Κρεμλίνο της Μόσχας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 55°45′6″N 37°37′4″E / 55.75167°N 37.61778°E / 55.75167; 37.61778

Αυτό το λήμμα αφορά το Κρεμλίνο της Μόσχας, το τέως φρούριο της πόλης και την τωρινή έδρα του Προέδρου της Ρωσίας. Για άλλα κρεμλίνα, δείτε: Κρεμλίνο.
Κρεμλίνο της Μόσχας
To Κρεμλίνο της Μόσχας και ο ποταμός Μόσκοβας
ΤοποθεσίαΜόσχα, Ρωσία
Έκταση0,277 τ.χλμ
Κτίστηκε1482–1495
Επίσημη ονομασία: Κρεμλίνο και Κόκκινη Πλατεία, Μόσχα
ΤύποςΠολιτιστικό
Κριτήριαi, ii, iv, vi
Καθορίστηκε1990 (14η συνεδρίαση)
Αρ. αναφοράς545
ΧώραΡωσική Ομοσπονδία
ΠεριοχήΕυρώπη

Το Κρεμλίνο της Μόσχας (ρωσικά: Московский Кремль, προφέρεται: ΔΦΑ [mɐˈskofskʲɪj krʲemlʲ]) αποτελεί το αρχαιότερο τμήμα της Ρωσικής πρωτεύουσας Μόσχας και συνάμα το ιστορικό της κέντρο. Συχνά αναφέρεται και μόνο ως Κρεμλίνο, που είναι η ρωσική λέξη για το «φρούριο» ή «κάστρο». Το Κρεμλίνο της Μόσχας αποτελούνταν αρχικά από ένα μεσαιωνικό κάστρο, που εξελίχθηκε στα τέλη του 15ου αιώνα σε μορφή Ακροπόλεως. Αρχιτεκτονικό χαρακτηριστικό αποτελεί το εξωτερικό τείχος και το οχυρωματικό συγκρότημα με τους 20 πύργους, που παρά την ανέγερσή του στο μεγαλύτερο βαθμό στα χρόνια 1485 με 1499, συντηρείται μέχρι σήμερα σε πολύ καλή κατάσταση. Η οχύρωση αυτή αποτέλεσε πρότυπο και για τη δημιουργία άλλων Κρεμλίνων σε Ρωσικές πόλεις.

Πριν τη μεταφορά το 1712 της Ρωσικής πρωτεύουσας από τη Μόσχα στην Αγία Πετρούπολη, το Κρεμλίνο της Μόσχας αποτελούσε την έδρα των Τσάρων (πριν το 1547 των Μεγάλων Πριγκίπων της Μοσχοβίας). Αλλά και μετά το 1712 συνέχιζε να είναι το πνευματικό και κοινωνικό κέντρο των Μοσχοβιτών. Το 1918 θα ξαναγίνει έδρα της κρατικής εξουσίας, μια ιδιότητα που διατηρεί και σήμερα, ως έδρα του Προέδρου της Ρωσίας.

Το αρχιτεκτονικό σύνολο του Κρεμλίνου της Μόσχας, που πέρα από τα οχυρωματικά έργα περιλαμβάνει και διάφορα κοσμικά και εκκλησιαστικά κτίρια διαφόρων εποχών, διαθέτει επίσης έναν μουσειακό χώρο και βρίσκεται από το 1990 στον κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Μαζί με την όμορφη Κόκκινη Πλατεία (ρωσ. Κрасная площадь), αποτελεί το πιο ξακουστό αξιοθέατο της Μόσχας.

Γενική Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεωγραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Κρεμλίνο και η Κόκκινη Πλατεία από ψηλά

Τα 375 στρέμματα του Κρεμλίνου βρίσκονται πάνω στο λόφο Μποροβίτσκι (ρωσικά: Боровицкий холм, προφέρεται: [bərɐ ˈvʲiʦkʲɪj ˈxolm]), σε υψόμετρο από 25 έως 40 μέτρων και στην αριστερή όχθη του ποταμού Μόσκοβα. Στα δυτικά του όρια ρέει ο παραπόταμος Νεγκλίναγια (ρωσικά: Неглинная, προφέρεται: Νεγκλίναγια, ΔΦΑ[nʲɪ ˈglʲinːəjə]) ο οποίος καταλήγει στον Μόσκοβα. Από τις αρχές του 19ου αιώνα η κοίτη του Νεγκλίναγια έχει σκεπαστεί και συνεχίζει να ρέει μέσα από ένα υπόγειο κανάλι. Νωρίτερα αποτελούσε ένα από τα δυο υγρά όρια που περιέβρεχαν το Κρεμλίνο και που αποτελούσαν μια επιπλέον προστασία κατά τη διάρκεια επιδρομών. Ο λόφος Μποροβίτσκι είναι ένας από τους επτά λόφους πάνω στους οποίους κτίστηκε το σημερινό κέντρο της Μόσχας. Κατά την εποχή της ίδρυσης της πόλης ο χώρος του Κρεμλίνου ήταν ιδιαίτερο στρατηγικό τοπίο: όχι μόνο περιβρεχόταν από δυο ποτάμια, αλλά λόγω του υψόμετρου προσέφερε προστασία από εισβολείς, αλλά κι από τις πολλαπλές πλημμύρες του Μόσκοβα.[1]

Η σημερινή έκταση του Κρεμλίνου έχει περίπου τη μορφή ισόπλευρου τριγώνου. Η νότια πλευρά είναι στραμμένη τελείως προς την όχθη του Μόσκοβα, ενώ η δυτική πλευρά, που νωρίτερα περιβρεχόταν από τον Νεγκλίναγια, τώρα ορίζεται από τον Κήπο του Αλεξάνδρου (ρωσικά: Александровский сад, προφέρεται: [ɐlʲɪ ˈksandrəfskʲɪj sat]). Στο ανατολικό και βορειοανατολικό τμήμα των τειχών του Κρεμλίνου βρίσκεται η ιστορική συνοικία Κιτάι-Γκόροντ, της οποίας κεντρική πλατεία είναι η λεγόμενη Κόκκινη Πλατεία που εκτείνεται παράλληλα σχεδόν κατά όλο το μήκος των ανατολικών τειχών.

Δομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το σύνολο του Κρεμλίνου της Μόσχας περιλαμβάνει το οχυρωματικό συγκρότημα με τα τείχη και τους πύργους και πληθώρα από κτίρια, μνημεία, δρόμους και πλατείες εντός των τειχών.

Οχυρωματικά έργα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μήκος των σκουροκόκκινων τειχών του Κρεμλίνου είναι περίπου 2,5 χιλιόμετρα. Ανάλογα με τα τοπογραφικά δεδομένα και χωρίς να συμπεριληφθούν οι ενσωματωμένοι πύργοι, τα τείχη έχουν ύψος μεταξύ 5 και 19 μέτρων και πάχος από 3,5 μέχρι 6,5 μέτρα. Στα οχυρωματικά έργα ανήκουν και οι 20 πύργοι του Κρεμλίνου. Ανεγέρθηκαν ταυτόχρονα την ίδια εποχή με τα τείχη στα τέλη του 15ου αιώνα. Εξαίρεση αποτελεί ο μικρός Πύργος του Τσάρου που κτίστηκε για διακοσμητικούς λόγους το 1680.[2] Όλοι οι πύργοι έχουν διαφορετικό ύψος και σχήμα. Ο πιο ψηλός πύργος, συμπεριλαμβανομένης της κορυφής με το τοποθετημένο κόκκινο αστέρι, είναι ο Πύργος της Αγίας Τριάδας με ύψος 80 μέτρων. Τέσσερις πύργοι έχουν στη βάση τους πύλες διέλευσης προς το εσωτερικό του Κρεμλίνου. Πρόκειται για τον Πύργο του Μποροβίτσκι και τον Πύργο της Αγίας Τριάδας (από τους οποίους μπορούν να εισέλθουν οι επισκέπτες) στο δυτικό τμήμα των τειχών, καθώς και για τον Πύργο του Αγίου Νικολάου (κλειστός για το κοινό) και τον Πύργο του Σωτήρος (από τον οποίον μπορούν να εξέλθουν επισκέπτες) προς την πλευρά της Κόκκινης Πλατείας.[3]

Εσωτερικός χώρος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τοποθεσία των κτιρίων του Κρεμλίνου

Στο νότιο τμήμα του Κρεμλίνου, το προσκείμενο στον Μόσκοβα, βρίσκεται, χωρίς ιστορικά πλέον μνημεία, ο μεγαλύτερος πράσινος πνεύμονας μέσα στο χώρο του φρουρίου, ο Μυστικός Κήπος (ρωσικά: Тайницкий сад).

Μερικά από τα κτίρια στο εσωτερικό του Κρεμλίνου, βρίσκονται κοντά ή εφάπτονται (όπως η Αίθουσα των Όπλων) των οχυρωματικών τειχών. Τα περισσότερα όμως είναι πιο απομακρυσμένα και χωρίζονται μεταξύ τους από δρόμους και πλατείες. Οι πιο γνωστές και προσπελάσιμες για τους τουρίστες πλατείες, είναι η Πλατεία του Ιβάν (ρωσικά: Ивановская площадь) και η Πλατεία των Καθεδρικών (ρωσικά: Соборная площадь). Η πρώτη πλατεία πήρε το όνομά της από την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη της Κλίμακος («Ιβάν» είναι η ρωσική εκδοχή του «Ιωάννης») που βρισκόταν σ' εκείνο το σημείο και που αντικαταστάθηκε στις αρχές του 14ου αιώνα από το Καμπαναριό του Ιβάν του Μεγάλου.[4] Για μεγάλο διάστημα μέχρι και τον 17ου αιώνα υπήρξε το κέντρο πληροφόρησης του τοπικού πληθυσμού για καινούργιες διατάξεις και νομοθετήματα των τσάρων.[5] Η Πλατεία των Καθεδρικών αποτελεί γεωγραφικά το κέντρο του χώρου του Κρεμλίνου και συνάμα το υψηλότερό του σημείο. Γνωστή είναι για το κλειστό της αρχιτεκτονικό σύνολο. Εδώ βρίσκονται τα πέντε σωζόμενα μεμονωμένα εκκλησιαστικά κτίρια του Κρεμλίνου: οι καθεδρικοί ναοί της Κοίμησης της Θεοτόκου, του Αρχαγγέλου και του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, ο Ναός της Κατάθεσης της Τιμίας Εσθήτας και το Καμπαναριό του Ιβάν του Μεγάλου.

Εντός του Κρεμλίνου υπάρχουν τέσσερις κύριοι δρόμοι που ενώνουν το κέντρο του φρουρίου με τις πύλες διέλευσης. Η οδός Μποροβίτσκι (ρωσικά: Боровицкая улица) οδηγεί από τον Πύργο του Μποροβίτσκι, την Αίθουσα των Όπλων και το Μεγάλο Ανάκτορο του Κρεμλίνου, πάντα παράλληλα στο Μυστικό Κήπο μέχρι την Πλατεία του Ιβάν. Από εκεί περνά στην οδό Σωτήρος (ρωσικά: Спасская улица), που ενώνει την Πλατεία του Ιβάν με τον Πύργο του Σωτήρος και την Κόκκινη Πλατεία. Η οδός Αγίου Νικολάου (ρωσικά: Никольская улица) οδηγεί από την Πλατεία του Ιβάν προς τα βόρεια στον ομώνυμο πύργο, αφήνοντας πίσω του το Ανάκτορο της Γερουσίας και το Οπλοστάσιο. Προς τα δυτικά η Πλατεία του Ιβάν καταλήγει στον Πύργο της Αγίας Τριάδας.

Η είσοδος στο Κρεμλίνο από τον Πύργο του Κουτάφια και της Αγίας Τριάδας)

Προσβασιμότητα για τουρίστες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με τη μεταφορά to 1918 της πρωτεύουσας της Ρωσίας από την Αγία Πετρούπολη στη Μόσχα, το Κρεμλίνο, ως έδρα της καινούριας κυβέρνησης, είχε αποκλειστεί για το ευρύ κοινό. Μόλις το 1955 άνοιξαν οι πύλες του πάλι για επισκέπτες.[6] Από τότε εκπληρώνει δυο κυρίως σκοπούς: από τη μια είναι η έδρα του Προέδρου της Ρωσίας και από την άλλη ένας μουσειακός χώρος και τουριστικό αξιοθέατο. Λόγω της ιδιαιτερότητας ως κυβερνητικής έδρας, το Κρεμλίνο είναι ιδιαίτερα φυλασσόμενος χώρος και η πρόσβαση του κοινού γίνεται μόνο με ορισμένους περιορισμούς. Έτσι οι επισκέπτες μπορούν να εισέλθουν μόνο από δυο εισόδους: από τον Πύργο του Μποροβίτσκι και από τον Πύργο του Κουτάφια που συνδέεται με γέφυρα με τον Πύργο της Αγίας Τριάδας. Και στις δυο εισόδους υπάρχουν έλεγχοι ασφαλείας και απαγορεύεται η μεταφορά μεγάλων τσαντών και σακιδίων. Από το 2014 είναι δυνατή κι η έξοδος από τον Πύργο του Σωτήρος προς την Κόκκινη Πλατεία. Η κανονική είσοδος για τους ιερούς ναούς, το Καμπαναριό του Ιβάν του Μεγάλου και το Πατριαρχικό Ανάκτορο κοστίζει 500 ρούβλια (περίπου επτάμιση ευρώ). Για την Αίθουσα των Όπλων υπάρχει ξεχωριστό εισιτήριο προς 700 ρούβλια (περίπου δέκα ευρώ), όπως και για το νέο πάρκο του Κρεμλίνου με εκθέματα των τελευταίων ανασκαφών του 2016 προς 250 ρούβλια (περίπου τρισήμιση ευρώ, όλες οι τιμές και ισοτιμίες Νοεμβρίου 2017).[7]

Πολλά τμήματα εντός του Κρεμλίνου δεν είναι προσβάσιμα για το κοινό. Αυτό ισχύει μεταξύ άλλων για το Ανάκτορο της Γερουσίας, το Οπλοστάσιο και για όλους τους πύργους.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ίδρυση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ίδρυση του Κρεμλίνου είναι άρρηκτα δεμένη με την ίδρυση και την παραπέρα εξάπλωση της Μόσχας, που πιθανολογείται τον 11ο ή 12 αιώνα. Παρόλα αυτά, σε ανασκαφές που έγιναν στο λόφο του Μποροβίτσκι, βρέθηκαν στοιχεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη πολύ παλαιοτέρων ανθρώπινων συνοικισμών. Αρχαιολόγοι εκτιμούν ότι οι πρώτοι κάτοικοι του λόφου εγκαταστάθηκαν εκεί στα τέλη της δεύτερης χιλιετηρίδας προ Χριστού. Κατόπιν φαίνεται να υπήρχε μια περίοδος αδράνειας, μια και τα επόμενα ευρήματα χρονολογούνται στις αρχές της πρώτης χιλιετηρίδας προ Χριστού.[8]

Ως ημερομηνία ίδρυσης του Κρεμλίνου θεωρείται το έτος 1156, όταν και αναφέρεται για πρώτη φορά γραπτώς στα Χρονικά του Τβερ. Ο μέγας πρίγκιπας Γιούρι Ντολγκορούκι ανήγειρε εκείνη τη χρονιά φρούριο στις εκβολές του ποταμού Νεγκλίναγια και ένωσε έτσι δυο ήδη υπάρχοντα οχυρώματα πάνω στο λόφο του Μποροβίτσκι. Τα πρώτα τείχη ήταν ξύλινα, είχαν σύμφωνα με τους ερευνητές μήκος περίπου 1,2 χιλιομέτρων και προστατεύονταν από προτείχισμα και τάφρο. Εκείνη την εποχή η Μόσχα υπήρχε ήδη, καθώς στα Χρονικά του Ιπατίου υπάρχει αναφορά για μεγάλο δείπνο που διοργάνωσε ο μέγας πρίγκιπας για τους καλεσμένους του στην πόλη στις 5 Απριλίου του 1147. Η Μόσχα ανήκε στο Πριγκιπάτο των Βλαντίμιρ – Σούζνταλ.[9]

Τα πρώτα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Κρεμλίνο την εποχή του Ιβάν Α' Κάλιτα (πίνακας του Α. Βασνετσόφ)

Λόγω συχνών επιδρομών των Μογγόλων καθώς και πυρκαγιών, τα ξύλινα τείχη δεν ήταν ανθεκτικά και έπρεπε συνεχώς να ανανεώνονται. Μια πρώτη ριζική ανανέωση του Κρεμλίνου ξεκίνησε με τον μέγα πρίγκιπα Ιβάν Α΄, ο οποίος αποφάσισε να μεταφέρει το 1328 την πρωτεύουσα των Ρως από το Βλαντίμιρ στη Μόσχα. Την ίδια εποχή μετακινήθηκε από το Κίεβο στην πόλη και η Ορθόδοξη Αρχιεπισκοπή, κάνοντάς την έτσι κέντρο του σλαβικού χριστιανισμού.

