Πατριάρχης Κύριλλος Ε΄

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Κύριλλος Ε΄)
Πατριάρχης Κύριλλος Ε΄
Ο Πατριάρχης Κύριλλος Ε΄, τσιγκογραφία του 1907
Γενικές πληροφορίες
Όνομα γεννήσεωςΚωνσταντίνος Καράκαλλος
Γέννηση17ος αιώνας
Δημητσάνα Αρκαδίας
Θάνατος27  Ιουλίου 1775
Χερσόνησος του Άθω
Χώρα πολιτογράφησηςΟθωμανική Αυτοκρατορία
ΘρησκείαΑνατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΕλληνικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταορθόδοξος ιερέας
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΟικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (από 1748)
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Κύριλλος Ε΄ (κατά κόσμον Κωνσταντίνος[1] Καράκαλλος) ήταν Οικουμενικός Πατριάρχης κατά τα έτη 1748-1751 και 1752-1757.

Η ζωή του[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε στη Δημητσάνα στα τέλη του 17ου αιώνα, αν και κάποιοι υποστηρίζουν ότι γεννήθηκε στο Ναύπλιο και κατόπιν μαθήτευσε στη σχολή της µονής Φιλοσόφου[2] στην ∆ηµητσάνα. Το 1715, κατά την επανακατάληψη της Πελοποννήσου από τους Οθωμανούς, ο Κύριλλος συνελήφθη και μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Μετά την εξαγορά και απελευθέρωσή του πήγε για σύντομο χρονικό διάστημα στο Άγιο Όρος και στη συνέχεια στην Πάτμο[3], για να σπουδάσει στην Πατμιάδα Σχολή. Παραδίδεται όμως ότι δεν αποφοίτησε από αυτή, καθώς απεβλήθη λόγω κακής συμπεριφοράς[4]. Στην Πάτμο χειροτονήθηκε μοναχός, έχοντας πνευματικό του πατέρα τον όσιο Αυξέντιο[εκκρεμεί παραπομπή].

Το 1737 εξελέγη Μητροπολίτης Μελενίκου, αλλά αναφέρεται ότι «άρπαξε» τη Μητρόπολη με τη βοήθεια εξωτερικών παραγόντων και ότι η ποιμαντορία του ήταν τόσο κακή, που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πόλη για να μην τον σκοτώσει το ποίμνιό του[5]. Το 1745 εξελέγη Μητροπολίτης Νικομηδείας και στις 30 Σεπτεμβρίου του 1748 Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως[6]. Περιγράφεται από άλλους ως λόγιος και ασκητικός[α], με καλή μόρφωση, ο οποίος ανέβηκε στην ιεραρχία με την αξία του[9], ενώ άλλοι τον περιγράφουν ως ύπουλο και αρχομανή[10].

Οι Πατριαρχίες του[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε επιστολή του (25 Οκτωβρίου 1748) προς τον πατριάρχη Αντιοχείας Σίλβεστρο[11], µε την οποία τον πληροφορεί για την εκλογή του, αναφέρει ότι παρέλαβε υπέρογκα χρέη[β]. Για την αποπληρωμή αυτών, επιβάρυνε φορολογικά τις Μητροπόλεις και τις πλουσιότερες Επισκοπές, ενώ ελάφρυνε τις φτωχότερες ενορίες. Το 1748 έκανε έκκληση και προς τους Χριστιανούς να συνεισφέρουν στη Μονή της Πάτμου, που χρειαζόταν επισκευή[13]. Τα μέτρα αυτά του δημιούργησαν εχθρούς μεταξύ των Μητροπολιτών, οι οποίοι έπλασαν συκοφαντίες εναντίον του[9]. Ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την εκπαίδευση. Επί των ημερών της ποιμαντορίας του μάλιστα, ιδρύθηκε η Αθωνιάδα Ακαδημία[14][15] στο Άγιο Όρος. Το πατριαρχικό σιγίλιο που εκδόθηκε από τον Κύριλλο, το οποίο ρυθμίζει τον τρόπο λειτουργίας της σχολής και τον τρόπο οικονομικής συντήρησής της, έχει ημερομηνία έκδοσης τον Μάιο του 1750[16]. Επί των ημερών του ιδρύθηκαν δύο νοσοκομεία με δαπάνες του Δημήτριου Ιωσήφ του Αργυροκαστρίτη, στην Αδριανούπολη, το 1752 και στην Κωνσταντινούπολη (1753) με δαπάνες της συντεχνίας των μπακάληδων[17].

