Κουκονήσι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 39°53′08.34″N 25°16′02.79″E / 39.8856500°N 25.2674417°E / 39.8856500; 25.2674417

Κουκονήσι
Νησάκι
Η νησίδα Κουκονήσι
Γεωγραφία
ΑρχιπέλαγοςΑιγαίο Πέλαγος
Νησιωτικό σύμπλεγμαΚανένα
Αριθμός νήσων1
Χώρα
ΠεριφέρειαΠεριφέρεια Βορείου Αιγαίου
ΝομόςΛέσβου
Δημογραφικά
Πληθυσμός0 (απογραφής 2001)

Το Κουκονήσι είναι νησίδα στον κόλπο του Μούδρου, στη Λήμνο, στην οποία έχει εντοπιστεί σημαντικός προϊστορικός οικισμός.

Θέση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Κουκονήσι είναι μικρή ελλειψοειδής νησίδα στα ΒΑ του Μούδρου, με μήκος περίπου 470 μ., πλάτος περίπου 380 μ. και μέγιστο υψόμετρο 10 μ.[1]

Από την απέναντι ακτή το χωρίζει μια αβαθής θαλάσσια στενωπός πλάτους 400 μέτρων περίπου, η οποία συχνά αποξηραίνεται δημιουργώντας μια μικρή λασπώδη χερσόνησο. Για την απρόσκοπτη οδική πρόσβαση των αγροτών έχει κατασκευαστεί από παλιά ένας υπερυψωμένος λιθόστρωτος δρόμος, πάνω σε υπολείμματα παλαιότερων δρόμων.[1]

Οι πρώτες παρατηρήσεις σχετικά με τη μορφολογία της περιοχής έχουν δείξει ότι μέχρι την έναρξη τουλάχιστον των Ιστορικών χρόνων, το Κουκονήσι ήταν συνδεδεμένο με την απέναντι στεριά μέσω ενός χαμηλού αυχένα γης. Με την άνοδο όμως της στάθμης της θάλασσας, αυτός ο αυχένας εξαφανίστηκε. Ωστόσο το βάθος της θάλασσας σε εκείνο το σημείο είναι πολύ μικρό και γι αυτό σε μερικές περιπτώσεις σχηματίζεται ισθμός. Το ότι το Κουκονήσι ήταν μόνιμα συνδεδεμένο με την απέναντι ξηρά αποδείχθηκε και από τις ανασκαφική τομή στην ανατολική ακτή του νησιού, όπου βρέθηκαν λείψανα διαφόρων οικιστικών φάσεων σε βάθος πολύ χαμηλότερο από τη σημερινή στάθμη των νερών.[1]

Ονομασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Κουκοκήσι ονομάζεται και Ν’σούδ (από το νησούδι, δηλαδή νησάκι), όπως το αποκαλούν συνήθως οι Μουδρινοί και οι κάτοικοι των γύρω χωριών.

Σε παλαιότερους ξένους χάρτες, το νησί αναφέρεται ως Ispatho ή Ispatha, δηλαδή «Η Σπάθα». Επίσης με το όνομα Σπάθα αναφέρεται και σε παλιούς ελληνικούς χάρτες. Η ονομασία αυτή πρέπει να οφείλεται στο ελλειψοειδές σχήμα της νησίδας. Παρόμοιες ονομασίες συναντώνται σχετικά στο Αιγαίο, σε ακρωτήρια, κορυφές βουνών και βραχονησίδες.[1]

Η προέλευση της ονομασίας Κουκονήσι, καθώς και το πότε αυτή άρχισε να χρησιμοποιείται, δεν είναι εύκολο να επιβεβαιωθεί. Η πιθανότερη εκδοχή είναι ότι προήλθε από τη λέξη κούκος ή κούκκος. Μεταφορικά, στη διάλεκτο της Λήμνου, η λέξη σημαίνει λιθοσωρός. Τέτοιοι λιθοσωροί σχηματίζονται κατά τον καθαρισμό των αγρών από τις πέτρες ή όταν οροθετούνται τα όρια των χωραφιών. Την εκδοχή αυτή ενισχύει το γεγονός ότι οι ντόπιοι ονομάζουν Κούκονο το υψηλότερο σημείο του νησιού, στο βορειοανατολικό του πλάτωμα, εκεί που έχουν σωρευτεί τα περισσότερα οικοδομικά κατάλοιπα από τις διαδοχικές φάσεις κατοίκησης.[1]

