Καρακάξα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Καρακάξα
Ενήλικη καρακάξα (υποείδος P. p. pica )
Ενήλικη καρακάξα (υποείδος P. p. pica )
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Στρουθιόμορφα (Passeriformes)
Υποτάξη: Ωδικά (Passeri)
Οικογένεια: Κορακίδες (Corvidae)
Vigors, 1825
Γένος: Κίττα (Pica) [1][2]
Brisson, 1760
Είδος: P. pica
Διώνυμο
Pica pica (Κίττα η γνησία) [1][2]
(Linnaeus, 1758)
Υποείδη

Pica pica asirensis
Pica pica bactriana
Pica pica bottanensis
Pica pica camtschatica
Pica pica fennorum
Pica pica hemileucoptera
Pica pica leucoptera
Pica pica mauritanica
Pica pica melanotos
Pica pica pica
Pica pica sericea

Η καρακάξα είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Κορακιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Pica pica και περιλαμβάνει 11 υποείδη.[3][4][5]

Στην Ελλάδα απαντά τo υποείδος Pica pica pica (Linnaeus, 1758).[3]

Η καρακάξα είναι από τα ευφυέστερα πτηνά. Τις τελευταίες δεκαετίες, αποτελεί για την επιστημονική κοινότητα αντικείμενο μελέτης και πειραμάτων, κατά τα οποία το πτηνό επιδεικνύει μεγάλη ικανότητα επίλυσης προβλημάτων.

Ονοματολογία και διευκρίνιση ορολογίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επιστημονική ονομασία του γένους Pica είναι η ακριβής λατινική απόδοση (κυριολ. Pīca [6]) της ελληνικής κίττα ή κίσσα.[1][2] Ωστόσο, ο λόγιος όρος κίσσα δεν αναφέρεται στο πτηνό κίσσα, το οποίο ανήκει σε διαφορετικό γένος (Garrulus), αλλά αποκλειστικά στην καρακάξα.

Η παρερμηνεία υφίσταται επειδή, σε πολλές περιοχές της Ελλάδας έχει επικρατήσει -λανθασμένα- να κατονομάζεται η καρακάξα ως «κίσσα». Μάλιστα, το πρόβλημα έχει επιταθεί επειδή, υπήρξε διαχρονικά λανθασμένη μετάφραση της διάσημης όπερας του Τζοακίνο Ροσσίνι La gazza ladra, ως «Η κλέφτρα κίσσα» αντί του ορθού «Η κλέφτρα καρακάξα», καθώς το πτηνό gazza είναι η καρακάξα και όχι η κίσσα.[7]. Άλλωστε, συνήθεια του συγκεκριμένου πτηνού να προσελκύεται από διάφορα αντικείμενα, ειδικά τα γυαλιστερά/μεταλλικά και να τα μεταφέρει στη φωλιά του.

Η λέξη καρακάξα έχει αβέβαιη ετυμολογία, με επικρατούσα την άποψη ότι, είναι ηχομιμητικής προέλευσης από το χαρακτηριστικό κρώξιμο του πουλιού κ(α)ρα, κ(α)ρα, ενώ η άποψη ότι προέρχεται από τα συνθετικά καρά «μαύρος» και κίσσα (?) παρουσιάζει φωνητικά προβλήματα. Τέλος, υπάρχει η εκδοχή ότι προέρχεται από τον τύπο κορακόκισσα < κόρακας + κίσσα [8] (δηλ. «μαύρη κίσσα»).

Συστηματική ταξινομική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος περιγράφηκε από τον Λινναίο, ως Corvus pica (Ουψάλα, Σουηδία 1758).[9] Φυλογενετικά, συγγενεύει με τα είδη Ρ. hudsonia και Ρ. nuttalli, με τα οποία σχηματίζει υπερείδος.

Η ταξινομική του είδους εμφανίζει αρκετά προβλήματα, με κάποια taxa να είναι ευρέως αποδεκτά ως υποείδη και κάποια άλλα να θεωρούνται ως υποείδη ή μονοφυλετικά «γκρουπ». Πολλοί πληθυσμοί, ενδεχομένως, να δικαιολογούν αναβάθμιση στο επίπεδο του είδους, εν αναμονή περαιτέρω μελετών, με σύγκριση των φωνών και της ηθολογίας τους, καθώς και του μοριακού DNA. Υφίστανται πολλοί ενδιάμεσοι διασταυρούμενοι πληθυσμοί.

