Κωνσταντίνος Μανιαδάκης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κωνσταντίνος Μανιαδάκης
Υπουργός Εσωτερικών [1]
Περίοδος
20 Απριλίου 1941 – 2 Ιουνίου 1941
ΠρωθυπουργόςΚυβέρνηση Εμμανουήλ Τσουδερού 1941
Υφυπουργός Δημόσιας Ασφαλείας [2]
Περίοδος
14 Αυγούστου 1936 – 2 Ιουνίου 1941
ΠρωθυπουργόςΚυβέρνηση Ιωάννη Μεταξά 1936 & Κυβέρνηση Αλέξανδρου Κορυζή 1941 & Κυβέρνηση Εμμανουήλ Τσουδερού 1941 διαδοχικά
Προσωπικά στοιχεία
Γέννηση25 Ιουλίου 1893, Σοφικό Κορινθίας
Θάνατος28 Φεβρουαρίου 1972
Αθήνα
ΕθνότηταΕλληνική
Πολιτικό κόμμαΕλληνική Αναγέννησις
Π.Α.Π.
Ε.Ρ.Ε.
Σύζυγοςάγαμος
Παιδιάάτεκνος
ΣπουδέςΣτρατιωτική Σχολή Ευελπίδων
ΕπάγγελμαΑξιωματικός Στρατού Ξηράς
Επιχειρηματίας
Πολιτικός
ΘρήσκευμαΧριστιανός Ορθόδοξος

Ο Κωνσταντίνος Σ. Μανιαδάκης (25 Ιουλίου 1893 - 28 Φεβρουαρίου 1972) ήταν Έλληνας στρατιωτικός (αντισυνταγματάρχης του Μηχανικού), με κορυφαίο ρόλο στο δικτατορικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου του Ιωάννη Μεταξά. Δημιούργησε το Υφυπουργείο Δημοσίας Ασφαλείας, που εξελίχθηκε στα μεταπολεμικά χρόνια στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, ενώ οι βάναυσες μέθοδοί του άφησαν εποχή.[3]

Τα πρώτα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Κ. Μανιαδάκης γεννήθηκε στο Σοφικό Κορινθίας στις 25 Ιουλίου 1893, όπου και πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Γονείς του ήταν ο Σπυρίδων και η Μαρία Μανιαδάκη και είχε δύο αδέλφια: τον Μιχάλη, αξιωματικό της Αεροπορίας, που πέθανε το Νοέμβριο του 1964, και την Παναγιώτα. Ο Μανιαδάκης αποφοίτησε την 1η Οκτωβρίου του 1916 από τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων ως ανθυπολοχαγός του Μηχανικού. Μαζί του αποφοίτησαν ως μέλη της τάξης του 1916 οι Θρασύβουλος Τσακαλώτος, Ναπολέων Ζέρβας, Παυσανίας Κατσώτας και Χριστόδουλος Τσιγάντες.[4] Συμμετείχε σ' όλες τις μετέπειτα στρατιωτικές επιχειρήσεις και στη Μικρασιατική εκστρατεία. Στη συνέχεια, αντιδρώντας στους επαναστάτες του 1922 συμμετείχε στο αποτυχημένο κίνημα Λεοναρδόπουλου - Γαργαλίδη με αποτέλεσμα την αποστρατεία του με το βαθμό του ταγματάρχη, επανήλθε όμως στο στράτευμα κατόπιν αμνηστίας. Τελικά παραιτήθηκε το 1929 με τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη και ασχολήθηκε με τις επιχειρήσεις.

Η δράση του στην δικτατορία Μεταξά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υφυπουργός Δημοσίας Ασφαλείας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Κ. Μανιαδάκης στη διάρκεια της στρατιωτικής του καριέρας είχε επιδείξει ένα ιδιαίτερο ταλέντο στη διείσδυση και τη συλλογή πληροφοριών, κάτι ευρύτατα γνωστό στους στρατιωτικούς κύκλους. Όταν ο Ιωάννης Μεταξάς στις 4 Αυγούστου του 1936 με επίφαση τη νομοθετική εξουσιοδότηση κήρυξε δικτατορία, περιέλαβε τον Κωνσταντίνο Μανιαδάκη στη λεγόμενη τότε «εθνική κυβέρνησή» του (Κυβέρνηση Ιωάννη Μεταξά), διορίζοντάς τον υφυπουργό Δημοσίας Ασφαλείας, θέση από την οποία και αναδείχθηκε τελικά το δεύτερο -μετά τον Μεταξά- πιο σημαντικό πρόσωπο του καθεστώτος και της κυβέρνησης της 4ης Αυγούστου.

