Λαγγόνα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Λαγγόνα
Ενήλικη λαγγόνα φωτογραφημένη στον Λίβανο
Ενήλικη λαγγόνα φωτογραφημένη στον Λίβανο
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Πελεκανόμορφα [i] (Pelacaniformes) [i]
Οικογένεια: Φαλακροκορακίδες (Phalacrocoracidae)
Γένος: Μικροκάρβων (Microcarbo) (Bonaparte, 1856)
Είδος: M. pygmeus
Διώνυμο
Microcarbo pygmeus (Μικροκάρβων ο πυγμαίος) [ii][iii]
Pallas, 1773

Η Λαγγόνα είναι υδρόβιο πτηνό της οικογενείας των Φαλακροκορακιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Microcarbo pygmaeus [ii] [iii] και δεν περιλαμβάνει υποείδη. [1]

  • Η λαγγόνα είναι ο μικρότερος κορμοράνος στον κόσμο και η Ελλάδα είναι από τις ελάχιστες ευρωπαϊκές χώρες που φιλοξενεί σημαντικότατους διαχειμάζοντες πληθυσμούς (βλ. Κατάσταση πληθυσμού, Κατάσταση στην Ελλάδα). Κατά τα τελευταία χρόνια καταβάλλονται συστηματικές προσπάθειες για τη διατήρηση του είδους, δεδομένου ότι η, ανά τον κόσμο, κατανομή του είναι εξαιρετικά περιορισμένη (βλ. Γεωγραφική εξάπλωση).

Κύρια διαγνωστικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μικρό μέγεθος (ο μικρότερος σωζόμενος κορμοράνος)
  • Σκούρο καφέ-μαυριδερό πτέρωμα

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ανοδική ↑ [2]

Ονοματολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ονομασία της λαγγόνας παραμένει προβληματική όπως και η συστηματική ταξινομική της (βλ. Συστηματική ταξινομική). Μέχρι σήμερα, υπάρχουν σημαντικές διαφωνίες και είναι πιθανόν να μεταβάλλονται συνεχώς τα κατά καιρούς δεδομένα.

Η επιστημονική ονομασία του γένους Microcarbo είναι (νεο-)λατινικός όρος που απαρτίζεται από τα συνθετικά micro «ελάσσων, μικρός» + carbo-onis «άνθρακας, κάρβουνο»,[3] με προφανή σημασία η οποία παραπέμπει, αφ’ ενός στο -μικρό- μέγεθος του πτηνού, αφ’ ετέρου στο σκούρο χρώμα του πτερώματός του. Η άμεση απόδοση στην ελληνική γλώσσα Μικροκάρβων [ii] < μικρός + κάρβων-ονος «κάρβουνο» < carbo,[4] παραπέμπει στην ίδια ετυμολογία και σημασία.

Ο όρος pygmeus στην επιστημονική ονομασία του είδους είναι άμεση λατινική απόδοση της ελληνικής λέξης πυγμαίος < πυγμή «ο έχων μέγεθος πυγμής, ο μικρόσωμος», που παραπέμπει στο μέγεθος του πτηνού. Ωστόσο, η ορθή γραφή της λέξης στα λατινικά είναι pygmaeus[5] και, η γραφή χωρίς a προήλθε, πιθανόν, εκ παραδρομής και απαιτείται διόρθωση (emendation)[6] (βλ. και Σημειώσεις). [iii]

Την ίδια ετυμολογία και προέλευση έχει η αγγλική λαϊκή ονομασία του πτηνού pygmy cormorant «πυγμαίος κορμοράνος».