Γεωγραφική εξάπλωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάρτης κατανομής των υποειδών του είδους Pica pica

Η καρακάξα είναι, αυστηρά επιδημητικό είδος του Παλαιού Κόσμου (οικοζώνες: Παλαιαρκτική, Αφροτροπική και Ινδομαλαϊκή) που σημαίνει ότι, οι πληθυσμοί του είναι μόνιμοι (καθιστικοί) σε ολόκληρο το φάσμα κατανομής.

Στην Ευρώπη, η καρακάξα βρίσκεται σε όλη την ήπειρο, εκτός από την Ισλανδία, την απώτατη Β. Σκωτία, την ευρύτερη περιοχή των Άλπεων και κάποια μεγάλα νησιά της Μεσογείου (Σαρδηνία, Κορσική).

Στην Ασία, η ζώνη κατανομής εκτείνεται από τον Εύξεινο Πόντο, ανατολικά προς Κασπία, Μέση Ανατολή, Κ. Ασία και Ν. Σιβηρία, μέχρι τις ακτές της Καμτσάτκα στον Ειρηνικό. Τα νότια όρια βρίσκονται στα όρια της Ινδοκίνας, του Περσικού Κόλπου και της ΝΔ. Σαουδικής Αραβίας.

Στην Αφρική, τέλος, βρίσκεται μόνον στα βορειοδυτικά, πάντοτε ως επιδημητικό πτηνό, όπως και στις άλλες ηπείρους.[10]

Υποείδος Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) Σημειώσεις
Pica pica asirensis ΝΔ Σαουδική Αραβία (Όρη Ασίρ) Ενδημικό. Θεωρείται εκπρόσωπος φερώνυμου μονοφυλετικού γκρουπ
Pica pica bactriana ΝΑ Τουρκία, ανατολικά προς Ιράκ, Ιράν, ποταμό Ουράλη και Ουράλια Όρη, Ν Σιβηρία και Δ Πακιστάν, Κασμίρ, Κίνα (Σιντζιάνγκ), Μογγολία και Τρανσβαϊκαλία Περιλαμβάνει και το Pica pica hemileucoptera σύμφωνα με μερικούς ερευνητές
Pica pica bottanensis Α Υψίπεδα Θιβέτ (Ν και Α Xizang και Qinghai), προς Β και Κ Μπουτάν και Δ Σετσουάν
Pica pica camtschatica ΒΑ ΣιβηρίαΟχοτσκική θάλασσα, Αναντίρ και Καμτσάτκα) Ενδημικό. Θεωρείται εκπρόσωπος φερώνυμου μονοφυλετικού γκρουπ
Pica pica fennorum Β Σκανδιναβία, Φινλανδία και ΒΑ Βαλτική, ανατολικά προς Δ Σιβηρία
Pica pica hemileucoptera Δ και Κ Σιβηρία, ΔΚ Ασία (συμπεριλαμβανομένου του Σιντζιάνγκ) Περιλαμβάνει και το Pica pica leucoptera σύμφωνα με μερικούς ερευνητές
Pica pica leucoptera Ν ΡωσίαΤρανσβαϊκαλία), Μογγολία και ΒΑ Κίνα (Εσωτερική Μογγολία και Δ Χεϊλονγκτσιάνγκ) Μεγαλύτερο και βαρύτερο από το Pica pica pica. Περιλαμβάνει και το Pica pica hemileucoptera από μερικούς ερευνητές
Pica pica mauritanica ΒΔ Αφρική (Μαρόκο, Β. Αλγερία, Τυνησία) Μικρό μπλε σημάδι κάτω από τον οφθαλμό, ουρά χωρίς πράσινες ανταύγειες,[11] πολύ μεγάλες σμήριγγες και ολόμαυρο ουροπύγιο.[12]. Ευρυενδημικό στην περιοχή
Pica pica melanotos Ιβηρική χερσόνησος Ευρυενδημικό στη χερσόνησο
Pica pica pica Ηνωμένο Βασίλειο, Ν Σκανδιναβία, Δ, Κ και Ν Ευρώπη ανατολικά προς Β, Δ Μικρά Ασία και Τρανσκαυκασία Απαντά στον ελλαδικό χώρο
Pica pica sericea Α και Ν Κίνα (Χαϊνάν), Ταϊβάν, Β Μιανμάρ, Β Λάος και Β Βιετνάμ Πιθανόν να αναβαθμιστεί σε ξεχωριστό είδος. Έχει εισαχθεί και στην Ιαπωνία (Κιούσου)