Ως προς την ονομασία του νησιού υπάρχουν και δύο τοπικές εκδοχές, τις οποίες κατέγραψε ο ανασκαφέας του, αρχαιολόγος Χρήστος Μπουλιώτης. Οι εκδοχές αυτές όμως δεν έχουν κάποια ιστορική βάση καθώς προέρχονται από απλοϊκές παρετυμολογήσεις. Σύμφωνα με την πρώτη,ονομάστηκε έτσι από τις κοκόνες (γυναίκες) του χαρεμιού ενός μπέη του Μούδρου, οι οποίες ζούσαν στο νησί. Κατά τη δεύτερη εκδοχή, ονομάστηκε έτσι από τους Κούκονες, οι οποίοι ήταν πελώριοι και άγριοι και ζούσαν απομονωμένοι στο νησάκι χωρίς να έχουν σχέσεις με τους υπόλοιπους κατοίκους της Λήμνου. Κάποτε αποφάσισαν να κλειστούν στα σπίτια τους και να μην ξαναβγούν και έτσι εξαφανίστηκαν.[1]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ανασκαφές, τις οποίες έχει ξεκινήσει εκεί από τον Οκτώβριο του 1992 ο Λημνιός αρχαιολόγος Χρήστος Μπουλώτης, αποκαλύπτουν ένα σημαντικό προϊστορικό κέντρο, σύγχρονο με κάποιες φάσεις της Πολιόχνης. Από τις ως τώρα ανασκαφές προκύπτει ότι στο Κουκονήσι αναπτύχθηκε ένας ακμαίος οικισμός με μακραίωνη, συνεχή κατοίκηση από την Πρώιμη ως την Ύστερη Χαλκοκρατία. Σ’ αυτό έχει εντοπιστεί και μυκηναϊκή παρουσία, κάτι που αποδεικνύει την εγκατάσταση ελληνικών φύλων στη Λήμνο. Το Κουκονήσι εντάσσεται στην πολιτισμική ενότητα του ΒΑ Αιγαίου και η ακμαία φάση του εντοπίζεται στη Μέση Χαλκοκρατία, η οποία αντιστοιχεί περίπου στην Καστανή περίοδο της Πολιόχνης. Δηλαδή, όταν μετά την Κίτρινη περίοδο η Πολιόχνη παρακμάζει, στο Κουκονήσι παρατηρείται φάση ανάπτυξης με κεραμικά καλύτερης ποιότητας, τα οποία φέρουν ποικίλα και πρωτότυπα διακοσμητικά μοτίβα και προέρχονται από ντόπια εργαστήρια. Επίσης, έχουν εντοπιστεί αγγεία της μεσοχαλκούς περιόδου προερχόμενα από την ηπειρωτική Ελλάδα.

Οι κάτοικοι είχαν εγκατασταθεί κυρίως στο υψηλότερο σημείο της νησίδας, τον Κούκονο, προφανώς επειδή το θεωρούσαν ασφαλέστερο. Όταν οι κατοικίες πάλιωναν, έχτιζαν νέες στα ίδια θεμέλια. Έτσι υπάρχουν αλλεπάλληλες οικιστικές φάσεις που εντοπίζονται γύρω από ένα στενό κεντρικό δρόμο μήκους 11 μ., ο οποίος διαιρεί τον οικισμό σε βόρεια και νότια συνοικία. Κατά μήκος του δρόμου έχουν χτιστεί οι οικίες, σχεδόν παράλληλες και με ορθογώνιο σχήμα. Προφανώς υπήρχαν και άλλοι κεντρικότεροι δρόμοι που δεν έχουν ακόμα ανακαλυφτεί, αλλά οι υπάρχουσες ενδείξεις, όπως ένα τμήμα λιθόστρωτου, συνηγορούν για την ύπαρξή τους.

