Κριτήρια της Κοπεγχάγης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η Σημερινή κατάσταση στην ΕΕ:
  Η ΕΕ των 27 (2023)
  Υποψήφιες σε διαπραγμάτεύση (Αλβανία, Βόρεια Μακεδονία, Μαυροβούνιο και Σερβία)
  Υποψήφιες (Βοσνία και Ερζεγοβίνη, Μολδαβία και Ουκρανία)
  Αιτούσες / Εν δυνάμει υποψήφιες (Γεωργία)
  Πιθανές υποψήφιες (Κόσοβο)
  Υποψήφια με παγωμένες διαπραγματεύσεις (Τουρκία)
Η διεύρυνση της ΕΕ:
  Η Ευρώπη των 12 (1993)
  Υπόλοιποες διευρύνσεις (1995, 2004, 2007)
Η Κροατία έγινε μέλος της ΕΕ τη 1/7/2013 αποτελώντας το 28ο μέλος της.

Τα Κριτήρια της Κοπεγχάγης είναι μια σειρά από κανόνες που έχουν θεσπιστεί έτσι ώστε να αποφασίζεται αντικειμενικά η καταλληλότητα μιας χώρας για τη προσχώρησή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε γενικές γραμμές τα κριτήρια αυτά υπαγορεύουν ότι μια υποψήφια χώρα θα πρέπει να κυβερνάται από μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση, να σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, να έχει μια καλά οργανωμένη οικονομία και να αποδέχεται πλήρως τις υποχρεώσεις και τους στόχους της ΕΕ.

Τα κριτήρια αυτά θεσπίστηκαν τον Ιούνιο του 1993 στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που έλαβε χώρα στην Κοπεγχάγη, εξ ου και η ονομασία.

Κατοχύρωση των κριτηρίων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα Κριτήρια ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση καθορίζονται από τα εξής επίσημα έγγραφα:

Όταν θεσπίστηκαν τα κριτήρια το 1993, δεν υπήρξε κανένας μηχανισμός που να διαβεβαιώνει ότι οι χώρες που ήταν ήδη μέλη της ΕΕ συμμορφώνονταν με αυτά τα κριτήρια. Το σημαντικό αυτό κενό διευθετήθηκε με τη Συνθήκη της Νίκαιας η οποία τέθηκε σε εφαρμογή τη 1 Φεβρουαρίου 2003.

Γεωγραφικά κριτήρια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με το Άρθρο 49 της Συνθήκης του Μάαστριχτ, κάθε ευρωπαϊκό κράτος το οποίο σέβεται τις αξίες της ΕΕ και δεσμεύεται να τις προάγει, μπορεί να ζητήσει να γίνει μέλος της Ένωσης. Ο χαρακτηρισμός ενός κράτους ως "ευρωπαϊκό" υπόκειται σε πολιτική αξιολόγηση από τη Κομισιόν και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.

Η κοινή λογική υπαγορεύει ότι κράτη εκτός της ευρωπαϊκής ηπείρου δεν μπορούν να είναι υποψήφια προς ένταξη, ενδεχομένως όμως να μπορούν να επωφελούνται ορισμένων προνομίων και να θεωρούνται μέλη ως έναν βαθμό. Αυτή η ικανότητα της Ένωσης βρίσκεται σε στάδιο ανάπτυξης, μέσω της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Γειτονίας (ΕΠΓ) η οποία αναπτύσσεται από το 2004. Η ΕΠΓ εφαρμόζεται στους άμεσους γείτονες της ΕΕ οι οποίοι έχουν χερσαία και θαλάσσια σύνορα με αυτήν όπως π.χ. οι χώρες της Β. Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, αλλά και σε χώρες οι οποίες είναι εν δυνάμει υποψήφιες προς πλήρη ένταξη όπως π.χ. η Βοσνία, η Ουκρανία κ.α. . Η ΕΠΓ περιλαμβάνει επίσης πολιτικό συντονισμό και βαθύτερη οικονομική ολοκλήρωση, βάσει αμοιβαίων δεσμεύσεων που πηγάζουν από τις γενικές αξίες της ΕΕ. Η ΕΠΓ παραμένει διαχωρισμένη από τη διαδικασία της διεύρυνσης, αν και δεν προδικάζει τον τρόπο με τον οποίο ενδέχεται να αναπτυχθούν στο μέλλον οι σχέσεις της ΕΕ με τους γείτονές της.[2] Εξαίρεση αποτελεί η Ρωσία η οποία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ΕΠΓ, αλλά συνάπτει ξεχωριστές συμφωνίες.

Η ΕΠΓ μπορεί να ερμηνευθεί και ως φιλοδοξία της ΕΕ για την επέκταση των συνόρων της στο άμεσο μέλλον. Συμπληρωματικά μέσα αλληλεπίδρασης της ΕΕ με τις γειτονικές της χώρες μέσα στα πλαίσια της ΕΠΓ, είναι η Μεσογειακή Ένωση (η οποία απαρτίζεται από τις χώρες που βρέχονται από τη Μεσόγειο θάλασσα) και η Ανατολική Εταιρική Σχέση (η οποία περιλαμβάνει χώρες της πρώην ΕΣΣΔ).

