Κατωιταλική διάλεκτος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(δείτε επίσης: Ελληνικό αλφάβητο)
Πρωτοελληνική (περ. 3000 π.Χ.)
Μυκηναϊκή (περ. 1600–1200 π.Χ.)
Ομηρική (περ. 1200–800 π.Χ.)
Αρχαία ελληνική (περ. 800–300 π.Χ.)
Διάλεκτοι:
Αιολική, Αρκαδοκυπριακή,
ΑττικήΙωνική, Δωρική, Παμφυλιακή, Ομηρική
Μακεδονική

Ελληνιστική Κοινή (περ. από 330 π.Χ. ως 700)


Ιδιώματα: Ασιανισμός, Αττικισμός


Μεσαιωνική ελληνική (περ. 700–1700)
Νέα ελληνική γλώσσα (από το 1700)
Ιδιώματα: Δημοτική, Καθαρεύουσα, Αττικισμός
Διάλεκτοι:
Καππαδοκική, Κατωιταλική , Κρητική, Κυπριακή, Ποντιακή, Ρωμανιώτικη, Τσακωνική

Άλλες μορφές (από 19ο/20ό αιώνα)
Ελληνικός κώδικας Μπράιγ,
Ελληνική νοηματική γλώσσα,
Κώδικας Μορς

Η Κατωιταλική ή Γραικάνικη διάλεκτος (ή Γραικάνικα) ονομάζεται η διάλεκτος της Ελληνικής που περιλαμβάνει ιταλικά στοιχεία και ομιλείται από τους Έλληνες της Κάτω Ιταλίας -Μεγάλη Ελλάδα της νότιας Ιταλίας-. Είναι κυρίως γνωστή ως Κατωιταλική διάλεκτος, ενώ οι ομιλητές της την ονομάζουν Γκρίκο (Grico) ή Κατωιταλιώτικα. Η Κατωιταλική και η σύγχρονη ελληνική γλώσσα ως ένα βαθμό είναι αμοιβαία κατανοητές[1].

Προέλευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπάρχουν δύο βασικές θεωρίες σχετικά με την προέλευση της διαλέκτου:

  • Η θεωρία του Μορόζι (1870) και άλλων Ιταλών γλωσσολόγων (κυρίως του Ορόντσο Παρλανγκέλι), σύμφωνα με την οποία η Κατωιταλική προέρχεται από τη γλώσσα των Βυζαντινών εποίκων του 9ου αιώνα.
  • Η θεωρία του Γερμανού γλωσσολόγου Γκέρχαρντ Ρολφς και Ελλήνων γλωσσολόγων (Χατζιδάκι, Καρατζά, Καραναστάση, Τσοπανάκη, Μηνά κ.ά.), σύμφωνα με την οποία οι ρίζες της διαλέκτου ανάγονται πολύ παλαιότερα, στον αποικισμό της Μεγάλης Ελλάδας τον 8ο αιώνα π.Χ.. Στην ορθότητα της θεωρίας αυτής συνηγορεί ο μεγάλος αριθμός δωρισμών της Κατωιταλικής.

Γεωγραφική εξάπλωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Θέση των Γραικάνικων κοινοτήτων στην Καλαβρία και στο Σαλέντο
Γλωσσογεωγραφικός χάρτης τού ιδιώματος της Καλαβρίας ανά τους αιώνες. Γαλάζιο: Ώς τον 15ο αιώνα. Μοβ: Ώς τον 16ο αιώνα. Κίτρινο: Ώς τον 19ο αιώνα. Πορτοκαλί: Ώς τον 20ό αιώνα. Κόκκινο: Τρέχουσα διάδοση της διαλέκτου

Κοινότητες ομιλητών τής Κατωιταλικής διαλέκτου υπάρχουν σήμερα στη νότια άκρη της Καλαβρίας (καλαβριανή διάλεκτος Γκρίκο) και στην περιοχή Σαλέντο της Απουλίας, κοντά στην πόλη Λέτσε. Στο Σαλέντο βρίσκονται εννέα μικρές πόλεις στην περιοχή Γκρέτσια Σαλεντίνα (Καλημέρα, Μαρτάνο, Καστρινιάνο ντε Γκρέτσι, Κοριλιάνο ντ' Οτράντο, Μαλπινιάνο, Σολέτο, Στερνάτια, Ζολίνο, Μαρτινιάνο), με συνολικό πληθυσμό 40.000 ατόμων. Στην Καλαβρία βρίσκονται εννέα χωριά στην περιοχή Μπόβα, αλλά ο γραικάνικος πληθυσμός εκεί είναι σημαντικά μικρότερος.