Για την προέλευση της ελληνικής λαϊκής ονομασίας λαγγόνα, δεν υπάρχουν αναφορές και, η περαιτέρω ετυμολογία και σημασία της παραμένουν άγνωστες.[εκκρεμεί παραπομπή]

Συστηματική ταξινομική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος περιγράφηκε αρχικά από τον Γερμανό ζωολόγο και βοτανικό Πέτερ Πάλας (Peter Simon Pallas, 1741-1811) ως Pelecanus pygmeus (Κασπία Θάλασσα, 1773). Κατά καιρούς, μεταφέρθηκε στο Phalacrocorax, γένος που είχε προταθεί από τον Γάλλο ζωολόγο Ματουρέν Μπρισόν (Mathurin Jacques Brisson, 1723-1806), το 1760, στο Halietor (Collar & Andrew, 1988), και στο Microcarbo (del Hoyo & Collar 2014), γένος που είχε προταθεί από τον Γάλλο βιολόγο και ορνιθολόγο Σαρλ Μποναπάρτ (Charles Lucien Bonaparte, 1803-1857), το 1856.[7][8]

  • Οι ημερομηνίες που προτάθηκαν οι ονομασίες των γενών δεν συμπίπτουν αναγκαστικά με τις ημερομηνίες μεταφοράς τους, διότι καινούργια -κάθε φορά- δεδομένα υποστηρίζουν τη μεταφορά σε παλαιότερες ονομασίες.

Η ταξινομική του είδους παραμένει προβληματική, με συνεχείς αλλαγές στην ονομασία του γένους, όπως Pelecanus, Phalacrocorax, Microcarbo, αλλά και άλλες πολλές, που σήμερα υφίστανται μόνον ως συνώνυμα (π.χ. Halietor). Επίσης, η ίδια η οικογένεια Phalacrocoracidae έχει πολλά ταξινομικά προβλήματα, τα οποία έχουν ενταθεί μετά την εμφάνιση των μοριακών δεδομένων.

Η λαγγόνα εντάσσεται σε φυλογενετική γραμμή που, από κάποιους ερευνητές, περιλαμβάνει είδη που πρέπει να ταξινομηθούν ως υποοικογένεια Phalacrocoracinae, με τους μικρότερους αρτίγονους κορμοράνους από τον Παλαιό Κόσμο και την Αυστραλία (γένος Microcarbo, παλαιότερα Halietor). Ωστόσο, είναι πολύ πιθανόν αυτές οι ταξινομήσεις να αλλάξουν και πάλι στο άμεσο μέλλον[9].

Γεωγραφική εξάπλωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λαγγόνα είναι είδος με περιορισμένη εξάπλωση στη ΝΑ. Ευρώπη και τη ΝΔ. Ασία. Μάλιστα, οι περιοχές όπου απαντά είναι, κατ’ ουσίαν, μικροί θύλακες, ειδικά στην ασιατική επικράτεια.

Στην Ευρώπη, απαντά από την Ιταλία και ανατολικότερα, στην Ουγγαρία, τη ΝΑ. Ουκρανία και τα Βαλκάνια, κυρίως στη Ρουμανία, όπου είναι επιδημητικό πτηνό. Στην Ασία, η εξάπλωση αρχίζει από τη Μικρά Ασία στα δυτικά και, μέσω του Ιράκ και του Ιράν, φθάνει μέχρι το Καζακστάν (βόρειο όριο) και τα υψίπεδα στα σύνορα μεταξύ των χωρών Ουζμπεκιστάν και Τατζικιστάν (ανατολικό όριο).

Μικροί θύλακες υπάρχουν στην Εγγύς Ανατολή (Συρία, Λίβανος, Ισραήλ).[10][11]

Μεταναστευτική συμπεριφορά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λαγγόνα είναι μεταναστευτικό, μερικώς αποδημητικό και επιδημητικό πτηνό, ανάλογα με την περιοχή κατανομής, ενώ οι «μεταναστεύσεις» περιορίζονται σε σχετικά μικρές αποστάσεις. Οι πληθυσμοί των Βαλκανίων διαχειμάζουν εν μέρει στην ενδοχώρα και εν μέρει στις βορειοανατολικές μεσογειακές ακτές, ή κοντά σε αυτές. Οι πληθυσμοί της Μαύρης Θάλασσας, μετακινούνται σαφώς περισσότερο, ενώ οι βόρειοι πληθυσμοί εγκαταλείπουν σε μεγάλο βαθμό τους τομείς τους κατά τη διάρκεια του χειμώνα, ενώ πολλοί «κατεβαίνουν» μέχρι το Β. Αιγαίο.[12]