Με τον Ιβάν Α΄ ξεκινά και η ανέγερση άσπρων πέτρινων κτιρίων. Το 1327, θα ολοκληρωθεί η κατασκευή του καθεδρικού Ναού της Κοίμησης της Θεοτόκου. Ακολουθεί το 1329 η εκκλησία του Ιωάννη της Κλίμακος, το 1330 ο καθεδρικός Ναός του Σωτήρος του Μπορ και το 1333 ο καθεδρικός Ναός του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Εξάλλου το 1339 ο Ιβάν Α' αποφάσισε να κατεδαφίσει τα παλιά τείχη και να τα αντικαταστήσει με νέα από ισχυρό ξύλο βελανιδιάς, που για ενισχυμένη προστασία είχαν επίστρωση από πηλό. Οι εργασίες ολοκληρώθηκαν μέσα σε λίγους μήνες και το 1340 το μήκος των καινούριων τειχών ήταν πλέον 1,7 χιλιόμετρα.[10]

Το 1358 θεμελιώνεται από τον Μητροπολίτη Μόσχας Αλέξιο η Μονή Τσούντοφ (ρωσικά: Чудов монастырь), η κατασκευή της οποίας ολοκληρώνεται το 1365.

Το πρώτο πέτρινο Κρεμλίνο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πρώτο πέτρινο λευκό Κρεμλίνο την εποχή του Ντμίτρι Ντονσκόι κατά την πολιορκία των Τατάρων το 1382 (πίνακας του Α. Βασνετσόφ)

Τα καινούρια τείχη θα υποστούν γρήγορα ζημιές. Συχνά θα υπάρξουν επιδρομές και σαμποτάζ υπό τη μορφή πυρκαγιών από τους εχθρούς της Μόσχας. Το 1343, 1354 και 1365, σχεδόν κάθε 10 χρόνια δηλαδή, η Μόσχα γινόταν θύμα τραγικών πυρκαγιών. Έτσι το χειμώνα του 1366 ο μέγας πρίγκιπας Ντμίτρι Ντονσκόι αποφάσισε την οικοδόμηση καινούριου φρουρίου από πέτρα. Μέχρι την επόμενη άνοιξη του 1367, τα αποθέματα ασβεστόλιθου από τη γύρω περιοχή ήταν επαρκή για την ανέγερση λευκού πέτρινου φρουρίου, που ολοκληρώθηκε σε λίγους μήνες με μεγάλη ταχύτητα. Η περίμετρος των τειχών μεγάλωσε και άλλο και έφτασε τα 2 περίπου χιλιόμετρα. Για πρώτη φορά θα ανεγερθούν και οχυρωματικοί πύργοι. Θα κτιστούν 8 ή 9 πύργοι, από τους οποίους οι πέντε στο ανατολικό τείχος, που ήταν και η πιο απειλούμενη μεριά κατά τις επιδρομές.[11]

Τα καινούρια πέτρινα τείχη άντεξαν πάνω από έναν αιώνα και μπόρεσαν να αναχαιτίσουν αρκετές εχθρικές επιδρομές του 14ου και 15ου αιώνα. Ήδη το 1368 και το 1370, μόλις λίγο μετά την ολοκλήρωση του έργου, αντιμετωπίστηκε με επιτυχία δυο φορές, ο Λιθουανός πρίγκιπας Αλγκίρντας. Το 1382 όμως το φρούριο δεν άντεξε σε μια πολιορκία των Τατάρων, με αποτέλεσμα να υπάρχουν χιλιάδες νεκροί και μεγάλο μέρος του Κρεμλίνου να καταστραφεί. Στα τέλη του 14ου αιώνα τα τείχη ανακαινίζονται πάλι, ενώ την ίδια εποχή ανεγείρονται και άλλα εκκλησιαστικά κτίσματα, μεταξύ άλλων και ο Ναός της Γέννησης της Θεοτόκου (1393-1394).

Το 1404 ο Λάζαρος, ένας Σέρβος μοναχός του Άθω, ανόρθωσε έναν πύργο ρολογιού. Ήταν το πρώτο ρολόι πόλης σ' ολόκληρη τη Ρωσία. Το 1407 κοντά στον Πύργο του Σωτήρος ιδρύεται από τη μεγάλη πριγκίπισσα Ευδοξία ένα γυναικείο μοναστήρι: η Μονή Αναλήψεως (ρωσικά: Вознесенский монастырь).[12]

Το Κρεμλίνο παίρνει τη σημερινή του όψη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Κρεμλίνο την εποχή του Ιβάν Γ' (πίνακας του Α. Βασνετσόφ)

Μεγάλο τμήμα των μέχρι σήμερα σωζόμενων μνημείων του Κρεμλίνου της Μόσχας, ανεγέρθηκαν την εποχή μεταξύ τέλη του 15ου και αρχές του 16ου αιώνα. Τα οχυρωματικά έργα θα ανανεωθούν εκ νέου και στο εσωτερικό του Κρεμλίνου ανεγείρονται καινούρια κτίσματα. Ήταν η εποχή της κυριαρχίας του μέγα πρίγκιπα Ιβάν Γ΄ της Ρωσίας που είχε καταφέρει να συνενώσει τα μέχρι τότε διάσπαρτα ανεξάρτητα πριγκιπάτα και δουκάτα της Ρωσίας και να αποτινάξει το 1480 τον μογγολικό-ταταρικό ζυγό μετά από μια αναίμακτη νίκη στις όχθες του Ούγκρα απέναντι στους Τατάρους του Αχμάντ Χαν που δεν τόλμησαν να δώσουν μάχη και αποσύρθηκαν. Νωρίτερα, το 1472, είχε παντρευτεί τη Ζωή Σοφία Παλαιολογίνα, ανιψιά του τελευταίου αυτοκράτορα του Βυζαντίου Κωνσταντίνου ΙΑ' Παλαιολόγου. Βασιζόμενος σ' αυτόν τον γάμο, ο Ιβάν Γ' θεωρούσε τον εαυτό του ως νόμιμο κληρονόμο των δικαιωμάτων επί του βυζαντινού θρόνου και ο δικέφαλος αετός θα γίνει το έμβλημα του ρωσικού κράτους. Ο Ιβάν στόχευε, αφού η Κωνσταντινούπολη είχε αλωθεί, να κάνει τη Μόσχα κέντρο όλης της Ορθοδοξίας. Για το λόγο αυτό και για να έχει μια αξιοπρεπή έδρα ως «Αυτοκράτορας όλης της Ρωσίας» κάλεσε για την αναδημιουργία του Κρεμλίνου όχι μόνο όλα τα ξακουστά ονόματα των Ρώσων, αλλά και πολλούς αρχιτέκτονες από την Ιταλία, που είχαν εξαιρετική φήμη σ' όλη την Ευρώπη.

Το σύνολο των οικοδομημάτων στην Πλατεία των Καθεδρικών χαρακτηρίζεται από τη σύνθεση ρωσικών παραδόσεων και αρχών της ιταλικής αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής. Μεταξύ 1475 και 1479 θα ανεγερθεί από τον Ιταλό αρχιτέκτονα Αριστοτέλη Φιοραβάντι, πάνω από τα ερείπια του ομώνυμου ναού, ο νέος Καθεδρικός Ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου, που θα αποτελέσει και τη μητροπολιτική οικεία. Στην απέναντι πλευρά της πλατείας, ο Αλοΐζιος ο Νεώτερος, επίσης Ιταλός αρχιτέκτονας, έχτισε μεταξύ 1505 και 1508 τον Καθεδρικό Ναό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Ο Ναός της Κατάθεσης της Τιμίας Εσθήτας ολοκληρώθηκε το 1486 από Ρώσους αρχιτέκτονες από την πόλη Πσκοφ και οι ίδιοι θα αποπερατώσουν και τον Καθεδρικό Ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου το 1489. Το τελευταίο εκκλησιαστικό κτίσμα της πλατείας, το Καμπαναριό του Ιβάν του Μεγάλου, το ανέγειρε ο Ιταλός αρχιτέκτονας Μπον Φριαζίν μεταξύ 1505 και 1508. Στην ίδια πλατεία, οι Ιταλοί αρχιτέκτονες Μάρκο Ρούφο και Αντόνιο Σολάρι, θα χτίσουν και το πολυτελές, για επίσημες δεξιώσεις, Πολυεδρικό Ανάκτορο. Το παλάτι αυτό ανήκει σήμερα στο συγκρότημα του Μεγάλου Ανακτόρου του Κρεμλίνου, ενώ την εποχή εκείνη ήταν προσθήκη στο παλάτι του μέγα πρίγκιπα που δε σώζεται πλέον.

Ιταλοί τεχνίτες θα αναλάβουν και την κατασκευή των νέων τειχών και πύργων του Κρεμλίνου. Τα έργα θα διαρκέσουν μια δεκαετία, από το 1485 μέχρι το 1495 και θα είναι εμπνευσμένα οπτικώς από ιταλικά τείχη πόλεων, όπως της Βερόνας ή του Μιλάνου. Για πρώτη φορά στην ιστορία της Μόσχας θα χρησιμοποιηθούν ως οικοδομικό υλικό τούβλα, που θα προσδώσουν στο οχυρό το σημερινό τυπικό σκούρο κόκκινο χρώμα. Οι πύργοι χτίζονται πλέον σε απόσταση βολής ο καθένας. Για την προστασία του φρουρίου από πυρκαγιές, αλλά και για αμυντική διευκόλυνση, ο Ιβάν Γ' απαγόρευσε το 1493 με διάταγμα την κατασκευή ξύλινων κτιρίων σε απόσταση 240 μέτρων από τα τείχη του Κρεμλίνου.[13]

Το Κρεμλίνο τον 16ο αιώνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Τάφρος του Αλοΐζιου μεταξύ Μόσκοβα (αριστερά) και Νεγκλίναγια (δεξιά) (σχέδιο του 1600)

Τα έργα στο Κρεμλίνο συνεχίστηκαν και μετά το θάνατο του Ιβάν Γ' το 1505. Το 1508 ο διάδοχός του, μέγας πρίγκιπας Βασίλειος Γ΄ της Ρωσίας, έδωσε διαταγή να διανοιχτεί, από τη μεριά της σημερινής Κόκκινης Πλατείας, τεχνητή τάφρος από τον ποταμό Νεγκλίναγια μέχρι τον ποταμό Μόσκοβα. Σκοπός ήταν η περαιτέρω θωράκιση του Κρεμλίνου από μια μεριά όπου δεν υπήρχε φυσικό υγρό σύνορο και που ήταν το πιο αδύναμο σημείο του φρουρίου. Οι ιστορικοί διαφωνούν για το ποιος διάνοιξε το κανάλι και αποπεράτωσε τα σχετικά έργα. Μερικοί είναι της άποψης οτι ήταν έργο του Αλοΐζιου του Νεώτερου, άλλοι του Αλοΐζιου ντα Καρκάνο. Η Τάφρος του Αλοΐζιου, όπως ονομάστηκε προς τιμήν του δημιουργού, είχε πλάτος 32-34 μέτρα και βάθος 10-12 μέτρα και στις όχθες του είχε υψωθεί ένα πρόσθετο τείχος από τούβλα. Έτσι, και μέχρι το σκέπασμα της τάφρου στις αρχές του 19ου αιώνα, το Κρεμλίνο είχε μετατραπεί σε ένα τεχνητό νησί, και οι πύλες εισόδου είχαν κινητές γέφυρες που μπορούσαν να σηκωθούν σε περιπτώσεις επιθέσεων. Με την περαίωση όλων των έργων, το Κρεμλίνο είχε λάβει συνάμα και τις διαστάσεις του που έχει ως σήμερα.[2]

Το 1547 στον καθεδρικό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ο μέγας πρίγκιπας Ιβάν Δ΄ (ο Τρομερός) στέφεται από τον επικεφαλής της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ως ο πρώτος Τσάρος των Ρώσων.

Λίγα χρόνια μετά την ενθρόνισή του, ο Ιβάν Δ' καταφέρνει το 1552 και το 1556 να κατακτήσει τα ταταρικά Χανάτα του Καζάν και Αστραχάν αντίστοιχα και να ενδυναμώσει έτσι το Βασίλειο της Ρωσίας. Σε ανάμνηση των επιτυχιών του, κτίστηκε μεταξύ 1555 και 1561 μπρος από τα τείχη του Κρεμλίνου, ο Καθεδρικός Ναός του Αγίου Βασιλείου, το γνωστό σύμβολο της Κόκκινης Πλατείας.

Εντός των τειχών θα επεκταθεί μεταξύ 1563 και 1566 ο Καθεδρικός Ναός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, με την προσθήκη δυο τρούλων και τεσσάρων παρεκκλησίων με τρούλους. Το 1589, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Φιοντόρ Α΄, γιου του Ιβάν Δ', ιδρύεται στο Κρεμλίνο το Ρωσικό Πατριαρχείο, με τον μητροπολίτη Μόσχας Ιώβ να εκλέγεται Πατριάρχης. Ως συνέπεια της ίδρυσης του Πατριαρχείου, η ιδιοκτησία της μητρόπολης στο Κρεμλίνο διευρύνθηκε και χτίστηκαν καινούριες πέτρινες οικίες και εκκλησίες.[14]

Το Κρεμλίνο τον 17ο αιώνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το «Κρεμλεναγκράντ», λεπτομερές σχέδιο του Κρεμλίνου γύρω στα 1600

Στα λίγα μόλις χρόνια της βασιλείας του, από το 1598 ως το 1605, ο τσάρος Μπορίς Γκοντουνόφ, έδωσε ξεχωριστή έμφαση στα καθήκοντα της εσωτερικής του πολιτικής και στην ανάπτυξη και την κατασκευή των ρωσικών πόλεων. Στα χρόνια της βασιλείας του εμφανίζονται και τα πρώτα σχέδια της Μόσχας και του Κρεμλίνου. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει εδώ να δοθεί στο «Κρεμλεναγκράντ», ενός καταπληκτικής ομορφιάς και ακρίβειας σχεδίου του Κρεμλίνου, που χρονολογείται γύρω στο 1600 και είναι άγνωστου δημιουργού. Αξιοσημείωτο είναι πως στο σχέδιο απεικονίζονται μόνο πέτρινες κατασκευές. Στο σχέδιο φαίνεται πως σχεδόν ολόκληρη τη νοτιοδυτική περιοχή του Κρεμλίνου καταλαμβάνει η αυλή του τσάρου με σαφώς ορατό το Ανάκτορο του Μπορίς Γκοντουνόφ (το οποίο κατεδαφίστηκε το 1770). Ξεκάθαρα φαίνεται και το εφεδρικό παλάτι, με το σχήμα μιας μεγάλης πλατείας, και τη νότια πλευρά του να είναι ταυτόχρονα και τοίχος στήριξης για τον απότομο λόφο πάνω στον οποίο ήταν κτισμένο. Στην πλευρά της αυλής του τσάρου, χτίστηκε και η Χρυσή Αίθουσα της Τσαρίνας, κατοικία και χώρος υποδοχής της τσαρίνας Ιρίνας Φιόντοροβνας, συζύγου του Φιοντόρ Α΄ και αδελφής του Μπορίς Γκοντουνόφ.

Στα χρόνια της βασιλείας του Μπορίς χτίστηκε στην Πλατεία του Ιβάν και ένα συγκρότημα κτιρίων ευγενών, που ενώ στο «Κρεμλεναγκράντ» δεν διαφαίνονται οι αρχιτεκτονικές φόρμες του συγκροτήματος, αυτές φαίνεται να εντυπωσίασαν ιδιαίτερα τον Σουηδό μηχανικό Έρικ Πάλμκβιστ, μέλος της αντιπροσωπείας της Σουηδικής Πρεσβείας, αφού κάνει ιδιαίτερη μνεία στα γραπτά του και το σχεδιάζει. Τα κοσμικά αυτά κτίρια πρέπει να ήταν από τα τέλη του 16ου αιώνα και χτισμένα στους ρυθμούς της Αναγέννησης.

