είναι τα πιο πολυάριθμα είδη ατόμων που εμφανίζονται στις πηγές για το βασίλειο της Λομβαρδίας και μπορεί να κατείχαν πάνω από το ήμισυ της γης στη Λομβαρδική Ιταλία. Οι ελεύθεροι ήταν exercitales και viri devoti, δηλαδή στρατιώτες και «αφοσιωμένοι άνδρες» (στρατιωτικός όρος όπως «κρατούντες»). αποτελούσαν τη δεξαμενή του στρατού των Λομβαρδών και μερικές φορές, αν και σπάνια, καλούνταν να υπηρετήσουν, αν και φαίνεται ότι δεν το προτιμούσαν. Η τάξη των μικρών γαιοκτημόνων ωστόσο δεν είχε την απαραίτητη πολιτική επιρροή στον βασιλιά (και τους δούκες) για τον έλεγχο της πολιτικής και της νομοθεσίας του βασιλείου. Η αριστοκρατία ήταν πιο ισχυρή πολιτικά αν όχι οικονομικά στην Ιταλία από ό,τι στη Γαλατία και την Ισπανία της εποχής.

Λομβαρδός πολεμιστής, χάλκινο άγαλμα, 8ος αιώνας, Μουσεία της πόλης της Παβίας.

Η αστικοποίηση της Λομβαρδικής Ιταλίας χαρακτηρίστηκε από την città ad isole («πόλη ως νησί»). Από την αρχαιολογία φαίνεται ότι οι μεγάλες πόλεις της λομβαρδικής Ιταλίας - η Παβία, η Λούκα, η Σιένα, το Αρέτσο, το Μιλάνο - σχηματίστηκαν από μικρούς αστικούς πυρήνες μέσα στα παλιά ρωμαϊκά τείχη. Οι πόλεις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας είχαν καταστραφεί μερικώς από τη σειρά των πολέμων του πέμπτου και του έκτου αιώνα. Πολλές περιοχές ερημώθηκαν και αρχαία μνημεία έγιναν χωράφια με γρασίδι, που χρησιμοποιούντο ως βοσκοτόπια για τα ζώα, έτσι η Ρωμαϊκή Αγορά έγινε το Campo Vaccino, το χωράφι των αγελάδων. Τα τμήματα των πόλεων που παρέμειναν άθικτα ήταν μικρά, ασήμαντα, περιείχαν έναν καθεδρικό ναό ή μια μεγάλη εκκλησία (συχνά πολυτελώς διακοσμημένη) και μερικά δημόσια κτίρια και αρχοντικά της αριστοκρατίας. Λίγα σημαντικά κτίρια ήταν πέτρινα, τα περισσότερα ήταν ξύλινα. Τα κατοικημένα μέρη των πόλεων χωρίζονταν μεταξύ τους από εκτάσεις βοσκοτόπων ακόμη και εντός των τειχών της πόλης.

Θρησκευτική ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο μύθος μπορεί να υπαινίσσεται ότι αρχικά, πριν από το πέρασμα από τη Σκανδιναβία στις νότιες ακτές της Βαλτικής Θάλασσας, οι Λομβαρδοί λάτρευαν τους Βανίρ. Αργότερα, σε επαφή με άλλους γερμανικούς πληθυσμούς, υιοθέτησαν τη λατρεία των Εσίρ, μια εξέλιξη που σηματοδότησε το πέρασμα από τη λατρεία των θεοτήτων που σχετίζονται με τη γονιμότητα και τη γη στη λατρεία των πολεμοχαρών θεών.[80][81]

Στο κεφάλαιο 40 του Germania ο Ρωμαίος ιστορικός Τάκιτος, συζητώντας για τις Σουηβικές φυλές της Γερμανίας, γράφει ότι οι Λομβαρδοί ήταν μια από τις Σουηβικές φυλές που ενώθηκαν στη λατρεία της θεότητας Νέρτους, που συχνά ταυτίζεται με τη σκανδιναβική θεά Φρέγια. Οι άλλες φυλές ήταν οι Ρεουδίγνοι, οι Αβίονες, οι Ανγκλιοι, οι Βαρίνοι, οι Ιούτοι, οι Σουάρινες και οι Νουίτονες.[82]