Η φθινοπωρινή αποδημία πραγματοποιείται Αύγουστο-Σεπτέμβριο, και η επιστροφή στα εδάφη αναπαραγωγής Μάρτιο-Απρίλιο. Αναφέρονται αρκετές περιπτώσεις τυχαίων επισκεπτών στα δυτικά και βόρεια του εύρους αναπαραγωγής, ενώ, περιστασιακά, παρατηρούνται «εισβολές» κατά κύματα σε μικρά σμήνη.[13]

Η λαγγόνα αναπαράγεται σε περιοχές όπου είναι μόνιμο (επιδημητικό) πτηνό καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, κυρίως στο Δέλτα του Δούναβη, στην Ευρώπη, στη Μικρά Ασία και τη Ν. Κασπία Θάλασσα, στην Ασία. Επίσης, έρχεται τα καλοκαίρια ως αναπαραγόμενος επισκέπτης, σχεδόν σε όλες τις περιοχές όπου απαντά, κυρίως όμως στην Ασία σε όλο το βόρειο-βορειοανατολικό φάσμα της κατανομής της. Οι περιοχές διαχείμασης του είδους βρίσκονται, ανάλογα με το γωγραφικό μήκος, νότια των εδαφών αναπαραγωγής. Για παράδειγμα, οι ασιατικοί αναπαραγωγικοί πληθυσμοί στα ανατολικά του φάσματος κατανομής, διαχειμάζουν στο Ιράκ στις όχθες του Τίγρη και του Ευφράτη, ή στις ακτές της Κασπίας Θάλασσας, ενώ οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί κατεβαίνουν στην Ελλάδα και την Τουρκία.

Ωστόσο, το κύριο χαρακτηριστικό της μεταναστευτικής συμπεριφοράς της λαγγόνας είναι ότι, σε πολλές περιοχές όπου απαντά, αναμιγνύονται μόνιμοι, μεταναστευτικοί ή διαχειμάζοντες πληθυσμοί, με αποτέλεσμα σε όλες τις εποχές του έτους να παρατηρούνται άτομα του είδους.

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από τη Γαλλία, την Ολλανδία, τη Σουηδία και την Πολωνία, την Τυνησία και το Αφγανιστάν.[14]

Στην Ελλάδα, η λαγγόνα απαντά σε όλες τις καταστάσεις μετακίνησης (επιδημητικό, μεταναστευτικό, διαχειμάζον πτηνό), κυρίως στη βόρεια χώρα. Ωστόσο, η Ελλάδα αποτελεί κυρίως περιοχή διαχείμασης,[15][16] από τις σημαντικότερες παγκοσμίως (βλ. Κατάσταση στην Ελλάδα).

Από την Κρήτη αναφέρεται ως πολύ σπάνιος χειμερινός επισκέπτης,[17] και από την Κύπρο, ως σπάνιο μεταναστευτικό πτηνό. [18]

Βιότοπος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η παρουσία δένδρων είναι απαραίτητη στις λαγγόνες για κούρνιασμα και επόπτευση του χώρου

Η λαγγόνα αναπαράγεται σε καλαμιώνες, στις μεταβατικές ζώνες μεταξύ των καλαμιώνων και των ανοικτών υδάτων, στις ακτές όπου υπάρχει εκτεταμένη βόσκηση και υγρά λιβάδια, ενώ κατά τη διάρκεια του χειμώνα, σε παράκτιους υγροτόπους, κατά μήκος των ποταμών, και μερικές φορές σε λίμνες.[19][20][21][22]

Γενικά, αγαπάει τα θερμά κλίματα, γι’ αυτό περιορίζεται κυρίως σε πεδινές περιοχές γλυκών υδάτων και υφάλμυρων οικοτόπων. Έχει παρατηρηθεί σε εκτεταμένες ανοικτές παρυδάτιες περιοχές, αλλά οπωσδήποτε με την παρουσία δένδρων για να κουρνιάζει, σε υφάλμυρα έλη, τέλματα, ορυζώνες, βάλτους και πλημμυρισμένα χωράφια, όπου μπορεί εύκολα να πιάσει ψάρια στα ρηχά νερά. Τέλος, απαντάται και σε περιοχές με πυκνή βλάστηση και δέντρα, σε θάμνους, ακόμη και σε μικρές πλωτές «νησίδες» από νεκρά φυτά. Δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα για τις περιοχές όπου είναι διαβατικό πτηνό.[23]

Μορφολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λαγγόνα είναι ο μικρότερος κορμοράνος παγκοσμίως, στοιχείο που εύκολα τη διαφοροποιεί από τα συγγενικά της γένη στην παρατήρηση πεδίου.