Το 1600, με διαταγή του τσάρου Μπορίς, θα λάβει και το Καμπαναριό του Ιβάν του Μεγάλου το τωρινό του ύψος των 81 μέτρων, που επιτεύχθηκε με την προσθήκη ενός ακόμη ορόφου και του βολβοειδούς τρούλου. Μια χρυσή επιγραφή κάτω από τον τρούλο μνημονεύει το όνομα του τσάρου. Ήταν το πιο ψηλό κτίσμα στη Μόσχα μέχρι την ανέγερση του Καθεδρικού Ναού του Χριστού-Σωτήρος το 1883.[14]

Μετά το θάνατο του βασιλιά Μπορίς το 1605, ξεκίνησε μια άγρια διαμάχη για την εξουσία, με την εμφάνιση απατεώνων τσάρων, ξένων παρεμβάσεων και κατοχών από τους Πολωνούς. Ήταν η αποκαλούμενη Εποχή των Αναστατώσεων.

Το 1612, με επικεφαλής τον πρίγκιπα Ντμίτρι Ποζάρσκι και τον έμπορο Κουζμά Μίνιν συγκροτείται στρατός εθελοντών από τους κατοίκους του Νίζνι Νόβγκοροντ, που πορεύεται προς τη Μόσχα. Μετά από σκληρές μάχες με τους Πολωνούς, οι εθελοντές καταφέρνουν να μπουν στην πρωτεύουσα, οι έγκλειστοι στο Κρεμλίνο συνθηκολογούν και η Εποχή των Αναστατώσεων τελειώνει. Το Κρεμλίνο όμως παρουσιάζει μετά απ' όλες τις ταραχές μια εικόνα πλήρους καταστροφής. Κτίρια είχαν καταστραφεί στις μάχες, το βασιλικό θησαυροφυλάκιο και οι εκκλησίες είχαν λεηλατηθεί και υποστεί βανδαλισμούς, όλα τα ξύλινα κτίρια είχαν κατεδαφιστεί και μετατραπεί σε καυσόξυλα.

Στις αρχές του 1613 εκλέγεται στο Πολυεδρικό Ανάκτορο από τη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση Ζέμσκι Σομπόρ ως καινούριος τσάρος, σε ηλικία μόλις δεκαέξι ετών, ο Μιχαήλ Ρομάνοφ - ο πρώτος βασιλιάς μιας νέας δυναστείας, η οποία κυβέρνησε τη Ρωσία για τρεις αιώνες.

Μετά την περίοδο αυτών των αναταραχών και το κλείσιμο των πολεμικών μετώπων με Σουηδία και Πολωνία, ξεκίνησαν στο Κρεμλίνο και πάλι έργα αποκατάστασης, καθώς και κατασκευής. Το 1621 επισκευάζεται και επεκτείνεται ο Πύργος του Σωτήρος, που αποτελούσε την κύρια πύλη εισόδου από την πλευρά της Κόκκινης Πλατείας. Ήταν ο πρώτος πύργος που ανακαινίστηκε, οι περισσότεροι άλλοι πύργοι ακολούθησαν προς το τέλος του 17ου αιώνα και απόκτησαν τη μέχρι και σήμερα υπάρχουσα χαρακτηριστική διακοσμητική σκεπή σε σχήμα πυραμίδας.

Το 1624 επεκτείνεται το Καμπαναριό του Ιβάν του Μεγάλου με τη λεγόμενη Πτέρυγα του Φιλάρετου.

Μεταξύ 1635 και 1636 ανεγείρεται από τέσσερεις Ρώσους αρχιτέκτονες το Παλάτι Τέρεμνου, που θα είναι η κατοικία των τσάρων και της οικογένειάς τους μέχρι τα τέλη του αιώνα. Η γραφική σιλουέτα, το ύψος (πέντε πατώματα) και τα φωτεινά χρώματα (κόκκινο, κίτρινο και πορτοκαλί) προσέδιδαν στο κτίριο μια κομψή εμφάνιση. Σήμερα αποτελεί μέρος του Μεγάλου Ανακτόρου του Κρεμλίνου και ως προεδρικό μέγαρο δεν είναι προσβάσιμο για το κοινό και δεν μπορεί να διακριθεί ολόκληρο από μακριά.[15]

Στα μέσα του 17ου αιώνα προκύπτει μια βαθιά θεολογική κρίση που καταλήγει στο σχίσμα των Παλαιοπίστων. Ο λόγος ήταν οι μεγάλες εκκλησιαστικές μεταρρυθμίσεις που εισήγαγε ο Πατριάρχης Μόσχας Νίκων. Κατά τα έτη 1652 με 1655, τη περίοδο που η καριέρα του Νίκωνα ήταν στο απόγειό της, ανακαινίστηκε και επεκτάθηκε η έδρα του Πατριάρχη στο Κρεμλίνο. Έτσι χτίστηκε Πατριαρχικό Ανάκτορο με ενσωματωμένο τον Ναό των Δώδεκα Αποστόλων. Την ανέγερση και διαμόρφωση του εσωτερικού χώρου είχαν αναλάβει διάφοροι τεχνίτες από τη Μόσχα, την υπόλοιπη Ρωσία και το εξωτερικό. Ενώ επίσημα τα έργα τελείωσαν τον Δεκέμβριο του 1655, στο εσωτερικό του οικοδομήματος συνεχίστηκαν τα έργα καλλωπισμού γι΄ άλλα τρία χρόνια μέχρι την απομάκρυνση του Νίκωνα.[16]

Τον 17ο αιώνα άρχισαν να διεισδύουν στο Κρεμλίνο και στοιχεία του νέου ευρωπαϊκού πολιτισμού. Έτσι, σε κάποια στιγμή, ξεκίνησε το πάθος του τσάρου Αλεξίου Μιχάηλοβιτς για το θέατρο. Για τις παραστάσεις των θιάσων χρησιμοποιούνταν η τέως κατοικία του βογιάρου Ιλγιά Μιλοσλάφσκι που χτίστηκε στις αρχές του 1650 και περιήλθε μετά το θάνατο του βογιάρου στα χέρια του κράτους. Παρά τις πολλαπλές διαφορετικές χρήσεις του κτιρίου αργότερα, το κτίσμα έμεινε στην ιστορία ως Παλάτι της Διασκέδασης (ρωσικά: Потешный дворец)

Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αλεξίου η κρατική μηχανή διογκώνεται και γίνεται πιο περίπλοκη. Κατά τα έτη 1675-1680 κτίστηκε το νέο διώροφο Κτίριο των Εντολοδόχων (ρωσικά: Зданиe приказов), το οποίο επεκτείνονταν από τους καθεδρικούς ναούς ως τον Πύργο του Σωτήρος.[15]

Το Κρεμλίνο τον 18ο αιώνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο 18ος αιώνας δεν ξεκίνησε με τον καλύτερο οιωνό για το Κρεμλίνο. Για άλλη μια φορά ξέσπασε το 1701 μια μεγάλη πυρκαγιά από την οποία καταστράφηκε μεγάλο μέρος του φρουρίου και ιδίως τα εναπομείναντα ξύλινα κτίσματα. Το δυτικό τμήμα του Κρεμλίνου μεταξύ του Πύργου της Αγίας Τριάδας και του Πύργου του Σομπάκιν έπεσε εξ'ολοκλήρου θύμα της φωτιάς, αφήνοντας όμως ελεύθερο ένα μεγάλο οικόπεδο, όπου ο τσάρος Πέτρος Α' δίνει εντολή να κτιστεί το Οπλοστάσιο. Λόγω του Μεγάλου Βόρειου Πολέμου και οικονομικών δυσκολιών, το Οπλοστάσιο θα αποπερατωθεί μόλις το 1736.

Το 1712 ο Πέτρος Α', που λίγα χρόνια αργότερα θα ανακηρυχτεί σε αυτοκράτορα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, μεταφέρει την πρωτεύουσα του βασιλείου από τη Μόσχα στη, μόλις λίγα χρόνια πριν ιδρυμένη, Αγία Πετρούπολη και έτσι χάνει το Κρεμλίνο την ιδιότητά του ως έδρα των τσάρων. Συνάμα τα παλαιά ανάκτορα δεν εκπληρούσαν πλέον τον σκοπό τους και φθείρονταν με το χρόνο.

Το σχέδιο του Μπαζένοφ για το καινούριο αυτοκρατορικό ανάκτορο

Στα χρόνια της αυτοκράτειρας Ελισάβετ χτίστηκε από τον Ιταλό αρχιτέκτονα Μπαρτολομέο Ραστρέλι σε ρυθμό μπαρόκ η καινούργια κύρια κατοικία των τσάρων στη Μόσχα, το Χειμερινό Ανάκτορο. Τα έργα διάρκεσαν από το 1749 μέχρι το 1753.

Το 1762 ανεβαίνει στο θρόνο η Αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β΄. Ένα χρόνο αργότερα αποφασίζει να χωρίσει το σώμα της Γερουσία σε τμήματα, δύο από τα οποία μεταφέρθηκαν στη Μόσχα. Για τις ανάγκες αυτών των τμημάτων ανεγέρθηκε μεταξύ 1776 και 1787 ένα νέο κτίριο, το Ανάκτορο της Γερουσίας. Το Ανάκτορο έχει σχήμα ισοσκελούς τριγώνου με μια εσωτερική αυλή και είναι χτισμένο σε νεοκλασικό στιλ.[17]

Για τη δεκαετία του 70 του 18ου αιώνα η Αικατερίνη Β΄ είχε μεγαλεπήβολα σχέδια. Αυτά προέβλεπαν τη ριζική μετατροπή του Κρεμλίνου και την ανέγερση μιας καινούριας αυτοκρατορικής διαμονής τεραστίων διαστάσεων με αρχιτέκτονα τον Βασίλη Μπαζένοφ. Ήδη για το λόγο αυτό είχαν γκρεμιστεί πολλά κτίρια στο Κρεμλίνο, όπως το Ανάκτορο του Μπορίς Γκοντουνόφ, το Κτίριο των Εντολοδόχων και το Θησαυροφυλάκιο, καθώς και τμήματα των νότιων τειχών. Το καινούριο ανάκτορο θα ήταν σε σχήμα «Γ» καταλαμβάνοντας όλη τη νότια πλευρά του Κρεμλίνου ως τις όχθες του Μόσκοβα και ανηφορίζοντας στα δυτικά μέχρι το χώρο του Οπλοστασίου. Ωστόσο το έργο δεν προχώρησε ποτέ, πέρα από την εξόρυξη ενός λάκκου και τα εγκαίνια θεμελίωσης το 1773. Το 1775 το πρόγραμμα εγκαταλείπεται εντελώς, επισήμως γιατί ο λόφος του Κρεμλίνου δεν θα μπορούσε να αντέξει ένα τέτοιο τεράστιο οικοδομικό σύνολο.[18] Γεγονός είναι πως ο λόφος του Κρεμλίνου έχασε ύψος την Άνοιξη του 1775. Οι πραγματικοί λόγοι που σταμάτησε το έργο παραμένουν άγνωστοι. Μπορεί να ήταν πράγματι ο φόβος για την αντοχή του λόφου, ο φόβος να γκρεμιστούν οι καθεδρικοί ναοί, απλά μια αλλαγή γνώμης της Αικατερίνης Β' και το ενδιαφέρον της για άλλους αρχιτέκτονες, η έναρξη των εργασιών για την τσαρική διαμονή στο Τσαρίτσινο ή απλά το εξωφρενικό κόστος κατασκευής.[19]

Το 1776 χτίστηκε από τον Ρώσο αρχιτέκτονα Καζακόφ (Казаков) η επισκοπική οικία. Ήταν ένα μικρό, αλλά αντιπροσωπευτικό κτίριο σε κλασικό στιλ, χτισμένο δίπλα στη Μονή Τσούντοφ.

Το Κρεμλίνο τον 19ο αιώνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Καταστροφές του 1812 στην περιοχή του Οπλοστασίου

Το 1806 ο αυτοκράτορας Αλέξανδρος Α΄ έδωσε εντολή για την ανέγερση ενός μουσείου κοντά στη θέση του Πύργου της Αγίας Τριάδας, για την έκθεση των ιστορικών όπλων, κοσμημάτων, τροπαίων, ενδυμάτων και πανοπλιών. Το έργο ανέλαβε ο Ρώσος αρχιτέκτονας Ιβάν Γιεγκότοφ και ολοκληρώθηκε το 1810. Παρόλα αυτά το μουσείο δεν πρόλαβε να λειτουργήσει, καθώς τον Ιούνιο του 1812, στα πλαίσια της γαλλικής εισβολής στη Ρωσία, ο στρατός του Ναπολέοντα πέρασε τα ρωσικά σύνορα. Κατά την υποχώρηση του ρωσικού στρατού, μεταφέρθηκαν και οι θησαυροί του τσάρου στο Νίζνι Νόβγκοροντ. Μόλις το 1814 θα ανοίξει τις πύλες του το μουσείο και θα μείνει γνωστό ως η Παλαιά Αίθουσα των Όπλων (ρωσικά: Старое здание Оружейной палаты).

Οι Γάλλοι με την είσοδο τους στη Μόσχα το Σεπτέμβριο του 1812 και τη σύντομη κατοχή της πόλης, προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές. Έτσι λεηλατήθηκαν εκκλησιαστικά κειμήλια και οι καθεδρικοί ναοί υπέστησαν ζημιές μια και χρησιμοποιούνταν ως στρατιωτικά καταλύματα ή στάβλοι. Με την αποχώρηση των Γάλλων, ο Ναπολέοντας έδωσε διαταγή να ανατιναχτεί όλο το Κρεμλίνο. Για καλή τύχη των μοσχοβιτών, τη βραδιά που ήταν να γίνουν οι ανατινάξεις, έβρεχε καταρρακτωδώς, έτσι ώστε τα μισά φιτίλια να σβήσουν πριν φτάσουν στο μπαρούτι, ενώ άλλα φιτίλια μπόρεσαν να αχρηστευτούν έγκαιρα από τους κατοίκους. Παρόλα αυτά αρκετά κτίσματα πλήττονται σοβαρά, όπως τα εξωτερικά τείχη, οι καθεδρικοί ναοί, το Καμπαναριό του Ιβάν του Μεγάλου, το Οπλοστάσιο. Συνάμα τα στρατεύματα αποχωρούν με αρκετά κλοπιμαία.

Αμέσως μετά την ήττα του Ναπολέοντα, άρχισαν και οι πολύχρονες εργασίες αποκατάστασης του Κρεμλίνου. Στα έργα συμμετείχαν οι σημαντικότεροι αρχιτέκτονες της εποχής. Ο Ρώσος αρχιτέκτονας ιταλικής καταγωγής Ιωσήφ Μποβέ αναλαμβάνει την ανακαίνιση του Πύργου του Αγίου Νικολάου και του Οπλοστασίου. Ο επίσης Ρώσοϊταλός Κάρλο Ρόσσι χτίζει την εκκλησία στη Μονή Αναλήψεως και ο Ελβετός Ντομένικο Ντζιλάρντι συμμετέχει στην αποκατάσταση του Καμπαναριού του Ιβάν του Μεγάλου. Στα πλαίσια των εργασιών αλλάζει μορφή και η γύρω περιοχή του Κρεμλίνου. Η κοίτη του ποταμού Νεγκλίναγια μεταφέρεται υπόγεια, όπου παραμένει και σήμερα, ενώ στον ελεύθερο χώρο της παλιάς κοίτης δημιουργείται ο Κήπος του Αλεξάνδρου. Και η Κόκκινη Πλατεία αλλάζει όψη, καθώς η Τάφρος του Αλοΐζιου σκεπάζεται και δημιουργείται στη θέση του χώρος περιπάτου δίπλα από τα τείχη. Μαζί με τα άλλα κτίρια, αποκαταστάθηκαν οι ζημιές και στο Ανάκτορο της Γερουσίας που πήρε την αρχική του μορφή, και έγινε η έδρα για μια σειρά ιδρύματα που στεγάζονταν εκεί και παλαιότερα.

