Λικέρ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Λικέρ από κουμκουάτ που προέρχονται από την Κέρκυρα.

Το λικέρ (συνήθως αναφερόμενο και ως ηδύποτο) είναι τύπος οινοπνευματώδους ποτού, που φτιάχνεται από αλκοόλη γεωργικής προέλευσης (συχνότερα σταφυλιού) με την προσθήκη φυσικών αρωματικών υλών, όπως φρούτων, κρέμας, βοτάνων, αρωματικών καρυκευμάτων (π.χ. κανέλα, γαρίφαλο, δίκταμο), μελιού, ανθέων ή ξηρών καρπών και διατίθεται προς κατανάλωση έπειτα από την προσθήκη ζάχαρης ή άλλου γλυκαντικού (όπως σιρόπι καλαμποκιού με φρουκτόζη). Τα λικέρ είναι συνήθως πολύ γλυκά στη γεύση.

Η λέξη liqueur προέρχεται από το λατινικό απαρέμφατο liquifacere ("υγροποιώ"). Ο όρος ηδύποτο (εκ του αρχαιοελληνικού επιθέτου ἡδύς = γλυκός) δηλώνει το οινοπνευματώδες ποτό με γλυκιά γεύση.

Τα λικέρ παρασκευάζονται συνήθως είτε με απόσταξη, είτε με έγχυση, είτε με βρασμό, είτε με απλή προσθήκη των αρωματικών υλών σε μείγμα οινοπνεύματος - ζάχαρης - νερού. Τα λικέρ κατά την παρασκευή τους δεν υπόκεινται σε ζύμωση, μερικά όμως μετά την ανάμειξη των υλικών τους αφήνονται για κάποιο χρόνο, ώστε να δέσουν οι γεύσεις.[1]
Συνήθως ο όρος ηδύποτο χρησιμοποιείται ως συνώνυμος του λικέρ, ωστόσο η κατηγορία περιλαμβάνει πέραν του λικέρ και άλλα οινοπνευματώδη ποτά, όπως π.χ. το βερμούτ[2] , το ρακόμελο ή οινόμελο.

Στις ΗΠΑ και στον Καναδά, όπου τα οινοπνευματώδη ποτά συνήθως ονομάζονται "liquor", συχνά γίνεται σύγχυση με τα λικέρ, όπως π.χ. στην περίπτωση του ποτού βότκα όταν έχει γεύσεις. Ο κύριος ίσως κανόνας για τη διάκριση είναι ότι τα λικέρ είναι πιο γλυκά και ενίοτε έχουν υφή σαν σιρόπι, ενώ τα άλλα οινοπνευματώδη ποτά (liquors) δεν παρουσιάζουν αυτό το χαρακτηριστικό. Η ελάχιστη περιεκτικότητα σακχάρων ενός λικέρ ανέρχεται σε 70 γραμμάρια ανά λίτρο ιμβερτοποιημένου σακχάρου. Τα λικέρ έχουν κατά κανόνα χαμηλότερη περιεκτικότητα σε αιθανόλη (15–30% κατ' όγκο) σε σχέση με άλλα οινοπνευματώδη, ωστόσο μερικά λικέρ περιέχουν μέχρι και 55% κατ' όγκο.

Σε ορισμένες περιοχές των ΗΠΑ τα λικέρ καλούνται και cordials ή schnapps,[3][4][5][6] ενώ σε πολλές χώρες που ανήκουν στην Κοινοπολιτεία των Εθνών, με τον όρο cordial εννοείται ένα μη αλοολούχο σιρόπι από φρούτα που διαλύεται σε γεύση και καταναλώνεται ως αναψυκτικό χωρίς ανθρακικό. Στη Γερμανία και τη Σκανδιναβία το schnapps είναι ένα είδος μπράντι ή άκουαβιτ.

Χαρακτηριστικά ελληνικά ηδύποτα αποτελούν η πατρινή τεντούρα, το κρητικό ρακόμελο, το κερκυραϊκό λικέρ κουμκουάτ κ.ά.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα λικέρ προέρχονται ιστορικά από τα βότανα, που χρησιμοποιούνταν παλαιόθεν για ιατρικούς σκοπούς, συνήθως ως εκχυλίσματα για την παρασκευή ιαμάτων. Χρονολογούνται από το 13ο αιώνα και πρωτοεμφανίστηκαν κυρίως στην Ιταλία, ενώ συχνά παρασκευάζονταν από μοναχούς, όπως π.χ. το γαλλικό σαρτρέζ (Chartreuse).

Σήμερα λικέρ φτιάχνονται σε όλες τις χώρες του κόσμου και σερβίρονται με διάφορους τρόπους: μόνα τους, με πάγο, με καφέ, ανάμικτα με κρέμα ή άλλες μείξεις με σκοπό να γίνουν κοκτέιλ κλπ. Σερβίρονται με ή χωρίς επιδόρπιο. Το λικέρ χρησιμοποιείται επίσης στη μαγειρική.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. "Ηδύποτα (Λικέρ)", στο βιβλίο «Ελληνική Οινολογία και Ποτοποιία» του Αδ. Κρασανάκη, εκδόσεις «Η Αθήνα», Αγία Παρασκευή Αττικής 2003
  2. "ΠΟΤΑ"[νεκρός σύνδεσμος], διάκριση αλκοολούχων ποτών στον ιστότοπο της Σύγχρονης Αναλυτικής www.modernanalytics.gr
  3. What are Schnapps and Cordials? Ανακτήθηκε στις 28 Μαΐου 2012.
  4. Lichine, Alexis (1987). Alexis Lichine's New Encyclopedia of Wines & Spirits (5th έκδοση). New York: Alfred A. Knopf. σελ. 198. ISBN 0-394-56262-3. 
  5. New Oxford American Dictionary (3rd έκδοση). New York: Oxford University Press. 2010. σελ. 385. ISBN 978-0-19-539288-3.  cordial: "another term for liqueur"
  6. «The Cook's Thesaurus». Ανακτήθηκε στις 11 Οκτωβρίου 2010. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]