Κομμουνιστικό κόμμα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ένα πολιτικό κόμμα χαρακτηρίζεται ως κομμουνιστικό όταν πρεσβεύει την εφαρμογή των κοινωνικών αρχών του κομμουνισμού, που μπορούν να κωδικοποιηθούν στην πάλη για την ανατροπή της ταξικής/εκμεταλλευτικής καπιταλιστικής κοινωνίας και την οικοδόμηση μιας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, κοινωνικές τάξεις και κράτος, της κομμουνιστικής κοινωνίας. Το όνομα προέρχεται από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο του 1848 γραμμένο από τον Καρλ Μαρξ και τον Φρίντριχ Ένγκελς.

Ιστορική αναδρομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι αγώνες της εργατικής τάξης και των υπόλοιπων καταπιεσμένων κοινωνικών στρωμάτων ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα για την βελτίωση και την αλλαγή των άσχημων συνθηκών διαβίωσης, οδήγησαν στη συγκρότηση εργατικών συνδικάτων και κομμάτων με τα οποία η εργατική τάξη μπόρεσε να διεξάγει αυτούς τους αγώνες, με οργανωμένο και συλλογικό τρόπο.

Εντός του εργατικού κινήματος και ήδη από τη γέννησή του σχεδόν, διαμορφώθηκαν δύο βασικά ιδεολογικοπολιτικά ρεύματα: Το μαρξιστικό που ονομάζονταν τότε σοσιαλδημοκρατικό και το αναρχοσυνδικαλιστικό.

Α' Διεθνής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα μέσα του 19ου αιώνα φτιάχτηκε η "1η Διεθνής Ένωση Εργατών" (International Workingmen's Association, IWA) από τον Καρλ Μαρξ και τον Φρήντριχ Ένγκελς που αγκάλιασε πλήθος εργατών στην τότε Ευρώπη. Εντός της Α' Διεθνούς αναπτύχθηκε σύντομα και το αναρχικό/αναρχοσυνδικαλιστικό ρεύμα. Πολύ σύντομα οι αναρχικοί υπό τον Μισέλ Μπακούνιν και οι κομμουνιστές με ηγέτες τον Μαρξ και τον Ένγκελς ήρθαν σε σύγκρουση λόγω διαφορών στην τρόπο που έβλεπαν το "κράτος" οι μέν και οι δε. Μια πρόσθετη κατηγορία του Μαρξ προς στον Μπακούνιν ήταν η συνομωτική αντίληψη που είχαν για την πολιτική διαπάλη ο Μπακούνιν και των οπαδοί του.

Ετσι λοιπόν στα τέλη του 1860 η Α' Διεθνής διασπάστηκε και λίγο μετά έπαψε να υπάρχει. Ήδη όμως ο σπόρος της εφ' όλης της ύλης ανάπτυξης του εργατικού κινήματος είχε πέσει και είχε βλαστήσει. Λίγα χρόνια αργότερα (περίπου στα 1890) θα ιδρυθεί η 2η Διεθνής, η οποία θα αποκτήσει ακόμα πιο μαζικά χαρακτηριστικά ως πανευρωπαϊκή εργατική οργάνωση σε σχέση με την Α' Διεθνή.

Β' Διεθνής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εντός της Β' Διεθνούς θα κυριαρχήσει η μαρξιστική σοσιαλδημοκρατία. Τα μαζικά συνδικάτα και τα μαζικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της περιόδου εκείνης θα δώσουν σκληρές μάχες για τα δικαιώματα της εργατικής τάξης και θα αποσπάσουν πολλές νίκες/κατακτήσεις (8ωρο, μεγάλη αύξηση μισθών, καλυτέρευση των συνθηκών εργασίας κλπ).

Η άρνηση όμως της Β' Διεθνούς και των μαζικών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων να αντιταχθούν έμπρακτα στην κήρυξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και η ενεργητική υποστήριξη πολλών εξ' αυτών στις εθνικές ιμπεριαλιστικές τους κυβερνήσεις (σοσιαλιστικό κόμμα-Γαλλία, SPD-Γερμανία) θα σημάνει το τέλος της.

Γ' Διεθνής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η γέννηση του κομμουνιστικού κινήματος (και των κομμουνιστικών κομμάτων) σε διαχωρισμό με τη σοσιαλδημοκρατία, θα σηματοδοτηθεί από την απόφαση του μειοψηφικού τμήματος της 2ης Διεθνούς, να καταγγείλλει τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο ως ιμπεριαλιστικό και τα μαζικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της περιόδου, σαν "σοσιαλπατριωτικά, υποταγμένα στα συμφέροντα της εθνικής του τάξης το καθένα". Το κομμάτι αυτό υπό τον Βλαδίμηρο Λένιν και τη Ρόζα Λούξεμπουργκ θα κάνει την παρθενική του εμφάνιση στη Διάσκεψη του Τσίμερβαλντ το 1916.[1]

Τις θεωρητικές βάσεις για την ίδρυση κομμουνιστικού κόμματος είχε θέσει ο Λένιν από το 1902 με τη μπροσούρα του "Τί να κάνουμε;" και το 1904 με το "Ένα βήμα μπρος, δύο βήματα πίσω". Ο Λένιν, αντίθετα με τον Μαρξ, αμβισβητούσε την επαναστατική ικανότητα και συνείδηση του προλεταριάτου και πίστευε ότι απαιτείται μια πρωτοπορία διανοουμένων και "επαγγελματιών επαναστατών" η οποία θα οργανώσει το προλεταριάτο γύρω από ένα κόμμα με συγκεντρωτική μορφή και το οποίο θα ηγηθεί της επανάστασης.[2]