Κατά την αναπαραγωγική περίοδο, το κεφάλι και ο λαιμός έχουν πλούσιο ερυθροκαφετί-μαυριδερό χρώμα, ενώ το υπόλοιπο σώμα είναι μαύρο με ιριδίζουσα πρασινωπή απόχρωση και κάποια διάσπαρτα λευκά στίγματα, που δεν υπάρχουν στις άλλες εποχές. Το στρογγυλεμένο, «αναμαλλιασμένο» κεφάλι με το μικρό και παχύ ράμφος είναι, επίσης, διακριτά στοιχεία, ενώ η ουρά του που έχει σχήμα κουπιού, είναι σχετικά μακριά και εξέχει από το σώμα όσο περίπου και το κεφάλι. Το σαγόνι και το ράμφος είναι πιο ανοικτόχρωμα από το υπόλοιπο κεφάλι, ενώ τα πόδια είναι μαύρα. Τον οφθαλμό περιβάλλει «αχνός» οφθαλμικός δακτύλιος. Ο λαιμός μοιάζει κοντός, αλλά μπορεί να εκτείνεται όταν το πουλί κολυμπάει.

Τα νεαρά άτομα είναι πιο ανοικτόχρωμα, ελαφρά κηλιδωτά, με άσπρο λαιμό και υπόλευκη κάτω επιφάνεια του σώματος.[24]

Βιομετρικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μήκος σώματος: (38-) 45 έως 55 εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: (75-) 80 έως 90 εκατοστά
  • Βάρος: 550 έως 850 γραμμάρια

(Πηγές: [25][26][27][28][29][30][31])

Τροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ενήλικη λαγγόνα

Η λαγγόνα τρέφεται κατά το μεγαλύτερο ποσοστό με ψάρια, αν και, μικρά θηλαστικά, καρκινοειδή, βδέλλες και μεγάλα έντομα έχουν κατά καιρούς συμπεριληφθεί στη διατροφή της. Δεκαπέντε είδη ψαριών καταγράφηκαν στο διαιτολόγιο 130 ατόμων στο δέλτα του Δούναβη. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται τα Perca fluviatilis σε ποσοστό 18,8%, Rutilus rutilus 14,8%, Cyprinus carpio 10,8%, Cobitis taenia 9,7% και Esox lucius 5,6%, Το μέσο βάρος των ψαριών είναι 15 γραμμάρια. Οι λαγγόνες αναζητούν τη λεία τους αποκλειστικά σε ρηχά νερά.[32]

Ηθολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι λαγγόνες συνηθίζουν να κολυμπούν κατά πυκνές ομάδες, ενώ σκαρφαλώνουν στα καλάμια και κουρνιάζουν στα κλαδιά των δένδρων.[33] Όπως και άλλοι κορμοράνοι, συχνά στέκεται σε ένα σταθερό σημείο με απλωμένες τις πτέρυγες στο ηλιακό φως για να τις στεγνώσει και να ζεστάνει το σώμα της.

Πτήση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πέταγμα της λαγγόνας είναι πολύ γρήγορο σαν της πάπιας, με δυνατά, διαδοχικά φτεροκοπήματα που διακόπτονται από σύντομες αερολισθήσεις (glides).[34]