Εργάστηκε ιδιαίτερα για τον περιορισμό της προπαγάνδας της Καθολικής Εκκλησίας. Εκτός αυτού, θεώρησε το διά ραντίσματος βάπτισμα, που καθιέρωσε η Καθολική Εκκλησία με την εν Τριδέντω Σύνοδο, ως «μεμολυσμένον» και πήρε το μέτρο του αναβαπτισμού των Καθολικών που επανέρχονταν στην Ορθοδοξία[8][18] ξεκινώντας έτσι την «Έριδα του Αναβαπτισμού» που σημάδεψε την Ορθόδοξη Εκκλησία τον 18ο αιώνα. Επίσης και στις δύο πατριαρχίες του, περιόρισε τους ενδημούντες αρχιερείς της Κωνσταντινούπολης στέλνοντάς τους στις επαρχίες τους με αποφάσεις που έλαβε δύο φορές, τον Ιανουάριο του 1751 και το 1755[19], αποφάσεις που φαίνεται ότι ήταν η αρχή της αντιπαλότητάς του με την Σύνοδο[20].

Εξαιτίας των μέτρων αυτών[21], ο Κύριλλος επαύθη το 1751 με ενέργειες του Γάλλου πρέσβη και της Ρωμαιοκαθολικής κοινότητας του Πέραν και εξορίστηκε στη μονή της Θεοτόκου στη Χάλκη. Όταν το 1752 παραιτήθηκε ο Παΐσιος Β΄, ο Κύριλλος επανήλθε στο Θρόνο. Στις 16 Ιανουαρίου 1757 καθαιρέθηκε ξανά και εξορίστηκε στην Κύπρο[21]. Αργότερα, όταν ο Πατριάρχης Σεραφείμ Β΄ ανακάλεσε την εξορία που του είχε επιβληθεί[22], πήγε στο Άγιο Όρος και έμεινε στη Σκήτη της Αγίας Άννας έως το θάνατό του, στις 27 Ιουλίου του 1775, αν και αναφέρεται ότι στο μεσοδιάστημα μετέβη κρυφά στην Κωνσταντινούπολη και επεδίωξε ανεπιτυχώς να επανεκλεγεί το 1763[23]. Το 1774 συμμετείχε σε Σύνοδο που συνεκλήθη στο Άγιο Όρος για την αντιμετώπιση της έριδας των Κολλυβάδων[24].

Πέθανε το 1775. Η διαθήκη του, η οποία συνετάγη το 1763, βρίσκεται στην Μονή Μεγίστης Λαύρας[25].