(Πηγές:[3][9][10])

Μεταναστευτική συμπεριφορά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η καρακάξα είναι αυστηρά επιδημητικό είδος σε ολόκληρο το φάσμα κατανομής του.

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από τις Φερόες, τον Λίβανο, το Ομάν και την Ταϊλάνδη.[10]

Στην Ελλάδα, η καρακάξα απαντά σε όλη σχεδόν την ηπειρωτική επικράτεια ως καθιστικό, μόνιμο πτηνό.[13][14] Το ίδιο ισχύει για την Κύπρο [15], αλλά αμφισβητείται η παρουσία της στην Κρήτη.[16] (βλ. και Κατάσταση στην Ελλάδα).

Βιότοπος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι καρακάξες διαβιούν τόσο σε πεδινά όσο και ορεινά οικοσυστήματα, κυρίως σε ανοικτές θέσεις με λιβάδια, φυσικούς φράχτες, θάμνους και μεμονωμένα δέντρα. Επίσης, στις άκρες του δάσους, κοντά σε νερά και σε βάλτους με καλαμιές, θαμνότοπους με ιτιές και στη χαμηλή βλάστηση. Σπάνια, μπορούν να βρεθούν σε στενές δασικές λωρίδες, μεγάλα δάση ή κλειστές δασικές θέσεις. Ακόμη, αποφεύγουν τις απότομες πλαγιές, τις στενές, βαθιές κοιλάδες τα βραχώδη και χιονισμένα τοπία. Εξαίρεση αποτελούν κάποια υποείδη, όπως τα 1, 7 και 3 που ζουν σε μεγάλα υψόμετρα (βλ Πίνακα υποειδών). Ειδικά το τελευταίο απαντά στα 4.000μ. ενώ μπορεί να αναζητά την τροφή του μέχρι τα 5.500μ. Ωστόσο, περισσότερο από τον μισό ευρωπαϊκό πληθυσμό, σήμερα, εκτιμάται ότι προτιμάει τις αστικές περιοχές και τα περίχωρα. Οι καρακάξες είναι πολύ κοινές και ανευρίσκονται σε αλσύλλια, πάρκα, δενδροστοιχίες δρόμων, νεκροταφεία και σε μεγάλους κήπους σπιτιών.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο η στατιστική ανάλυση των 5 πρώτων προτιμητέων οικοσυστημάτων, δίνει τα εξής αποτελέσματα: Πόλεις, Χωριά, Λειμώνες, Θαμνότοποι και Πλατύφυλλα δένδρα.[17]

Στην Ελλάδα, οι καρακάξες είναι πολύ κοινές σε αγρούς με φυτείες ανάμικτες με διάσπαρτα δένδρα ή θάμνους (συμπεριλαμβανομένων των ελαιώνων), στις παρυφές χωριών, στις πόλεις και σε υγρές περιοχές που έχουν συστάδες με αλμυρίκια ή ιτιές. Απουσιάζουν από κλειστά δάση, μακία γη ή θέσεις με φρύγανα, εκτός εάν στην περιοχή υπάρχει έστω και μικρή ανθρώπινη παρουσία (αγροκτήματα, στάνες, κ.λπ.). Τέλος, κάνουν πολύ αισθητή την παρουσία τους σε σκουπιδότοπους και κατά μήκος μεγάλων οδικών αρτηριών, όπου εκμεταλλεύονται θνησιμαία από πιθανά ατυχήματα.[13][18]

Μορφολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η καρακάξα είναι από τα ευφυέστερα πτηνά στην υφήλιο

