Λαμιακός Πόλεμος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Λαμιακός πόλεμος)

Ο Λαμιακός Πόλεμος (323 π.Χ. – 322 π.Χ.) ήταν η σύγκρουση μεταξύ της Μακεδονίας και ορισμένων πόλεων-κρατών της νότιας Ελλάδας αμέσως μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου

Υπό την ηγεσία των Αθηναίων ο αντιμακεδονικός συνασπισμός είχε αρχικά επιτυχίες και ανάγκασε τον Αντίπατρο, που κατέβηκε για να τους αντιμετωπίσει, να κλειστεί στο φρούριο της Λαμίας (εξ ου και η ονομασία «Λαμιακός πόλεμος»). Οι Μακεδόνες όμως επικράτησαν πλήρως κατά θάλασσαν, και όταν ο Αντίπατρος πήρε ενισχύσεις από την Ασία, νίκησαν στη μάχη της Κραννώνας, με αποτέλεσμα να επιβληθεί και πάλι η μακεδονική κυριαρχία. Οι συνέπειες ήταν ιδιαίτερα σοβαρές για την Αθήνα, όπου το δημοκρατικό πολίτευμα καταργήθηκε και οι αντιμακεδόνες ρήτορες θανατώθηκαν.

Η έκρηξη του πολέμου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το καλοκαίρι του 323 π.Χ. έφτασαν στην Αθήνα φήμες ότι πέθανε ο Αλέξανδρος. Αμέσως η αντιμακεδονική παράταξη, της οποίας ηγούνταν ο ρήτορας Υπερείδης, έστειλε τον στρατηγό Λεωσθένη στο Ταίναρο, για να στρατολογήσει τους οκτώ χιλιάδες μισθοφόρους που βρίσκονταν εκεί, έχοντας απολυθεί από τους Μακεδόνες. Οι μισθοφόροι αυτοί πληρώθηκαν τώρα με τα χρήματα που ο ταμίας του Αλέξανδρου Άρπαλος είχε καταχραστεί και είχε φέρει στην Αθήνα, όπου και κατασχέθηκαν. Δεν υπήρξε σχετικό ψήφισμα του δήμου και ο Λεωσθένης ενήργησε σαν ιδιώτης για να μη κινήσει τις υποψίες του Αντίπατρου [1] που παρέμενε «στρατηγός της Ευρώπης», αντιβασιλιάς δηλαδή της Μακεδονίας.[2]

Όταν οι φήμες του θανάτου επιβεβαιώθηκαν, οι αντιμακεδόνες ρήτορες και στρατιωτικοί άρχισαν να ξεσηκώνουν τον λαό σε πόλεμο με εμπρηστικούς λόγους ενώ οι συντηρητικοί προσπαθούσαν να τον συγκρατήσουν. Ο ρήτορας Δημάδης έλεγε πως αν ήταν νεκρός ο Αλέξανδρος, θα είχε γεμίσει όλη η οικουμένη από τη μυρωδιά του, ενώ ο στρατηγός Φωκίων συνέστησε επιφυλακτικότητα : «Αν είναι σήμερα νεκρός, θα είναι κι αύριο και μεθαύριο. Ώστε ας αποφασίσουμε με ηρεμία».[3] Αλλά οι προσπάθειές τους ήταν μάταιες. Ο δήμος αποφάσισε πόλεμο.

Το ψήφισμα έλεγε ότι ο δήμος θα φρόντιζε για την απαλλαγή των πόλεων από τη μακεδονική κυριαρχία, ότι θα ναυπηγούνταν διακόσια σαράντα πολεμικά πλοία και ότι θα επιστρατεύονταν όλοι οι Αθηναίοι μέχρι σαράντα ετών. Πρέσβεις στάλθηκαν στις πόλεις και διακήρυξαν ότι όπως παλιά οι Αθηναίοι υπερασπίστηκαν την κοινή πατρίδα, έτσι και τώρα ήταν πρόθυμοι να διακινδυνεύσουν τις ζωές, τα χρήματα και τα πλοία τους.[4]