Φωτογραφία του 1867. Στο κέντρο δεσπόζει το Μεγάλο Ανάκτορο

Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Νικολάου Α΄ (1825-1855), όλες οι ζημιές από την επιδρομή των Γάλλων έχουν αποκατασταθεί. Ο τσάρος δίνει τότε εντολή για την ανέγερση ενός νέου παλατιού, στη θέση ακριβώς που ήταν και το Χειμερινό Ανάκτορο του 1753 που υπέστη μεγάλες ζημιές από τους Γάλλους. Εκτός αυτού, ζήτησε και το χτίσιμο μιας νέας πιο ευρύχωρης Αίθουσας των Όπλων. Αρχιτέκτονας και των δυο κτιρίων ήταν ο Ρώσος γερμανικής καταγωγής Κωνσταντίνος Τον (Константин Андреевич Тон). Μεταξύ 1844 και 1851 δημιουργήθηκε ένα νεοκλασικό αυτοκρατορικό παλάτι, που ενσωμάτωσε τα ήδη υπάρχοντα κτίρια: το Πολυεδρικό Ανάκτορο και το Παλάτι Τέρεμνου. Το νέο οικοδόμημα ονομαζόταν είτε απλά Ανάκτορο, είτε Νέο Ανάκτορο, είτε Αυτοκρατορικό Ανάκτορο. Σήμερα είναι γνωστό ως το Μεγάλο Ανάκτορο του Κρεμλίνου. Σχεδόν ταυτόχρονα τελείωσε και η Αίθουσα των Όπλων, στα αριστερά του αυτοκρατορικού ανακτόρου. Τα δυο κτίρια θα ενωθούν με μια σκεπασμένη γαλαρία. Το 1898 ολοκλήρωνεται στη μεριά του Μυστικού Κήπου και με θέα τον ποταμό Μόσκοβα το μεγάλο Μνημείο του Αλεξάνδρου Β'.

Τα έργα αυτά ήταν και τα τελευταία μεγάλα του 19ου αιώνα. Το νότιο τμήμα του Κρεμλίνου παίρνει σχεδόν τη μορφή που έχει και σήμερα.

Παρά τη μεταφορά της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας στην Αγία Πετρούπολη, το Κρεμλίνο συνέχιζε το 18ο και 19ο αιώνα να είναι ένα κέντρο της κρατικής εξουσίας, όπου τελούνταν σπουδαία γεγονότα, όπως οι τελετές στέψης των τσάρων. Συνάμα το Κρεμλίνο είχε γίνει και μουσειακό συγκρότημα το οποίο μπορούσε να επισκεφτεί οποιοσδήποτε ελεύθερα. Τέλος, μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα, το Κρεμλίνο υπήρξε, λόγω των δυο μοναστηριών του (Τσούντοφ και Αναλήψεως), τόπος προσκυνήματος.[20]

Το Κρεμλίνο τον 20ο αιώνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1912 το Οπλοστάσιο παραχωρήθηκε στην «Επιτροπή Οργάνωσης Μουσείου Πατριωτικού Πολέμου του 1812» για την ανέγερση αντίστοιχου μουσείου, όμως δεν υπήρξε αρκετό ειρηνικό διάστημα για την πραγματοποίηση αυτού του σχεδίου.

Το 1913 ήταν για τη Ρωσία επετειακή χρονιά: 300 χρόνια από το τέλος της Εποχής των Αναστατώσεων και 300 χρόνια του Οίκου των Ρομάνοφ. Ιδίως η τελευταία επέτειος ήταν ιδιαίτερα φανταχτερή. Στις μητροπολιτικές αίθουσες της Μονής Τσούντοφ υπήρχε έκθεση έργων τέχνης του 17ου αιώνα προερχόμενα από πληθώρα μοναστηρίων και εκκλησιών της Ρωσίας. Η ανταπόκριση του κοινού ήταν τόσο μεγάλη, που την ίδια κιόλας χρονιά αποφασίστηκε η δημιουργία ενός μουσείου εκκλησιαστικών αρχαιοτήτων και κειμηλίων δίπλα από το Κρεμλίνο, στο οποίο θα εκθέτονταν θησαυροί από το σκευοφυλάκιο και τη βιβλιοθήκη του πατριαρχείου. Η υλοποίηση των σχεδίων αυτών δεν προχώρησε λόγω της έναρξης το 1914 του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ιδέα ωστόσο συνέχισε να υπάρχει και το 1916 μάλιστα λαμβαίνει μεγαλύτερες διαστάσεις με την προοπτική μετατροπής ολόκληρου του Κρεμλίνου σε «Ακρόπολη τέχνης και αρχαιοτήτων». Όμως η επόμενη χρονιά θα αλλάξει ριζικά την τύχη της Μόσχας και του Κρεμλίνου.[21]

Λίγο μετά τη ανάληψη της εξουσίας από τους Μπολσεβίκους και την ίδρυση της Σοβιετικής Ένωσης στις αρχές του 20ου αιώνα, το Κρεμλίνο θα υποστεί τις πιό μεγάλες καταστροφές στην ιστορία του. Ήδη κατά τη διάρκεια της Οκτωβριανής Επανάστασης σημειώθηκαν οι πρώτες καταστροφές, όταν τσαρικές δυνάμεις οχυρώθηκαν στο Κρεμλίνο και βρέθηκαν αντιμέτωπες με το πυροβολικό των επαναστατών. Η πολιορκία κράτησε μόλις πέντε μέρες, αλλά σ' αυτό το διάστημα πολλά κτίσματα είχαν πάθει ζημιά, όπως ο Πύργος του Σωτήρος, ο καθεδρικός ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου και η Μονή Τσούντοφ.

Το Μάρτιο του 1918 η σοβιετική κυβέρνηση μετέφερε ξανά την πρωτεύουσα από την Αγία Πετρούπολη στη Μόσχα. Το Κρεμλίνο γίνεται πάλι η έδρα της κρατικής εξουσίας. Στο Ανάκτορο της Γερουσίας, στεγάζεται μεταξύ 1918 και 1922 το γραφείο και το διαμέρισμα του Λένιν και στη συνέχεια μέχρι το 1953 του Στάλιν. Όλο αυτό το διάστημα η ελεύθερη πρόσβαση στο Κρεμλίνο δεν ήταν δυνατή.

Γρήγορα οι καινούριοι κάτοχοι της εξουσίας θα αλλάξουν την όψη του Κρεμλίνου. Στο διάστημα 1918 μέχρι 1935 καταστράφηκαν πέρα από μνημεία και ιερά κτίρια (ιδίως κατά την εποχή του Στάλιν): εκκλησίες, παρεκκλήσια και τα δυο μοναστήρια που μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα υπήρξαν τόποι προσκυνήματος. Στον ελεύθερο πλέον χώρο ανεγέρθηκε το 1934 στρατιωτική σχολή, μετέπειτα γνωστό ως Κτίριο 14.

Ο Καθεδρικός Ναός του Σωτήρος του Μπορ που κατεδαφίστηκε επί Στάλιν (1882)

Στις αρχές της δεκαετίας του 30 αποφασίστηκε η χρησιμοποίηση του Μεγάλου Ανακτόρου ως χώρος συνεδρίων. Για το λόγο αυτό γκρεμίστηκαν ο παρακείμενος αρχαίος (από το 1330) καθεδρικός Ναός του Σωτήρος του Μπορ, καθώς και οι ανακτορικές αίθουσες του Αγίου Ανδρέα και του Αγίου Αλέξανδρου.

Το 1935 θα απομακρυνθούν και οι επίχρυσοι δικέφαλοι αετοί από την εποχή των τσάρων που διακοσμούσαν την κορυφή των τεσσάρων πύργων εισόδου και θα αντικατασταθούν από ισάριθμους πεντάκτινους ερυθρούς αστέρες, που συμβόλιζαν την καινούργια ιδεολογία και τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης. Το 1937 θα τοποθετηθεί ένας ερυθρός αστέρας και στην κορυφή του Πύργου του Νερού.[22]

Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το Κρεμλίνο υπέστη σχετικά μικρές ζημιές. Όλοι οι θησαυροί, ιδίως από την Αίθουσα των Όπλων, είχαν μεταφερθεί για λόγους ασφαλείας στο εσωτερικό της χώρας. Παρόλα αυτά το Κρεμλίνο πλήττεται μερικές φορές από βόμβες, όπως τον Αύγουστο του 1941 που χτυπήθηκε το Οπλοστάσιο και σκοτώθηκαν 20 στρατιώτες, ή τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς όταν βόμβα σκότωσε 41 άτομα.[23]

Το 1955 ανοίγουν και πάλι οι πύλες του Κρεμλίνου για τους επισκέπτες απ' όλον τον κόσμο, οι οποίοι μπορούν και πάλι να θαυμάσουν τα εκθέματα της Αίθουσας των Όπλων και τους καθεδρικούς ναούς.

Το τελευταίο αρχιτεκτονικό σοκ για το Κρεμλίνου επήλθε στα τέλη της δεκαετίας του 50 όταν ο Νικίτα Χρουστσόφ αποφάσισε να χτίσει το Ανάκτορο των Συνεδρίων, ένα μοντέρνο κτίριο που δεν ταίριαζε καθόλου δίπλα στα υπόλοιπα ιστορικά κτίσματα του Κρεμλίνου. Το γιγαντιαίο κτίριο ολοκληρώθηκε το 1961 και για να ανεγερθεί έπρεπε να κατεδαφιστεί η Παλαιά Αίθουσα των Όπλων. Σήμερα το κτίριο είναι γνωστό ως Κρατικό Ανάκτορο του Κρεμλίνου και χρησιμοποιείται ιδίως για καλλιτεχνικές εκδηλώσεις.

Στα επόμενα χρόνια θα γίνουν μόνο έργα συντήρησης. Το 1989 θα κτιστούν στην περιοχή του Μυστικού Κήπου εγκαταστάσεις για την KGB.[24]

Το 1990, το Κρεμλίνο θα συμπεριληφθεί στον κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.

Η ανακαινισμένη Αίθουσα του Αγίου Αλεξάνδρου (πηγή:kremlin.ru)

Τον Δεκέμβριο του 1991, με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, η Μόσχα γίνεται η πρωτεύουσα της ανεξάρτητης Ρωσίας, και το Κρεμλίνο έδρα του προέδρου της χώρας. Το 1997 στα πλαίσια των εορταστικών εκδηλώσεων για την 850ή επέτειο της ίδρυσης της Μόσχας, πραγματοποιήθηκαν μεγάλες αναστηλωτικές εργασίες στο Κρεμλίνο. Με αυτή την ευκαιρία διορθώθηκαν επεμβάσεις από τη σοβιετική εποχή και ανακαινίστηκαν πάλι οι αίθουσες του Αγίου Ανδρέα και του Αγίου Αλέξανδρου στο Μεγάλο Ανάκτορο.[22]

Με την ίδρυση της Ρωσίας, το Κρεμλίνο αρχίζει και πάλι να παίζει έναν σημαντικό ρόλο στην πνευματική ζωή των Μοσχοβιτών, καθώς οι τέσσερις ναοί στην Πλατεία των Μητροπόλεων επανέρχονται στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας. Έτσι σήμερα δεν είναι μόνο μουσεία, αλλά στις ημέρες των μεγάλων θρησκευτικών εορτών και χώροι επίσημων λειτουργιών.

Το Κρεμλίνο σήμερα (2012)

Το τελευταίο διάστημα παρατηρούνται νέες κατασκευαστικές δραστηριότητες. Έτσι ολοκληρώθηκε στις αρχές του 2013 η κατασκευή ενός ελικοδρομίου για τις ανάγκες της κυβέρνησης. Δημιουργήθηκε στο νότιο χώρο του Κρεμλίνου, δίπλα από τον Μυστικό Κήπο, και καλύπτει μια έκταση 4.162 τ.μ. κατά μήκος των τειχών του Κρεμλίνου, υπό τις έντονες διαμαρτυρίες της UNESCO που δεν είχε εγκρίνει εγκαίρως τα σχέδια. Για να δημιουργηθεί χώρος για το ελικοδρόμιο, κατεδαφίστηκαν προσωρινά κτίρια που είχαν ανεγερθεί μερικά χρόνια πριν για την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφαλείας (FSB, πρώην KGB). Για την αποφυγή ζημιών στο τείχος και στα ιστορικά κτίρια και προς καθυσήχαση της UNESCO, εγκαταστάθηκαν στους πύργους του Κρεμλίνου αισθητήρες για την παρακολούθηση των επιπτώσεων των πτήσεων. Ο πύργος ελέγχου του ελικοδρομίου βρίσκεται στον Πύργο του Αγίου Πέτρου.[25]

Την ίδια χρονιά κοντά στο ελικοδρόμιο κατασκευάστηκαν εγκαταστάσεις στρατιωτικής χρήσεως για το Προεδρικό Σύνταγμα του Κρεμλίνου. Πρόκειται για ένα χώρο υπαίθριων αθλητικών ασκήσεων και ένα ιπποστάσιο μήκους 70 μέτρων για 40 από τα 200 άλογα του συντάγματος.[26]

Το 2014 αποφασίστηκε η κατεδάφιση του Διοικητικού Κτιρίου ή, όπως ήταν πιο γνωστό, Κτιρίου 14. Αυτή τη φορά η UNESCO ενημερώθηκε και συμμετείχε στις αποφάσεις εγκαίρως και τα μέτρα εγκρίθηκαν.[27]. Το Κτίριο 14 ανεγέρθηκε το 1934 με απόφαση του Στάλιν στο σημείο που νωρίτερα είχαν κατεδαφιστεί τα μοναστήρια Τσούντοφ και Αναλήψεως. Οι εργασίες κατεδάφισης ξεκίνησαν το φθινόπωρο του 2015 και ολοκληρώθηκαν την άνοιξη του 2016. Ακολούθησαν αρχαιολογικές ανασκαφές και μελέτες. Ο ελεύθερος χώρος διαμορφώθηκε σε πάρκο. Δυο γυάλινες επιφάνειες με ενημερωτικά κείμενα σκεπάζουν τμήματα των θεμελίων των μοναστηρίων που βρέθηκαν και από τον Ιανουάριο του 2017 αποτελούν, μαζί με εκθέματα των ευρημάτων, μια νέα τουριστική πορεία στο χώρο του Κρεμλίνου.[28]

Αρχιτεκτονική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πέρα από τα οχυρωματικά τείχη με τους πύργους τους, πέρα από δρόμους και πλατείες, το αρχιτεκτονικό σύνολο του Κρεμλίνου περιλαμβάνει σήμερα μεμονωμένα κτίσματα, που είτε χρησιμοποιούνται από την κυβέρνηση (το Ανάκτορο της Γερουσίας, το Μεγάλο Ανάκτορο), είτε από τη διοίκηση του Κρεμλίνου και την προεδρική φρουρά (το Οπλοστάσιο, το Παλάτι της Διασκέδασης), είτε είναι προσπελάσιμα για τουρίστες (οι ναοί, το Πατριαρχικό Ανάκτορο, η Αίθουσα των Όπλων).

Τείχη και πύργοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι διαστάσεις του Κρεμλίνου της Μόσχας αντιστοιχούν περίπου με τις διαστάσεις που είχε στα χρόνια του μέγα πρίγκηπα Ιβάν Γ΄ της Ρωσίας στα τέλη του 15ου αιώνα. Τη σχεδόν τριγωνική έκταση των 375 στρεμμάτων περιβάλλουν τείχη από σκουροκόκκινα τούβλα μήκους σχεδόν 2.235 μέτρων και ύψους μεταξύ 8 και 19 μέτρων. Σε όλο το μήκος των τειχών υπάρχουν 20 πύργοι συμπεριλαμβανομένου του Πύργου Κουτάφια, από τους οποίους οι 18 έχουν ανεγερθεί μαζί με τα τείχη μεταξύ 1485 και 1499 [29]. Τα οχυρωματικά έργα περιλάμβαναν και μια τεχνητή τάφρο (ανοίχτηκε στις αρχές του 16ου αιώνα από τη μεριά της Κόκκινης Πλατείας και σκεπάστηκε τον 19ο αιώνα), καθώς και αρκετές ξύλινες κινητές γέφυρες που οδηγούσαν πάνω από την τάφρο ή τον ποταμό Νεγκλίναγια στους πύργους εισόδου, καθώς και μικρότερα τείχη και προγεφυρώματα. Από τα εκτός των τειχών έργα, έχει σωθεί μόνο ο Πύργος Κουτάφια (ρωσικά: Кутафья башня), που χρησίμευε ως προγεφύρωμα για τη γέφυρα που οδηγούσε στην είσοδο του Κρεμλίνου από την πλευρά του Πύργου της Αγίας Τριάδας.