Ως υφυπουργός Δημοσίας Ασφαλείας ανέλαβε τότε την οργάνωση του κρίσιμου αυτού τομέα διοίκησης με εκπληκτική ταχύτητα και πάθος. Αρχικά, επέδειξε εχθρότητα προς όλους γενικά τους τότε πολιτικούς αρχηγούς. Με την πάροδο του χρόνου το δίκτυο των πληροφοριοδοτών του Μανιαδάκη κάλυπτε όλη την Ελλάδα και όλους τους χώρους δραστηριοτήτων. Έτσι κάθε πρόσωπο για το οποίο υπήρχε υπόνοια ότι δεν ήταν πιστό στο καθεστώς, εκτοπιζόταν σε νησί του Αιγαίου. Παρά ταύτα, δεν πρόλαβε το κίνημα του 1938 που εκδηλώθηκε στην Κρήτη, το οποίο τελικά απέτυχε με πολύ μεγάλο κίνδυνο εμφυλίου. Πρόλαβε όμως τη συνωμοσία των γερμανοφίλων που ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1940 και πατάχθηκε λίγες ημέρες μετά την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, πριν αυτό εκδηλωθεί. Στις σημαντικότερες δράσεις του την περίοδο εκείνη περιλαμβάνονταν η σύλληψη του Αλέξανδρου Γιάνναρου, εκδότη εφημερίδων, που είχε δημιουργήσει την Εθνική Οργάνωση Νεολαίας, τη μεγαλύτερη φασιστική οργάνωση του μεσοπολέμου στην Ελλάδα, η απέλαση διπλωματικών υπαλλήλων ξένων πρεσβειών, καθώς και η απελευθέρωση του πολιτικού Λάμπρου Ευταξία από μια ατυχή ομηρία του.

Στον αντικομμουνιστικό αγώνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μανιαδάκης αναδιοργάνωσε την υπηρεσία διώξεως κομμουνισμού τοποθετώντας διοικητή τον ανώτατο αξιωματικό της Αστυνομίας Πόλεων Σπύρο Παξινό, τον οποίο έστειλε για εκπαίδευση στη γερμανική γκεστάπο. Εξαπέλυσε ένα αντικομμουνιστικό αγώνα με δέσμη μέτρων και έμεινε ιδιαίτερα γνωστός και παροιμιώδης στις επερχόμενες δεκαετίες για τις βάναυσες μεθόδους που εφάρμοσε τότε εναντίον των μελών και των οπαδών του ΚΚΕ. Η πιο γνωστή τακτική που εφάρμοσε η αστυνομία επί Μανιαδάκη ήταν το βασανιστήριο του ρετσινόλαδου, που χρησιμοποιούταν κυρίως στις ανακρίσεις, με αποτέλεσμα το όνομά του να συνδεθεί τότε με αυτή τη βαρβαρότητα.

Επιπλέον ο Μανιαδάκης δημιούργησε στα τέλη του 1939 την Προσωρινή Διοίκηση του ΚΚΕ, μια πλαστή καθοδήγηση με σκοπό τον αποπροσανατολισμό και τη διάσπαση των κομμουνιστών, εκδίδοντας ακόμη και πλαστό Ριζοσπάστη.[5]

Πολλές από τις μεθόδους του ενάντια στο ΚΚΕ αποτέλεσαν ιστορικά δείγματα αντιγραφής κυβερνητικών πολιτικών μετά την απελευθέρωση. Για παράδειγμα, οι ομαδικοί εκτοπισμοί και η χρήση των δηλώσεων μετανοίας, ήταν εμπνευσμένες από τον Μανιαδάκη.

Ο «νόμος του Μανιαδάκη»[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Απρίλιο του 1937 (και ενώ οι μαζικές και αυθαίρετες διώξεις και φυλακίσεις που πραγματοποιούσαν τα όργανα του Μανιαδάκη βρίσκονταν σε πλήρη εξέλιξη) ο τότε εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Λουκάς Γιδόπουλος, επισκέφτηκε τον Μανιαδάκη και του επέδωσε επιστολή διαμαρτυρίας του τότε αρχηγού του Λαϊκού Κόμματος, Ιωάννη Θεοτόκη, στην οποία ο Θεοτόκης διαμαρτυρόταν για την αυθαίρετη φυλάκιση και απομόνωσή του στις φυλακές Κέρκυρας.[6]

Ο εισαγγελέας Γιδόπουλος παρατήρησε ότι ο Θεοτόκης «έχει απολύτως με το μέρος του το δίκαιον». Στην παρατήρηση αυτή ο Μανιαδάκης απάντησε «παρα­τηρώ με λύπην μου, κύριε Εισαγγελλεύ, ότι δεν γνωρίζετε όλην την ελληνικήν νομοθεσίαν, τον τελευταίον νόμον». Και όταν ο Γιδόπουλος τον ρώτησε ποιος είναι αυτός ο τελευταίος νόμος, ο Μανιαδάκης του απάντησε «ο νόμος του Μανιαδάκη».[6]