Ο Άγιος Bαρβάτος του Μπενεβέντο παρατήρησε πολλές παγανιστικές τελετουργίες και παραδόσεις μεταξύ των Λομβαρδών, εξουσιοδοτημένος από τον Δούκα Ρομουάλδο, γιου του βασιλιά Γριμοάλδου:[83]

Εξέφραζαν θρησκευτικό σεβασμό σε μια χρυσή οχιά και την προσκυνούσαν. Απέδιδαν επίσης μια δεισιδαιμονική τιμή σε ένα δέντρο, στο οποίο κρέμασαν το δέρμα ενός άγριου θηρίου, και αυτές οι τελετές έκλειναν με δημόσια παιχνίδια, στα οποία το δέρμα χρησίμευε για σημάδι, που στόχευαν οι τοξότες με τα βέλη τους.

Εκχριστιανισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Λομβαρδοί υιοθέτησαν για πρώτη φορά τον Χριστιανισμό ενώ ήταν ακόμη στην Παννονία, αλλά ο προσηλυτισμός και ο εκχριστιανισμός τους ήταν σε μεγάλο βαθμό τυπικός και κάθε άλλο παρά ολοκληρωμένος. Κατά τη βασιλεία του Βάχο ήταν Ορθόδοξοι Καθολικοί που συμμάχησαν με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αλλά ο Αλβοΐνος ασπάστηκε τον Αρειανισμό ως σύμμαχος των Οστρογότθων και εισέβαλε στην Ιταλία. Όλες αυτές οι χριστιανικές μεταστροφές επηρέασαν κυρίως την αριστοκρατία, ενώ ο απλός λαός παρέμενε παγανιστής.

Στην Ιταλία οι Λομβαρδοί εκχριστιανίστηκαν εντατικά και η πίεση για προσηλυτισμό ήταν μεγάλη. Με τη Βαυαρή καθολική βασίλισσα Θεοδελίνδη, η μοναρχία τέθηκε υπό μεγάλη καθολική επιρροή. Μετά την αρχική υποστήριξη για την αντιρωμαϊκή πλευρά στο Σχίσμα των Τριών Κεφαλαίων η Θεοδελίνδη παρέμεινε στενή επαφή και υποστηρίκτρια του Πάπα Γρηγορίου Α'. Το 603 ο Αδαλοάλδος, ο διάδοχος του θρόνου, έλαβε το καθολικό βάπτισμα. Κατά τον επόμενο αιώνα ο αρειανισμός και ο παγανισμός συνέχισαν να επικρατούν στην Αυστρία (βορειοανατολικά της Ιταλίας) και στο Δουκάτο του Μπενεβέντο. Μια σειρά Αρειανών βασιλιάδων ήταν στρατιωτικά επιθετική και αποτελούσε απειλή για τον Παπισμό της Ρώμης. Τον έβδομο αιώνα η κατ' όνομα χριστιανική αριστοκρατία του Μπενεβέντο εξακολουθούσε να ασκεί παγανιστικές τελετουργίες, όπως θυσίες σε «ιερά» δάση. Στο τέλος όμως της βασιλείας του Κουνιπέρτου οι Λομβαρδοί είχαν λίγο πολύ πλήρως εκχριστιανισθεί. Υπό τον Λιουτπράνδο ο καθολικισμός έγινε αισθητός, καθώς ο βασιλιάς προσπαθούσε να δικαιολογήσει τον τίτλο του rex totius Italiae ενώνοντας τον νότο της χερσονήσου με τον βορρά, φέρνοντας έτσι τους Ιταλορωμαίους και τους Γερμανούς υπηκόους του σε ένα Καθολικό Κράτος.