Η καρακάξα, με την κοινή της παρουσία στο ευρύτερο αστικό τοπίο είναι από τα πλέον αναγνωρίσιμα πουλιά και δεν συγχέεται με άλλο είδος (indistinguishable). Από μακριά, διακρίνεται η χαρακτηριστική «μακρόστενη» σιλουέτα -λόγω της ουράς της- και δείχνει ασπρόμαυρη. Ωστόσο, από κοντινή απόσταση και κάτω από ειδικές γωνίες πρόσπτωσης του ηλιακού φωτός, διακρίνονται τα όμορφα σκούρα, ιριδίζοντα φτερά του πτερώματός της, με τις χαρακτηριστικές πρασινο-κυανές μεταλλικές ανταύγειες στο κεφάλι, τον τράχηλο και το στήθος. Αυτά τα χρώματα κάνουν έντονη αντίθεση με το λευκό χρώμα στα φτερά της ωμοπλάτης και της κοιλιάς.

Οι πτέρυγες είναι, επίσης, μαυριδερές με ιριδίζουσες πράσινες-μωβ ανταύγειες, ενώ τα πρωτεύοντα ερετικά φτερά, είναι λευκά με σκούρες άκρες, κάτι που φαίνεται έντονα κατά την πτήση. Η ουρά είναι πολύ μεγάλη (τουλάχιστον 50% του ολικού μήκους σώματος) και έχει ιριδίζοντα μαύρα πηδαλιώδη φτερά με χαλκοπράσινες ανταύγειες. Το ράμφος είναι ισχυρό, με χαρακτηριστικές μακριές σμήριγγες. Η ίριδα είναι σκούρα καφέ και οι ταρσοί έχουν μαύρο χρώμα.

Τα φύλα είναι παρόμοια αλλά τα αρσενικά είναι λίγο μεγαλύτερα και έχουν ελαφρώς μακρύτερη ουρά από τα θηλυκά.[11][19] Τα νεαρά άτομα έχουν ασπρόμαυρες ρίγες στην άνω επιφάνεια των πτερύγων, χωρίς τις μεταλλικές ανταύγειες των ενηλίκων και πολύ μικρότερη ουρά.[20]

Βιομετρικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μήκος σώματος (μαζί με την ουρά): (40-) 44 έως 46 (-51) εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: (48-) 52 έως 58 (-62) εκατοστά
  • Μήκος ουράς: 20 έως 30 εκατοστά
  • Μήκος χορδής πτέρυγας: ♂ 19,3 ± 0,5 εκατοστά [Εύρος 18,6 – 20,0 εκατοστά (σε δείγμα Ν=42 ατόμων στο Ηνωμένο Βασίλειο)], ♀ 18,4 ± 0,8 εκατοστά [Εύρος 17,2 – 19,6 εκατοστά (Ν=158)]
  • Βάρος: ♂ 205 – 264 γραμμάρια (Ν=34), ♀ 167 – 241 γραμμάρια (Ν=122) [17]

(Πηγές:[12][19][20][21][22][23][24][25][26][27][28][29][30])

Τροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όπως όλα τα κορακοειδή, οι καρακάξες είναι παμφάγα πτηνά, τρώγοντας οτιδήποτε διαθέσιμο, από έντομα, σκαθάρια, σαλιγκάρια και μικρά σπονδυλόζωα (βατράχους, τρωκτικά) μέχρι πουλιά, αβγά και νεοσσούς άλλων ειδών και, βέβαια, θνησιμαία. Επίσης φυτικό υλικό (κυρίως κόκκους δημητριακών) και σπέρματα κωνοφόρων (κουκουναρόσπορους) μετά την περίοδο φωλιάσματος.[19]

Φωνή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ενήλικη καρακάξα εν πτήσει (ραχιαία όψη)