Φωνή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αναπαραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα ζευγάρια αναπαραγωγής αρχίζουν να δημιουργούνται, ήδη, από τα εδάφη διαχείμασης, ενώ η περίοδος φωλιάσματος είναι, συνήθως, από τα τέλη Απριλίου μέχρι τα τέλη Μαΐου. Το φώλιασμα πραγματοποιείται κατά αποικίες, συχνά μαζί με άλλους κορμοράνους, αν και φωλιάζει αργότερα εάν συμπίπτει η περίοδος αναπαραγωγής με αυτούς.[35] Επίσης, μαζί με ερωδιούς, χαλκόκοτες και πλαταλέες. Στους βιοτόπους αναπαραγωγής (βλ. Βιότοπος), οι λαγγόνες κατασκευάζουν τη φωλιά τους σε δένδρα ή θάμνους, πάνω σε κλαδιά που απέχουν λίγο (1-1,5 μ.) από την επιφάνεια του νερού, ή μέσα σε πυκνούς καλαμιώνες. Τα προτιμώμενα ενδιαιτήματα ωοτοκίας περιλαμβάνουν κυρίως ιτιές, αλλά στο Αζερμπαϊτζάν τα πουλιά αναπαράγονται κυρίως σε ενδιαιτήματα με αλμυρίκια.[36]

Λαγγόνες φωτογραφημένες στο Δέλτα του Δούναβη

Η φωλιά, βαθιά κυπελοειδής δομή, αποτελείται από καλάμια εάν είναι κατασκευασμένη σε καλαμιώνες, ενώ πάνω στα δένδρα κατασκευάζεται από μικρά κλαδάκια και επιστρώνεται με λεπτό υλικό. Οι φωλιές επαναχρησιμοποιούνται κάθε χρόνο και, επειδή προστίθεται νέο υλικό, μπορεί να αποκτήσουν πολύ μεγάλες διαστάσεις, ειδικά εκείνες πάνω στα δένδρα. Τα υλικά κατασκευής μεταφέρεται και από τα δύο φύλα που φτιάχνουν μαζί τη φωλιά.[37]

Η γέννα πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε περίοδο φωλιάσμτος και αποτελείται από (3-) 4 έως 6 (-7), έντονα ελλειπτικά αβγά, διαστάσεων 46,9 Χ 30,5 χιλιοστών. Η επώαση αρχίζει από το 1ο αβγό, πραγματοποιείται και από τους δύο εταίρους και διαρκεί 27-30 ημέρες. [38]

Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι, γεννιούνται γυμνοί, αλλά γρήγορα αποκτούν υποτυπώδες καφετί χνούδι. Σιτίζονται από τους γονείς με μικρά ψάρια και άλλα υδρόβια ζώα. Στις 2 εβδομάδες εμφανίζονται τα φτερά των πτερύγων, ενώ η τελική πτέρωση (fledging) είναι στις 6 εβδομάδες.[39] Οι νεαρές λαγγόνες ανεξαρτητοποιούνται στις 70 ημέρες, περίπου.

Η αναπαραγωγική επιτυχία φθάνει το 77,1%, με το ποσοστό βιωσιμότητας των νεοσσών στην ηλικία των 3 εβδομάδων, να φθάνει το 69,1%.[40]

Microcarbo pygmeus

Απειλές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος απειλείται από την υποβάθμιση των υγροτόπων μέσω αποστράγγισης για τη γεωργία[41] και τις αλλαγές στο υδρολογικό καθεστώς.[42][43][44] Υποφέρει επίσης από διώξεις, λόγω της ανάπτυξης του κλάδου της υδατοκαλλιέργειας,[45][46][47][48] ενώ, συχνά, διώκεται από τους ψαράδες διότι δρα «ανταγωνιστικά» με αυτούς στις περιοχές αλίευσης. Τέλος, υπάρχει κίνδυνος από την κατάποση τοξικών μετάλλων (λ.χ.Hg, Pb, χλωριωμένοι υδατάνθρακες) μέσω της τροφής. Επίσης, υφίσταται σημαντική πίεση από το κυνήγι για «αναψυχή» και για εμπορική χρήση (πωλείται σε αγορές τροφίμων), στο Ιράν.[49]

Κατάσταση πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος αναβαθμίστηκε στη Λίστα της IUCN, από Σχεδόν Απειλούμενο (ΕΝ) σε Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) διότι, παρά τη μείωση αρκετών πληθυσμών σε κάποιες χώρες μεταξύ 1990-2000, οι μεγάλοι πληθυσμοί-κλειδιά στο Αζερμπαϊτζάν και τη Ρουμανία παρέμειναν σταθεροί ή αυξήθηκαν, οπότε ο συνολικός παγκόσμιος πληθυσμός εμφάνισε μικρή αύξηση.