Ως τώρα τα βαθύτερα στρώματα του οικισμού φαίνεται να αντιστοιχούν στην Ερυθρή περίοδο της Πολιόχνης (2500 π.Χ. περίπου), χωρίς να αποκλείεται και παλαιότερη εγκατάσταση, αφού η ανασκαφή δεν έχει εξαντλήσει τα όρια της. Κατά την πρώιμη φάση οι οικοδομές έχουν αψιδωτή μορφή, φέρουν εστίες σε σχήμα πέταλου ενώ έχει βρεθεί λιθόστρωτο μονοπάτι.
Από την επόμενη περίοδο (αντίστοιχη της Κίτρινης) έχουν βρεθεί αγγεία τύπου δέπας, αμφικύπελλα. Ο οικισμός ακμάζει και δέχεται πολιτισμικές επιρροές από το «εξωτερικό». Η περίοδος τερματίζεται με πυρκαγιά. Ακολουθεί η τελευταία φάση της Πρώιμης Χαλκοκρατίας με λιγοστά, όμως, ευρήματα, κυρίως πιθάρια.
Η επόμενη είναι η πιο ακμαία περίοδος του οικισμού που διαρκεί από την αρχή ως το τέλος της Μέσης Χαλκοκρατίας. Ο οικισμός επεκτείνεται και αποκτά, ίσως, τη μέγιστη έκτασή του. Τότε χτίζονται παράλληλα και σε μεσοτοιχία δυο μεγάλα επιμήκη μέγαρα με δύο δωμάτια, πάνω σε ερείπια της Κίτρινης περιόδου, τα οποία με τη σειρά τους είχαν χτιστεί σε ερείπια της Ερυθρής. Το ένα από αυτά χρησίμευε ως εργαστήριο κατεργασίας πυριτόλιθου και σε ορισμένα σημεία η τοιχοποιία του σώζεται σε ύψος 1,5 μ. Η φάση αυτή είναι μακροχρόνια, όπως προκύπτει από διάφορες οικοδομικές εργασίες. Όμως, διατηρείται ο πολεοδομικός ιστός και τα όρια των ιδιοκτησιών παραμένουν αμετάβλητα για δεκαετίες. Στα τέλη της περιόδου, που αντιστοιχεί στην Τροία V ή VI (μετά το 1700 π.Χ.), ο οικισμός καταστράφηκε ξαφνικά από σεισμό που συνοδεύτηκε από πυρκαγιά. Κατά την τελευταία φάση έχουμε διαφορετικής μορφής οικοδομές με καμπύλους τοίχους, που φαίνεται πως αντιστοιχούν σε εγκαταστάσεις Μυκηναίων της Ύστερης Χαλκοκρατίας. Αλλά τα ευρήματα είναι για την ώρα λιγοστά.

Πέρα από την αγροτική και κτηνοτροφική δραστηριότητα των κατοίκων του, τα ευρήματα μαρτυρούν ότι στο Κουκονήσι είχε αναπτυχθεί οικοτεχνική και βιοτεχνική δραστηριότητα, όπως κατεργασία μαλλιού, υφαντουργία, βαφή υφασμάτων, λιθοτεχνία, αγγειοπλαστική και χαλκοτεχνία. Οι κάτοικοί του είχαν εμπορικές επαφές με τις Κυκλάδες (εισαγωγή οψιανού), τη μινωική Κρήτη (αγγεία τύπου φλασκί), τη Θεσσαλία (μεγάλοι αμφορείς) και άλλες περιοχές, όπως αποδεικνύεται από σταθμά μικρασιατικού αλλά και νοτιοαιγαιακού τύπου που έχουν βρεθεί. Συνοψίζοντας, όταν αρχίζει η παρακμή της Πολιόχνης και, ενδεχομένως, της Μύρινας από την οποία δεν έχουμε ευρήματα της Μέσης Χαλκοκρατίας, αρχίζει να ακμάζει το Κουκονήσι. Προβάλλει ως το σημαντικότερο λημνιακό κέντρο της περιόδου αυτής και αναπτύσσεται συγκεντρώνοντας πληθυσμό -τεχνίτες, εμπόρους κλπ- από τις δυο άλλες πόλεις του νησιού. Προς το τέλος της περιόδου, γύρω στα 1600-1500 π.Χ., αποτελεί το σημαντικότερο χώρο μόνιμης εγκατάστασης των Μυκηναίων στη Λήμνο, όπως προκύπτει από πήλινα ειδώλια θρησκευτικού χαρακτήρα που έχουν βρεθεί. Την περίοδο αυτή οι Μυκηναίοι δημιουργούν εμπορικούς σταθμούς σε διάφορα σημεία της Λήμνου (Ηφαιστία, Πολιόχνη), αλλά φαίνεται πως επιλέγουν το ασφαλέστερο Κουκονήσι για μόνιμη εγκατάσταση.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]