Μετά τη νίκη της Οκτωβριανής επανάστασης, θα επιταχυνθεί η διαδικασία διάσπασης των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και η δημιουργία κομμουνιστικών κομμάτων όπως και της 3ης (ή Κομμουνιστικής) Διεθνούς το 1921. Το κομμουνιστικό κίνημα θα δώσει με τη σειρά του σκληρές μάχες για την βελτίωση της ζωής της εργατικής τάξης και την ανατροπή του καπιταλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο και μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο θα κυβερνήσει σε μια σειρά χώρες οι οποίες ονομάστηκαν εν συντομία "υπαρκτός σοσιαλισμός". Σε αυτές τις χώρες θα κρατικοποιηθούν όλοι σχεδόν οι τομείς της παραγωγής και της κατανάλωσης, θα κατοχυρωθεί το δικαίωμα στην δωρεάν Υγεία-Παιδεία, στέγαση κλπ.

κριτική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το σύστημα διακυβέρνησης στον "υπαρκτό σοσιαλισμό" θα κατηγορηθεί όμως από πάρα πολλούς κομμουνιστές (αλλά και από άλλους) πως δεν οδηγεί στην αταξική/ακρατική κοινωνία (στον κομμουνισμό), αλλά σε μια ταξική/εκμεταλλευτική κοινωνία. Η κομματική/κρατική γραφειοκρατία, ανάγεται στο επίπεδο της νέας άρχουσας/εκμεταλλεύτριας τάξης των χωρών του λεγόμενου "υπαρκτού σοσιαλισμού" και σαν υποκειμενική αιτία για αυτή την κατάσταση, πολλοί κομμουνιστές (αλλά και άλλοι μη κομμουνιστές αριστεροί) προτάσσουν την λαθεμένη/γραφειοκρατική αντίληψη για την ανάγκη σύμφυσης του κόμματος και του κράτους. Άλλη αιτία είναι η επίσης λαθεμένη/γραφειοκρατική αντίληψη των παραδοσιακών κομμουνιστικών κομμάτων υπέρ του μονοκομματισμού στον σοσιαλισμό, όπου μοναδικό νόμιμο κόμμα είναι το κομμουνιστικό. Η αντίληψή τους αυτή βασίζεται στην συζητήσιμη πλέον άποψη περί "του ενός και μοναδικού κόμματος της εργατικής τάξης".[3][4]

Το σύστημα του "υπαρκτού σοσιαλισμού" θα καταρρεύσει τη διετία 1989-1991 σημαίνοντας και το τέλος πολλών μαζικών κομμουνιστικών κομμάτων. Σήμερα, ένα μέρος αυτών των δυνάμεων του κομμουνιστικού κινήματος επιχειρεί την κομμουνιστική επαναθεμελίωση.[4]

Τρόπος λειτουργίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι αρχές λειτουργίας ενός παραδοσιακού κομμουνιστικού κόμματος συμπυκνώνονται στον όρο "δημοκρατικός συγκεντρωτισμός" όπως αυτός τέθηκε για ψήφιση το 1903 στο 2ο Συνέδριο του Ρώσικου Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος από τον Λένιν. Ο όρος αυτός περιλαμβάνει α. την εφαρμογή των αποφάσεων της πλειοψηφίας από το σύνολο των μελών του κομμουνιστικού κόμματος (άρα και από τη μειοψηφία), β. την αντίληψη πως το κομμουνιστικό κόμμα δέχεται ως μέλη του όσους συμφωνούν με τις θέσεις του και δέχονται να στρατευθούν στις γραμμές του για να τις εφαρμόσουν στην πράξη, γ. την υποταγή των κατώτερων οργάνων στα ανώτερα.[5] Η τελευταία αυτή πλευρά του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού προκάλεσε τη σφοδρή αντίθεση της Ρόζας Λούξεμπουργκ η οποία κατηγόρησε τον Λένιν πως "ηθελημένα ή άθελά του διαμορφώνει μια οργανωτική εξουσιαστική δομή που θα απονεκρώσει την σφριγηλότητα του κόμματος και θα μετατρέψει την Κεντρική Επιτροπή σε απόλυτο κριτή των πάντων".[6]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Το αντιπολεμικό μανιφέστο του Τσίμερβαλντ
  2. Παπαϊωάννου Κώστας, "Τάξη και κόμμα". Αρχική δημοσίευση στο Contrat Social, τομ. VIII, 4 (Ιούλ.-Άυγ. 1963) και 5 (Σεπτ.-Οκτ. 1963). Ελληνική μετάφραση στο Νέος Ερμής ο Λόγιος, έτος 1, τ. 3, 2011, σελ. 32, 33.
  3. Ανδρέας Καρύδης: Τα κόμματα νέου τύπου έκλεισαν τον ιστορικό τους κύκλο; Αρχειοθετήθηκε 2011-09-01 στο Wayback Machine.
  4. 4,0 4,1 Γιώργος Γράψας: Οργάνωση, μέτωπο, κίνημα
  5. Β.Ι. Λένιν: Για το κόμμα νέου τύπου Αρχειοθετήθηκε 2011-03-11 στο Wayback Machine.
  6. «Αφιέρωμα στη Ρόζα Λουξεμπουργκ». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Ιανουαρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 2011.