Κοάλα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κοάλα

Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Θηλαστικά (Mammalia)
Τάξη: Διπρωτοδόντια (Diprotodontia)
Οικογένεια: Φασκολαρκτίδες (Phascolarctidae)
Γένος: Φασκόλαρκτος (Phascolarctos)
Είδος: P. cinereus
Διώνυμο
Phascolarctos cinereus (Φασκόλαρκτος ο στακτόχρους)
(Goldfuss, 1817)

Το κοάλα (Φασκόλαρκτος ο στακτόχρους - Phascolarctos cinereus) είναι μαρσιποφόρο φυτοφάγο ζώο που ζει στην Αυστραλία, μόνος εκπρόσωπος της οικογένειας φασκολαρκτίδες.

Το κοάλα απαντάται σε ολόκληρη την ανατολική ακτή της Αυστραλίας, από την Αδελαΐδα μέχρι το νότιο τμήμα της χερσονήσου Κέιπ Γιορκ, και στην ενδοχώρα σε βάθος που εξαρτάται από την παρουσία βροχών που μπορούν να συντηρήσουν δάση ευκαλύπτου, τα φύλλα του οποίου αποτελούν και την αποκλειστική τροφή του. Τα κοάλα της νότιας Αυστραλίας εξοντώθηκαν σε μεγάλη κλίμακα στις αρχές του 20ου αιώνα, αλλά ο πληθυσμός του είδους ανανεώθηκε σε κάποιο βαθμό. Σήμερα τα κοάλα είναι σχεδόν απειλούμενο είδος.

Ονομασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λέξη κοάλα προέρχεται από τη λέξη γκούλα της διαλέκτου Νταρούκ. Άλλη ονομασία που δόθηκε στο ζώο από τους πρώτους Ευρωπαίους αποίκους, ήταν «η ντόπια αρκούδα». Καμιά φορά καλείται και σήμερα «αρκούδα κοάλα» παρότι δεν έχει σχέση με το είδος των αρκτιδών, που είναι ζώα πλακουντοφόρα. Η επιστημονική ονομασία του κοάλα προέρχεται από την ελληνική λέξη «φάσκολος» που σημαίνει «σάκος, μάρσιπος», και από την λέξη «άρκτος» που σημαίνει «αρκούδα». Το επίθετο "cinereus" προέρχεται από τη λατινική και σημαίνει «στακτόχρους».

Χαρακτηριστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κοάλα μοιάζει πολύ στην εμφάνιση με τον φασκωλόμυ (γουόμπατ), που είναι ο πιο κοντινός του συγγενής, αλλά έχει παχύτερο κι απαλότερο τρίχωμα, πολύ μεγαλύτερα αυτιά, και μακρύτερα άκρα, τα οποία έχουν πέντε δάχτυλα το καθένα με μεγάλα, κοφτερά νύχια για να το βοηθούν στο σκαρφάλωμα. Το χρώμα του ποικίλλει από ασημένιο σε καφέ. Είναι εύκολα αναγνωρίσιμο από το δυνατό, κοντό σώμα και το μεγάλο κεφάλι του με στρογγυλά, τριχωτά αυτιά και τη μεγάλη, σε σχήμα κουταλιού, μύτη του. Το βάρος ποικίλλει: ένα μεγάλο νότιο αρσενικό μπορεί να ζυγίζει 14 κιλά, ενώ ένα μικρό βόρειο θηλυκό μπορεί να ζυγίζει 5 κιλά. Το ύψος τους διαφέρει ανά περιοχή. Στις νότιες περιοχές είναι ψηλότερα και είναι κατά μέσο όρο 78 εκατοστά για τα αρσενικά και 72 εκατοστά για τα θηλυκά.

Το κοάλα έχει ασυνήθιστα μικρό εγκέφαλο, με 40% της κρανιακής κοιλότητας να καταλαμβάνεται από υγρό. Είναι το μόνο ζώο στη γη με τόσο ελαττωμένο εγκέφαλο.[1]

Σε γενικές γραμμές είναι ζώο σιωπηλό, αλλά τα αρσενικά μπορούν να παράγουν κατά την εποχή του ζευγαρώματος ένα πολύ ισχυρό κάλεσμα που ακούγεται μέχρι ένα χιλιόμετρο μακριά. Δεν γνωρίζουμε πολλά για τη διάρκεια ζωής των κοάλα, πάντως σε αιχμαλωσία φτάνουν την ηλικία των 15 ετών.