Ο φιλομακεδόνας Φωκίων άκουγε με πολύ σκεπτικισμό τους αριθμούς των πλοίων και κυρίως των όσων θα επιστρατεύονταν. Όταν ρωτήθηκε για την προετοιμασία είπε : «Καλή για δρόμο ενός σταδίου [192 μέτρα], φοβάμαι όμως τον δόλιχο δρόμο [πολλαπλάσιος του σταδίου]. Δεν έχουμε ούτε χρήματα, ούτε πλοία, ούτε στρατιώτες».[5]

Με τους Αθηναίους συντάχθηκαν οι Αιτωλοί πριν απ’ όλους, οι περισσότεροι Θεσσαλοί, οι Αχαιοί, οι Λοκροί, οι Καρύστιοι, οι Αργείοι, Σικυώνιοι, Ηλείοι, Μεσσήνιοι και πολλοί άλλοι.[6]

Οι επιτυχίες του Λεωσθένη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Λεωσθένης με τους οκτώ χιλιάδες μισθοφόρους, επτά χιλιάδες Αιτωλούς και τις δυνάμεις που είχαν στείλει η Αθήνα και οι άλλες πόλεις, είχε συγκροτήσει αξιόλογο στράτευμα. Επιτέθηκε πρώτα κατά των Βοιωτών, στους οποίους ο Αλέξανδρος είχε διανείμει τη γη των Θηβαίων όταν κατέστρεψε την πόλη τους. Φοβούμενοι τώρα οι Βοιωτοί ότι θα αποκαθίσταντο οι Θηβαίοι και θα έπαιρναν πίσω τα κτήματά τους, συντάχθηκαν με τους Μακεδόνες. Ο Λεωσθένης τους νίκησε στις Πλαταιές και έσπευσε στις Θερμοπύλες για να σταματήσει εκεί την κάθοδο των Μακεδόνων.[6]

Δεδομένου ότι οι στρατεύσιμοι της Μακεδονίας στέλνονταν συνεχώς προς αναπλήρωσιν των απωλειών στην Ασία, ο Αντίπατρος μόνο δεκατρείς χιλιάδες πεζούς και εξακόσιους ιππείς κατόρθωσε να συγκεντρώσει, δύναμη αισθητά μικρότερη αυτής των Αθηναίων. Έστειλε μήνυμα στον Κρατερό, που αναμενόταν με μεγάλη δύναμη απομάχων, να σπεύσει, και βασιζόμενος στη βοήθεια αυτή, σε κατεπείγουσα στρατολογία που διέταξε και στη συνδρομή των νοτίων Ελλήνων που του έμεναν πιστοί, προχώρησε στη Θεσσαλία. Ο μακεδονικός στόλος, αποτελούμενος από εκατόν δέκα τριήρεις, παρέπλεε.[2]

Οι Θεσσαλοί είχαν συνταχθεί αρχικά με τον Αντίπατρο αλλά μεταπείστηκαν από τους Αθηναίους και αυτομόλησαν στον Λεωσθένη. Ενισχυμένος τώρα αυτός ακόμη περισσότερο, συνάντησε τον Αντίπατρο στις Θερμοπύλες και τον νίκησε. Ο Αντίπατρος αναγκάστηκε να κλειστεί στο φρούριο της Λαμίας και ετοιμάστηκε για την πολιορκία που θα υφίστατο, δεδομένου ότι ούτε να αντιπαραταχθεί μπορούσε στον Λεωσθένη, ούτε να υποχωρήσει στη Μακεδονία, μια και το θεσσαλικό ιππικό υπερείχε.[2]

Ο Λεωσθένης προσπάθησε να καταλάβει το φρούριο εξ εφόδου αλλά απέτυχε και άρχισε τακτική πολιορκία. Έχτισε τείχος γύρω από το φρούριο κι άρχισε να σκάβει μεγάλη και βαθιά τάφρο για να εμποδίσει τις εξόδους και να αναγκάσει τους Μακεδόνες να παραδοθούν λόγω πείνας. Αλλά τότε οι Αιτωλοί αποχώρησαν επικαλούμενοι επείγουσα εθνική ανάγκη και σε μια έξοδο που έκανε ο Αντίπατρος εναντίον αυτών που έσκαβαν την τάφρο, ο Λεωσθένης τραυματίστηκε θανάσιμα και πέθανε μετά τρεις μέρες.