Χαρακτηριστικό των τειχών είναι οι πυκνές πολεμίστρες ύψους περίπου δυο μέτρων, που χρησίμευαν για την προστασία των κανονιών σε περίπτωση επίθεσης. Το πλάτος πάνω στα τείχη ήταν μέχρι και 4,5 μέτρα, έτσι ώστε οι υπερασπιστές να έχουν ευχέρεια στις κινήσεις τους. Πρακτικά μπορούσε κανείς από κάθε πύργο να ανέβει στα τείχη. Σήμερα τα τείχη, όπως και οι πύργοι δεν είναι προσβάσιμα για τουρίστες.

Ο Πύργος του Σωτήρος με τον τσαρικό δικέφαλο στην κορυφή, μπροστά από το Μαυσωλείο του Λένιν (1931)

Το Κρεμλίνο διαθέτει τέσσερις πύργους εισόδου. Πρόκειται για τους πύργους Μποροβίτσκι, Αγίας Τριάδας, Αγίου Νικολάου και Σωτήρος, από τους οποίους μόνο οι δυο πρώτοι επιτρέπουν την είσοδο και έξοδο, ενώ ο τελευταίος μόνο την έξοδο των τουριστών. Τον 17ο αιώνα διακοσμήθηκαν και οι τέσσερις στην κορυφή τους με το έμβλημα των τσάρων, έναν επιχρυσωμένο δικέφαλο αετό. Αυτοί αντικαταστάθηκαν μόλις το 1935, σχεδόν 20 χρόνια μετά την πτώση του τσάρου, με το σοβιετικό σύμβολο του ερυθρού αστέρα. Αρχικά υπήρχαν ενδοιασμοί για την καταστροφή ιστορικών μνημείων, αλλά αφού διαπιστώθηκε πως οι αυτοκρατορικοί αετοί άλλαζαν από αιώνα σε αιώνα λόγω φθοράς και οι υπάρχοντες ήταν προϊόντα του 19ου και 20ου αιώνα, αποφασίστηκε η αντικατάσταση. Ακολούθησαν πολλές συζητήσεις του Πολιτικού Γραφείου για το αν θα χρησιμοποιηθούν σημαίες ή σφυροδρέπανα, για να καταλήξουν στα κόκκινα αστέρια. Τα πρώτα αστέρια ήταν από επιχρυσωμένο ανοξείδωτο χάλυβα, διακοσμημένα με σφυροδρέπανα και με λαμπερούς ημιπολύτιμους λίθους. Το νέφος όμως της Μόσχας τα μαύρισε σ' ένα μόλις χρόνο και επιπλέον αποδείχτηκαν πολύ βαριά για τους πύργους όπου ήταν κρεμασμένα. Έτσι τα αστέρια αντικαταστάθηκαν ξανά το 1937 με καινούρια. Αυτή τη φορά το υλικό ήταν τέτοιο ώστε να ξεπλένεται εύκολα και για τη λάμψη χρησιμοποιήθηκαν ισχυρές λάμπες 5.000 W στο εσωτερικό τους, καθώς και ανεμιστήρες για να μην υπερθερμανθούν. Αυτά τα αστέρια διακοσμούν και σήμερα τους πύργους εισόδου, καθώς και τον Πύργο του Νερού και το φως τους είναι ορατό τη νύχτα ως μια απόσταση δέκα χιλιομέτρων.[30]

Ως πιο γνωστός και σημαντικός από τους πύργους εισόδου, θεωρείται ο Πύργος του Σωτήρος (ρωσικά: Спасская башня) προς την πλευρά της Κόκκινης Πλατείας. Μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα, ήταν η κύρια πύλη εισόδου για το Κρεμλίνο. Από το 2014 είναι δυνατή η έξοδος τουριστών προς την Κόκκινη Πλατεία. Ο πύργος χτίστηκε το 1491 από τον Ιταλό αρχιτέκτονα Πιέτρο Σολάρι. Αρχικά ονομάζονταν <<Φρολοφσκαγιά>>, από το όνομα της εκκλησίας των μαρτύρων Φρολ και Λαύρου που βρισκόταν κοντά στο Κρεμλίνο. Το τωρινό όνομα δόθηκε το 1658 με διάταγμα του τσάρου Αλέξιου και προερχόταν από την εικόνα του Σωτήρος, που ήταν αναρτησμένη στην πύλη από την πλευρά της Κόκκινης Πλατείας, η οποία δεν έχει διασωθεί, όμως φαίνεται καθαρά ο χώρος όπου ήταν αναρτημένη. Το αρχικό ρολόι που διακοσμούσε το πάνω τμήμα του από τις αρχές του 17ου αιώνα, αντικαταστήθηκε το 1707 από ένα μελωδικό ρολόι, ολλανδικής προέλευσης. To 1851 αναρτήθηκε το ρολόι που υπάρχει και σήμερα. Το σοβιετικό αστέρι στην κορυφή στερεώθηκε για πρώτη φορά το 1935 εκτοπίζοντας τον δικέφαλο αετό του τσάρου και αντικαταστήθηκε το 1937 μ' ένα καινούριο ανεμοπεριστρεφόμενο και φωτιζόμενο άστρο με άνοιγμα 3,75 μέτρα. Ο πύργος έχει δέκα ορόφους και το ύψος είναι 67,3 μέτρα, μαζί με το αστέρι στην κορυφή 71 μέτρα.[31]

Ο Πύργος του Αγίου Νικολάου (ρωσικά: Никольская башня) βρίσκεται επίσης προς την πλευρά της Κόκκινης Πλατείας. Είναι ο δεύτερος πύργος βορειότερα από τον Πύργο του Σωτήρος και όπως αυτός, χτίστηκε το 1491 και από τον ίδιο αρχιτέκτονα. Το όνομά του το έλαβε από το ελληνικό μοναστήρι του Αγίου Νικολάου που βρισκόταν έξω από το Κρεμλίνο στο δρόμο που οδηγούσε στον πύργο, καθώς κι από την εικόνα του Αγίου Νικολάου που ήταν τοποθετημένη πάνω από την πύλη. Η τωρινή σκεπή του, που θυμίζει γοτθικό ρυθμό, κατασκευάστηκε το 1806 με σχέδια του Ιταλού αρχιτέκτονα Λουίτζι Ρούσκα. Το 1812 καταστράφηκε από το στρατό του Ναπολέοντα που αποχωρούσε, αλλά μεταξύ 1816 και 1819 αναστηλώνεται από τον Ιωσήφ Μποβέ. Ο πύργος υπέστη εκ νέου σοβαρές ζημιές κατά τον βομβαρδισμό του Κρεμλίνου από τους μπολσεβίκους το 1917, αλλά το επόμενο έτος διορθώνεται υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Μαρκόβνικοφ. Και σ'αυτόν τον πύργο αντικαταστάθηκε το 1935 ο τσαρικός δικέφαλος αετός με το σοβιετικό αστέρι. Το αρχικά επιχρυσωμένο αστέρι, αντικαταστάθηκε το 1937 από ένα κόκκινο άστρο. Ο πύργος έχει ύψος 67,1 μέτρα, μαζί με το αστέρι στην κορυφή 70,4 μέτρα.[32]

Ο Πύργος της Αγίας Τριάδας (ρωσικά: Троицкая башня) βρίσκεται στη δυτική πλευρά του Κρεμλίνου. Μετά τον Πύργο του Σωτήρος, αποτελεί τον δεύτερο πιο σημαντικό πύργο του φρουρίου. Από εδώ διέρχονται σήμερα οι περισσότεροι τουρίστες που επισκέπτονται το Κρεμλίνο. Η κατασκευή του ολοκληρώθηκε το 1499 από τον Αλοΐζιο ντα Καρκάνο. Το 1516 χτίστηκε μια πέτρινη γέφυρα πάνω από τον ποταμό Νεγκλίναγια που κατέληγε στον προωθημένο Πύργο Κουτάφια. Το τωρινό του όνομα το έλαβε ο πύργος το 1658 από το μετόχι της λαύρας της Αγίας Τριάδας και Αγίου Σεργίου στο Σέργκιεφ Ποσάντ που βρισκόταν αμέσως μετά την είσοδο του στο Κρεμλίνο. Από τον πύργο αυτό περάσαν το 1812 τα στρατεύματα του Ναπολέοντα κατακτώντας το Κρεμλίνο και από εκεί αποχώρησαν μερικές εβδομάδες αργότερα. Μεταξύ 1870 και 1895 υπήρξε χώρος αποθήκευσης των αρχείων της τσαρικής αυλής. Το 1901 ανανεώθηκε η πέτρινη γέφυρα προς τον Πύργο Κουτάφια. Ο πύργος έχει έξη επίγειους και δύο υπόγειους ορόφους και χρησίμευε τον 16ο και 17ο αιώνα ως φυλακή. Το ύψος του ποικίλλει, καθώς βρίσκεται ακριβώς στην πλαγιά του λόφου του Κρεμλίνου. Από το εσωτερικό του φρουρίου είναι 65,7 μέτρα (69,3 μέτρα με το άστρο στην κορυφή) και από την εξωτερική μεριά 76,4 μέτρα (80,0 μέτρα με το άστρο) και έτσι καθίσταται ο πιο ψηλός από τους 20 πύργους.[33]

Ο Πύργος του Μποροβίτσκι (ρωσικά: Боровицкая башня) βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά του Κρεμλίνου, κοντά στην Αίθουσα των Όπλων. Αποτελεί τον δεύτερο πύργο εισόδου για τους τουρίστες και ταυτόχρονα τη διέλευση για τα μέλη της κυβέρνησης. Η βάση του χτίστηκε το 1490, επίσης από τον Ιταλό Σολάρι. Το όνομά του το πήρε πιθανώς από ένα πευκόδασος (<<Μπορ>> στα αρχαία ρωσικά) που κάλυπτε τον ομώνυμο λόφο. Αξιοσημείωτο είναι ότι τ' όνομα επιβίωσε ως σήμερα, παρόλο που με διαταγή του τσάρου το 1658 μετονομάστηκε σε <<Πύργο του Προδρόμου>>, λόγω της κοντινής στην πύλη εκκλησίας του Ιωάννη του Προδρόμου. Στα τέλη του 17ου αιώνα κατασκευάστηκαν τρία επιπλέον επίπεδα, καθώς και μια κορυφή και ο πύργος έλαβε το σημερινό του ύψος. Το 1812, η ανατίναξη από τα ναπολεόντεια στρατεύματα του διπλανού Πύργου του Νερού, κατέστρεψε και μέρος αυτού του πύργου. Οι ζημιές επισκευάστηκαν μεταξύ 1816 και 1819 από τον Ιωσήφ Μποβέ. Μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα υπήρχε εδώ μια κινούμενη γέφυρα πάνω από τον Νεγκλίναγια, που όμως απομακρύνθηκε μετά την επιστέγαση του ποταμού. Ο πύργος έχει ύψος 50,7 μέτρα, μαζί με το αστέρι στην κορυφή 54 μέτρα.[34]

Ο Πύργος του Νερού

Άξιοι μνείας είναι και οι τρεις γωνιακοί πύργοι του Κρεμλίνου: ο Γωνιακός Πύργος του Οπλοστασίου (ρωσικά: Угловая Арсенальная башня) στη βόρεια γωνία, ο Πύργος του Νερού (ρωσικά: Водовзводная башня) στη νοτιοδυτική γωνία και ο Πύργος του Μπεκλεμίσεφ (ρωσικά: Беклемишевская башня) στη νοτιοανατολική γωνία του Κρεμλίνου (οι δυο τελευταίοι παράλληλα στον Μόσκοβα). Οι πύργοι αυτοί έχουν μιαν ιδιαιτερότητα: οι βάσεις τους είναι κυκλικές, σε αντίθεση με τις βάσεις των υπολοίπων που είναι ορθογώνιες. Λόγω τις θέσεώς τους στις γωνίες των τειχών, έπαιζαν σπουδαίο ρόλο στην άμυνα του φρουρίου, πράγμα που διαφαίνεται και στα ανοίγματα στη βάση τους για τα στόμια των κανονιών. Επίσης στο παρελθόν είχαν ιδιαίτερη σημασία για την παροχή πόσιμου νερού. Οι πύργοι Μπεκλεμίσεφ και ο Γωνιακός του Οπλοστασίου είχαν στο εσωτερικό τους πηγάδι, ενώ ο πύργος του Νερού είχε μηχανική αντλία για την άντληση νερού από τον Μόσκοβα.

Ο μοναδικός πύργος που κτίστηκε μετά τον 15ο αιώνα είναι ο μικροσκοπικός Πύργος του Τσάρου (ρωσικά: Царская башня). Ο πυργίσκος αυτός δεν εξυπηρετούσε κανέναν αμυντικό σκοπό και ήταν μόνο διακοσμητικός. Χτίστηκε το 1680 πάνω από το τείχος και βρίσκεται προς τη μεριά της Κόκκινης Πλατείας, κοντά τον Πύργο του Σωτήρος. Το πομπώδες όνομά του προέκυψε από ένα μύθο, σύμφωνα με τον οποίο σ' εκείνη τη θέση υπήρχε ένα παρατηρητήριο από το οποίο ο πρώην τσάρος Ιβάν ο Τρομερός παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα στην Κόκκινη Πλατεία. Το ύψος του είναι 14,5 μέτρα, μαζί με τον ανεμοδείκτη στην κορυφή 16,7 μέτρα.[35]

Τα ιερά κτίρια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Καθεδρικός Ναός Κοίμησης της Θεοτόκου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Καθεδρικός Ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου

Ο Καθεδρικός Ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου (ρωσικά: Успенский собор) είναι ο αρχαιότερος των τριών καθεδρικών ναών που απαρτίζουν την Πλατεία των Καθεδρικών. Το 1472 ξεκίνησε στη θέση δυο παλαιοτέρων εκκλησιών και υπό την εποπτεία μοσχοβιτών αρχιτεκτόνων, η κατασκευή του καθεδρικού ναού που θ' αντιπροσώπευε καλύτερα τις αυξανόμενες απαιτήσεις της Μόσχας ως πρωτεύουσα της Ρωσίας. Το 1474 όμως και ενώ είχε ολοκληρωθεί η κατασκευή ως και τα τόξα, ο ναός κατέρευσε. Αιτία ήταν ένας σεισμός, σε συνδυασμό με την κακή ποιότητα του κονιάματος και λάθος υπολογισμούς κατά την κατασκευή των τειχών και τόξων. Κατόπιν αυτού, ο μέγας πρίγκιπας Ιβάν Γ΄ ανέθεσε το έργο στον τον Ιταλό αρχιτέκτονα Αριστοτέλη Φιοραβάντι, ο οποίος ξεκίνησε με το έργο το 1475 με την απομάκρυνση των ερειπίων της προηγούμενης προσπάθειας και με τη μεταφορά των θεμελίων σε μεγαλύτερο βάθος. Κατόπιν εντολής του μητροπολίτη, ο Φιοραβάντι έπρεπε να πάρει ως πρότυπο τον ομώνυμο καθεδρικό ναό του Βλαντίμιρ, με τον οποίο έχει τελικά κοινά την απλή τετράγωνη δομή και τους πέντε τρούλους. Ο αρχιτέκτονας προσέθεσε όμως και στοιχεία της αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής. Η κατασκευή του καθεδρικού ναού ολοκληρώθηκε το 1479.[36]

Πριν τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αγία Πετρούπολη, ο καθεδρικός αυτός ναός ήταν η προσωπική εκκλησία των Μεγάλων Πριγκιπών και Τσάρων. Και μετά τη αλλαγή πρωτεύουσας όμως, παρέμεινε ο τόπος στέψης των βασιλιάδων και αυτοκρατόρων. Ο ναός υπέστη πολλές καταστροφές από πυρκαγιές και εισβολές μεταξύ του 16ου και 19ου αιώνα, που πάντα όμως διορθώνονταν. Με την επικράτηση των μπολσεβίκων, απαγορεύτηκαν οι θρησκευτικές τελετές και ο ναός, όπως και όλο το Κρεμλίνο, έκλεισε για το κοινό. Το 1955 θα ξανανοίξει τις πύλες του ως μουσείο και από το 1990 διεξάγονται και πάλι σε ορισμένες μέρες λειτουργίες.