Κύκλος ζωής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μητέρα με το μικρό της (joey) στη πλάτη της

Τα θηλυκά φτάνουν σε σεξουαλική ωριμότητα σε ηλικία 2-3 ετών. Εάν είναι υγιές, το θηλυκό μπορεί να γεννήσει ένα μικρό κάθε χρόνο επί 12 χρόνια. Η κύηση διαρκεί 35 μέρες και τα δίδυμα είναι σπάνια. Το ζευγάρωμα γίνεται μεταξύ Δεκεμβρίου και Μαρτίου, που είναι το καλοκαίρι του νοτίου ημισφαιρίου.

Το μικρό κοάλα, που καλείται joey, είναι τυφλό και δεν έχει τρίχωμα και αυτιά. Κατά τη γέννησή του έχει το μέγεθος φασολιού. Αμέσως σκαρφαλώνει μέχρι το μάρσιπο της μητέρας του, μπαίνει μέσα και προσκολλάται σε μια από τις δύο θηλές. Μένει κρυμμένο στο μάρσιπο για έξι μήνες, κατά τους οποίους τρέφεται μόνο με γάλα, και τότε αναπτύσσονται τα αυτιά, τα μάτια και η γούνα του. Τότε αρχίζει να εξερευνά έξω από τον μάρσιπο. Στις 30 εβδομάδες αρχίζει να τρώει το υδαρό έκκριμα της μητέρας του, που λέγεται «χυλός». Θα μείνει με τη μητέρα του για έξι ακόμα μήνες, καβαλώντας την πλάτη της, και τρώγοντας τόσο γάλα όσο και φύλλα, μέχρι να συμπληρώσει 12 μήνες. Με το συμπλήρωμα του έτους τα νεαρά θηλυκά φεύγουν σε γειτονικές περιοχές. Τα αρσενικά μένουν συχνά στην περιοχή της μητέρας τους, μέχρι τα δύο ή τρία χρόνια τους.

Τα κοάλα μπορεί να ζήσουν 13-18 χρόνια στην άγρια φύση. Ενώ τα θηλυκά κοάλα συνήθως ζουν τόσο, τα αρσενικά πεθαίνουν πιο σύντομα λόγω των ριψοκίνδυνων ζωών τους.[2] Τα κοάλα συνήθως επιβιώνουν από τις πτώσεις από τα δέντρα στα οποία σκαρφαλώνουν πάλι αμέσως, όμως οι τραυματισμοί και οι θάνατοι εξαιτίας των πτώσεων είναι συχνό φαινόμενο ειδικά σε άπειρα νεαρά κοάλα αλλά και σε αρσενικά που παλεύουν.[3] Γύρω στα έξι χρόνια τους, τα δόντια τους αρχίζουν να φθίνουν και η ικανότητα μάσησης μειώνεται με αποτέλεσμα τα φύματα των δοντιών να αποτριβούν εντελώς και το ζώο να καταλήγει να πεθάνει από ασιτία.[4]

Διατροφή και Συμπεριφορά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κοάλα τρέφεται σχεδόν εξ ολοκλήρου με φύλλα ευκαλύπτων. Αυτό είναι πιθανό να είναι μια εξελικτική προσαρμογή που εκμεταλλεύεται μια ειδάλλως ασυμπλήρωτη οικολογική θέση, δεδομένου ότι τα φύλλα ευκαλύπτων είναι χαμηλά στην πρωτεΐνη, υψηλά σε εύπεπτες ουσίες, και περιέχουν φαινολικές και τερπενιωνές ενώσεις που είναι τοξικές στα περισσότερα είδη. Το κοάλα έχει ένα πολύ χαμηλό μεταβολισμό για θηλαστικό (που απαιτεί ενέργεια) και στηρίζεται ακίνητο για περίπου 19 ώρες ημερησίως, κοιμισμένο το μεγαλύτερο μέρος εκείνου του χρόνου. Το κοάλα ξοδεύει περίπου 3 με 5 ώρες των ωρών που δραστηριοποιείται τρώγοντας. Τρώει οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας, αλλά συνήθως τη νύχτα. Ένα μέσο κοάλα τρώει 500 γραμμάρια φύλλα ευκαλύπτου κάθε ημέρα, μασώντας τα στα ισχυρά σαγόνια του σε μια πολύ λεπτή κόλλα πριν τα καταπιεί. Το συκώτι απενεργοποιεί τα τοξικά συστατικά έτοιμα για την έκκριση, και το οπίσθιο έντερο διευρύνεται πολύ για να εξαγάγει το μέγιστο ποσό θρεπτικής ουσίας από τη διατροφή κακής ποιότητας. Ένα μεγάλο μέρος αυτού γίνεται μέσω της βακτηριακής ζύμωσης: όταν τα μικρά απογαλακτίζονται, η μητέρα περνά κατ' ασυνήθιστο τρόπο τα μαλακά περιττώματα, αποκαλούμενα «παπ», τα οποία είναι πλούσια σε αυτά τα βακτηρίδια, περνώντας κατά συνέπεια αυτές τις ουσιαστικές χωνευτικές ενισχύσεις στον απόγονό της. Το κοάλα θα φάει τα φύλλα ενός ευρέος φάσματος ευκαλύπτων, και περιστασιακά ακόμη και μερικών εξωτικών ειδών. Πολλοί παράγοντες καθορίζουν ποιο είδος από τα 800 είδη ευκαλύπτων θα φάει το κοάλα. Μεταξύ των δέντρων των αγαπημένων ειδών τους, εντούτοις, ο σημαντικότερος παράγοντας που καθορίζει ποια μεμονωμένα δέντρα το κοάλα θα επιλέξει είναι η συγκέντρωση μιας ομάδας φαινολικών τοξινών.