Οι μεγαλύτεροι πληθυσμοί αναπαραγωγής της Ευρώπης (75%-94% του παγκόσμιου πληθυσμού) απαντούν στη Ρουμανία (Jijia Largă, Maţa, Rădeanu, Vădeni, Cârja, Vlădeşti, Calinovăţ, Brăila, Dunăreni, Parches-Somova), ενώ ακολουθούν η Σερβία μαζί με το Μαυροβούνιο και η Ελλάδα. Στην Ασία οι μεγαλύτεροι πληθυσμοί αναπαραγωγής βρίσκονται στο Αζερμπαϊτζάν και την Τουρκία.[50]

  • Η Ελλάδα έχει την τιμή να φιλοξενεί τους μεγαλύτερους διαχειμάζοντες πληθυσμούς παγκοσμίως, σχεδόν δεκαπλάσιους από τη Βουλγαρία που ακολουθεί.[51]

Στη ΝA. Ευρώπη, τα μέτρα διαχείρισης έχουν αποφέρει σημαντικά αποτελέσματα, αν και εξακολουθεί να υπάρχει ανησυχία σχετικά με την καταστροφή των ενδιαιτημάτων και τις διώξεις στις περιοχές διαχείμασης.[52][53]

Το είδος ήταν πιο διαδεδομένο κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, συμπεριλαμβανομένων ακόμη και των βρετανικών νήσων. Η αναπαραγωγή του στην περιοχή της λίμνης Αράλης, διακόπηκε στη δεκαετία του 1970, ενώ υπήρξε είδος αναπαραγωγής στην Αλγερία κατά τον 19ο αιώνα. Το 1940 φώλιασε για τελευταία φορά στο Ισραήλ, αλλά μπορεί να αναπαράγεται σήμερα και πάλι, αν και φωλιές δεν έχουν βρεθεί ακόμη. Επαναναπαράγεται στην Ιταλία μετά το 1980, όταν ανακαλύφθηκαν τρία (3) ζεύγη αναπαραγωγής, στη ζώνη του Δέλτα του ποταμού Πάδου.[54]

Καθεστώς προστασίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συμπεριλαμβάνεται στο Παράρτημα Ι της Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ για την προστασία των πουλιών και των βιοτόπων τους, ενώ Ευρωπαϊκό Σχέδιο Δράσης για το είδος εκπονήθηκε το 1996.[55]

Κατάσταση στην Ελλάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λαγγόνες στη λίμνη Κερκίνη

Η λαγγόνα καταγράφηκε να αναπαράγεται στην Ελλάδα, ήδη από το 1967, στην Κερκίνη, την Ισμαρίδα και το Δέλτα του Έβρου, με 120 ζευγάρια. Αργότερα, στη δεκαετία του 1970, η Μικρή Πρέσπα, απετέλεσε τον σημαντικότερο υγροβιότοπο αναπαραγωγής του πτηνού. Επίσης αναπαράγεται στη λίμνη της Καστοριάς, τη λίμνη Πετρών και το Πόρτο Λάγος.[56]

Η λαγγόνα είναι πολύ πιο διαδεδομένη ως διαχειμάζον είδος στην Ελλάδα (βλ. Κατάσταση πληθυσμού) αν και, πάλι, απαντά κυρίως σε Μακεδονία και Θράκη, ενώ δεν φαίνεται να «κατεβαίνει» νότια από το ύψος του Μεσολογγίου και της ΒΔ. Πελοποννήσου. Η Κερκίνη, εκτός από αναπαραγωγική, αποτελεί και σημαντική θέση διαχείμασης μαζί με το Πόρτο Λάγος και το Δέλτα του Νέστου, με τους περισσότερους πληθυσμούς να καταφθάνουν μετά τον Νοέμβριο, ενώ φεύγουν τον Μάρτιο και τον Απρίλιο, κυρίως. Το φθινόπωρο, ορισμένα άτομα παρατηρούνται στο Δέλτα Αξιού, στο Δέλτα Καλαμά και στη ΒΔ. Πελοπόννησο, ενώ στα νησιά (Κυκλάδες, Σποράδες, Κρήτη) είναι εξαιρετικά σπάνιο να παρατηρηθεί, αν και μικρός πληθυσμός διαχειμάζει στη Λέσβο.[57][58]