Σήμερα ο καθεδρικός αυτός ναός είναι ένα από τα πιο δημοφιλή αξιοθέατα του Κρεμλίνου. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι τοιχογραφίες του 15ου μέχρι 17ου αιώνα, το εικονοστάσιο με εικόνες, η αρχαιότερη των οποίων χρονολογείται από τον 12ο αιώνα (του Αγίου Γεωργίου) και ο «Θρόνος του Μονομάχου» που σκαλίστηκε περίτεχνα το 1551 για τον τσάρο Ιβάν Δ'. Στον καθεδρικό ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου βρίσκονται και οι τάφοι σχεδόν όλων των πατριαρχών μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα.[37]

Καθεδρικός Ναός Αρχαγγέλου (Μιχαήλ)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Καθεδρικός Ναός του Αρχαγγέλου

Ο Καθεδρικός Ναός του Αρχαγγέλου (ρωσικά: Архангельский собор) βρίσκεται στη νοτιοανατολική πλευρά της Πλατείας των Καθεδρικών και χτίστηκε στα χρόνια 1505 με 1508 από τον επίσης Ιταλό αρχιτέκτονα Αλοΐζιο το Νεώτερο στη θέση αρχαιότερου ομώνυμου ναού. Ο ναός έχει κτιστεί προς τιμήν του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, προστάτη των Ρώσων ηγετών. Μεταξύ του 14ου και 17ου αιώνα, υπήρξε ο χώρος ταφής των ηγετών του βασιλείου.

Η αρχιτεκτονική μορφή του καθεδρικού ναού είναι ένα μείγμα παραδοσιακής παλιάς ρωσικής τέχνης (όπως η κατασκευή των πέντε τρούλων), με στοιχεία της ιταλικής Αναγέννησης (όπως η διακόσμηση στις προσόψεις). Στο εσωτερικό εντυπωσιάζουν οι τοιχογραφίες και το εικονοστάσιο από τον 17ο αιώνα.

Το 16ο αιώνα προστέθηκαν στην ανατολική πρόσοψη δυο αψίδες και το 18ο αιώνα έγιναν κατασκευές στήριξης του ναού που κινδύνευε από κατολίσθηση προς τη μεριά του Μόσκοβα.

Καθεδρικός Ναός Ευαγγελισμού της Θεοτόκου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Καθεδρικός Ναός του Ευαγγελισμού

Ο Καθεδρικός Ναός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου (ρωσικά: Благовещенский собор) βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά της Πλατείας των Καθεδρικών, δίπλα από το Μεγάλο Ανάκτορο. Κτίστηκε μεταξύ 1484 και 1489 από Ρώσους τεχνίτες της πόλης Πσκοφ στη θέση μιας ομώνυμης πέτρινης εκκλησίας του 14ου αιώνα. Και εκείνη την εποχή βρίσκονταν δίπλα από τη βασιλική κατοικία και έτσι έγινε προσωπικός ναός των μεγάλων πριγκίπων, που μπορούσαν να εισέλθουν στον ιερό χώρο διαμέσου μιας σκεπασμένης γαλαρίας. Στα υπόγεια του ναού ήταν τοποθετημένος ο θησαυρός των ηγετών και τα αρχεία του κράτους. Μερικές φορές τα υπόγεια ήταν και φυλακές για επικίνδυνους πολιτικούς κρατουμένους. Στα χρόνια του Ιβάν Δ' ο ναός θα μεγαλώσει αισθητά και θα δημιουργηθεί μια επιπλέον είσοδος στη νότια πλευρά. Μεταξύ του 18ου και 20ου αιώνα έγιναν πολλές ανακαινίσεις και επισκευές μια και προκλήθηκαν αρκετές ζημιές ως αποτέλεσμα πυρκαγιών και πολεμικών δράσεων.

Κύριο αξιοθέατο αποτελούν οι τοιχογραφίες του 16ου αιώνα και το εικονοστάσιο με εικόνες του Θεοφάνη του Έλληνα και του Αντρέι Ρουμπλιόφ που είχαν σκεπαστεί από μεταγενέστερες εικονογραφήσεις, για να ανακαλυφτούν ξαφνικά κατά τη διάρκεια εργασιών αποκαταστάσεως που ξεκίνησαν το 1918. Η έκπληξη ήταν μεγάλη όταν εμφανίστηκαν αυτά τα αριστουργήματα, που θεωρούνταν χαμένα από τη μεγάλη πυρκαγιά του 1547.[38]

Ο Ναός της Κατάθεσης της Τιμίας Εσθήτας

Ναός της Κατάθεσης της Τιμίας Εσθήτας της Θεοτόκου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ναός της Κατάθεσης της Τιμίας Εσθήτας της Παναγίας Θεοτόκου (ρωσικά: Церковь Положения ризы Пресвятой Богородицы) είναι ο μικρότερος των ναών στην Πλατεία των Καθεδρικών. Βρίσκεται στα δυτικά αυτής και δίπλα από το Πολυεδρικό Ανάκτορο. Χτίστηκε κατά τα έτη 1484-1485 από Ρώσους τεχνίτες της πόλης Πσκοφ, όπως και ο ναός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Σε σχέση με τους καθεδρικούς ναούς, είναι κατά πολύ μικρότερη και έχει μόνον έναν επίχρυσο τρούλο. Ήταν η εκκλησία των μητροπολιτών και πατριαρχών, μέχρι την ανέγερση του Πατριαρχικού Ανακτόρου στα μέσα του 17ου αιώνα.

Στο εσωτερικό αξιοθέατα είναι οι τοιχογραφίες με κυρίαρχο θέμα την Παναγία, καθώς και το εικονοστάσιο.

Καμπαναριό του Ιβάν του Μεγάλου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Καμπαναριό του Ιβάν του Μεγάλου

Το Καμπαναριό του Ιβάν του Μεγάλου (ρωσικά: Колокольня Ивана Великого) κλείνει την ανατολική πλευρά της Πλατείας των Καθεδρικών και συνάμα τη χωρίζει από την Πλατεία του Ιβάν. Με 81 μέτρα είναι το πιο ψηλό κτίσμα στο συγκρότημα του Κρεμλίνου. Ως σήμερα εξυπηρετεί τις ανάγκες των καθεδρικών ναών του Κρεμλίνου, καθώς οι ίδιοι δεν έχουν δικά τους καμπαναριά. Το 1329 στη θέση του σημερινού καμπαναριού υπήρχε η μικρή εκκλησία του Αγίου Ιωάννη (Ιβάν) της Κλίμακος απ' όπου πήρε το όνομά του, όπως και η Πλατεία. Τη σημερινή μορφή του την απέκτησε σε μεγάλο βαθμό στα χρόνια 1508 με 1508, όταν η παλιά ετοιμόρροπη εκκλησία αντικαταστάθηκε από τον Ιταλό αρχιτέκτονα Μπον Φριαζίν. Στην αρχή είχε ύψος μόνο 60 μέτρων, αλλά με εντολή του Μπορίς Γκοντουνόφ το καμπαναριό ανυψώθηκε και άλλο μέχρι τα 81 μέτρα.

Το 1624 θα γίνει μια επέκταση του καμπαναριού, η λεγόμενη Πτέρυγα του Φιλαρέτου (ρωσικά: Филаретова пристройкa). Χτίστηκε ως επιπλέον καμπαναριό για να αναρτηθεί μεγάλη καμπάνα. Νωρίτερα, στα χρόνια 1531 με 1543 χτίζεται εφαπτόμενα ο Ναός της Αναστάσεως με καμπαναριό και μόλις από τα τέλη του 17ου αιώνα μετατράπηκε αυτή η εκκλησία σε συμπληρωματικό κωδωνοστάσιο και άλλαξε όνομα και είναι πλέον γνωστό ως Καμπαναριό της Κοίμησης της Θεοτόκου (ρωσικά: Успенская звонница).

Το 1812 το καμπαναριό υπέστη ζημιές από το στρατό του Ναπολέοντα, αλλά μόλις τρία χρόνια αργότερα αυτές είχαν αποκατασταθεί.

Συνολικά, μαζί με τις δύο επεκτάσεις, υπάρχουν 22 καμπάνες διαφορετικών μεγεθών και ήχων. Η μεγαλύτερη καμπάνα είναι της Κοίμησης της Θεοτόκου στο ομώνυμο κωδωνοστάσιο και έχει βάρος 65,5 τόνους.

Ανάκτορα και μουσεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μεγάλο Ανάκτορο του Κρεμλίνου (με το Πολυεδρικό Ανάκτορο και το Παλάτι Τέρεμνου)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Μεγάλο Ανάκτορο

Το Μεγάλο Ανάκτορο του Κρεμλίνου (ρωσικά: Большой Кремлёвский дворец) είναι ένα σύνολο από διάφορα εντυπωσιακά επίσημα κτίρια που ανεγέρθηκαν σε διαφορετικούς αιώνες και χρησίμευαν ως χώρος κατοικίας ή δεξίωσης, αρχικά των Μεγάλων Δουκών και αργότερα των τσάρων. Προτού αποπερατωθεί τον 19ο αιώνα το τωρινό συγκρότημα, υπήρχαν στην ίδια θέση αρχικά ξύλινες και αργότερα πέτρινες κατοικίες των αρχόντων του Κρεμλίνου.

Κεντρικό τμήμα του αρχιτεκτονικού συνόλου, αποτελεί το νεοκλασικό αυτοκρατορικό παλάτι, το οποίο χτίστηκε μεταξύ 1838 και 1849 από τον Ρώσο αρχιτέκτονα Κωνσταντίν Τον κατ' εντολή του τσάρου Νικολάου Α'. Βρίσκεται στην πλαγιά που οδηγεί προς τον Μόσκοβα. Ως το 1917 ήταν ο χώρος διαμονής και εργασίας του τσάρου και της οικογένειάς του όταν βρισκόταν στη Μόσχα. Επειδή ταυτόχρονα ήταν και χώρος δεξιώσεων, το εσωτερικό του ανακτόρου έχει πέντε ιδιαιτέρως πομπώδεις αίθουσες, που αποτελούν σήμερα και το κύριο αξιοθέατό του. Οι αίθουσες αυτές, που βρίσκονται στο ισόγειο και στον πρώτο όροφο, έχουν πάρει τις ονομασίες τους από τα ύπατα παράσημα της ρωσικής αυτοκρατορίας. Η πιο γνωστή, μεγαλύτερη και πολυτελής είναι η αίθουσα του Αγίου Γεωργίου κατά το παράσημο του Τάγματος του Αγίου Γεωργίου. Μεγαλόπρεπα ήταν και τα ιδιωτικά δωμάτια της τσαρικής οικογένειας. Η πολυτελής διακόσμηση είναι στο πνεύμα της εποχής με στοιχεία της Αναγέννησης, αλλά και του Βυζαντίου και της Ρωσίας και χαρακτηρίζεται από την κομψότητα, το καλό γούστο και την υψηλή ποιότητα των εργασιών. Συνολικά το παλάτι αριθμεί περίπου 700 δωμάτια.

Το Παλάτι Τέρεμνου (διακρίνεται η σκεπή με μοτίβο σκακιέρας και οι τρούλοι των μικρών εκκλησιών)

Από το ισόγειο του αυτοκρατορικού παλατιού καταλήγει κανείς άμεσα και στα υπόλοιπα κτίρια του ανακτόρου, μια και ο Τον το έχτισε έτσι ώστε να απορροφήσει τα υπάρχοντα κτίσματα. Ιδιαίτερα φαίνεται αυτό στο Παλάτι Τέρεμνου που εξαφανίστηκε οπτικά σχεδόν παντελώς πίσω από το καινούριο παλάτι του τσάρου. Το Παλάτι Τέρεμνου (ρωσικά: Теремной дворец) που αποτελεί σήμερα την κατοικία του προέδρου της Ρωσίας, ανεγέρθηκε με πρωτοβουλία του τσάρου Μιχαήλ Α' μεταξύ 1635 και 1636 από τέσσερις Ρώσους αρχιτέκτονες και βρίσκονταν αρχικά δίπλα από παλαιότερα κτίσματα κατοικίας του τσάρου που γκρεμίστηκαν τον 18ο αιώνα. Η ονομασία προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «τέρεμνον» που σημαίνει κατοικία ή στέγαση. Αρχιτεκτονικά διαφέρει πολύ από το νέο αυτοκρατορικό παλάτι, έχοντας στοιχεία της ρωσικής κατασκευαστικής τέχνης του 16ου και 17ου αιώνα. Χαρακτηριστικό του πενταώροφου κτίσματος είναι τα πολλά ξύλινα διακοσμητικά σχέδια στα παράθυρα, καθώς και η σκεπή με το μοτίβο σκακιέρας.

Το Παλάτι Τέρεμνου χρησίμευσε μέχρι και το τέλος του 17ου αιώνα ως τόπος κατοικίας των τσάρων. Συνεπώς το παλάτι διαθέτει και πλήθος άρτια διαρρυθμισμένων αιθουσών. Αξιοθέατα είναι για παράδειγμα το υπνοδωμάτιο του τσάρου, η αίθουσα συνεδρίασης ή ο χώρος κάτω από τη σκεπή, το ονομαζόμενο «Τερέμ». Επίσης στο παλάτι αυτό ανήκουν και πέντε μικρές εκκλησίες που χρησίμευαν στα μέλη της τσαρικής οικογένειας ως προσωπικοί ναοί. Οι εκκλησίες αυτές διακρίνονται μόνο από τη άκρως δυτική πλευρά της Πλατείας των Καθεδρικών από τους συνολικά 11 τρούλους. Κοντά σε εκείνο το σημείο βρίσκεται και η Χρυσή Κάμαρα της Τσαρίνας (ρωσικά: Золотая Царицына палата), χτισμένη στα τέλη του 16ου αιώνα ως χώρος διαμονής και δεξιώσεων της τσαρίνας και που τώρα είναι σκεπασμένη σχεδόν παντελώς από τα άλλα κτίσματα του Μεγάλου Ανακτόρου. Σήμερα ανήκει και αυτή στην προσωπική κατοικία του προέδρου της Ρωσίας.

Το Πολυεδρικό Ανάκτορο

Σε αντίθεση με τα δυο προηγούμενα κτίσματα, το Πολυεδρικό Ανάκτορο (ρωσικά: Грановитая палата) διακρίνεται εύκολα και είναι στραμμένο προς την Πλατεία των Καθεδρικών. Πρόκειται για το αρχαιότερο τμήμα του συγκροτήματος. Κτίστηκε το 1492 από τους Ιταλούς αρχιτέκτονες Ρούφο και Σολάρι, κατ' εντολή του Ιβάν Γ' στα πλαίσια της ανάπλασης του Κρεμλίνου. Εξ' αρχής ήταν ένα επίσημο κτίριο όπου, είτε γιόρταζαν οι τσάροι τις στρατιωτικές τους επιτυχίες, είτε γίνονταν επίσημες δεξιώσεις προς τιμήν υψηλών ξένων επισκεπτών, είτε υπογράφονταν σπουδαίες κρατικές συμφωνίες. Για το λόγο αυτό, η μοναδική αίθουσα δεξιώσεων στο εσωτερικό του κτιρίου, καταλαμβάνει τον μεγαλύτερο χώρο και είναι διαρρυθμισμένη πολυτελέστατα. Στις τοιχογραφίες διακρίνονται στιγμές από την ιστορία του ρωσικού κράτους και της εκκλησίας.

Όλα τα κτίρια του συγκροτήματος του Μεγάλου Ανακτόρου, ως μέρος της κατοικίας και του χώρου εργασίας του Ρώσου προέδρου, δεν είναι σήμερα προσβάσιμα για τουρίστες και επισκέπτες.

Πατριαρχικό Ανάκτορο και Ναός των Δώδεκα Αποστόλων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Πατριαρχικό Ανάκτορο και ο Ναός των Δώδεκα Αποστόλων

Το Πατριαρχικό Ανάκτορο (ρωσικά:Патриарший дворец) βρίσκεται στο βόρειο άκρο της Πλατείας των Καθεδρικών. Χτίστηκε μεταξύ 1652 και 1655 με εντολή του Πατριάρχη Μόσχας Νίκωνα από διάφορους τεχνίτες από τη Μόσχα, την υπόλοιπη Ρωσία και το εξωτερικό. Ενώ επίσημα τα έργα τελείωσαν τον Δεκέμβριο του 1655, συνεχίστηκαν τα έργα καλλωπισμού στο εσωτερικό του οικοδομήματος για άλλα τρία χρόνια, μέχρι την απομάκρυνση του Νίκωνα.[16] Ενσωματωμένος στο κτίριο είναι και ο Ναός των Δώδεκα Αποστόλων (ρωσικά: церковь Двенадцати апостолов) και έτσι συνδυάζεται ασυνήθιστα ένα επίσημο κοσμικό κτίριο με ένα ιερό κτίσμα. Ο ναός καταλαμβάνει τη μισή έκταση του ανακτόρου και με τους πέντε τρούλους θυμίζει αρχιτεκτονικά το γειτονικό καθεδρικό ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου. Μέχρι την κατάργηση του Πατριαρχείου και την αντικατάστασή του από την Ιερά Σύνοδο, υπήρξε η έδρα των Πατριαρχών της Μόσχας. Αργότερα, ενώ οι χώροι κατοίκησης έγιναν μουσείο για το κοινό, ο ναός συνέχισε τη λειτουργία του μέχρι την ανάληψη της εξουσίας από τους μπολσεβίκους. Το Ανάκτορο άνοιξε τις πύλες του και πάλι μόλις το 1955.