Επίσημη κατάσταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με τον νόμο 482 του 1999 η ιταλική βουλή έχει αναγνωρίσει τη Γραικάνικη κοινότητα του Σαλέντου και της Καλαβρίας ως «ελληνική εθνική και γλωσσική μειονότητα». Ο Νόμος αναφέρει ότι η Ιταλική Δημοκρατία κατοχυρώνει τη γλώσσα και τον πολιτισμό των ελληνικών πληθυσμών της, καθώς και άλλων κοινοτήτων (π.χ. αλβανική, κροατική, σλοβενική κ.ά.) οι οποίες μιλούν διάφορες γλώσσες (π.χ. Φραγκο-προβηγκιανή, Λαντινική, Οξιτανική, Σαρδηνική κ.ά.).[2] Με την πανδημία του covid-19 η Ιταλική κυβέρνηση εξέδωσε οδηγίες για την ασφάλεια των κατοίκων και, ανάμεσα στις άλλες γλώσσες, συμπεριέλαβε και τη Γραικάνικη διάλεκτο.

Πολιτισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπάρχει σημαντική προφορική παράδοση, ενώ ορισμένα τραγούδια και ποιήματα στην Κατωιταλική είναι δημοφιλή στην Ιταλία και στην Ελλάδα. Γνωστά μουσικά σχήματα από το Σαλέντο είναι οι Ghetonia και οι Aramirè. Επίσης, αξιόλογοι Έλληνες καλλιτέχνες όπως η Μαρία Φαραντούρη και ο Διονύσης Σαββόπουλος έχουν εκτελέσει κομμάτια στα Γραικάνικα. Το συγκρότημα Encardia από την Αθήνα συνθέτει και ερμηνεύει τραγούδια μόνο στα Γραικάνικα.

Βασικά χαρακτηριστικά της Κατωιταλικής διαλέκτου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο δωρικός χαρακτήρας των ελληνικών αποικιών τής Καλαβρίας και της Απουλίας, καθώς και η περιφερειακή θέση τής διαλέκτου σε σχέση με τον υπόλοιπο ελληνόφωνο χώρο, έχουν συμβάλει στη διατήρηση αξιοσημείωτων αρχαϊσμών και δωρισμών, ενώ η συνάντηση με την Ιταλική και με τις τοπικές διαλέκτους της έχει ασκήσει βαθιά επίδραση στο λεξιλόγιο των (λίγων πλέον) φυσικών ομιλητών της.