Εγκατάσταση στην Αίγυπτο και στην Αργεντινή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τον θάνατο του Μεταξά (29/1/1941), παρέμεινε ως υφυπουργός στην κυβέρνηση Κορυζή μέχρι τις 20 Απριλίου 1941, οπότε σχηματίσθηκε η κυβέρνηση Τσουδερού, όπου, διατηρώντας το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Ασφαλείας, ανέλαβε και υπουργός Εσωτερικών. Τον Μάιο του 1941 η κυβέρνηση Τσουδερού, μαζί με την βασιλική οικογένεια, έφυγε από την Ελλάδα για την Αίγυπτο, και ο Μανιαδάκης τους ακολούθησε. Στην Αίγυπτο λίγους μήνες μετά, λόγω δημιουργίας ατμόσφαιρας δυσφορίας προς εκείνους τους υπουργούς που συμμετείχαν στη δικτατορία του Μεταξά, αναγκάστηκε να παραιτηθεί στις 2 Μαΐου 1941 και να μεταβεί στην Αργεντινή ως επόπτης των ελληνικών πρεσβειών της Λατινικής Αμερικής, στην οποία παρέμεινε έως τον Αύγουστο του 1949 που επέστρεψε στην Ελλάδα. Ήταν η εποχή του Εμφυλίου, και παρά το αντιδημοκρατικό παρελθόν του, το αντικομμουνιστικό πνεύμα της εποχής του όχι μόνο του επέτρεψε να μείνει ατιμώρητος, αλλά του εξασφάλισε και πολιτικό μέλλον.[3]

Βουλευτής μετά την απελευθέρωση και σύγκρουση με Ανδρέα Παπανδρέου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με την επιστροφή του στην Ελλάδα δημιούργησε το πολιτικό κόμμα Ελληνική Αναγέννησις, το οποίο έπειτα ενώθηκε μαζί με άλλα μικρά φιλομεταξικά κόμματα με αποτέλεσμα την ίδρυση της Πολιτικής Ανεξαρτήτου Παρατάξεως.[7] Στις εκλογές του 1950 εκλέχθηκε βουλευτής Αργολιδοκορινθίας, ενώ αντίθετα στις εκλογικές αναμετρήσεις του 1951, 1952 και 1956 (Κόμμα Αρχών Ιωάννου Μεταξά) δεν κατάφερε να εισέλθει στη Βουλή.

Εκλέχθηκε πάλι βουλευτής Κορινθίας, με την Ε.Ρ.Ε. του Κωνσταντίνου Καραμανλή, στις εκλογές του 1958, αλλά και στις λεγόμενες «εκλογές βίας και νοθείας» του 1961, στις οποίες η εκλογή του με την ΕΡΕ ήταν σε μεγάλο βαθμό προϊόν νοθείας.[8] Τέλος, εκλέχθηκε βουλευτής Αθηνών με την ΕΡΕ το 1964 και πρωταγωνίστησε σε επιθέσεις κατά του Ανδρέα Παπανδρέου και της αριστερής πτέρυγας της Ένωσης Κέντρου.

Ειδικότερα, τον Ιούλιο του 1939, οι άνδρες του τότε υπουργού Ασφαλείας Μανιαδάκη είχαν εξαρθρώσει επαναστατική κομμουνιστική τροτσκιστική ομάδα, στην οποία αρχηγός ήταν ο τότε 20χρονος φοιτητής Νομικής και γιος του γνωστού πολιτικού και πρώην υπουργού Γεωργίου Παπανδρέου, Ανδρέας.[9] 25 χρόνια μετά, τον Ιούνιο του 1964, με τον Γεώργιο Παπανδρέου να είναι πρωθυπουργός και τον γιο του Ανδρέα να είναι υπουργός Προεδρίας της Κυβερνήσεως, ο βουλευτής της ΕΡΕ Μανιαδάκης προχώρησε στην εξής δήλωση στην δεξιά εφημερίδα Ημέρα, την οποία εξέδιδε ο γνωστός εχθρός των Γεωργίου και Ανδρέα Παπανδρέου Τζώρτζης Αθανασιάδης:[9]

