Κοκοφοίνικας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κοκοφοίνικας
Κοκοφοίνικας
Κοκοφοίνικας
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Magnoliophyta)
Ομοταξία: Μονοκοτυλήδονα (Liliopsida)
Τάξη: Αρεκώδη (Arecales)
Οικογένεια: Φοινικοειδή (Arecaceae)
Γένος: Κόκος (Cocos)
Είδος: C. nucifera
Διώνυμο
Cocos nucifera
Κόκος ο καρυοφόρος

L.

Ο κοκοφοίνικας (Cocos nucifera, Κόκος ο καρυοφόρος), ή (εσφ.) «κοκκοφοίνικας» ή τροπική καρύδα, είναι ένα μέλος της οικογενείας των φοινικοειδών και μοναδικό είδος του γένους Cocos. Ο κοκοφοίνικας είναι γνωστός για το καρπό του, την καρύδα, ο οποίος στη πραγματικότητα είναι δρύπη και όχι κάρυο. Έχει την ιδιότητα να επιπλέει στη θάλασσα για μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς να χάνει τη βλαστητική του ικανότητα. Το φυτό απαντάται σε όλες τις τροπικές και υποτροπικές περιοχές, αλλά δεν είναι γνωστό από πού προέρχεται.

Πολλά μέρη του φυτού χρησιμοποιούνται για διάφορους σκοπούς. Οι καρύδες είναι μέρος της καθημερινής διατροφής πολλών ανθρώπων. Οι καρύδες διαφέρουν από άλλα φρούτα στο γεγονός ότι περιέχουν μεγάλες ποσότητες νερού και έτσι μπορούν να συλλεχθούν ανώριμες και το υγρό που περιέχουν, μπορεί να καταναλωθεί ως αναψυκτικό. Από τους καρπούς του κοκοφοίνικα παράγεται γάλα, βούτυρο, λάδι, και κατ' επέκταση σαπούνια και καλλυντικά, κάρβουνο, ακόμη και υφάσματα. Ο κορμός δίνει ξυλεία καλής ποιότητας και τα φύλλα του χρησιμοποιούνται για την κατασκευή σκεπών και καλαθιών.[1]

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κοκοφοίνικας
Κορμός καρύδας

Ο κοκοφοίνικας είναι ένα μεγάλο είδος φοίνικα, το οποίο φτάνει σε ύψος μέχρι τα 30 μέτρα. Έχει λεπτό, κυλινδρικό και εύκαμπτο κορμό, στην κορυφή του οποίου φέρει ρόδακα σύνθετων πτεροειδών, κιτρινοπράσινων φύλλων, μήκους 4-6 μέτρων. Τα παλιά φύλλα αποπτώνται και αφήνουν το κορμό λείο. Οι κοκοφοίνικες χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, ψηλοί και νάνοι. Τα άνθη του είναι μονόοικα, δηλαδή τα άνθη μπορεί να είναι αρσενικά ή θηλυκά, ενώ υπάρχουν και τα δύο είδη ανθών πάνω στο ίδιο δέντρο. Εμφανίζονται κάτω από τον ρόδακα των φύλλων και προστατεύονται αρχικά από μεγάλα βράκτια φύλλα.
[1] Τα άνθη είναι οργανωμένα σε σπάνδικες, οι οποίοι μπορεί να έχουν μήκος μέχρι 1,2 μέτρα. Τα θηλυκά άνθη είναι πολύ μεγαλύτερα από τα αρσενικά, ενώ τα αρσενικά είναι πολύ περισσότερα. Κάποιοι κοκοφοίνικες δεν διαθέτουν καθόλου θηλυκά άνθη.[2] Κάθε χρόνο ένας κοκοφοίνικας μπορεί να παράγει σε πολύ γόνιμα εδάφη μέχρι 75 καρπούς το χρόνο, αλλά συνήθως ο αριθμός τους είναι μικρότερος από 30 όταν δεν καλλιεργείται.[2]

Καρπός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο καρπός του κοκοφοίνικα ονομάζεται ινδική καρύδα ή απλά καρύδα. Είναι ωοειδής δρύπη, με μήκος 18-30 εκ., διάμετρο 10-25 εκ. και βάρος περίπου 1,5 κιλό. Όπως και άλλα φρούτα έχει εξωκάρπιο, μεσοκάρπιο και ενδοκάρπιο. Το εξωκάρπιο είναι πράσινο ή ιώδες. Όταν οι καρύδες πωλούνται συνήθως το εξωκάρπιο έχει αφαιρεθεί. Το μεσοκάρπιο είναι ξυλώδες και ινώδες και το ενδοκάρπιο είναι πολύ σκληρό. Το ενδοκάρπιο έχει τρεις θέσεις εκβλαστήσεις (στόματα), τα οποία είναι εύκολα ορατά όταν αφαιρεθεί το εξωκάρπιο και το μεσοκάρπιο. Το σπέρμα είναι σαρκώδες εξωτερικά και υγρό, γλυκό και γαλακτώδες προς το κέντρο, πλούσιο σε πρωτεΐνες και λιπαρές ουσίες.[1]

Ο καρπός είναι εδώδιμος και θεωρείται το σημαντικότερο χρηστικό τμήμα του φοίνικα.[1] Η καρύδα μπορεί να αποξηρανθεί και η αποξηραμένη σάρκα, που ονομάζεται κόπρα, αποτελεί πηγή ενός σημαντικού εδώδιμου φυτικού λίπους, ενώ χρησιμοποιείται για την εξαγωγή κοκοφοινικέλαιου. Υπολογίζεται ότι 6.000 καρύδες χρειάζονται για να παραχθεί ένας τόνος κόπρα.[3]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 «Κοκκοφοίνικας». ΔΟΜΗ. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Ιουλίου 2021. Ανακτήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 2012. 
  2. 2,0 2,1 Brian E. Grimwood, Ashman, F., Jarman, C.G., Dendy, D.A.V. (1976). Coconut Palm Products: Their Processing in Developing Countries. FAO. σελίδες 14–18. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 2012. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  3. Bourke, R. Michael and Tracy Harwood (Eds.). (2009). Food and Agriculture in Papua New Guinea. Australian National University. p. 327. ISBN 978-1-921536-60-1.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]