Λέξη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Στη γλωσσολογία, η λέξη είναι το μικρότερο στοιχείο με σημασιολογικό ή πραγματολογικό περιεχόμενο (με κυριολεκτική ή πρακτική σημασία) που μπορεί να εκφωνηθεί και να σταθεί μόνο του στο λόγο. Αντιδιαστέλλεται με το μόρφημα, το οποίο είναι η μικρότερη μονάδα με νόημα αλλά δεν μπορεί απαραίτητα να σταθεί μόνο του στο λόγο. Μία λεξη μπορεί να αποτελείται από ένα μοναδικό μόρφημα (για παράδειγμα: αχ!, φως, ναι, όχι, πας), ή από περισσότερα (για παράδειγμα: πέτρες, γρήγορα, τρέχοντας, απρόσμενα). Μία περίπλοκη λέξη τυπικά περιλαμβάνει μία ρίζα και ένα ή περισσότερα προσφύματα (πέτρ-ες, γρήγορ-α, τρέχ-οντας, α-πρόσμεν-α) ή από περισσότερες από μία ρίζες στην περίπτωση των σύνθετων λέξεων (μαυρο-πίνακας, ανεβο-κατεβαίνω). Οι λέξεις μπορούν να συνθέσουν μεγαλύτερες μονάδες όπως φράσεις (π.χ. μία μαύρη πέτρα) ή προτάσεις (π.χ. πέταξα μία μαύρη πέτρα αλλά αστόχησα).

Ο όρος λέξη μπορεί να αναφέρεται είτε σε ομιλούμενη είτε σε γραπτή λέξη, ή μερικές φορές σε κάποιο αφηρημένο νόημα. Οι ομιλούμενες λέξεις κατασκευάζονται από μονάδες που ονομάζονται φωνήματα, ενώ οι γραπτές λέξεις από σύμβολα που ονομάζονται γραφήματα, όπως είναι τα γράμματα του Ελληνικού αλφάβητου.

Ορισμοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ευκολία ή δυσκολία της αποκωδικοποίησης μίας λέξης εξαρτάται από την γλώσσα. Τα λέξικά κατηγοριοποιούν το λεξικό μίας γλώσσας (π.χ. το λεξιλόγιο του) σε λήμματα. Αυτά μπορούν να ληφθούν υπόψη ως προς το τι συνιστά μία λέξη σε σχέση με τις απόψεις των συγγραφέων της εκάστοτε γλώσσας.

Σημασιολογικός ορισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Λέοναρντ Μπλούμφιλντ εισήγαγε την έννοια των "Ελάχιστων Ελεύθερων Μορφών" το 1926. Οι λέξεις νοούνται ως οι μικρότερες μονάδες του λόγου με νόημα που μπορούν να σταθούν από μόνες τους. Αυτός ο ορισμός συνδέει τα φωνήματα (μονάδες ήχου) με τα λεξήματα (μονάδες νοήματος)[1]. Παρόλα αυτά, μερικές γραπτές λέξεις δεν είναι ελάχιστες ελεύθερες μορφές καθώς δεν έχουν νόημα από μονες τους (π.χ. τα άρθρα ή οι σύνδεσμοι)[2].

Κάποιοι επιστήμονες έχουν προτείνει τη θεωρία των λεγόμενων σημασιολογικών θεμελιακών στοιχείων ή σημασιολογικών αρχών, δηλαδή αόριστες λέξεις που αντιπροσωπεύουν θεμελιώδεις έννοιες που έχουν ενστικτωδώς σημασία. Σύμφωνα με αυτήν την θεωρία, οι σημασιολογικές αρχές εξυπηρετουν ως η βάση για να περιγραφεί το νόημα άλλων λέξεων, χωρίς κυκλικότητα, και των αντίστοιχων εννοιολογικών σημασιών τους[3].

Χαρακτηριστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην σχολή του μινιμαλισμού της θεωρητικής Σύνταξης, οι λέξεις (επίσης αποκαλούνται και λεξικές μονάδες στην βιβλιογραφία) θεωρούνται "δέσμες" γλωσσικών χαρακτηριστικών που ενοποιούνται σε ένα κατασκεύασμα με μορφή και νόημα[4]. Για παράδειγμα, η λέξη "σκύλος" έχει σημασιολογικά χαρακτηριστικά (καταδεικνύει ένα αντικείμενο ή ζώο στον πραγματικό κόσμο, δηλαδή έναν σκύλο) κατηγοριακά χαρακτηριστικά (είναι ουσιαστικό), χαρακτηριστικά αριθμού (είναι στον ενικό αριθμό, και πρέπει να συμφωνεί επίσης με τα ρήματα, τις αντωνυμίες, τα δεικτικά, τα άρθρα κ.α. στο πεδίο του), φωνολογικά χαρακτηριστικά (προφέρεται με έναν συγκεκριμένο τρόπο) κτλ.

