Λαμπρότατος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο Λαμπρότατος ήταν βυζαντινός αριστοκρατικός, αυλικός, τιμητικός[1] τίτλος, που δινόταν σε μέλη της συγκλήτου αντίστοιχος του ρωμαϊκού «κλαρίσιμος» (λατινικά: clarissimus)[2]. Ο αντίστοιχος τίτλος για τις γυναίκες ήταν Λαμπρότατη.

Ο τίτλος ήταν καθαρά τιμιτικός και δινόταν μόνο σε μέλη της βυζαντινής Συγκλήτου[3]. Για να αποκτήσει κάποια γυναίκα τον τίτλο της λαμπρότατης, έπρεπε να τον έχει απαραίτητα ο σύζυγός της. Αν αυτός πέθαινε ή χώριζαν, τον κρατούσε· εκτός αν ξαναπαντρευόταν, οπότε τον έχανε· για τις κόρες ίσχυε ότι είχαν τον τίτλο μέχρι να παντρευτούν[4].

Ο τίτλος σήμερα χρησιμοποιείται από την Ορθόδοξη Εκκλησία σαν τιμητική προσφώνηση.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]