Υποσημειώσεις και παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υποσημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Κατά τον Σέργιο Μακραίο, ο Κύριλλος «ην ... την γνώμην ευθύς, τον τρόπον απλούς, ει και τισι ποικίλος εδόκει, προς τας πολλάς μηχανάς των αντιπάλων πολλαχώς αντιτασσόμενος, φιλάρετος, φιλάγαθος, επιεικής, φιλομαθής, τη αναγνώσει των θείων βιβλίων προσκείμενος, βίον ηρημένος τον τελεώτερον, διο και αγρυπνίας μείζονας και νηστείας συνεχεστέρας εποίει, και ακολουθίας εκκλησιαστικάς εφίλει, και προς πάντα γενναίος εδόκει, οξύς τε περί τα πρακτέα, και σφοδρός προς τα δόξαντα, άτρεπτος και αδεής προς τα αντιπίπτοντα. Εντεύθεν και ζηλωτής των ορθοδόξων δογμάτων διάπυρος εγνωρίζετο και παρά παντός του λαού διεθρυλλείτο και διαφερόντως ηγαπάτο, τη αγλαΐα των ιδίων αρετών συμπάντων τας ψυχάς καταθέλγων και εφελκόμενος, ει και τον αληθή ζήλον του ανδρός ποικίλως συγκαλύψαι ετεχνώντο οι διαβάλλοντες, πανούργον αυτόν αποκαλούντες, ώσπερ οι αιρετικοί αιρετικόν εδυσφήμουν τον ορθοδοξότατον...»[7][8]
  2. «… καταβεβαρημένην τήν ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ μεγάλην Ἐκκλησίαν.»[12]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Κωνσταντίνου 1931, σελ. 25.
  2. Κωνσταντίνου 1931, σελ. 29.
  3. Γριτσόπουλος 1959, σελ. 367.
  4. Κωνσταντίνου 1931, σελ. 31.
  5. Κωνσταντίνου 1931, σελ. 35.
  6. «Πατριαρχικαί πινακίδες». Εκκλησιαστική Αλήθεια Β (ΙΕ): 230-231. 1882. https://books.google.de/books?id=7EkWAAAAYAAJ&hl=el&pg=PA230#v=onepage&q&f=false. Ανακτήθηκε στις 14 Οκτωβρίου 2022. 
  7. Βλ. Εκκλησ. Ιστορία, στου Κ. Σάθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, εν Βενετία 1872, σελ.206-207
  8. 8,0 8,1 π. Γεώργιος Μεταλληνός, Ὁμολογῶ ἓν βάπτισμα, Εκδόσεις «Τήνος», Αθήνα 1996 Αρχειοθετήθηκε 2008-02-17 στο Wayback Machine.
  9. 9,0 9,1 Runciman 2010, σελ. 412.
  10. Μανουήλ Γεδεών, σελ. 642.
  11. Κωνσταντίνου 1931, σελ. 48.
  12. Γεννάδιος µητρ., Φωτίειος βιβλιοθήκη, τοµ. 2, 60
  13. Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη, Ελένη (2007). «Το φαινόμενο της ζητείας κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο». Ιόνιος Λόγος (Κέρκυρα) Α: 262. https://www.academia.edu/2762558/_%CE%A4%CE%BF_%CF%86%CE%B1%CE%B9%CE%BD%CF%8C%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%BF_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%B6%CE%B7%CF%84%CE%B5%CE%AF%CE%B1%CF%82_%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%AC_%CF%84%CE%B7_%CE%9C%CE%B5%CF%84%CE%B1%CE%B2%CF%85%CE%B6%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BD%CE%AE_%CE%A0%CE%B5%CF%81%CE%AF%CE%BF%CE%B4%CE%BF_%CE%99%CF%8C%CE%BD%CE%B9%CE%BF%CF%82_%CE%9B%CF%8C%CE%B3%CE%BF%CF%82_%CF%84_1_2007_%CF%83_247_293. Ανακτήθηκε στις 22 Σεπτεμβρίου 2022. 
  14. «Ιερά Μητρόπολις Πατρών». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Δεκεμβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουνίου 2008. 
  15. Runciman 2010, σελ. 255.
  16. Φορόπουλος Ι., Έγγραφα, 395
  17. Γριτσόπουλος 1959, σελ. 375.
  18. Γριτσόπουλος 1959, σελ. 379 κ.εξ..
  19. Γριτσόπουλος 1959, σελ. 374.
  20. Κωνσταντίνου 1931, σελ. 54.
  21. 21,0 21,1 Γριτσόπουλος 1959, σελ. 370.
  22. Κωνσταντίνου 1931, σελ. 124.
  23. Κωνσταντίνου 1931, σελ. 125.
  24. Μπακούρος 1998, σελ. 484.
  25. Κωνσταντίνου 1931, σελ. 24.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


τίτλοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας
Προκάτοχος
Άνθιμος
Μητροπολίτης Μελενίκου
1737-1745
Διάδοχος
Άγνωστο
Προκάτοχος
Γαβριήλ
Μητροπολίτης Νικομηδείας
1745-1748
Διάδοχος
Γαβριήλ
Προκάτοχος
Παΐσιος Β΄
Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
1748-1751 (1η θητεία)
Διάδοχος
Παΐσιος Β΄
Προκάτοχος
Παΐσιος Β΄
Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
1752-1757 (2η θητεία)
Διάδοχος
Καλλίνικος Δ΄