Ο δήμος διέταξε τον Υπερείδη να εκφωνήσει τον επιτάφιο έπαινο του Λεωσθένη, που κηδεύτηκε με μεγάλες τιμές. Ο Υπερείδης ήταν ο αρχηγός της αντιμακεδονικής παράταξης τη στιγμή εκείνη, γιατί ο κορυφαίος ρήτορας της Αθήνας, ο Δημοσθένης, ήταν εξόριστος επειδή κατηγορήθηκε ότι δωροδοκήθηκε κι αυτός από τον Άρπαλο. Νέος στρατηγός εξελέγη ο Αντίφιλος, άντρας αξιόλογος για τη στρατηγική ικανότητα και ανδρεία του.[7]

Λεοννάτος. Νέα ήττα Μακεδόνων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε βοήθεια του Αντίπατρου ήρθε από την Ασία ο στρατηγός του Αλέξανδρου Λεοννάτος, ο οποίος συγκέντρωσε στράτευμα στη Μακεδονία και κατέβαινε στη Θεσσαλία. Οι Αθηναίοι έσπευσαν να τον συναντήσουν πριν ενωθεί με τον Αντίπατρο. Είχαν εικοσιδύο χιλιάδες πεζούς και τρεις χιλιάδες πεντακόσιους ιππείς, εκ των οποίων δύο χιλιάδες ήταν Θεσσαλοί, υπέρτεροι όλων των άλλων ιππέων. Η δύναμή τους πάντως είχε μειωθεί, γιατί εκτός από τους Αιτωλούς, αρκετοί ακόμη είχαν αποχωρήσει. Ο Λεοννάτος είχε πάνω από είκοσι χιλιάδες πεζούς και χίλιους πεντακόσιους ιππείς.[8]

Η σύγκρουση έγινε βόρεια της Λαμίας και περιορίστηκε κυρίως σε ιππομαχία κατά την οποία υπερίσχυσαν οι Θεσσαλοί ιππείς υπό τον Μένωνα. Ο Λεοννάτος έπεσε στη μάχη και η φάλαγγα των Μακεδόνων, στερημένη πλέον της προστασίας του ιππικού, αποτραβήχτηκε σε υψώματα όπου δεν μπορούσε να δράσει το θεσσαλικό ιππικό. Την επόμενη μέρα ο Αντίπατρος βγήκε από τη Λαμία, ενώθηκε με τους ηττημένους και ανέλαβε τη γενική αρχηγία του στρατοπέδου. Μπόρεσε τελικά να απαγκιστρωθεί, ενώ ο θριαμβευτής Αντίφιλος περίμενε στη Θεσσαλία τις κινήσεις του εχθρού.[9]

Οι μάχες στη θάλασσα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από τα διακόσια σαράντα πλοία που είχαν προγραμματίσει οι Αθηναίοι, ναυπήγησαν τελικά εκατόν εβδομήντα. Μία μοίρα του στόλου αυτού επιτηρούσε τον στόλο του Αντίπατρου στον Μαλιακό κόλπο ενώ άλλη μοίρα έπλευσε στον Ελλήσποντο για να εμποδίσει τη διάβαση του Λεοννάτου στην Ευρώπη. Παρά το μέγεθος της τελευταίας αυτής μοίρας, ο ναύαρχος των Μακεδόνων Κλείτος (γνωστός ως Λευκός Κλείτος) νίκησε τους Αθηναίους στην Άβυδο κι ο Λεοννάτος πέρασε. Ύστερα ο Κλείτος διέσχισε το Αιγαίο, κατανίκησε την άλλη Αθηναϊκή μοίρα στις Λιχάδες νήσους του Μαλιακού και ο στόλος του συμποσώθηκε πλέον σε διακόσια σαράντα πλοία. Τρίτη ναυμαχία έγινε στην Αμοργό, κατά την οποία ο Αθηναϊκός στόλος υπέστη ήττα δεινή και η ναυτική δύναμη της Αθήνας καταστράφηκε διά παντός.[10]