Κατάσταση προστασίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κοάλα σε πάρκο του Κουίνσλαντ, Αυστραλία

Κατά τις αρχές του 20ού αιώνα το κοάλα κυνηγήθηκε μέχρι εξαφάνισης, κυρίως για τη γούνα του. Στα πρόσφατα χρόνια, κάποιες αποικίες χτυπήθηκαν σοβαρά από ασθένειες, ιδιαίτερα από τα χλαμύδια. Τα κοάλα χρειάζονται μεγάλες και υγιείς δασώδεις περιοχές, και ταξιδεύουν μεγάλες αποστάσεις μέσω των διαδρόμων των δέντρων, σε αναζήτηση νέων περιοχών και συντρόφων. Ο ολοένα αυξανόμενος ανθρώπινος πληθυσμός στις παράκτιες περιοχές συνεχίζει να κόβει τους διαδρόμους αυτούς με την αγροτική και οικιστική ανάπτυξη, τη δασοπονία και την κατασκευή δρόμων, αφήνοντας τις αποικίες των κοάλα σε όλο και θαμνώδεις περιοχές που όλο και μειώνονται.

Τα κοάλα ζουν σε 4 αυστραλιανές πολιτείες. Υπό την πολιτειακή νομοθεσία, το είδος χαρακτηρίζεται ως «τρωτό» στη βιοπεριοχή του νοτιοανατολικού Κουίνσλαντ και στη Νέα Νότια Ουαλία και «σπάνιο» στη Νότια Αυστραλία. Η εθνική κατάσταση του είδους τελεί υπό αναθεώρηση. Η IUCN κατατάσσει το είδος στα σχεδόν απειλούμενα.

Αποτυπώματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κοάλα είναι από τα λίγα θηλαστικά (εκτός των πρωτευόντων) που έχουν δακτυλικά αποτυπώματα. Μάλιστα, τα αποτυπώματά του μοιάζουν τόσο πολύ με τα ανθρώπινα, που ακόμα και με ηλεκτρονικό μικροσκόπιο είναι δύσκολο να τα ξεχωρίσουμε. [5]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Flannery, T.F. (1994). The Future Eaters: An ecological History of the Australasian Lands and People. Sydney: Reed New Holland. σελ. 86. 
  2. Martin and Handasyde, pp. 69.
  3. Martin and Handasyde, pp. 71–75.
  4. Lanyon, J. M.; Sanson, G. D. (1986). [https://archive.org/details/sim_journal-of-zoology_1986-06_209_2/page/169 «Koala (Phascolarctos cinereus) dentition and nutrition. II. Implications of tooth wear in nutrition»]. Journal of Zoology 209 (2): 169–81. doi:10.1111/j.1469-7998.1986.tb03573.x. https://archive.org/details/sim_journal-of-zoology_1986-06_209_2/page/169. 
  5. Henneberg, Maciej; Lambert, Kosette M., Leigh, Chris M. (1997). «Fingerprint homoplasy: koalas and humans». naturalSCIENCE.com 1. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2012-02-04. https://www.webcitation.org/65Co6XjO6?url=http://naturalscience.com/ns/articles/01-04/ns_hll.html. Ανακτήθηκε στις 2006-11-03.