Κυβέρνηση της Ελλάδας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας
Πληροφορίες
Χώρα Ελλάδα
ΕπικεφαλήςΠρωθυπουργός
(Κυριάκος Μητσοτάκης)
Διορίζεται απόΠρόεδρος της Δημοκρατίας
(Κατερίνα Σακελλαροπούλου)
Κύριο όργανοΥπουργικό Συμβούλιο
Λογοδοτεί σεΒουλή των Ελλήνων
ΈδραΜέγαρο Μαξίμου, Αθήνα, Ελλάδα
ΙστοσελίδαΕπίσημος ιστότοπος

Κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας ονομάζεται το συλλογικό όργανο της ελληνικής πολιτείας που έχει ως αποστολή του τον καθορισμό και την κατεύθυνση της γενικής πολιτικής της χώρας, σύμφωνα με τους ορισμούς του Συντάγματος και των νόμων.[1]

Η κυβέρνηση είναι το ανώτατο όργανο, μετά τον πρόεδρο της δημοκρατίας, της εκτελεστικής εξουσίας και ουσιαστικά το μοναδικό κυρίαρχο όργανο για τη διακυβέρνηση του κράτους, αφού ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν συμμετέχει στη λήψη πολιτικών αποφάσεων. Την κυβέρνηση αποτελεί το Υπουργικό Συμβούλιο που απαρτίζεται από τον πρωθυπουργό και τους υπουργούς. Οι υφυπουργοί κατά το Σύνταγμα μπορεί να αποτελούν μέλη της κυβέρνησης, η ισχύουσα νομοθεσία όμως δεν τους περιλαμβάνει σε αυτή. Στην κυβέρνηση δεν συμμετέχει ο πρόεδρος της Βουλής.

Εκτός από το Υπουργικό Συμβούλιο, προβλέπονται και λειτουργούν και άλλα συλλογικά κυβερνητικά όργανα, όπως η Κυβερνητική Επιτροπή, το Κυβερνητικό Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας (ΚΥ.Σ.Ε.Α.), η Επιτροπή Θεσμών, η Επιτροπή Οικονομικής και Κοινωνικής Πολιτικής, η Επιτροπή Μεγάλων Έργων και Υποδομών και η Επιτροπή για τον Καθορισμό της Στρατηγικής και την Ανάπτυξη της Πληροφορικής, τα οποία επεξεργάζονται ειδικότερα θέματα κυβερνητικής πολιτικής.

Πρώτη κυβέρνηση του ελληνικού κράτους υπήρξε το Εκτελεστικό του 1822 του οποίου ήρχετο ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος.

Σχηματισμός κυβέρνησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τις βουλευτικές εκλογές, ο πρόεδρος της δημοκρατίας διορίζει πρωθυπουργό τον αρχηγό του κόμματος που διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών (τουλάχιστον 151) στη Βουλή των Ελλήνων και με πρότασή του τα υπόλοιπα μέλη της κυβέρνησης και τους υφυπουργούς. Σε περίπτωση που κανένα κόμμα δεν διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών στη Βουλή, ακολουθείται η διαδικασία των διερευνητικών εντολών προς τους αρχηγούς των τριών μεγαλύτερων σε κοινοβουλευτική δύναμη κομμάτων, για να διακριβωθεί η δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης που να απολαύει της εμπιστοσύνης της Βουλής. Αν οι εντολές δεν τελεσφορήσουν, συγκαλείται από τον πρόεδρο της δημοκρατίας το "συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών" και, αν τελικά επιβεβαιωθεί η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης, επιδιώκεται ο σχηματισμός κυβέρνησης από όλα τα κόμματα της Βουλής για τη διενέργεια εκλογών και στη συνέχεια διαλύεται η Βουλή. Αν αποτύχει και η τελευταία αυτή προσπάθεια, ο σχηματισμός κυβέρνησης όσο το δυνατόν ευρύτερης αποδοχής για τη διενέργεια εκλογών ανατίθεται στον πρόεδρο ενός των τριών ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας (Συμβουλίου της Επικρατείας, Αρείου Πάγου, Ελεγκτικού Συνεδρίου) και στη συνέχεια διαλύεται η Βουλή και προκηρύσσονται εκ νέου εκλογές.