Χαρακτηριστικό της εξαχρείωσης στην οποία είχαν φτάσει οι δημαγωγοί της Αθήνας είναι το ότι ένας απ’ αυτούς, ο Στρατοκλής, κατέπλευσε μια μέρα στον Πειραιά από τον στόλο κι ανήγγειλε νίκη λαμπρή. Δυο μέρες οι Αθηναίοι πανηγύριζαν οπότε κατέφθασαν τα λείψανα του στόλου από την Αμοργό. Κι αντιμέτωπος με την οργή του δήμου, ο Στρατοκλής είπε : «Σας πείραξε που διασκεδάζατε δύο μέρες ;»[11]

Από τον νικηφόρο στόλο των Μακεδόνων μια δύναμη αποβιβάστηκε στον Ραμνούντα και λεηλατούσε τα παράλια της Αττικής. Ο μόνος διαθέσιμος στρατηγός ήταν ο Φωκίων, που ανέλαβε να αντιμετωπίσει τους Μακεδόνες παρά τις μέχρι τότε αντιρρήσεις του. Κατόρθωσε να υπερνικήσει την αταξία, την απειθαρχία και το απόλεμον αυτών που είχε στη διάθεσή του και να κατανικήσει την εχθρική δύναμη, ο αρχηγός της οποίας Μικίων σκοτώθηκε.[12]

Μάχη της Κραννώνας (322 π.Χ.)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έφτασε τέλος ο Κρατερός, στρατηγός του Αλέξανδρου με λαμπρή φήμη, και ενώθηκε το καλοκαίρι του 322 π.Χ. στον Πηνειό ποταμό με τον Αντίπατρο, παραχωρώντας του την αρχηγία. Το μακεδονικό στράτευμα αριθμούσε πάνω από σαράντα χιλιάδες βαριά οπλισμένους πεζούς, τρεις χιλιάδες τοξότες και σφενδονήτες και πέντε χιλιάδες ιππείς.[13]

Οι νότιοι Έλληνες αντιστρατοπέδευσαν υπολειπόμενοι πολύ σε δύναμη. Είχαν εικοσιπέντε χιλιάδες πεζούς και τρεις χιλιάδες πεντακόσιους ιππείς, στους οποίους βάσιζαν τις ελπίδες τους, λόγω της αξίας των ιππέων και του πεδινού εδάφους. Ήλπιζαν επίσης ότι θα επέστρεφαν αυτοί που -όπως προαναφέρθηκε- αποχώρησαν, αλλά ο καιρός πίεζε και πήραν την πρωτοβουλία των κινήσεων επιτιθέμενοι με το θεσσαλικό ιππικό. Η μάχη έγινε στην Κραννώνα, τη σπουδαιότερη πόλη της Θεσσαλίας μετά τη Λάρισα. Οι Θεσσαλοί υπερίσχυσαν στην ιππομαχία, αλλά τότε ο Αντίπατρος έριξε τη φάλαγγα εναντίον του εχθρικού πεζικού, που δεν μπόρεσε να αντέξει τον όγκο της και την ορμή της και υποχώρησε σε δυσπρόσιτα μέρη αμυνόμενο αποτελεσματικά. Αλλά το θεσσαλικό ιππικό, όταν αντιλήφθηκε την υποχώρηση των πεζών έσπευσε προς το μέρος εκείνο εγκαταλείποντας το πεδίο της μάχης στους Μακεδόνες. Έπεσαν στη μάχη εκείνη περισσότεροι από πεντακόσιοι Αθηναίοι και σύμμαχοι και εκατόν τριάντα Μακεδόνες.[14]