  • Για τους προαναφερθέντες λόγους, ειδικά στον ελλαδικό χώρο, η λαγγόνα περιλαμβάνεται στα Κινδυνεύοντα είδη (Endangered, E2).[59]

Το 1997 άρχισε η εφαρμογή τριετούς προγράμματος LIFE για την Προστασία του είδους στην Ελλάδα που υλοποιείται από το WWF, την ΕΟΕ και την Εταιρία Προστασίας Πρεσπών σε 10 υγροτόπους στη Μακεδονία και τη Θράκη.[60]

Άλλες ονομασίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λαγγόνα απαντά στον ελλαδικό χώρο και με τις ονομασίες Νανοκορμοράνος[61] Κολοκότσα (Αμβρακικός)[62] και Καραμπότα (Μεσολόγγι), ενώ είναι πιθανόν η Ώφυια των αρχαίων και ο Καταρράκτης του Αριστοτέλη.[63]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

i. ^ Πολλές αυθεντίες (authorities) της συστηματικής ταξινομικής θέλουν την τάξη Πελεκανόμορφα να ονομάζεται Σουλόμορφα, ή τουλάχιστον να γίνουν αποδεκτές οι δύο ονομασίες ως ισότιμα συνώνυμα.

ii. ^ Το συνθετικό κάρβων-ονος «κάρβουνο, άνθρακας» είναι υπαρκτός και δόκιμος όρος, που εμφανίστηκε στον Μεσαίωνα[64] και απαντά στην ελληνική βιβλιογραφία,[65] ωστόσο δεν έχει γίνει ευρέως αποδεκτός στη νεοελληνική γραμματεία.