Πολιτικά κριτήρια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δημοκρατία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η δημοκρατική διακυβέρνηση μιας χώρας προϋποθέτει ότι όλοι οι πολίτες της συμμετέχουν και αντιπροσωπεύονται σε ισότιμη βάση στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, από το χαμηλότερο έως το υψηλότερο διακυβερνητικό επίπεδο. Κάτι τέτοιο απαιτεί τη διεξαγωγή ελευθέρων εκλογών με μυστική ψηφοφορία υπό ανεξάρτητη επιτήρηση για την εξασφάλιση του αδιάβλητου καθώς και το δικαίωμα στην ελεύθερη σύσταση πολιτικού κόμματος (δικαίωμα εκλέγειν και εκλέγεσθαι). Ένα δημοκρατικό κράτος οφείλει επίσης να διασφαλίζει:

Κράτος δικαίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ύπαρξη κράτους δικαίου συνεπάγεται ότι η κυβερνητική εξουσία ασκείται μέσω των συνταγματικών νόμων οι οποίοι έχουν εγκριθεί μέσω της συνήθους συνταγματικής διαδικασίας. Το Σύνταγμα είναι υπεράνω κάθε κυβερνητικής εξουσίας, η οποία είναι υπόλογη σε αυτό. Η διάκριση των εξουσιών αποτελεί επίσης θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου. Με αυτό τον τρόπο διασφαλίζεται η αντικειμενική λήψη αποφάσεων μέσα σε πνεύμα διαφάνειας και δικαιοσύνης.

Ανθρώπινα δικαιώματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα δικαιώματα του Ανθρώπου είναι όλα εκείνα τα δικαιώματα που κάθε άτομο κατέχει λόγω της ίδιας του της ύπαρξης ως ανθρώπινο ον. Τα δικαιώματα αυτά ανήκουν σε όλους τους ανθρώπους του πλανήτη, είναι αναφαίρετα και αδιαπραγμάτευτα. Τα σημαντικότερα εξ αυτών ορίζουν:

  • To δικαίωμα στη ζωή
  • Το δικαίωμα στην ελευθερία
  • Το δικαίωμα της ποινικής προσαγωγής και δίωξης μόνο βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας κατά το χρόνο τέλεσης του αδικήματος
  • Απαγόρευση της δουλείας και των καταναγκαστικών έργων
  • Απαγόρευση κάθε είδους βασανιστηρίου

Το 1948, συστήθηκε η Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα από τον ΟΗΕ. Η διακήρυξη αυτή παρ' όλο που θεωρείται η πιο έγκυρη διατύπωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν διαθέτει κάποιο αποτελεσματικό μηχανισμό για την εφαρμογή τους. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου συμπληρώνει και ενισχύει την διακήρυξη του ΟΗΕ.[3] Όλα τα υποψήφια προς ένταξη κράτη στην ΕΕ οφείλουν να συμμορφώνονται με την Σύμβαση και καλούνται να την επικυρώσουν. Για τον λόγο αυτό, πολλά κράτη παρενέβησαν δραστικά στην νομοθεσία τους έτσι ώστε να αναφέρεται ρητώς ο σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα όπως αναφέρονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση.

Το ειδικό Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει ως έργο του τον έλεγχο της εφαρμογής της Σύμβασης και την εκδίκαση προσφυγών από τους πολίτες με θέμα την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τα κράτη μέλη.

Οικονομικά κριτήρια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε γενικά πλαίσια, τα απαραίτητα οικονομικά κριτήρια που πρέπει να πληροί ένα υποψήφιο κράτος αφορούν την ύπαρξη μιας υγιούς αγοράς την διασφάλιση της ικανότητας αντιμετώπισης του ανταγωνισμού και των δυνάμεων της ενιαίας αγοράς της ΕΕ. Τα υποψήφια κράτη που επιθυμούν την ένταξη τους στην Ευρωζώνη θα πρέπει να πληρούν συγκεκριμένα οικονομικά και δημοσιονομικά Κριτήρια σύγκλισης, σύμφωνα με το Άρθρο 140 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕΕ.[1][4] Η προετοιμασία των υποψήφιων κρατών ούτως ώστε να εναρμονίζονται με τα κριτήρια σύγκλισης, επαφίεται στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών.[5]

Νομοθετική ευθυγράμμιση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όλα τα υποψήφια κράτη θα πρέπει να τροποποιήσουν την εθνική τους νομοθεσία έτσι ώστε να μην έρχεται σε αντίθεση με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Παρ' όλο που τεχνικώς κάτι τέτοιο δεν αποτελεί ένα από τα κριτήρια της Κοπεγχάγης, ωστόσο είναι απαραίτητο για να υποστηριχθούν όλα τα επιμέρους κριτήρια.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 [1] Ενοποιημένη απόδοση της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
  2. «Ευρωπαϊκή Πολιτική Γειτονίας». πληροφορίες από την επίσημη σελίδα του Ευρωκοινοβουλίου 
  3. «Σύμβαση για την Προστασiα των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 2 Απριλίου 2015. Ανακτήθηκε στις 20 Φεβρουαρίου 2015. 
  4. «Εισαγωγή στο ευρώ: τα κριτήρια σύγκλισης». 
  5. «Μηχανισμός συναλλαγματικών ισοτιμιών (ΜΣΙ II) μεταξύ του ευρώ και των συμμετεχόντων εθνικών νομισμάτων». 
CC-BY-SA
Μετάφραση
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Copenhagen criteria της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες).