Λατζιά

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Λατζιά
Δέντρο λατζιάς στο Τρόοδος
Δέντρο λατζιάς στο Τρόοδος
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Magnoliophyta)
Ομοταξία: Δικοτυλήδονα (Magnoliopsida)
Τάξη: Φηγώδη (Fagales)
Οικογένεια: Φηγοειδή (Fagaceae)
Γένος: Δρυς (Quercus)
Είδος: Q. alnifolia
Διώνυμο
Δρυς η κληθρόφυλλος
(Quercus alnifolia)

Poech

Η λατζιά (επιστ. Δρυς η κληθρόφυλλος, Quercus alnifolia Poech) είναι ένα είδος αείφυλλης σκληρόφυλλης δρυός που φύεται στην Κύπρο. Η λατινική ονομασία οφείλεται στο σχήμα των φύλλων που μοιάζει με το αντίστοιχο της κλήθρας. Η Quercus alnifolia είναι ενδημικό φυτό της Κύπρου και η εξάπλωσή της περιορίζεται στα πυριγενή πετρώματα της οροσειράς του Τροόδους. Τον Φεβρουάριο του 2006, με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου της Κύπρου, η λατζιά ανακηρύχθηκε σε εθνικό δέντρο της Κύπρου.[1]

Ταξινομικό καθεστώς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Quercus alnifolia ανήκει στο Τμήμα Cerris, όπως και οι πλείστες αείφυλλες μεσογειακές δρύες. Υβρίδια με το επίσης μεγογειακό αείφυλλο είδος Quercus coccifera ssp. calliprinos έχουν παρατηρηθεί και περιγραφεί[2].

Μορφολογική περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λατζιά είναι πολύκλαδος θάμνος έως μικρό δέντρο με ύψος μέχρι 10 μέτρα. Έχει φύλλα απλά, πλατυσμένα ως κυκλικά, μήκους 1,5-6(-10) εκ. και πλάτους 1-5 (-8) εκ., με γυαλιστερή άνω επιφάνεια χρώματος σκούρου πράσινου και πυκνό χρυσό μέχρι καφετί τρίχωμα στην κάτω επιφάνεια, παρυφές οδοντωτές και νεύρα εμφανή στην κάτω επιφάνεια. Ο μίσχος είναι ισχυρός, μήκους 6-10 (-12) χιλιοστών, πιληματώδης. Τα άνθη είναι μονογενή - οι αρσενικοί ίουλοι σχηματίζουν απλωτές ή κρεμάμενες πρασινοκίτρινες ταξιανθίες στις άκρες των κλαδιών, τα δε θηλυκά άνθη εμφανίζονται μονήρη ή σε ομάδες των 2-3. Τα βαλανίδια είναι επιμήκη, πλατυσμένα στην κορυφή και συνήθως πιο στενά στη βάση, χρώματος καστανού, μήκους 2-2,5 εκ και πλάτους 0,8-1,2 εκ. με ξυλώδες ενδοκάρπιο και κύπελλο με έντονα περιεστραμμένα λέπια [3].

Περιοχή εξάπλωσης - Βιότοπος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Quercus alnifolia απαντάται στην οροσειρά του Τροόδους, όπου φύεται αποκλειστικά σε πυριγενή πετρώματα σε υψόμετρο που κυμαίνεται από 400 ως 1800 μ. [4]. Καταλαμβάνει ξηρούς βιοτόπους μαζί με την τραχεία πεύκη (Pinus brutia) ή σχηματίζει αμιγείς συνηρεφείς θαμνώνες σε σχετικά υγρές τοποθεσίες δημιουργώντας βαθιά δασικά εδάφη [5].

Οικολογική σημασία και καθεστώς προστασίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λατζιά παίζει σημαντικό ρόλο στη σταθεροποίση εδαφών και στην αποτροπή της διάβρωσης καθώς φύεται σε πετρώδεις πλαγιές. Εντός της περιοχής εξάπλωσής της, η Quercus alnifolia είναι το σημαντικότερο πλατύφυλλο είδος που σχηματίζει αμιγείς συστάδες, καθώς τα κυπριακά δάση κυριαρχούνται από την τραχεία πεύκη. Οι πυκνές συστάδες που σχηματίζει η Quercus alnifolia διαφοροποιούν σημαντικά τις συνθήκες υγρασίας επιτρέποντας τη δημιουργία ενδοχούμου (χούμος τύπου "mull") και ευνοώντας την ύπαρξη σκιανθεκτικών ποωδών φυτών.

Η λατζιά στην Κύπρο προστατεύεται άμεσα από το δασικό νόμο, ενώ ο οικότοπος "Θαμνώνες και χαμηλή βλάστηση της Quercus alnifolia (9310)" είναι οικότοπος προτεραιότητας της Ευρώπης (οδηγία 92/43/ΕΟΚ) [6]. Σημαντικές δασικές εκτάσεις κυριαρχούμενες από το είδος έχουν προταθεί για ένταξη στο δίκτυο Φύση 2000 (Natura 2000) της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εικόνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Δηλώσεις του Αναπληρωτή Κυβερνητικού Εκπροσώπου κ. Χριστόδουλου Πασιαρδή μετά τη συνεδρία του Υπουργικού Συμβουλίου». Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών. 1 Φεβρουαρίου 2006. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Νοεμβρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 11 Νοεμβρίου 2007. 
  2. Neophytou, Ch.; Palli G., Aravanopoulos F.A. (2007). «Morphological differentiation and hybridization between Quercus alnifolia Poech and Quercus coccifera L. (Fagaceae) in Cyprus». Silvae Genetica 56 (6): 271-277. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2011-07-18. https://web.archive.org/web/20110718202452/http://www.bfafh.de/inst2/sg-pdf/56_6_271.pdf. Ανακτήθηκε στις 2008-03-01. 
  3. Meikle, R.D. (1985). Flora of Cyprus. London: Bentham Moxon Trust. σελίδες 1481–1482. ISBN 0-950487-63-5. 
  4. Merlo, Maurizio (2005). Valuing Mediterranean Forests: Towards Total Economic Value. CABI Publishing. σελ. 217. ISBN 0851994806. 
  5. Barbéro, M.; Quézel P. (1979). «Contribution à l’ étude des groupements forestiers de Chypre». Documents phytosociologiques (IV): 9-34. 
  6. «Council Directive 92/43/EEC of 21 May 1992 on the conservation of natural habitats and of wild fauna and flora». EUR-Lex. European Union law. 22 Ιουλίου 1992. Ανακτήθηκε στις 1 Ιανουαρίου 2008. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]