Χριστιανισμός του Μπενεβέντο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Κανόνας του Αγιου Βενέδικτου σε γραφή (του Μπενεβέντο (Λομβαρδική)

Το Δουκάτο και τελικά Πριγκιπάτο του Μπενεβέντο στη νότια Ιταλία ανέπτυξε μια μοναδική χριστιανική ιεροτελεστία τον έβδομο και τον όγδοο αιώνα. Η ιεροτελεστία του Μπενεβέντο σχετίζεται πιο στενά με την Αμβροσιανή λειτουργία παρά με τη Ρωμαϊκή. Η ιεροτελεστία του Μπενεβέντο φαίνεται να ήταν λιγότερο ολοκληρωμένη, λιγότερο συστηματική και πιο λειτουργικά ευέλικτη από τη Ρωμαϊκή.

Χαρακτηριστικό αυτής της ιεροτελεστίας ήταν το άσμα του Μπενεβέντο, ένα άσμα επηρεασμένο από τα Λομβαρδικά, που είχε ομοιότητες με το Αμβροσιανό μέλος του Μιλάνου. Το άσμα Μπενεβεντάν καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τον ρόλο του στη λειτουργία της ιεροτελεστίας των Μπενεβέντο. Σε πολλά άσματα Μπενεβένταν ανατέθηκαν πολλαπλοί ρόλοι όταν εισήχθησαν στο Γρηγοριανό μέλος, εμφανιζόμενα ποικιλοτρόπως ως αντιφωνήσεις, περιφορές και κοινωνίες, για παράδειγμα. Τελικά αντικαταστάθηκε από το Γρηγοριανό μέλος τον 11ο αιώνα.

Το κύριο κέντρο του μέλους του Μπενεβέντο ήταν το Μόντε Κασίνο, ένα από τα πρώτα και μεγαλύτερα αββαεία του Δυτικού μοναχισμού. Ο Γισούλφος Β΄ του Μπενεβέντο είχε δωρίσει μια μεγάλη έκταση γης στο Μόντε Κασίνο το 744 και αυτό έγινε η βάση για ένα σημαντικό κράτος, το Terra Sancti Benedicti, που υπαγόταν μόνο στη Ρώμη. Η επιρροή του στον Χριστιανισμό της νότιας Ιταλίας ήταν τεράστια. Το Μόντε Κασίνο ήταν επίσης το σημείο εκκίνησης για ένα άλλο χαρακτηριστικό του μοναχισμού του Μπενεβέντο, τη χρήση της ξεχωριστής γραφής του, μιας σαφούς, γωνιακής γραφής που προέρχεται από τη ρωμαϊκή συνεχόμενη γραφή, όπως χρησιμοποιήθηκε από τους Λομβαρδούς.

Λομβαρδικά κράτη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τέχνη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια της νομαδικής τους φάσης οι Λομβαρδοί δημιούργησαν κυρίως τέχνεργα που τα μετέφεραν εύκολα μαζί τους, όπως όπλα και κοσμήματα. Αν και σχετικά λίγα από αυτά έχουν διασωθεί, μοιάζουν με παρόμοιες προσπάθειες άλλων γερμανικών φυλών της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης της ίδιας εποχής.

Οι πρώτες σημαντικές τροποποιήσεις στον γερμανικό χαρακτήρα των Λομβαρδών εμφανίστηκαν στην Παννονία και ιδιαίτερα στην Ιταλία, υπό την επίδραση τοπικών, βυζαντινών και χριστιανικών παραγόντων. Η μετατροπή από τη νομαδική ζωή και τον παγανισμό στη μόνιμη εγκατάσταση και στον Χριστιανισμό άνοιξαν επίσης νέους χώρους καλλιτεχνικής έκφρασης, όπως η αρχιτεκτονική (ιδιαίτερα οι εκκλησίες) και οι συνοδευτικές διακοσμητικές τέχνες (όπως οι τοιχογραφίες).