Το κύριο αξιοθέατο αποτελεί σήμερα η παλιά επίσημη αίθουσα, η Αίθουσα του Σταυρού, που χρησιμοποιούνταν αρχικά για εκκλησιαστικά συμβούλια και για δεξιώσεις. Είχε εμβαδόν 280 τ.μ. και ήταν εκείνη την εποχή η μεγαλύτερη αίθουσα της Ρωσίας της οποίας η οροφή δεν στηριζόταν από πυλώνες.[39] Αργότερα παρασκευαζόταν εκεί το Άγιο Μύρο. Σήμερα μπορεί κανείς να θαυμάσει το χώρο παραγωγής του Αγίου Μύρου και τα σχετικά αντικείμενα για την παρασκευή και την αποθήκευσή του. Επίσης εκτίθενται διάφορα πολύτιμα αντικείμενα από την καθημερινή ζωή των πατριαρχών και των τσάρων του 16ου και 17ου αιώνα, καθώς και εκκλησιαστικά αντικείμενα που μεταφέρθηκαν εδώ τον 20ο αιώνα από κατεστραμμένους ναούς. Στο ναό εντυπωσιάζει το μεγαλοπρεπές εικονοστάσιο από τη Μονή της Αναλήψεως του Κρεμλίνου που καταστράφηκε το 1929.

Ανάκτορο της Γερουσίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Ανάκτορο της Γερουσίας. Στα δεξιά φαίνεται η οροφή της ροτόντας

Το Ανάκτορο της Γερουσίας (ρωσικά: Сенатский дворец) βρίσκεται στο ανατολικό μέρος των τειχών του Κρεμλίνου, στεγάζει σήμερα το προεδρικό γραφείο και είναι η έδρα της κυβέρνησης, όπως και στην εποχή της Σοβιετικής Ένωσης.

Το τριώροφο νεοκλασικό κτίριο χτίστηκε στα χρόνια 1776 με 1787 σύμφωνα με τα σχέδια του Ρώσου αρχιτέκτονα Ματβέϊ Καζάκοβ. Η κάτοψη δείχνει τρεις πτέρυγες που δημιουργούν μεταξύ τους ένα τρίγωνο, του οποίου η μια μεριά εφάπτεται σχεδόν των τειχών του Κρεμλίνου και φαίνεται καθαρά από τη μεριά της Κόκκινης Πλατείας. Οι επισκέπτες του Κρεμλίνου βλέπουν συνήθως τη νότια γωνία του τριγώνου που βρίσκεται στην Πλατεία του Ιβάν.

Το εσωτερικό του ανακτόρου διαθέτει, εκτός από τα γραφεία του προέδρου και του προσωπικού, επίσης αρκετές επίσημες αίθουσες. Η μεγαλύτερη από αυτές ονομάζεται Αίθουσα της Αικατερίνης και βρίσκεται στην ανατολική γωνία του τριγωνικού κτιρίου που είναι μια μεγάλη ροτόντα. Η αίθουσα, που χρησιμοποιείται σήμερα μερικές φορές για επίσημες δεξιώσεις, είναι διακοσμημένη με πολυάριθμα γλυπτά και μπορεί να συγκριθεί με τις επίσημες αίθουσες του Μεγάλου Ανακτόρου.

Αρχικά το κτίριο ήταν έδρα της Κυβερνητικής Γερουσίας, ενός νομοθετικού κρατικού οργάνου δημιουργημένου τον 18ο αιώνα από τον τσάρο Πέτρο Α'. Από κει προήλθε και η ονομασία του κτίσματος. Το 19ο αιώνα ήταν χώρος γραφείου για διάφορες δημόσιες υπηρεσίες και επίσης για σύντομο διάστημα δικαστήριο, ώσπου μετά το 1917 να επέλθει στα χέρια της σοβιετικής κυβέρνησης. Εδώ ο αρχιεπαναστάτης Λένιν είχε όχι μόνο το γραφείο του, αλλά και ένα μικρό διαμέρισμα, όπως αργότερα και ο Στάλιν.

Οπλοστάσιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Οπλοστάσιο

Το Οπλοστάσιο (ρωσικά: Арсенал) βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του Κρεμλίνου. Για τους επισκέπτες που έρχονται από την είσοδο του Πύργου της Αγίας Τριάδας, είναι το πρώτο κτίριο που φαίνεται από τ' αριστερά. Η κατασκευή του συνδέεται με μια τρομερή πυρκαγιά το 1701 κατά την οποία καταστράφηκε μεγάλο μέρος των σπιτιών που βρίσκονταν στην περιοχή. Με πρωτοβουλία του τσάρου Πέτρου Α' τα ελεύθερα οικόπεδα αγοράστηκαν και το 1702 μια ομάδα Ρώσων αρχιτεκτόνων ξεκίνησε την κατασκευή του κτιρίου, που προοριζόταν όχι μόνο ως στρατιωτική αποθήκη, αλλά και ως χώρος μεταφοράς και έκθεσης λαφύρων και αρχαίων όπλων. Το 1706 τα έργα διεκόπησαν λόγω του πολέμου με τη Σουηδία και την έλλειψη κονδυλίων. Το κτίριο αποπερατώθηκε μόλις το 1736 και ένα χρόνο αργότερα έπεσε το ίδιο θύμα μιας νέας πυρκαγιάς που κατέστρεψε ένα μεγάλο μέρος του. Οι ζημιές αποκαταστάθηκαν μόλις στα χρόνια 1786 με 1796. Με την αποχώρηση των στρατευμάτων του Ναπολέοντα ανατινάχτηκε μεγάλο μέρος του Οπλοστασίου και τα καινούρια έργα αποκατάστασης ολοκληρώθηκαν, πάλι πολύ αργότερα, το 1828.

Τον 19ο αιώνα το Οπλοστάσιο χρησιμοποιήθηκε για τον σκοπό ανέγερσής του, αλλά μετά το 1917 ήταν στρατώνας για τον επαναστατικό στρατό. Ακόμα και σήμερα είναι στρατώνας της φρουράς, καθώς και στέγη για τις διοικητικές υπηρεσίες του Κρεμλίνου.

Αίθουσα των Όπλων και Ταμείο των Διαμαντιών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Αίθουσα των Όπλων

Παρά την ονομασία του, η Αίθουσα των Όπλων (ρωσικά: Оружейная палата) δεν είναι μια αίθουσα, αλλά ένα νεοκλασικό ανάκτορο που κτίστηκε μεταξύ 1844 και 1851 από τον Ρώσο αρχιτέκτονα Κωνσταντίν Τον που είχε ανεγείρει και το Μεγάλο Ανάκτορο, στο οποίο μοιάζει και μορφολογικά. Αποτελεί σήμερα το μεγαλύτερο από πλευράς εκθεμάτων (γύρω στα 4.000 αντικείμενα) μουσείο εντός του Κρεμλίνου.

Τον 16ο αιώνα, ίσως και νωρίτερα, υπήρχαν στο Κρεμλίνο πολλά εργαστήρια κατασκευής όπλων, κοσμημάτων και εικόνων. Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αγία Πετρούπολη τα εργαστήρια του φρουρίου έκλεισαν. Μεγάλο μέρος όμως των ήδη έτοιμων έργων συνέχιζε να βρίσκεται στο Κρεμλίνο, αποθηκευμένο σε διαφορετικά σημεία του συγκροτήματος. Με την ανέγερση της Αίθουσας των Όπλων ως μουσείου, υπήρχε για πρώτη φορά ένα ειδικά φτιαγμένο κτίριο για να υποδεχτεί και για να εκθέσει αυτά τα αριστουργήματα τέχνης στο κοινό. Μετά την επανάσταση του 1917 το κτίριο έκλεισε για ένα μικρό διάστημα, ώσπου να ξανανοίξει το 1924 και να αυξηθεί ο αριθμός των εκθεμάτων με μεγάλο τμήμα του θησαυρού από τους καθεδρικούς ναούς του Κρεμλίνου, από το Πατριαρχικό Ανάκτορο και τα άλλα ιστορικά κτίσματα.

Σήμερα τα εκθέματα διαμοιράζονται σε εννιά αίθουσες στον πρώτο και δεύτερο όροφο του κτιρίου. Στις πέντε αρχιτεκτονικά ενδιαφέρουσες αίθουσες του δευτέρου ορόφου βρίσκεται μια πληθώρα από αντικείμενα της καθημερινότητας του Κρεμλίνου, της εκκλησιαστικής ζωής, καθώς και μικρά όπλα. Η έκθεση περιλαμβάνει επίσης ξένα αριστουργήματα που δόθηκαν ως δώρα στους άρχοντες του Κρεμλίνου. Εδώ βρίσκονται και μερικά από τα φημισμένα πασχαλινά αυγά του χρυσοχοείου του Φαμπερζέ.

Στις τέσσερις αίθουσες του πρώτου ορόφου βρίσκονται σύμβολα εξουσίας της αυτοκρατορικής αυλής, μεταξύ άλλων η τελετουργική βασιλική τήβεννος και το φόρεμα της στέψης, αριστουργήματα των εγχώριων κεντητών, εμβλήματα των τσάρων όπως το Καπέλο του Μονομάχου, θρόνοι, συλλογές βαγονιών και τελετουργικές ιπποσκευές.

Στο ίδιο κτίριο βρίσκεται και η έκθεση του Ταμείου των Διαμαντιών (ρωσικά: Алмазный фонд) που άνοιξε για πρώτη φορά το 1967. Η ιδέα ενός Κρατικού Ταμείου ήταν του Πέτρου Α' που με διακήρυξή του όριζε και οι επόμενοι τσάροι ή τσαρίνες να εναποθέτουν ένα μέρος των κοσμημάτων που αποκτούσαν στη διάρκεια της εξουσίας τους στο Ταμείο που περιέρχονταν έτσι στα χέρια του κράτους και όχι της αυτοκρατορικής οικογένειας. Πραγματικά οι επόμενες γενεές των τσάρων αύξησαν ολοένα το θησαυρό. Με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο κρατικός θησαυρός θα μεταφερθεί για σιγουριά στο Κρεμλίνο, όπου θα παραμείνει στα κελάρια αρκετά χρόνια. Μετά την ίδρυση της Σοβιετικής Ένωσης θα ιδρυθεί και το Σοβιετικό Ταμείο Διαμαντιών που αναλαμβάνει τη διαχείριση του θησαυρού.[40] Οι οικονομικές δυσκολίες των πρώτων χρόνων διακυβέρνησης της χώρας και τα έξοδα προπαγάνδας στο εξωτερικό, οδηγούν τους κυβερνώντες στην πώληση μεγάλου μέρους του θησαυρού του ταμείου, αρχικά κρυφά και αργότερα σε ανοιχτές δημοπρασίες σε οίκους του Βερολίνου, της Βιέννης, του Λονδίνου και της Νέας Υόρκης.[41] Τα υπόλοιπα όμως κομμάτια, που ήταν και τα πιο σημαντικά, εκθέτονται στο υπόγειο του κτιρίου της Αίθουσας των Όπλων. Αρχικά η συλλογή ήταν μόνο για τα μάτια υψηλών αξιωματούχων, με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης μπορούσαν να θαυμάσουν τα έργα και τουρίστες. Από το Ταμείο εκθέτονται πολύτιμα μοναδικά κομμάτια χρυσοχόων, καθώς και διαμάντια, πολύτιμες πέτρες και κομμάτια χρυσού της περιουσίας των τσάρων. Παγκόσμια γνωστά είναι το διαμάντι του Ορλόφ που βρίσκεται πάνω στο σκήπτρο του τσάρου και το διαμάντι του Σάχη που χάρισε το 1829 στον τσάρο Νικόλαο Α' ο Σάχης της Περσίας.

Παλάτι της Διασκέδασης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Παλάτι της Διασκέδασης

Το Παλάτι της Διασκέδασης (ρωσικά: Потешный дворец) είναι σήμερα το μοναδικό παράδειγμα ενός σπιτιού των βογιάρων. Χτίστηκε το 1651 με 1652 από το βογιάρο Ιλγιά Μιλοσλάφσκι. Μετά το θάνατό του, η περιουσία του ήρθε στα χέρια του κράτους και ο τσάρος Αλέξιος διέταξε την αναμόρφωση του κτιρίου για να χρησιμεύσει ως χώρος παραστάσεων. Από τότε πήρε το κτίσμα και το όνομά του και το διατήρησε και μετά το 18ο αιώνα, όταν ξαναχρησιμοποιήθηκε ως κατοικία. Σήμερα χρησιμοποιείται από υπηρεσίες της διοίκησης του Κρεμλίνου.

Χαρακτηριστικό του κτίσματος είναι η σκεπή. Εκεί είναι χτισμένο ένα εκκλησάκι που ανήκε στον πρώτο ιδιοκτήτη του σπιτιού και που στηρίζεται με τέσσερις ασυνήθιστες κονσόλες στην πρόσοψη του κτιρίου.

Το κτίριο βρίσκεται μεταξύ του Κρατικoύ Ανακτόρου του Κρεμλίνου και του δυτικού τμήματος των τειχών του Κρεμλίνου, σε μια οδό που είναι κλειστή για τους επισκέπτες. Το σπίτι φαίνεται από την πλευρά του Πύργου της Αγίας Τριάδας.

Άλλα γνωστά κτίρια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κρατικό Ανάκτορο του Κρεμλίνου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Κρατικό Ανάκτορο σε γραμματόσημο

Το ονομαζόμενο Κρατικό Ανάκτορο του Κρεμλίνου (ρωσικά: Государственный Кремлёвский Дворец) χτίστηκε μόλις το 1961. Αρχικά ονομαζόταν «Ανάκτορο Συνεδρίων του Κρεμλίνου» και ήταν κυρίως χώρος διεξαγωγής μεγάλων πολιτικών συναθροίσεων, όπως τα συνέδρια του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης. Επίσης ήταν και σκηνή για μουσικές εκδηλώσεις, όπως παραστάσεις του μπαλέτου Μπολσόι. Με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης άλλαξε όνομα, καθώς δεν υπήρχαν πλέον κομματικά συνέδρια. Το κτίριο χρησιμοποιείται πλέον μόνο για πολιτιστικές εκδηλώσεις (κυρίως συναυλίες).

Το ανάκτορο έχει ύψος 27 μέτρα και αρχιτεκτονικά δεν ταιριάζει καθόλου στο συγκρότημα του Κρεμλίνου. Στην κεντρική πρόσοψη, απέναντι από το Οπλοστάσιο, έχει κάλυψη από άσπρο μάρμαρο και γυάλινα τοιχώματα. Στο εσωτερικό του βρίσκεται η κύρια αίθουσα συναυλιών και η αίθουσα εορταστικών εκδηλώσεων, χωρητικότητας 6.000 και 4.500 θεατών αντίστοιχα.

Μνημεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κανόνι του Τσάρου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Κανόνι του Τσάρου
Κύριο λήμμα: Κανόνι του Τσάρου

Το Κανόνι του Τσάρου (ρωσικά: Царь-пушка) που βρίσκεται στην Πλατεία του Ιβάν, είναι το πιο γνωστό ρωσικό προϊόν χύτευσης του 16ου αιώνα. Δημιουργός του ήταν το 1586 ο Ρώσος Αντρέι Τσόχοφ που κατασκεύασε το τεράστιο για την εποχή κανόνι και το στόλισε εξωτερικά με διακοσμητικά σχέδια και την εικόνα του έφιππου τσάρου Φιοντόρ Α'. Αρχικά είχε τοποθετηθεί στην Κόκκινη Πλατεία για την άμυνα του Κρεμλίνου και τον εκφοβισμό των εχθρών. Το 1706 μεταφέρθηκε μπροστά από το Οπλοστάσιο του Κρεμλίνου και από το 1960 και μετά βρίσκεται στην τωρινή του θέση. Με μια εσωτερική διάμετρο 890 χιλιοστών και βάρος 39 τόνων, είναι ένα από τα μεγαλύτερα κανόνια του κόσμου, που όμως ποτέ δεν τέθηκε σε λειτουργία. Η βάση του και τα παρακείμενα βόλια είναι μόνο διακοσμητικού χαρακτήρα και κατασκευάστηκαν τον 19ο αιώνα.