Α. Φωνολογικά χαρακτηριστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Διατήρηση της προφοράς των αρχαίων διπλών συμφώνων (λ.χ. κόσ-συφο, λύσ-σα, άd-dο (άλλος), gράμ-μα, άρ-ρουστο) και αναλογική ανάπτυξη διπλών συμφώνων σε άλλες θέσεις (λ.χ. πίν-νω, τόσ-σο, μύτ-τη).
Σημείωση: Το διπλό -λλ- έχει τραπεί σε ανακεκαμμένο διπλό -dd- (λ.χ. φύd-dο «φύλλο», χαμηd-dό «χαμηλός», jαd-dέω «διαλέγω», ποd-dύ «πολύς»).
  1. Ουράνωση και τσιτακισμός τού -κ- (και του -ξ-) προ των φωνηέντων /e/ και /i/, δηλαδή τροπή σε [ts] / [tš] ή παχύ [š], ανάλογα με το ιδίωμα (λ.χ. š-šύddo «σκύλος», š-šύλο «ξύλο», έτσου «έξω», άτσυν-νο «έξυπνος», φατσή «φακή», τšαιρό «καιρός»).
  2. Σίγηση του τελικού -ς (λ.χ. ο άντρα, ο κόσμο, ο αφ-φαλό, ο πόνο, τρει «τρεις», γελάει «γελάς»), αλλά σε συνεκφορές έχουμε διατήρηση, αφομοίωση ή παρέκταση ανάλογα με το ιδίωμα (λ.χ. πού πάσ-σε «πού πας;», ώρjες όρνισε έχει «ωραίες όρνιθες έχεις», ηύρα τε ddυχατέρενdου «βρήκα τις θυγατέρες του», το ‘φαγε μαναχόνdου «το έφαγε μοναχός του»).
  3. Συχνή σίγηση των ενδοφωνηεντικών συμφώνων β, γ, δ, σ, τ με διαφορετικά προϊόντα ανάλογα με το ιδίωμα (λ.χ. ας < ά(γι)ος, τζύο < ζυγός, σημάι < σημάδιον, έπ-πεα < έπεσα, αμμάι < ομμάτιον).
  4. Το συμφωνικό σύμπλεγμα κβ (και το γβ) τρέπεται σε /gu/ (ηχηροποίηση του /k/ και κατόπιν μερική αφομοίωση τόπου αρθρώσεως /v/ > /u/), ο δε φθόγγος -u- συνιζάνεται με το επόμενο φωνήεν (λ.χ. guαίν-νω < εκβαίνω, αguά < αγβά < αβγά, πιστέguω < πιστέγβω < πιστεύω).
  5. Διατήρηση λειψάνων τού αρχαίου δωρικού -α- σε ορισμένες λέξεις, εκεί όπου η Νέα Ελληνική και τα περισσότερα ιδιώματα έχουν το ιωνικό-αττικό -η- (λ.χ. λανό «ληνός», νασίd-dα «νησίδα», παφτά «πηκτή (κρέμα από πηγμένο γάλα)», αίgα άσαμο «αίγα άσημη (ασημάδευτη, αμαρκάριστη)», πίτζαλο «επίζηλος»).

Β. Μορφοσυντακτικά χαρακτηριστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Διατήρηση του απαρεμφάτου κυρίως στον ενεργητικό και μεσοπαθητικό αόριστο και εν μέρει στον ενεστώτα (λ.χ. ’ε σ-σών-νω γερτή «δεν μπορώ να σηκωθώ (να εγερθώ)», ’ε τ-το σ-σώτζει γιάνει ο γιατρό «δεν μπορεί να τον γιάνει ο γιατρός», ’ον ήκουσα έρτει «τον άκουσα που ήρθε», ’εν έχει πει «δεν έχει (τι) να πει»).
  2. Διατήρηση μετοχής ενεργητικού ενεστώτα και αορίστου με άκλιτο κοινό τύπο για όλα τα γένη (λ.χ. εμπαίν-νει κλόντα «αρχίζει να κλαίει», θελήσοντα να πάω «όταν θέλησα να πάω», πορπατώντα επάντηά τον «περπατώντας τον συνάντησα (απάντησα)», είχα γράφσοντα «είχα γράψει», ήρτανε τραβουdώντα «ήρθαν τραγουδώντας»).
  3. Ο μέλλοντας αποδίδεται περιφραστικώς, όχι ως ξεχωριστή μορφολογική κατηγορία. Δηλώνεται από τον ενεστώτα συνοδευόμενο από κατάλληλο χρονικό προσδιορισμό, ώστε να δηλώνεται το τέλειο ή το ατελές ποιόν ενεργείας (στιγμιαίο – διαρκές) (λ.χ. αύρι πάμε «θα πάμε αύριο», ’εν bρέχει «δεν θα βρέξει», του καιρού έρκομαι «θα έρθω του χρόνου»).
  4. Τα παραθετικά των επιθέτων σχηματίζονται με το ποσοτικό επίρρημα πλέο(ν) ή πλέ(ν) (λ.χ. πλε μ-μέγα «μεγαλύτερος», πλεν άš-šημο «ασχημότερος», ο πλεμ bλούσο χριστιανό «ο πλουσιότερος άνθρωπος»), διατηρούνται ωστόσο λίγα κατάλοιπα αρχαίων παραθετικών, τα επιρρ. κάĺ-ĺω < καλλίων (αρσ.), κάj-jο < καλλίων (θηλ.), χεί-ρου < χείρων.
  5. Το ρήμα στέ(κ)ω συντάσσεται με μετοχή ενεστώτα, για να δηλώσει το διαρκές ποιόν ενεργείας (λ.χ. στέει νασταίν-νοντα α π-παιδάι «ανατρέφει (ανασταίνει) ένα παιδί», ήστηκα tšε πλέναμο «πλενόμουν», στέω gράφοντα «συνεχίζω να γράφω»).
  6. Το ρήμα έχω απαντά στο γ΄ ενικό έχει με απρόσωπη χρήση και σημασία «υπάρχει, είναι» (λ.χ. τώρησο, έχει τις πω; «κοίταξε (θώρησον), είναι κανείς;», ’ε τ-τον έχει τ-του «δεν είναι εδώ (αυτού)»). Αξιοσημείωτη είναι επίσης η χρήση των απροσώπων ρημάτων νgίτζει < εγγίζει «κοντεύει, είναι ώρα», δε μ-μου συνέρκεται «δεν θυμούμαι», με dιφσάει «διψώ», με πεινάει «πεινώ», πιθανόν με ιταλική επίδραση.
  7. Η κλίση του ρήματος είμαι σε ενεστώτα και παρατατικό έχει ως εξής: (Ενεστώτας) είμ-μαι, είσαι, έναι, είμ-μεστα, είστε, έναι, (Παρατατικός) ήμ-μο(ν), ήσ-σο, ήτο(ν), ήμ-μεστα, ήστε, ήσ-σα.