Η ειρήνη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την επομένη ο Αντίφιλος και ο Μένων των Θεσσαλών αμφιταλαντεύτηκαν για λίγο ως προς τη συνέχιση του πολέμου, αλλά τελικά έστειλαν πρέσβεις στον Αντίπατρο ζητώντας παύση των εχθροπραξιών. Αυτός απάντησε ότι συμφωνούσε υπό τον όρο ότι θα διαπραγματευόταν με κάθε πόλη χωριστά γιατί δεν δεχόταν κοινή εκπροσώπηση των Αθηναίων και των συμμάχων τους. Αυτοί δεν το δέχτηκαν και οι Αντίπατρος και Κρατερός άρχισαν να καταλαμβάνουν τις θεσσαλικές πόλεις. Οι άλλες πόλεις περίφοβες άρχισαν να ζητούν ειρήνη κάθε μια για λογαριασμό της και ο Αντίπατρος δεχόταν με επιεικείς όρους. Έτσι οι Αθηναίοι και οι Αιτωλοί έμειναν μόνοι και αβοήθητοι.[14]

Οι συνέπειες στην Αθήνα. Αιτωλοί.[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ύστερα ο Αντίπατρος βάδισε κατά της Αθήνας. Ο Δημοσθένης, ο Υπερείδης και οι άλλοι αντιμακεδόνες εγκατέλειψαν την πόλη κι έντρομος ο δήμος έστειλε πρέσβεις στον Αντίπατρο τον Φωκίωνα και τον Δημάδη. Συνάντησαν τον Αντίπατρο στην ακρόπολη της Θήβας, την Καδμεία, και πριν απ’ όλα ο Φωκίων του ζήτησε να μη προχωρήσει άλλο αλλά όλες οι συνομιλίες και συμφωνίες να γίνουν εκεί, στη Βοιωτία. Ο Κρατερός διαμαρτυρήθηκε ότι αυτό δεν ήταν δίκαιο για τους Βοιωτούς συμμάχους τους, να μείνει δηλαδή ο στρατός στη Βοιωτία εις βάρος τους, αλλά ο Αντίπατρος τον παρακάλεσε: «Ας κάνουμε αυτή τη χάρη στον Φωκίωνα».[15] Απαίτησε όμως να παραδοθούν οι Αθηναίοι άνευ όρων και να τεθούν στην απόλυτη διάκρισή του, όπως ακριβώς του είχαν απαντήσει οι Αθηναίοι όταν είχε ζητήσει κι αυτός ειρήνη πολιορκημένος στη Λαμία. Οι Αθηναίοι αναγκάστηκαν να υποκύψουν.[16]

Ο Διόδωρος λέει ότι ο Αντίπατρος συμπεριφέρθηκε φιλάνθρωπα στους Αθηναίους και το ίδιο φαίνεται να πιστεύει ο Πλούταρχος. Αλλά οι όροι που έθεσε και αναγκάστηκαν να δεχτούν οι Αθηναίοι, ήταν βαρύτατοι :

  • Το δημοκρατικό πολίτευμα καταργούνταν και γινόταν τιμοκρατικό, σύμφωνα με τους νόμους του Σόλωνα. Πολιτικά δικαιώματα και θέσεις εξουσίας θα είχαν πλέον μόνον όσοι ήταν κάτοχοι περιουσίας άνω των δύο χιλιάδων δραχμών -περίπου εννέα χιλιάδες. Οι υπόλοιποι -περί τις δώδεκα (κατ’ άλλους εικοσιδύο) χιλιάδες- είτε έμειναν στην Αθήνα νιώθοντας ότι υποφέρουν και ατιμάζονται είτε έφυγαν στη Θράκη όπου ο Αντίπατρος τους έδωσε γη.
  • Η Αθήνα θα πλήρωνε τα πολεμικά έξοδα και πρόστιμο.
  • Μακεδονική φρουρά θα εγκαθίστατο στη Μουνυχία.
  • Αφαιρούνταν από τους Αθηναίους οι κτήσεις τους Ίμβρος, Λήμνος, Σκύρος και Ωρωπός. Για τη Σάμο θα αποφάσιζε ο επιμελητής της βασιλείας Περδίκκας.
  • Οι αντιμακεδόνες αρχηγοί θα παραδίνονταν στους νικητές.[17]