Καμπάνα του Τσάρου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Καμπάνα του Τσάρου σε φωτογραφία του 1860
Κύριο λήμμα: Καμπάνα του Τσάρου

Άλλο ένα ιδιαίτερο ρωσικό προϊόν χύτευσης αποτελεί η Καμπάνα του Τσάρου (ρωσικά: Царь-колокол, προφέρεται Τσαρ κόλοκολ). Έχει ύψος 6,14 μέτρα και βρίσκεται επίσης στην Πλατεία του Ιβάν, στη γωνία με την οδό Μποροβίτσκι. Όπως και το Κανόνι του Τσάρου, έτσι και η καμπάνα αυτή δεν τέθηκε ποτέ σε λειτουργία. Κατασκευάστηκε μεταξύ 1734 και 1737 από τον Ρώσο Ιβάν Ματόριν και μετά το θάνατό του του 1735 εν συνεχεία από τον υιό του Μιχαήλ. Για την κατασκευή της ανοίχτηκε λάκκος χύτευσης βάθους 10 μέτρων (κοντά στο σημείο που βρίσκεται και σήμερα η καμπάνα) και χρησιμοποιήθηκαν πάνω από 200.000 κιλά μετάλλου, μεγάλο μέρος όμως του οποίου προερχόταν από μια παλαιότερη καμπάνα που κατέπεσε από ένα ειδικά φτιαγμένο ξύλινο καμπαναριό στην πυρκαγιά του 1701. Το χύσιμο της καμπάνας προξένησε πολλές δυσκολίες και ευτύχησε μόλις με τη δεύτερη προσπάθεια. Πριν όμως προλάβει να τοποθετηθεί στη θέση της, ξέσπασε το 1737 ξανά μεγάλη πυρκαγιά, κατά την οποία κάηκαν και οι ξύλινες κατασκευές που θα σήκωναν την καμπάνα. Τα φλεγόμενα κομμάτια αυτών των κατασκευών έπεσαν στον λάκκο χύτευσης όπου βρίσκονταν η καμπάνα, με αποτέλεσμα αυτή να υπερθερμανθεί. Στις προσπάθειες κατάσβεσης της πυρκαγιάς, έπεσε κρύο νερό πάνω στην καυτή καμπάνα και έτσι από την απότομη αλλαγή θερμοκρασίας δημιουργήθηκαν πολλές ρωγμές και ένα κομμάτι μετάλλου αποκολλήθηκε. Μέχρι και σήμερα αυτό το κομμάτι είναι τοποθετημένο δίπλα από την καμπάνα.

Μετά την καταστροφική αυτή πυρκαγιά, η καμπάνα έπεσε σε αφάνεια, ώσπου το 1836 ανασύρθηκε με πολλές δυσκολίες από το λάκκο χύτευσης και στήθηκε στο σημερινό της σημείο. Από τότε είναι από τα πιο διάσημα μνημεία του Κρεμλίνου. Εκτός από τις τεράστιες διαστάσεις, εντυπωσιάζουν και τα διακοσμητικά σχέδια στην επιφάνειά της, μεταξύ άλλων και με τα πορτρέτα της τσαρίνας Άννας και του τσάρου Αλέξιου.

Κατεστραμμένα κτίσματα του Κρεμλίνου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Μονή Τσούντοφ γύρω στα 1900
Η Μονή Αναλήψεως και ο Πύργος του Σωτήρος στα τέλη του 19ου αιώνα

Τα πιο αρχαία από τα σημερινά κτίρια του Κρεμλίνου είναι μόλις από τον 15ο αιώνα, παρόλο που το Κρεμλίνο δημιουργήθηκε τρεις αιώνες νωρίτερα. Συνεπώς καταστράφηκε άγνωστος αριθμός κτισμάτων μέχρι σήμερα, τα οποία πρέπει να βρίσκονταν στη θέση των σημερινών κτιρίων. Με την πληθώρα των ανακαινίσεων, αναπλάσεων και αντικαταστήσεων στη διάρκεια των αιώνων, χάθηκαν και πολλά αρχιτεκτονικά πολύτιμα μνημεία. Επιπλέον πολλές καταστροφές σε ξύλινες κατασκευές προκλήθηκαν από το μεγάλο αριθμό των πυρκαγιών που έπλητταν το Κρεμλίνο. Στοιχεία και σχέδια των οικοδομημάτων του Κρεμλίνου που χάθηκαν, υπάρχουν κυρίως για τη μετά τον 17ο αιώνα εποχή. Αρχαιότερα κτίρια αναφέρονται το πολύ περιληπτικά σε χρονικά της εποχής. Η παλαιότερη γνωστή ως σήμερα επιχείρηση κατεδαφίσεων στο Κρεμλίνο, ήταν στα χρόνια της Αικατερίνης Β', περί το 1770. Τότε υπήρχε σχέδιο κατασκευής ενός τεραστίου τσαρικού ανακτόρου και για το λόγο αυτό κατεδαφίστηκαν πολλά κτίσματα, όπως το Ανάκτορο του Μπορίς Γκοντουνόφ ή το Θησαυροφυλάκιο. Ακόμα και τμήματα των νότιων τειχών έπεσαν θύματα της μεγαλόπνοης ιδέας, αφού η πρόσοψη του καινούριου ανακτόρου ήταν να ανεγερθεί στις όχθες του Μόσκοβα (τα τείχη αναστυλώθηκαν αμέσως μετά την εγκατάλειψη της ιδέας).

Το Διοικητικό Οικοδόμημα (ή Κτίριο 14)

Ωστόσο τις πιο δραματικές καταστροφές στα οικοδομήματά του υπέστη το Κρεμλίνο μόλις τον 20ο αιώνα, λίγο μετά την ίδρυση της Σοβιετικής Ένωσης. Ιδίως τα ιερά κτίσματα δεινοπάθησαν την περίοδο 1918 με 1935, κατά την οποία καταστράφηκαν 12 ναοί, πέντε παρεκκλήσια και μερικά κοσμικά κτίρια. Μερικές εκκλησίες, όπως των Κωνσταντίνου και Ελένης στα νοτιοανατολικά του Κρεμλίνου, κατεδαφίστηκαν με την πρόφαση ότι ήταν ετοιμόρροπες, χωρίς όμως ποτέ να ξαναχτιστούν. Η μεγαλύτερη καταστροφή όμως αφορούσε τα δυο μοναστήρια που υπήρχαν εκείνη την εποχή, παρόλο γεμάτα ζημιές μετά τις μάχες του Οκτωβρίου 1917. Οι μονές Τσούντοφ και Αναλήψεως κατεδαφίστηκαν ολοκληρωτικά, κειμήλια και θησαυροί των δυο μοναστηριών μοιράστηκαν στα μουσεία, μεταξύ άλλων και στην Αίθουσα των Όπλων, όπου βρίσκονται τα πιο πολύτιμα αντικείμενα.

Με την κατεδάφιση το 1950 της Παλαιάς Αίθουσας των Όπλων του 19ου αιώνα, εξαφανίστηκε το τελευταίο ιστορικό κτίριο στο χώρο του Κρεμλίνου.

Το 2016 ολοκληρώθηκε η κατεδάφιση του Διοικητικού Κτιρίου ή, όπως ήταν πιο γνωστό, Κτιρίου 14. Δεν συγκαταλέγονταν στα ιστορικά κτίρια, μια κι είχε ανεγερθεί μόλις το 1934 στο σημείο που βρισκόταν η Μονή Τσούντοφ. Αρχικά χρησιμοποιήθηκε ως στρατιωτική σχολή, για να χρησιμεύσει αργότερα ως διοικητικό κτίριο. Στον ελεύθερο χώρο βρίσκεται τώρα το νέο πάρκο του Κρεμλίνου.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Asja Iwanowna Romanenko: Der Patriarchenpalast; Art-Courier, Μόσχα 2001; (Γερμανικά)
  • Wenzel Jacob, Agnieszka Lulinska: Der Kreml: Gottesruhm und Zarenpracht; Hirmer, Μόναχο 2004; (Γερμανικά)
  • Moskau, από τη σειρά Club Reiseführer; Falk-Verlag, Μόναχο 1999; (Γερμανικά)
  • Irina Rodimzewa, Nikolai Rachmanow, Alfons Raimann: Der Kreml und seine Kunstschätze; Hirmer, Μόναχο 1989; (Γερμανικά)

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Александр Можаев: Поводь зело велика Αρχειοθετήθηκε 2022-01-08 στο Wayback Machine., Bolschoi Gorod, 19.04.2003 (ρωσικά)
  2. 2,0 2,1 russiancity.ru: Τα τείχη και οι πύργοι του Κρεμλίνου της Μόσχας; αναγνώστηκε στις 05.08.2013 (ρωσικά)
  3. Επίσημη ιστοσελίδα Κρεμλίνου: Επίσκεψη Κρεμλίνου; αναγνώστηκε στις 14.11.2017 (ρωσικά)
  4. Επίσημη ιστοσελίδα του Καμπαναριού Ιβάν ο Μέγας: Ιστορία; αναγνώστηκε στις 05.08.2013 (αγγλικά)
  5. Επίσημη ιστοσελίδα του Καμπαναριού Ιβάν ο Μέγας: Αληθινοί Μύθοι; αναγνώστηκε στις 05.08.2013 (αγγλικά)
  6. Επίσημη ιστοσελίδα Κρεμλίνου: Ιστορία του Κρεμλίνου της Μόσχας, αναγνώστηκε στις 14.11.2017 (ρωσικά)
  7. Επίσημη ιστοσελίδα Κρεμλίνου: Εισιτήρια - Όροι επίσκεψης; αναγνώστηκε στις 14.11.2017 (ρωσικά)
  8. Επίσημη ιστοσελίδα Κρεμλίνου: Αρχαιότητες του λόφου του Κρεμλίνου; αναγνώστηκε στις 14.11.2017 (ρωσικά)
  9. Επίσημη ιστοσελίδα Κρεμλίνου: Οχύρωση; αναγνώστηκε στις 14.11.2017 (ρωσικά)
  10. N.N.Voronin: Московский Кремль (1156–1367 гг.) Αρχειοθετήθηκε 2013-10-28 στο Wayback Machine.; Μόσχα 1958; σελ. 55–56 (ρωσικά)
  11. N.N.Voronin: Московский Кремль (1156–1367 гг.) Αρχειοθετήθηκε 2013-10-28 στο Wayback Machine.; Μόσχα 1958; σελ. 57–59 (ρωσικά)
  12. Επίσημη ιστοσελίδα Κρεμλίνου: <<Το καντήλι δεν θα σβήσει...>>; αναγνώστηκε στις 14.11.2017 (ρωσικά)
  13. Επίσημη ιστοσελίδα Κρεμλίνου: Ο καιρός των μεγαλειώδων κατασκευών στο Κρεμλίνο; αναγνώστηκε στις 15.11.2017 (ρωσικά)
  14. 14,0 14,1 Επίσημη ιστοσελίδα Κρεμλίνου: Έδρα των ρώσων τσάρων και πατριαρχών; αναγνώστηκε στις 15.11.2017 (ρωσικά)
  15. 15,0 15,1 Επίσημη ιστοσελίδα Κρεμλίνου: Ο τελευταίος αιώνας των Τσάρων της Μόσχας; αναγνώστηκε στις 15.11.2017 (ρωσικά)
  16. 16,0 16,1 Asja Iwanowna Romanenko: Der Patriarchenpalast; Art-Courier, Μόσχα 2001; σελ. 17–18 (γερμανικά)
  17. Επίσημη ιστοσελίδα Κρεμλίνου: Κέντρο της μοσχοβίτικης πρωτοκαθεδρίας; αναγνώστηκε στις 15.11.2017 (ρωσικά)
  18. Albert J. Schmidt: The architecture and planning of classical Moscow: a cultural history. American Philosophical Society, Φιλαδέλφεια 1999, σελ. 38–40 (αγγλικά)
  19. Wenzel Jacob, Agnieszka Lulinska: Der Kreml: Gottesruhm und Zarenpracht; Hirmer, Μόναχο 2004; σελ. 322–323 (γερμανικά)
  20. Επίσημη ιστοσελίδα Κρεμλίνου: Η παλιά πόλη του Κρεμλίνου; αναγνώστηκε στις 15.11.2017 (ρωσικά)
  21. Επίσημη ιστοσελίδα Κρεμλίνου: Η παλιά πόλη του Κρεμλίνου; αναγνώστηκε στις 16.11.2017 (ρωσικά)
  22. 22,0 22,1 Επίσημη ιστοσελίδα Κρεμλίνου: Ο εικοστός αιώνας; αναγνώστηκε στις 16.11.2017 (ρωσικά)
  23. Ιγκόρ Ελκόφ: Οχυρό; Εφημερίδα Российская газета, 18.12.2008 (ρωσικά)
  24. Ιστοσελίδα με εικόνες αντιπαράθεσης της παλιάς και της τωρινής Μόσχας Αρχειοθετήθηκε 2012-04-03 στο Wayback Machine.; αναγνώστηκε στις 05.08.2013 (ρωσικά)
  25. Μαρίνα Ομπράζκοβα: Η Μόσχα κατασκεύασε ελικοδρόμια[νεκρός σύνδεσμος]; Σελίδα πληροφόρησης La Russie d'Aujourd'hui, 16.07.2013 (γαλλικά)
  26. Ιγκόρ Ελκόφ: Γιατί εγκαινίασαν στάβλο στο Κρεμλίνο; Εφημερίδα Российская газета, 22.08.2013 (ρωσικά)
  27. Επίσημη ιστοσελίδα UNESCO: Το Κρεμλίνο και η Κόκκινη Πλατεία, Μόσχα; αναγνώστηκε στις 17.11.2017 (αγγλικά)
  28. Σελίδα πληροφόρησης Lenta.ru, 29.01.2017 (ρωσικά)
  29. Επίσημη ιστοσελίδα Κρεμλίνου: Πύργοι του Κρεμλίνου; αναγνώστηκε στις 20.11.2017 (ρωσικά)
  30. Βσεβολόντ Αρσιένιεβ: 'Αστρα για πιάσιμο; Εφημερίδα Российская газета, 05.05.2006 (ρωσικά)
  31. Επίσημη ιστοσελίδα Κρεμλίνου: Πύργος του Σωτήρος; αναγνώστηκε στις 20.11.2017 (ρωσικά)
  32. Επίσημη ιστοσελίδα Κρεμλίνου: Πύργος του Αγίου Νικολάου; αναγνώστηκε στις 20.11.2017 (ρωσικά)
  33. Επίσημη ιστοσελίδα Κρεμλίνου: Πύργος της Αγίας Τριάδας; αναγνώστηκε στις 20.11.2017 (ρωσικά)
  34. Επίσημη ιστοσελίδα Κρεμλίνου: Πύργος του Μποροβίτσκι; αναγνώστηκε στις 20.11.2017 (ρωσικά)
  35. Επίσημη ιστοσελίδα Κρεμλίνου: Πύργος του Τσάρου; αναγνώστηκε στις 20.11.2017 (ρωσικά)
  36. Επίσημη ιστοσελίδα Κρεμλίνου: Ο Καθεδρικός Ναός της Κοίμησης; αναγνώστηκε στις 21.11.2017 (ρωσικά)
  37. Irina Rodimzewa, Nikolai Rachmanow, Alfons Raimann: Der Kreml und seine Kunstschätze; Hirmer, Μόναχο 1989; σελ. 78–92 (γερμανικά)
  38. Irina Rodimzewa, Nikolai Rachmanow, Alfons Raimann: Der Kreml und seine Kunstschätze; Hirmer, Μόναχο 1989; σελ. 98-114 (γερμανικά)
  39. Moskau, από τη σειρά Club Reiseführer; Falk-Verlag, Μόναχο 1999; σελ. 57 (γερμανικά)
  40. Βλαντίμιρ Μπορίσοβιτς Ρίμπκιν: Ταμείο Διαμαντιών Ρωσίας Αρχειοθετήθηκε 2016-03-04 στο Wayback Machine.; Федеральный справочник Том № 21, αναγνώστηκε στις 09.08.2013 (ρωσικά)
  41. Ματίας Σέππ: Η κατάρα των διαμαντιών; Περιοδικό Der Spiegel, 14.07.2008 (γερμανικά)