Λιγνίτης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Λιγνίτης

Ο λιγνίτης, καλούμενος και γαιάνθρακας, είναι οργανικής προελεύσεως πέτρωμα, του οποίου το κύριο στοιχείο είναι ο άνθρακας (με περιεκτικότητα από 50% έως 70%). Περιέχει, επίσης, νερό, υδρογόνο, οξυγόνο και άζωτο.

Λιγνιτωρυχείο στο Γουαϊόμινγκ

Είναι χαμηλότερης περιεκτικότητας σε άνθρακα από τον λιθάνθρακα και θεωρείται το χειρότερης ποιότητας καύσιμο άνθρακα, ωστόσο έχει υψηλότερη περιεκτικότητα άνθρακα από την τύρφη.

Προέρχεται από την εξανθράκωση κυρίως φυτικών οργανισμών, η δε θερμική αξία του είναι μικρότερη από του ανθρακίτη. Χρησιμοποιείται κυρίως στα ατμοηλεκτρικά εργοστάσια για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος. Άλλες χρήσεις του είναι για την παραγωγή οργανοχουμικών λιπασμάτων, στην γεωργία κ.α. Το χρώμα του είναι καφέ-μαύρο και περιέχει 35-65% υγρασία.

Η περιεχόμενη ενέργεια και οι επιπτώσεις στο περιβάλλον[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λόγω της χαμηλής περιεκτικότητας σε ενέργεια και της υψηλής περιεκτικότητας σε υγρασία, ο λιγνίτης δεν μπορεί να μεταφερθεί εύκολα κι ως εκ τούτου χρησιμοπ|οιείται από εργοστάσια που είναι τοποθετημένα πολύ κοντά σε ορυχεία λιγνίτη. Για τους ίδιους λόγους ο λιγνίτης δεν αποτελεί συχνό εμπόρευμα στη παγκόσμια αγορά, αλλά χρησιμοποιείται τοπικά από την κάθε χώρα εξόρυξής του.

Το υψηλό ποσοστό υγρασίας του λιγνίτη τον κάνει εξαιρετικά επικίνδυνο για το περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία καθώς από την καύση του προκαλείται μεγάλη ατμοσφαιρική ρύπανση, κάτι που έχει κάνει διάφορους επιστήμονες να υποστηρίζουν ότι ο λιγνίτης πρέπει να μένει θαμμένος στη γη και να μην εξορύσσεται.[1] Επιπρόσθετα, ο λιγνίτης συχνά προκαλεί πολιτικές διαμάχες καθώς ομάδες πληθυσμού μπορεί να είναι πολιτικά αντίθετες στην εγκατάσταση εργοστασίων λιγνίτη.

Παγκόσμια κατάταξη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 25% των παγκόσμιων μη-εξορυγμένων αποθεμάτων λιγνίτη βρίσκονται στην Αυστραλία.

Παρακάτω ακολουθεί ένας πίνακας με την εξόρυξη λιγνίτη από διάφορες χώρες.

1970 1980 1990 2000 2010
1. Γερμανία 369,300 388,000 356,500 167,700 175,400
2. Ρωσία 127,000 141,000 137,300 86,400 83,200
3. Η.Π.Α. 5,400 42,300 82,600 83,500 80,500
4. Αυστραλία 24,200 32,900 46,000 65,000 67,800
5. Ελλάδα 8,100 23,200 51,700 63,300 67,000
6. Πολωνία 32,800 36,900 67,600 61,300 59,500
7. Τουρκία 4,400 15,000 43,800 63,000 57,200
8. Τσεχία 67,000 87,000 71,000 50,100 50,700
9. Κίνα 13,000 22,000 38,000 40,000 47,000
10. Σερβία και Μαυροβούνιο 26,000 43,000 60,000 35,500 35,500
11. Ρουμανία 14,100 27,100 33,500 17,900 29,800
12. Βόρεια Κορέα 5,700 10,000 10,000 26,000 26,500
... ... ... ... ... ... ...
... Αυστρία 3,700 1,700 2,500 1,300 1,200
... Σύνολο 804,000 1.028,000 1.214,000 877,400 894,800


Αποθέματα και εκμετάλλευση του λιγνίτη στην Ελλάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Ελλάδα κοιτάσματα λιγνίτη βρίσκονται στις περιοχές της Πτολεμαΐδας, Αμυνταίου, Φλώρινας, Μεγαλόπολης, Ελασσόνας, Αλιβέρι Εύβοιας και Δράμας. Οι σπουδαιότερες λιγνιτοφόρες λεκάνες στην Ελλάδα είναι εκείνες της Πτολεμαϊδας (Πτολεμαϊδα, Κομνηνά, Αγ.Χριστόφορος, Περδίκα), Πλειοκαινικής ηλικίας, της Μεγαλόπολης και Δράμας (Πλειστοκαινικής ηλικίας) και της Φλώρινας (Μειοκαινικής ηλικίας). Ο λιγνίτης διακρίνεται σε τυρφώδη λιγνίτη (το 25% των αποθεμάτων της χώρας), σε λιγνίτη (το 64%) και σε υποβιτουμενιούχο λιγνίτη (το 11%).