Όρια των λέξεων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το έργο του ορισμού του τι αποτελεί μία "λέξη" περιλαμβάνει το να αποφασιστεί που τελειώνει μία λέξη και που ξεκινάει μία άλλη- με άλλα λόγια, το να αναγνωριστούν τα όρια των λέξεων. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι να αποφασιστεί που μπορουν να τοποθετηθούν τα όρια των λέξεων στην ομιλούμενη γλώσσα:

  • Δυνάμει παύση: Ζητείται από έναν ομιλητή να επαναλαμβάνει μία δεδομένη πρόταση με αργό ρυθμό κάνοντας παύσεις. Ο ομιλητής θα τείνει να εισάγει παύσεις στα όρια των λέξεων. Παρόλα αυτά, αυτή η μέθοδος δεν είναι αλάνθαστη καθώς ο ομιλητής θα μπορούσε εύκολα να διασπάσει πολυσύλλαβες λέξεις ή να μην διαχωρίσει δύο ή περισσότερες λέξεις που είναι στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους.
  • Αδιαιρετότητα: Ζητείται από έναν ομιλητή να λέει μία πρόταση δυνατά, και έπειτα του ζητείται να επαναλάβει την ίδια πρόταση με επιπλέον λέξεις να έχουν προστεθεί σε αυτήν. Επομένως, η πρόταση "Έχω ζήσει σε αυτήν την πόλη δέκα χρόνια" μπορεί να γίνει "Η οικογένειά μου και εγώ έχουμε ζήσει σε αυτήν την μεγάλη πόλη για περίπου δέκα χρόνια". Αυτές οι επιπλέον λέξεις θα τείνουν να εισάγονται στα όρια μεταξύ λέξεων της αρχικής πρότασης. Παρόλα αυτά, ούτε αυτή η μέθοδος είναι απόλυτα αξιόπιστη καθώς κάποιες λέξεις χρησιμοποιούν ενθήματα, τα οποία εντίθενται μέσα στις ρίζες των λέξεων. Παρόμοια, κάποιες γλώσσες χρησιμοποιούν διασπώμενα προσφύματα, όπως είναι τα Γερμανικά π.χ. "Ich komme gut zu Hause an", όπου το ρήμα ankommen διαχωρίζεται.
  • Φωνητικά όρια: Κάποιες γλώσσες έχουν συγκεκριμένους κανόνες προφοράς για να διευκολύνουν τη διαδικασία τοποθέτησης των ορίων των λέξεων. Για παράδειγμα, σε μία γλώσσα, όπως στα Γαλλικά, που κανονικά τονίζεται η τελευταία συλλαβή των λέξεων, είναι πολύ πιθανόν το όριο μίας λέξης να είναι μετά από κάθε τονιζόμενη συλλαβή. Άλλο ένα παράδειγμα μπορεί να βρεθεί σε γλώσσες που έχουν φωνηεντική αρμονία, όπως τα Τούρκικα[5]: τα φωνήεντα σε μία δεδομένη λέξη μοιράζονται την ίδια φωνηεντική ποιότητα, επομένως το όριο μίας λέξης είναι πολύ πιθανόν να εμφανιστεί όταν η φωνηεντική ποιότητα αλλάζει. Παρόλα αυτά, δεν έχουν όλες οι γλώσσες τόσο βολικούς φωνητικούς κανόνες, και ακόμη και αυτές που έχουν παρουσιάζουν τις περιστασιακές εξαιρέσεις.
  • Ορθρογραφικά όρια: βλ. παρακάτω

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Adger, David (2003). Core Syntax: A Minimalist Approach. Oxford: Oxford University Press. ISBN 0-19-924370-0
  2. Barton, David (1994). Literacy: An Introduction to the Ecology of Written Language. Blackwell Publishing. p. 96
  3. Bauer, Laurie (1983). English Word-formation. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN 0-521-28492-9.
  4. Brown, Keith R. (Ed.) (2005) Encyclopedia of Language and Linguistics (2nd ed.). Elsevier. 14 vols.
  5. Crystal, David (1995). The Cambridge Encyclopedia of the English Language (1 ed.). Cambridge: Cambridge University Press. ISBN 0-521-40179-8.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]