Παραίτηση κυβέρνησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Είναι η σύμφωνα με το άρθρο 38 του Συντάγματος, η μονομερής δήλωση της κυβέρνησης διά του επικεφαλής της (του πρωθυπουργού) και ζητά από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας την απαλλαγή των καθηκόντων της. Επίσης, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας απαλλάσει από τα καθήκοντά της την κυβέρνηση, άμα η Βουλή των Ελλήνων, αποσύρει την εμπιστοσύνη της προς την κυβέρνηση.[2]

Σε αμφότερες τις περιπτώσεις ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει δέσμια αρμοδιότητα να πραγματοποιήσει τις παραπάνω ενέργειες. Ύστερα από τις ενέργειες του ΠτΔ εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου 37 του Συντάγματος.

Σύνθεση Υπουργικού Συμβουλίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Υπουργικό Συμβούλιο αποτελείται από τον πρωθυπουργό και τους υπουργούς, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι αναπληρωτές υπουργοί και οι υπουργοί επικρατείας (υπουργοί άνευ χαρτοφυλακίου κατά το Σύνταγμα). Οι υφυπουργοί δεν αποτελούν μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου (άρθρο 1 παρ. 2 Κώδικα Κυβέρνησης, Π.Δ. 63/2005), μπορεί όμως να προσκαλούνται στις συνεδριάσεις του χωρίς δικαίωμα ψήφου. Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να περιλαμβάνει επίσης και έναν ή περισσότερους αντιπροέδρους, που διορίζονται μετά από πρόταση του πρωθυπουργού και πρέπει, κατά το Σύνταγμα, να είναι υπουργοί (άρθρο 81 παρ. 1).

Σειρά τάξης υπουργείων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

H σειρά τάξης των υπουργείων της Κυβέρνησης της Ελλάδας σήμερα καθορίζεται ως εξής:[3]

  1. Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών
  2. Υπουργείο Εξωτερικών
  3. Υπουργείο Εθνικής Άμυνας
  4. Υπουργείο Εσωτερικών
  5. Υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού
  6. Υπουργείο Υγείας
  7. Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών
  8. Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας
  9. Υπουργείο Ανάπτυξης
  10. Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης
  11. Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη
  12. Υπουργείο Δικαιοσύνης
  13. Υπουργείο Πολιτισμού
  14. Υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου
  15. Υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας
  16. Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων
  17. Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής
  18. Υπουργείο Τουρισμού
  19. Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης
  20. Υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας

Ποινική ευθύνη μελών της κυβέρνησης και υφυπουργών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το άρθρο 86 του Συντάγματος, όπως αναθεωρήθηκε το 2001, και ο εκτελεστικός του νόμος 3126/2003, όπως τροποποιήθηκε από τον 3961/2011, ρυθμίζουν την ποινική ευθύνη όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της κυβέρνησης και υφυπουργοί για πράξεις τους (εξαιρουμένων των πταισμάτων) που τελέστηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Κυριότερες αποκλίσεις και ιδιαιτερότητες του συστήματος της εν λόγω ποινικής ευθύνης, τόσο ουσιαστικά όσο και διαδικαστικά, συγκριτικά με την κοινή ποινική ευθύνη, αποτελούν:

  • η απαγόρευση θέσπισης ιδιώνυμων υπουργικών αδικημάτων,
  • η ανάθεση στη Βουλή καθηκόντων εισαγγελέα ως προς τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης και άσκησης της ποινικής δίωξης,
  • ο χρονικός περιορισμός της αρμοδιότητας της Βουλής να ασκεί την ποινική δίωξη μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος, ο οποίος οδηγεί στην εξάλειψη του αξιοποίνου της συγκεκριμένης πράξης (άρθρο 3 παρ. 2 ν. 3126/2003),
  • η αρμοδιότητα της εκδίκασης των σχετικών υποθέσεων σε πρώτο και τελευταίο βαθμό από Ειδικό Δικαστήριο, που συγκροτείται από μέλη του Συμβούλιο της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου,
  • η συμπαραπομπή ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου και των τυχόν συμμέτοχων που δεν διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της κυβέρνησης ή υφυπουργοί,
  • η απαγόρευση έκδοσης εντάλματος βίαιης προσαγωγής, σύλληψης ή προσωρινής κράτησης, ακόμα και αν ο κατηγορούμενος δεν είναι πλέον εν ενεργεία μέλος της κυβέρνησης ή υφυπουργός (άρθρο 10 παρ. 3 ν. 3126/2003),
  • η μη επιβολή της παρεπόμενης ποινής της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων σε περίπτωση καταδίκης για πλημμέλημα (άρθρο 18 παρ.1 ν. 3126/2003),
  • η υποχρεωτική μετατροπή της ποινής της φυλάκισης για πλημμελήματα σε χρηματική ποινή (άρθρο 18 παρ. 2 ν. 3126/2003) και
  • η δυνατότητα σύστασης ειδικής επιτροπής της Βουλής για τον έλεγχο της κατηγορίας, στην οποία μπορούν να συμμετέχουν και ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί, σε περίπτωση μη περάτωσης της διαδικασίας για οποιονδήποτε λόγο, ύστερα από αίτηση του ίδιου του κατηγορηθέντος ή των κληρονόμων του.