Aρχιτεκτονική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Chiesa di santa sofia, benevento.jpg
Εκκλησία της Αγίας Σοφίας στο Μπενεβέντο

Ελάχιστα λομβαρδικά κτίρια έχουν σωθεί. Τα περισσότερα έχουν χαθεί, ξαναχτιστεί ή ανακαινιστεί κάποια στιγμή, επομένως διατηρούν ελάχιστα από την αρχική τους λομβαρδική δομή. Η αρχιτεκτονική της Λομβαρδίας είχε μελετηθεί καλά τον 20ο αιώνα και η τετράτομη Λομβαρδική Aρχιτεκτονική (1919) του Αρθουρ Κίνκσλεϊ Πόρτερ αποτελεί «μνημείο εικονογραφημένης ιστορίας».

Το μικρό Ορατόριο ντι Σάντα Μαρία ιν Βάλε στο Τσιβιντάλε ντελ Φρίουλι είναι πιθανώς ένα από τα παλαιότερα διατηρημένα δείγματα λομβαρδικής αρχιτεκτονικής, καθώς το Τσιβιντάλε ήταν η πρώτη λομβαρδική πόλη της Λομβαρδίας της Ιταλίας. Τμήματα λομβαρδικών κατασκευών έχουν διατηρηθεί στην Παβία (Σαν Πιέτρο ιν Τσιέλ ντ' Ορο, κρύπτες του Σαντ Εουσέμπιο και του Σαν Τζιοβάνι Ντομνάρουμ) και στη Μόντσα (καθεδρικός ναός). Η Basilic autariana στο Φάρα Τζέρα ντ' Αντα κοντά στο Μπέργκαμο και η εκκλησία του ΣΑν Σαλβατόρε στην Μπρέσια έχουν επίσης λομβαρδικά στοιχεία. Όλα αυτά τα κτίρια βρίσκονται στη βόρεια Ιταλία (Langobardia major), αλλά το μακράν καλύτερα διατηρημένο λομβαρδικό κτίριο βρίσκεται στη νότια Ιταλία (Langobardia minor). Η εκκλησία της Αγίας Σοφίας στο Μπενεβέντο ανεγέρθηκε το 760 από τον Δούκα Αρέχη Β΄ και διατηρεί λομβαρδικές τοιχογραφίες στους τοίχους και ακόμη λομβαρδικά κιονόκρανα στους κίονες.

Η λομβαρδική αρχιτεκτονική της άκμασε κάτω από την ώθηση που παρείχαν οι Καθολικοί μονάρχες όπως η Θεοδελίνδη, ο Λιουτπράνδος και ο Δεζιδέριος στην ίδρυση μοναστηριών για να προωθήσουν τον πολιτικό τους έλεγχο. Το Αββαείο του Μπόμπιο ιδρύθηκε αυτή την περίοδο.

Ορισμένες από τις όψιμες Λομβαρδικές κατασκευές του ένατου και του δέκατου αιώνα έχει βρεθεί ότι περιέχουν στοιχεία που συνδέονται με τη ρωμανική αρχιτεκτονική και έτσι έχουν ονομαστεί "πρωτορωμανικές". Αυτά τα οικοδομήματα θεωρούνται, μαζί με κάποια παρόμοια κτίρια στη νότια Γαλλία και την Καταλονία, ότι σηματοδοτούν μια μεταβατική φάση μεταξύ της προρωμανικής και της κυρίως ρωμανικής αρχιτεκτονικής.