Ο Φωκίων προσπάθησε να περισώσει ό,τι ήταν δυνατόν. Κατόρθωσε να πείσει τον Αντίπατρο να εξοριστούν οι δευτερεύοντες αντιμακεδόνες στην Πελοπόννησο και όχι, όπως προβλεπόταν αρχικά, εκτός της μεταξύ Ταινάρου και Κεραυνίων ορέων χώρας. Αλλά όταν ζήτησε από τον Αντίπατρο να μην εγκατασταθεί Μακεδονική φρουρά στη Μουνυχία, τον ρώτησε αυτός αν εγγυάται πως οι Αθηναίοι δεν θα πολεμήσουν και πάλι. Ο Φωκίων έμεινε αμίλητος και ο Αντίπατρος του είπε : «Θέλουμε να σου κάνουμε, Φωκίωνα, όλες τις χάρες εκτός από εκείνες που καταστρέψουν κι εμάς κι εσένα».[18]

Όλοι οι όροι της συνθήκης εφαρμόστηκαν. Οι αντιμακεδόνες ηγέτες εξοντώθηκαν : ο Υπερείδης και τρεις ακόμη συνελήφθησαν στην Αίγινα και θανατώθηκαν.[19] Ο Δημοσθένης αυτοκτόνησε στον Πόρο.[20]

Τέλος οι Αντίπατρος και Κρατερός εξεστράτευσαν κατά των Αιτωλών, που μόνο αυτοί είχαν μείνει ανυπότακτοι. Αρχικά οι Αιτωλοί αμύνονταν με επιτυχία αλλά μετά τα πράγματα άλλαξαν και βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη θέση. Τότε όμως ήρθε η είδηση ότι ο Περδίκκας εποφθαλμιούσε τη βασιλεία και ο Αντίπατρος αναγκάστηκε να συνάψει ειρήνη με τους Αιτωλούς, υπολογίζοντας να τους υποτάξει αργότερα.[21]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Διόδωρος 18.9
  2. 2,0 2,1 2,2 Διόδωρος 18.12
  3. Πλούταρχος Φωκίων 22
  4. Διόδωρος 18.9-10
  5. Πλούταρχος Φωκίων 23. βλ. και 9-10
  6. 6,0 6,1 Διόδωρος 18.11
  7. Διόδωρος 18.13
  8. Διόδωρος 18.14
  9. Διόδωρος 18.15
  10. Διόδωρος 18.15.8. Ο Διόδωρος είναι ασαφής ως προς τον αριθμό των ναυμαχιών, μία μάλιστα εκ των οποίων τοποθετεί στις Εχινάδες νήσους του Ιονίου. Ακολουθήθηκε εδώ η αναδιάταξη των σχετικών πληροφοριών από τον T.Walek στην έκδοση του Διόδωρου της Loeb Classical Library (τ.9ος σελ.56)
  11. Πλούταρχος Δημήτριος 11
  12. Πλούταρχος Φωκίων 25
  13. Διόδωρος 18.16
  14. 14,0 14,1 Διόδωρος 18.17
  15. Πλούταρχος Φωκίων 26
  16. Διόδωρος 18.18
  17. Διόδωρος 18.18. Πλούταρχος Φωκίων 27
  18. Πλούταρχος Φωκίων 26 και 29
  19. Πλούταρχος Δημοσθένης 28
  20. Πλούταρχος Δημοσθένης 29
  21. Διόδωρος 18.24-25