Επιπλέον απόκλιση μέχρι το ν. 3961/2011 αποτελούσε και η σύντμηση της προθεσμίας παραγραφής των εν λόγω εγκλημάτων στα 5 έτη από το χρόνο τέλεσής τους. Με τον νόμο αυτό ευθυγραμμίστηκε το συγκεκριμένο ζήτημα με τις κοινές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, δηλαδή παραγραφή των πλημμελημάτων σε 5 έτη και των κακουργημάτων σε 15 ή 20 έτη, αναλόγως αν απειλείται ποινή πρόσκαιρης ή ισόβιας κάθειρξης. Επίσης επετράπη η επιβολή περιοριστικών όρων (καταβολή εγγύησης, υποχρέωση εμφάνισης κατά διαστήματα στις αρχές κλπ) σύμφωνα με τις κοινές διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, αναγκαστικών μέτρων που πριν τη θέση σε ισχύ του τελευταίου νόμου απαγορεύονταν.

Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 47 παρ. 2 του Συντάγματος, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να απονέμει χάρη σε υπουργό που καταδικάστηκε σύμφωνα με τα ανωτέρω μόνο με τη συγκατάθεση της Βουλής. Τέτοια συγκατάθεση της Βουλής δόθηκε στις 26/11/1993 επί του αιτήματος του υπουργού δικαιοσύνης Γεώργιου Κουβελάκη προκειμένου να κινηθεί η διαδικασία έκδοσης του Προεδρικού Διατάγματος απονομής χάρης στον πρώην υπουργό οικονομικών Δημήτρη Τσοβόλα και άρσης των συνεπειών της καταδίκης του.

Γενική Γραμματεία της κυβέρνησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Γενική Γραμματεία της κυβέρνησης αποτελεί αυτοτελή δημόσια υπηρεσία υπαγόμενη απευθείας στον πρωθυπουργό, στην οποία προΐσταται γενικός γραμματέας. Κύριος σκοπός της είναι να υποστηρίζει το έργο του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους και να παρέχει γραμματειακή υποστήριξη στο Υπουργικό Συμβούλιο, τα λοιπά συλλογικά κυβερνητικά όργανα και τις διυπουργικές επιτροπές.

Η Γενική Γραμματεία της κυβέρνησης διαρθρώνεται στα εξής Γραφεία: το Ιδιαίτερο Γραφείο του Γενικού Γραμματέα, το Νομικό Γραφείο, το Γραφείο Καλής Νομοθέτησης, το Γραφείο Συντονισμού και Θεσμικών Θεμάτων, το Γραφείο Διεθνών και Κοινοτικών Θεμάτων και το Γραφείο Διοικητικής και Οικονομικής Υποστήριξης. Επιπλέον σε αυτήν υπάγονται, μεταξύ άλλων, η Κεντρική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή (ΚΕ.Ν.Ε.) και η Κεντρική Επιτροπή Κωδικοποίησης (Κ.Ε.Κ.), η οποία θα υποκατασταθεί από την Επιτροπή Κωδικοποιήσεων και Αναμόρφωσης του Δικαίου (Ε.Κ.Α.Δ.) σύμφωνα με τον ν. 4048/2012.

Εικόνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Σύνταγμα της Ελλάδος». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Νοεμβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 24 Οκτωβρίου 2007. 
  2. Άρθρο 84, Σ.
  3. «Γενική Γραμματεία Νομικών και Κοινοβουλευτικών Θεμάτων | Yπουργικό Συμβούλιο / Σειρά τάξης Υπουργείων». gslegal.gov.gr. Ανακτήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 2022. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]