Κατάλογος ηγεμόνων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. "Lombard". Collins English Dictionary.
  2. *Christie 1995. "The Lombards, also known as the Longobards, were a Germanic tribe whose fabled origins lay in the barbarian realm of Scandinavia."
    • Whitby 2012, σελ. 857. "Lombards, or Langobardi, a Germanic group..."
    • Brown 2005. "Lombards... a west-Germanic people..."
    • Darvill 2009. "Lombards (Lombard). Germanic people..."
    • Taviani-Carozzi 2005. "Lombards, A people of Germanic origin, conquerors of part of Italy from 568."
  3. 3,0 3,1 Priester, 16. From Proto-Germanic winna-, meaning "to fight, win".
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 Harrison, D.; Svensson, K. (2007). Vikingaliv Fälth & Hässler, Värnamo. (ISBN 978-91-27-35725-9) p. 74
  5. 2. Runriket - Täby Kyrka Αρχειοθετήθηκε 2008-06-04 στο Wayback Machine., an online article at Stockholm County Museum, retrieved July 1, 2007.
  6. Christie 1995, σελ. 3.
  7. Sergent, Bernard (1991). «Ethnozoonymes indo-européens». Dialogues d'Histoire Ancienne 17 (2): 15. doi:10.3406/dha.1991.1932. https://www.persee.fr/doc/dha_0755-7256_1991_num_17_2_1932. 
  8. Christie 2018b, σελίδες 920-922.
  9. 9,0 9,1 Christie 1995, σελίδες 1-6.
  10. CG, II.
  11. Menghin, 13.
  12. Priester, 16. Grimm, Deutsche Mythologie, I, 336. Old Germanic for "Strenuus", "Sibyl".
  13. Ibor and Aio were called by Prosper of Aquitaine, Iborea and Agio; Saxo-Grammaticus calls them Ebbo and Aggo; the popular song of Gothland (Bethmann, 342), Ebbe and Aaghe (Wiese, 14).
  14. Priester, 16
  15. Hammerstein-Loxten, 56.
  16. 16,0 16,1 PD, VII.
  17. 17,0 17,1 PD, VIII.
  18. OGL, appendix 11.
  19. Priester, 17
  20. PD, I, 9.
  21. Nedoma, Robert (2005).Der altisländische Odinsname Langbarðr: ‘Langbart’ und die Langobarden. In Pohl, Walter and Erhart, Peter, eds. Die Langobarden. Herrschaft und Identität. Wien. pp. 439–444
  22. Priester, 17.
  23. Fröhlich, 19.
  24. Bruckner, 30–33.
  25. Smith’s Dict. of Greek and Roman Geogr., vol. ii. p. 119 — S.
  26. Orosius (1773). The Anglo-Saxon Version, from the Historian Orosius, by Ælfred the Great together with an English Translation from the Anglo-Saxon (στα Αγγλικά). Μτφρ. Daines Barrington (Alfred the Great έκδοση). London: Printed by W. Bowyer and J. Nichols and sold by S. Baker. σελ. 256. Ανακτήθηκε στις 7 Μαΐου 2020. 
  27. Widsith, lines 31-33
  28. Velleius, Hist. Rom. II, 106. Schmidt, 5.
  29. Strabo, VII, 1, 3.
  30. Suetoniu, The Twelve Caesars, chapters II and III.
  31. Wegewitz, Das langobardische Brandgräberfeld von Putensen, Kreis Harburg (1972), 1–29. Problemi della civilita e dell'economia Longobarda, Milan (1964), 19ff.
  32. Menghin, 17.
  33. Menghin, 18.
  34. Priester, 18.
  35. 35,0 35,1 Tacitus, Annals, II, 45.
  36. Tacitus, Annals, XI, 16, 17.
  37. Cassius Dio, 71, 3, 1. Menghin 16.
  38. Priester, 21. Zeuss, 471. Wiese, 38. Schmidt, 35–36.
  39. Tacitus, Germania, 38-40
  40. Ptolemy, Geogr. II, 11, 9. Menghin, 15.
  41. Ptolemy, Geogr. II, 11, 17. Menghin, 15
  42. Schütte, Ptolemy's Maps of Northern Europe, pages 34, and 118
  43. Codex Gothanus, II.
  44. Priester, 14. Menghin, 16.
  45. Hartmann, II, pt I, 5.
  46. Menghin, 17, 19. Codex Gothanus, II.
  47. Zeuss, 471. Wiese, 38. Schmidt, 35–36. Priester, 21–22. HGL, X.
  48. Hammerstein-Loxten, 56. Bluhme. HGL, XIII.
  49. Cosmographer of Ravenna, I, 11.
  50. Hodgkin, Ch. V, 92. HGL, XII.
  51. Schmidt, 49.
  52. Hodgkin, Ch. V, 143.
  53. Menghin, Das Reich an der Donau, 21.