Γ. Λεξιλογικά χαρακτηριστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ιστορικές συνθήκες που συνδέονται με την Κατωιταλική διάλεκτο και τη μακραίωνα παρουσία της στην περιοχή μάς επιτρέπουν να διακρίνουμε ορισμένα βασικά λεξιλογικά χαρακτηριστικά, τα οποία μαρτυρούν πτυχές τής ιστορίας της. Αυτά είναι τεσσάρων ειδών:

  1. Δωρισμοί. Πρόκειται για δωρικά λεξιλογικά στοιχεία, συχνά ήδη από τους Δωριείς αποίκους των αρχαίων χρόνων, τα οποία διατηρήθηκαν ακόμη και μετά την εξάπλωση της ελληνιστικής Κοινής (λ.χ. κυσπάλα < δωρ. κυψάλα «κυψέλη», μακ-κών-νω «κοιμούμαι βαθιά» < δωρ. μάκων «παπαρούνα» (αττ. μήκων), φάγο < δωρ. φαγός «άγρια δρυς» (αττ. φηγός), κασένdολο < δωρ. γᾶς ἔντερον «σκουλήκι που ζει στο χώμα»).
  2. Αρχαϊσμοί. Η απομόνωση της διαλέκτου από τον υπόλοιπο ελληνόφωνο χώρο συνέβαλε στη διατήρηση λέξεων ή σημασιών από την περίοδο της ελληνιστικής Κοινής, που δεν απαντούν πλέον στη Νέα Ελληνική (λ.χ. γέρ-ρω «σηκώνω» < εγείρω (> ν.ελλ. γέρνω), σώτζω / σών-νω «μπορώ» < σώζω, τοπικό επίρρ. ώδε «εδώ», αλάν-νω «οργώνω» < ελαύνω, βουθουλεία «αγελάδα» < βους θήλεια).
  3. Λατινικά δάνεια. Όπως είναι φυσικό, η συμβίωση με τη Λατινική —και ειδικότερα με την υστερολατινική της περίοδο— οδήγησε στην είσοδο αρκετών λατινικών λέξεων στη διάλεκτο (λ.χ. κροτέddι «τετράγωνη πέτρα οικοδομής» < κοδρέλλι(ον) < υστλατ. *quadrellum < λατ. quadrum, μουρινό «φαιός» < λατ. murinus, αργκάμι «το φυτό άγρωστη» < αγράμι(ον) < λατ. gramen, άσκλα «σχίζα ξύλου» < υστλατ. asc(u)la).
  4. Ιταλικά δάνεια. Η μακρά επαφή με την Ιταλική και με τις τοπικές διαλέκτους της έχει πλουτίσει την Κατωιταλική διάλεκτο με πλήθος ιταλικών λέξεων, οι οποίες ωστόσο έχουν προσαρμοστεί μορφολογικά (λ.χ. κάddου «πετεινός» < διαλεκτ. ιταλ. caddu, λούτσι «φως – φωτιά» < διαλεκτ. ιταλ. luci, παγέω (-εύω) «πληρώνω» < διαλεκτ. ιταλ. pajare, ανιμάλε «ζώο» < ιταλ. animale, φάτ-το «γεγονός, επεισόδιο» < ιταλ. fatto, πόι «έπειτα» < ιταλ. poi).