«1) Βεβαιώ ότι επί των ημερών μου ως Υπουργού της Δημοσίας Ασφαλείας ο κ. Ανδρέας Γ. Παπανδρέου σπουδαστής τότε και εις ηλικίαν 20 περίπου ετών, μη στρατευθείς λόγω σπουδών, συνελήφθη υπό της Ειδικής Ασφαλείας του Κράτους και συγκεκριμένως υπό του τότε Ανθυπομοιράρχου Δ. Γιαννάκου, προϊσταμένου της υπηρεσίας αντιμετωπίσεως της κομμουνιστικής δράσεως εις τας Ανωτάτας Σχολάς, και ετέθη τας πρώτας ημέρας υπό αυστηράν απομόνωσιν, ίνα υποχρεωθή να ομολογήση, όπως και ωμολόγησεν, ότι ήτο ο οργανωτής και ιθύνων νους μιας εξωπανεπιστημιακής κομμουνιστικής οργανώσεως, η οποία μάλιστα ανήκεν εις τους οπαδούς της 4ης Διεθνούς, δηλαδή τους Τροτσκιστάς, οι οποίοι, ως γνωστόν, είναι οι σκληρότεροι και φανατικώτεροι κομμουνισταί. Η όλη του δράσις ήτο καθαρά και ωμολογημένη, και ως παραβάτης του Ιδιωνύμου έδει να παραπεμφθή εις δίκην και να καταδικασθή.

2) Απορώ, λοιπόν, πως ο κ. Ανδρέας Παπανδρέου κατέλαβε εν Ελλάδι ανωτάτας νευραλγικάς θέσεις όπως την θέσιν του Οικονομικού Συμβούλου της Τραπέζης της Ελλάδος και εν συνεχείαν την θέσιν του Προέδρου του Κέντρου Οικονομικών Ερευνών, χωρίς να έχουν τηρηθεί αι νόμιμοι διατυπώσεις, όπως απαιτείται και διά τον τελευταίον Έλληνα πολίτην, ο οποίος ζητεί να καταλάβη θέσιν κλητήρος.

3) Δεν γνωρίζω ποία η δράσις του κ. Ανδρέα Παπανδρέου εις την Αμερικήν, αν δηλαδή ετήρησε την υπόσχεσιν, την οποίαν εγγράφως έδωσεν, ή μη τυχόν υποτροπίασεν. Επ' αυτού, την αρμοδιότητα και την ευθύνην την έχουν αι Ελληνικαί Κυβερνήσεις και αι Αμερικανικαί αρχαί. Πάντως, επειδή ο κ. Ανδρέας Παπανδρέου υπό το προκάλυμμα και τας ευλογίας του πατρός του, καλπάζει εις τον στίβον διά πρωταγωνιστής της πολιτικής μας ζωής, έχει υψίστην υποχρέωσιν η Εθνική Αντιπολίτευσις να ζητήση την κατάθεσιν όλων των φακέλλων, διά να φωτισθή η όλη υπόθεσις, εγώ δε ως Βουλευτής, από του Βήματος της Βουλής, θα δώσω προς την Εθνικήν Αντιπροσωπείαν, τον Ελληνικόν λαόν και τον Τύπον πάσαν συμπληρωματικήν πληροφορίαν.»

Ο Κ. Μανιαδάκης απεβίωσε στις 28 Φεβρουαρίου 1972 και κηδεύτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο. Ο κεντρικός δρόμος του χωριού του, του Σοφικού, έχει ονομαστεί προς τιμήν του οδός Κωνσταντίνου Μανιαδάκη.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. https://gslegal.gov.gr/?p=1023
  2. https://gslegal.gov.gr/?p=1012
  3. 3,0 3,1 Εγκυκλοπαίδεια Ήλιος-Υδρία-Κάιμπρητζ
  4. Θρασυβούλου Ι. Τσακαλώτου, 40 χρόνια στρατιώτης της Ελλάδος, εκ των τυπογραφείων της Ακροπόλεως, Αθήναι, 1960, σ. 36-37.
  5. Γκουντουβάς (2019), σελ. 54-60
  6. 6,0 6,1 Εισαγγελία Αρείου Πάγου, Λουκάς Γιδόπουλος
  7. Ευστάθιος Τσιράς, Η νέα άκρα δεξιά στην Ελλάδα: οργανωτική εξέλιξη, εκλογική επιρροή και πολιτικός λόγος του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών, 2011, σελ 79.
  8. Άρθρο των Νέων:Σκοτεινές κάλπες[νεκρός σύνδεσμος]
  9. 9,0 9,1 «Ψηφιοποιημένο αντίγραφο της δήλωσης Μανιαδάκη στην Ημέρα της 11ης Ιουνίου 1964 στο: Εφημερίδα των Συντακτών, Η Δεξιά στο κυνήγι του Ανδρέα Γιώργος Πετρόπουλος, Νικόλας Ζηργάνος, Νίκος Χατζηδημητράκος, Κώστας Μανιμανάκης, Ελένη Κατσιγιάννη». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Σεπτεμβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 2017. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Σωτήρης Γκουντουβάς. Το ΚΚΕ κατά την περίοδο 1939-41. Η Παλιά Κεντρική Επιτροπή και η Προσωρινή Διοίκηση, Διπλωματική Εργασία, Πάντειο, Αθήνα 2019
  • Π. Δρανδάκης, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Συμπλ. τ. Γ΄, σελ. 620.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]