  54. Priester, 22.
  55. Bluhme, Gens Langobardorum Bonn, 1868
  56. Menghin, 14.
  57. Hist. gentis Lang., Ch. XVII
  58. Hist. gentis Lang., Ch. XVII.
  59. PD, XVII.
  60. Helmolt, Hans Ferdinand (1907). Battles The World's History: Central and northern Europe. London. 
  61. 61,0 61,1 Peters, Edward (2003). History of the Lombards: Translated by William Dudley Foulke. University of Pennsylvania Press. 
  62. Peters, 2.7.
  63. Peters, 2.26.
  64. Paolo Diacono, Historia Langobardorum, FV, II, 4, 6, 7.
  65. De Bello Gothico IV 32, pp. 241-245
  66. "The New Cambridge Medieval History: c. 500-c. 700" by Paul Fouracre and Rosamond McKitterick (page 8)
  67. Lot, Ferdinand (1931). The End of the Ancient World and the Beginnings of the Middle Ages. London. 
  68. 68,0 68,1 68,2 Vidmar, Jernej. «Od kod prihajajo in kdo so solkanski Langobardi» [From Where Come and Who Are the Solkan Lombards] (στα Σλοβενικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 30 Ιουλίου 2012. 
  69. Štih, Peter· Simoniti, Vasko· Vodopivec, Peter (2008). «The Settlement of the Slavs». Στο: Lazarević, Žarko. A Slovene history: society – politics – culture. Ljubljana: Institute of Modern History. σελ. 22. ISBN 978-961-6386-19-7. 
  70. Amorim 2018a. "Late Bronze Age Hungarians show almost no resemblance to populations from modern central/northern Europe, especially compare to Bronze Age Germans and in particular Scandinavians, who, in contrast, show considerable overlap with our Szólád and Collegno central/northern ancestry samples... Our results are thus consistent with an origin of barbarian groups such as the Longobards somewhere in Northern and Central Europe..."
  71. Amorim 2018b. "[B]iological relationships played an important role in these early medieval societies... Finally, our data are consistent with the proposed long-distance migration from Pannonia to Northern Italy."
  72. O'Sullivan 2018. "Niederstotzingen North individuals are closely related to northern and eastern European populations, particularly from Lithuania and Iceland."
  73. Vai 2019. "[T]he presence in this cluster of haplogroups that reach high frequency in Northern European populations, suggests a possible link between this core group of individuals and the proposed homeland of different ancient barbarian Germanic groups... This supports the view that the spread of Longobards into Italy actually involved movements of people, who gave a substantial contribution to the gene pool of the resulting populations...This is even more remarkable thinking that, in many studied cases, military invasions are movements of males, and hence do not have consequences at the mtDNA level. Here, instead, we have evidence of maternally linked genetic similarities between LC in Hungary and Italy, supporting the view that immigration from Central Europe involved females as well as males."
  74. Kortmann, Bernd (2011). The Languages and Linguistics of Europe: Vol.II. Berlin. 
  75. Marcello Meli, Le lingue germaniche, p. 95.
  76. Hutterer 1999, σελ. 339.
  77. Cardini-Montesano, cit., pag. 82.
  78. Schmidt, 76–77.
  79. Schmidt, 47 n3.
  80. Rovagnati, p. 99.
  81. Karl Hauk, Lebensnormen und Kultmythen in germanischen Sammes- und Herrscher genealogien.
  82. Tacitus', Germania, 40, Medieval Source Book. Code and format by Northvegr.[1] Αρχειοθετήθηκε 2008-04-04 στο Wayback Machine.
  83. Rev. Butler, Alban (1866). The Lives of the Fathers, Martyrs, and Other Principal Saints: Vol.I. London. 

Πινακοθήκη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]