Τα συνολικά αποθέματα, της χώρας, σε λιγνίτη εκτιμώνται στους 10x109 τον. περίπου, από τους οποίους, τα βέβαια 6,8x109 τον. τα πιθανά 0,31x109 τον. τα δυνατά 1,95x109 τον. και τα υποθετικά 0,86x109 τον. Από τους  6,8x109 τον βέβαια αποθέματα οι 3,26x109 τον απαντούν στην Πτολεμαϊδα, οι 0,4x109 τον στη Μεγαλόπολη, οι 1,55x109 τον στη Δράμα, οι 1,15x109 τον στην Ελασσώνα και οι 0,47x109 τον στη Φλώρινα. Σύμφωνα με υπολογισμούς, τα αποθέματα είναι αρκετά για τα επόμενα 45 χρόνια, ενώ οι μέχρι σήμερα εξορυχθείσες ποσότητες λιγνίτη φτάνουν περίπου στο 30% των συνολικών αποθεμάτων. Η ποιότητα λιγνίτη θεωρείται από χαμηλή έως αρκετά ικανοποιητική[2].

Η προσπάθεια για την εκμετάλλευση λιγνιτικών κοιτασμάτων στην Ελλάδα ξεκίνησε από την περιοχή του Αλιβερίου Ευβοίας το 1873. Δυστυχώς μια μεγάλη πλημμύρα το 1897 κατέστρεψε όλες τις επιφανειακές και υπόγειες εγκαταστάσεις εξόρυξης. Η εκμετάλλευση ξανάρχισε μετά τον πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο. Το 1922 η ετήσια παραγωγή έφθασε τους 23.000 τόνους και διατηρήθηκε μέχρι το 1927. Το επόμενο έτος η εκμετάλλευση σταμάτησε για οικονομικούς λόγους.Μετά το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η ανάγκη εξηλεκτρισμού της χώρας οδήγησε στην απόφαση κατασκευής ατμοηλεκτρικού σταθμού στο Αλιβέρι, που θα λειτουργούσε αποκλειστικά με λιγνίτη.Το 1951 ανέλαβε η ΔΕΗ την υπόγεια εκμετάλλευση των Ορυχείων στο Αλιβέρι, κατορθώνοντας να αυξήσει την παραγωγή σε 750 χιλιάδες τόνους το χρόνο και να τροφοδοτήσει μονάδες συνολικής ισχύος 230 MW. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 σταμάτησε οριστικά η λειτουργία του λιγνιτωρυχείου Αλιβερίου. Η εκμετάλλευση συνεχίστηκε σε άλλα υπαίθρια ορυχεία της ΔΕΗ, η οποία εκμεταλλεύεται σχεδόν αποκλειστικά το λιγνίτη της Χώρας[2][3].

Εξόρυξη Λιγνίτη με καδοφόρο εκσκαφέα (Bucket wheel excavator)

Επισημαίνεται ότι με μια μέση παραγωγή 50-60 εκ. τόννους και παρά το χαμηλό θερμιδικό περιεχόμενο του ελληνικού λιγνίτη, η ΔΕΗ είναι μακράν η μεγαλύτερη ελληνική εξορυκτική βιομηχανία, αφού εξορύσσει για ιδιόχρηση λιγνίτη μεγάλης εμπορικής αξίας διατηρώντας την δεσπόζουσα θέση που κατέχει η συγκεκριμένη εταιρεία μεταξύ των λιγνιτοπαραγωγών σε διεθνές επίπεδο (3η θέση στην ΕΕ και μεταξύ των 10 μεγαλύτερων παραγωγών λιγνίτη παγκοσμίως)[4]

Η εκμετάλλευση του λιγνίτη από την ΔΕΗ ΑΕ γίνεται επιφανειακά με την μέθοδο των ορθών βαθμίδων κλειστής εκσκαφής χρησιμοποιώντας ηλεκτροκίνητα μηχανήματα συνεχούς λειτουργίας και μαζικής εκσκαφής, μεταφοράς και απόθεσης (καδοφόροι εκσκαφείς, ταινιόδρομοι, αποθέτες). Ο φυσικός λιγνίτης που μεταφέρεται από τα ορυχεία αποθηκεύεται αρχικά σε σιλό, θραύεται, ξηραίνεται και εν συνεχεία οδεύει προς καύση στους ΑΗΣ. Ένα μέρος της όλης διαδικασίας εκμετάλλευσης γίνεται με ενταγμένες εργολαβίες[5].

Η χρήση του λιγνίτη για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, έχει σημαντική συνεισφορά στην αύξηση το εθνικού προϊόντος, αποφέροντας ταυτόχρονα στην Ελλάδα μεγάλη εξοικονόμηση συναλλάγματος. Ο λιγνίτης είναι καύσιμο στρατηγικής σημασίας, γιατί έχει χαμηλό κόστος εξόρυξης, σταθερή και ελέγξιμη τιμή και παρέχει σταθερότητα και ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού μη εξαρτώμενος από εξωγενείς πηγές. Συγχρόνως, προσφέρει πολλές χιλιάδες θέσεις εργασίας στην ελληνική περιφέρεια, ιδιαίτερα σε περιοχές που εμφανίζουν μεγάλα ποσοστά ανεργίας[2].

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]