Ως δείγμα τής λειτουργίας τής γλώσσας είναι αξιοπρόσεκτες οι ακόλουθες παροιμίες, οι οποίες (λόγω της στερεότυπης εκφοράς τους) τείνουν να διατηρούν σημαντικά χαρακτηριστικά τής διαλέκτου. (Οι παροιμίες έχουν ληφθεί από το βιβλίο τού Rohlfs, Grammatica storica dei dialetti italogreci, München 1977, σ. 223 κ.εξ.)

  • Η gλώσ-σα στέα δεν έχει τšαι στέα κλάν-νει «Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει (αρχ. κλάω «σπάζω»)».
  • Τις πλών-νει ε π-πιάν-νει αφσάρια «Όποιος κοιμάται (αρχ. ὑπνόω) δεν πιάνει ψάρια».
  • Ο šύddo που αλυφτά εν δακ-κάν-νει «Ο σκύλος που γαβγίζει (αλυχτάει) δεν δαγκώνει».
  • Το πει έναι ένα πράμα, το κάμει έν’ άddο «Να το πεις είναι ένα πράγμα, να το κάνεις είναι άλλο».
  • Τις φαίνει νιφτού ε κ-κάν-νει μάτι «Όποιος υφαίνει τη νύχτα δεν κάνει πουκάμισο (αρχ. ἱμάτιον)».

Δείγμα της διαλέκτου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Απόσπασμα από το δημοφιλές τραγούδι "Καληνύφτα" (χωρίς επιστημονική φωνητική μεταγραφή της ακριβούς προφοράς).

Ένα άλλο δημώδες άσμα (Agapi mu fidella «Αγάπη μου πιστή») είναι το εξής:

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Hammarström (2015) Ethnologue 16/17/18th editions: a comprehensive review: online appendices
  2. Νόμος 482 του 1999 Αρχειοθετήθηκε 2015-05-12 στο Wayback Machine.: "La Repubblica tutela la lingua e la cultura delle popolazioni albanesi, catalane, germaniche, greche, slovene e croate e di quelle parlanti il francese, il franco-provenzale, il friulano, il ladino, l'occitano e il sardo."

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Caratzas St., 1958: L’origine des dialects Néo-grecs de l’Italie méridionale. Paris.
  • Rohlfs G., 1962: Neue Beiträge zur Kenntnis der unteritalienischen Gräzität. München.
  • Rohlfs G., 1977: Grammatica storica dei dialetti italogreci. München.
  • Tsopanakis A., 1955: «Eine Dorische Dialektzone im Neugriechischen», Byzantinische Zeitschrift 48, σ. 49-72.
  • Tsopanakis A., 1981: «Contributo alla conoscenza dei dialetti greci dell’Italia meridionale», L’Italia dialettale, vol. IV, σ. 213-282.
  • Minniti Gonias D, 1983 (Minniti-Γκώνια D.): L'elemento orale e popolare nella poesia dei grecofoni calabresi: una raccolta di testi inediti, Napoli, Università L'Orientale, 300 pp.
  • Καραναστάσης Α., 1984-92: Ιστορικόν Λεξικόν των Ελληνικών Ιδιωμάτων τής Κάτω Ιταλίας, τ. 1-5. Αθήνα.
  • Καραναστάσης Α., 1997: Γραμματική των Ελληνικών Ιδιωμάτων τής Κάτω Ιταλίας. Αθήναι.
  • Κοντοσόπουλος Ν., 1994(2): Διάλεκτοι και Ιδιώματα της Νέας Ελληνικής. Αθήνα.
  • Μηνάς Κ., 1984: «Συμβολή στη μελέτη τής Κατωιταλικής Ελληνικής», Ελληνικά 35.
  • Μηνάς Κ., 1994: Η γλώσσα των δημοσιευμένων μεσαιωνικών Ελληνικών εγγράφων τής Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας. Αθήνα.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]