iii. ^ Η ορθή λατινική γραφή του είδους είναι pygmaeus και όχι pygmeus που έχει επικρατήσει σε πολλές ορνιθολογικές αναφορές, πιθανότατα εκ παραδρομής, λόγω αρχικού λάθους. Άλλωστε αυτή είναι η ορθή γραφή στα λατινικά λεξικά. [66][67] Στη συγκεκριμένη διόρθωση, αναφέρεται και η κατά Howard & Moore ταξινομική, επικαλούμενη τον J. S. Peters (1931) [68][69][70][71]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Howard and Moore, p. 91
  2. http://www.iucnredlist.org/details/full/22696734/0
  3. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Απριλίου 2013. Ανακτήθηκε στις 12 Νοεμβρίου 2014. 
  4. ΠΛΜ, 32:400
  5. Valpy, p. 383
  6. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Νοεμβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 12 Νοεμβρίου 2014. 
  7. http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=561972
  8. http://www.iucnredlist.org/details/22696734/0
  9. http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=561972
  10. http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22696734
  11. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Νοεμβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 12 Νοεμβρίου 2014. 
  12. planetofbirds.com
  13. planetofbirds.com
  14. http://www.iucnredlist.org/details/22696734/0
  15. Όντρια, σ. 43
  16. Κόκκινο Βιβλίο, σ. 150
  17. Σφήκας, σ. 37
  18. Σφήκας, σ. 48
  19. del Hoyo et al
  20. Johnsgard
  21. Crivelli et al
  22. BirdLife International 2004
  23. planetofbirds.com
  24. Κόκκινο Βιβλίο, σ. 190
  25. Mullarney et al, p. 78
  26. planetofbirds.com
  27. Heinzel et al, p. 40
  28. Perrins, p. 68
  29. Bruun, p. 32
  30. Όντρια (Ι), σ. 43
  31. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα
  32. planetofbirds.com
  33. Mullarney et al, p. 78
  34. Bruun, p. 32
  35. Harrison, p. 59
  36. Crivelli et al
  37. Harrison, p. 59
  38. Harrison, p. 59
  39. Harrison, p. 59
  40. planetofbirds.com
  41. del Hoyo et al
  42. Eken & Magnin
  43. Kazantzidis & Nazirides
  44. Crivelli et al
  45. del Hoyo et al. 1992
  46. Eken & Magnin
  47. Kazantzidis & Nazirides
  48. Crivelli et al
  49. Balmaki & Barati
  50. birdlife.org
  51. birdlife.org
  52. Crivelli et al
  53. Petkov, Nikolov & Velkov in litt. 2005
  54. http://it.wikipedia.org/wiki/Microcarbo_pygmeushttp://it.wikipedia.org/wiki/Microcarbo_pygmeus[νεκρός σύνδεσμος]
  55. http://www.iucnredlist.org/details/full/22696734/0
  56. Handrinos & Akriotis
  57. Handrinos & Akriotis
  58. ΣΠΕΕ
  59. Κόκκινο Βιβλίο, σ. 190
  60. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Οκτωβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 12 Νοεμβρίου 2014. 
  61. Όντρια (Ι), σ. 43
  62. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Νοεμβρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 12 Νοεμβρίου 2014. 
  63. Απαλοδήμος, σ. 62
  64. ΠΛ, 8:208
  65. ΠΛΜ, 32:400
  66. http://books.google.gr/books?id=m2QSAAAAIAAJ&pg=PA268&redir_esc=y#v=onepage&q&f=false
  67. http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus:text:1999.04.0057:entry=koloio/s&highlight=pygmaeus
  68. Howard and Moore, p. 91, footnote 91
  69. Peters
  70. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Νοεμβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 12 Νοεμβρίου 2014. 
  71. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 12 Νοεμβρίου 2014. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Bergmann, H. H. & Schottler, B. (2001): Tenerife robin Erithacus (rubecula) superbus - a species of its own? Dutch Birding 23: 140–146.
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
  • Mary Taylor Gray, The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
  • Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Balmaki, B.; Barati, A. 2006. Harvesting status of migratory waterfowl in northern Iran: a case study from Gilan Province. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 868-869. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
  • Crivelli, A. J.; Nazirides, T.; Catsadorakis, G.; Hulea, D.; Malakou, M.; Marinov, M.; Shogolev, I. 2000. Status and population development of Pygmy Cormorant Phalacrocorax pygmaeus breeding in the Palearctic. In: Yesou, P.; Sultana, J. (ed.), Monitoring and conservation of birds, mammals and sea turtles in the Mediterranean and Black Seas: Proceedings of the 5th Medmaravis Symposium, Gozo, Malta, 29 September - 3 October 1998, pp. 49-60. Environment Protection Department, Valetta.
  • del Hoyo, J.; Elliot, A.; Sargatal, J. 1992. Handbook of the Birds of the World, vol. 1: Ostrich to Ducks. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
  • del Hoyo, J.; Collar, N. J.; Christie, D. A.; Elliott, A.; Fishpool, L. D. C. 2014. HBW and BirdLife International Illustrated Checklist of the Birds of the World. Lynx Edicions BirdLife International.
  • Delany, S.; Scott, D. 2006. Waterbird population estimates. Wetlands International, Wageningen, The Netherlands.
  • Eken, G.; Magnin, G. 1999. A preliminary biodiversity atlas of the Konya Basin, Central Turkey. Dogal Hayat Koruma Dernegi, Istanbul.
  • Johnsgard, P. A. 1993. Cormorants, darters, and pelicans of the world. Smithsonian Institution Press, Washington.
  • Kazantzidis, S.; Nazirides, T. 1999. National Action Plan for the Pygmy Cormorant (Phalacrocorax pygmaeus), Pallas 1993. WWF/HOS/Society for the Protection of Prespes, Athens.
  • Nelson, J. B. 2005. Pelicans, cormorants and their relatives. Pelecanidae, Sulidae, Phalacrocoracidae, Anhingidae, Fregatidae, Phaethontidae. Oxford University Press, Oxford, U.K.
  • Peters, J. L., 1931. Check-list of Birds of the World: 1. i-xviii, 1-345. 1st edition-Harvard University Press, Cambridge, Mass.
  • Wetland International - China Office. 2006. Relict Gull surveys in Hongjianao, Shaanxi Province. Newsletter of China Ornithological Society 15(2): 29