Το κυριότερο ηθολογικό στοιχείο της καρακάξας -πέραν της νοημοσύνης της- είναι η φωνή της που, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, είναι γρήγορα και δυνατά κρωξίματα, όχι ευχάριστα στην ακοή. Πολλά από αυτά, είναι «σημεία συναγερμού», όπως στην περίπτωση που στον χώρο τους κινούνται «εισβολείς», όπως π.χ. γάτες. Αυτά είναι πολύ δυνατά και παρατατεμένα και χρησιμεύουν στην επικοινωνία μεταξύ των πτηνών. Υπάρχουν όμως και πιο «ήπιες» φωνές, συνήθως δισύλλαβες αρθρώσεις που, δίνουν την εντύπωση ότι, τα πτηνά «συζητούν» μεταξύ τους –κάτι που, μάλλον, δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Άλλωστε, οι περιστασιακές, θορυβώδεις συγκεντρώσεις σε μικρά κοπάδια, έχουν πολύ εύστοχα κατονομαστεί ως, «κοινοβούλια καρακάξας» (magpie parliaments). Ωστόσο, αντίθετα από ό, τι πιστεύεται, η καρακάξα μπορεί και αρθρώνει λαρυγγισμούς [28] που δεν είναι ενοχλητικοί και θεωρούνται το «τραγούδι» της,[21] κάποιες φορές απρόσμενα καλόηχο.[22]

Η τραχειά φωνή της καρακάξας υπήρξε η βάση για τη μεταφορική σημασία της λέξης, για γυναίκες που φωνάζουν υπερβολικά ή στριγγλίζουν, κατ’ επέκτασιν για άσχημες ή «γλωσσούδες».[31]

Δείγματα φωνής (εξωτερικός σύνδεσμος)

Ηθολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η καρακάξα, είναι γνωστό ότι, σχηματίζει ομάδες των 5-25 ατόμων που θορυβούν ακατάπαυστα. Μπορεί να είναι επιφυλακτική, αλλά όχι δειλή και, έχοντας συνηθίσει την ανθρώπινη παρουσία, περιπολεί τον χώρο εκτελώντας μικρές πτήσεις πάνω από πολυσύχναστους αστικούς κήπους και θέσεις με πράσινο, αναζητώντας τροφή. Η πτήση της είναι ευθεία, με σύντομες αερολισθήσεις (glides) [20] και μικρή σε διάρκεια, συνήθως από κάποιο ψηλό σημείο (π.χ. μια στέγη) στο έδαφος. Βαδίζει με αυτοπεποίθηση και με την ουρά ελαφρά ανασηκωμένη ενώ, ανά διαστήματα, εκτελεί μεγάλα πηδήματα (hops).[21]

Οι καρακάξες εμφανίζουν μιαν έμφυτη επιφυλακτικότητα απέναντι στις γάτες, πιθανότατα λόγω της ικανότητας των τελευταίων να σκαρφαλώνουν στα δένδρα, όπου τα πουλιά φτιάχνουν τη φωλιά τους. Μάλιστα, αρθρώνουν ειδικό «σήμα συναγερμού» όταν στον χώρο περιφέρονται τα συγκεκριμένα θηλαστικά.[21]

Η «κλέφτρα» καρακάξα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έχει περιγραφεί η συνήθεια της καρακάξας να «κλέβει» αντικείμενα που της κάνουν εντύπωση και να τα κρύβει σε δυσπρόσιτα σημεία.[30] Ωστόσο, η «κλέφτρα» καρακάξα -και όχι η «κλέφτρα» κίσσα, όπως λανθασμένα έχει αποδοθεί- πιθανόν, έχει αποκτήσει άδικα αυτή τη φήμη.[21] Είναι αλήθεια ότι, έλκεται από την παρουσία μεταλλικών αντικειμένων τα οποία, ωστόσο, μπορεί να είναι οτιδήποτε, λ.χ. χάντρες, γυαλιά, κονσερβοκούτια, νομίσματα, ή οτιδήποτε «γυαλίζει» στο φως, αλλά αυτό το κάνει από έμφυτη περιέργεια λόγω του υψηλού δείκτη νοημοσύνης της (βλ. παρακάτω) και όχι με τη διάθεση να «κλέψει». Επίσης, όλα τα μέλη της οικογενείας των Κορακιδών, έχουν αυτή τη συνήθεια, όπως οι κουρούνες και οι κάργιες, απλώς η συνηθέστερη παρουσία της καρακάξας, δίνει αυτή τη λανθασμένη εντύπωση.

Νοημοσύνη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η καρακάξα θεωρείται, όχι μόνον από τα ευφυέστερα πτηνά αλλά και μεταξύ των πιο έξυπνων από όλα τα ζώα, γενικά. Αυτό οφείλεται στη μεγάλη περιοχή του εγκεφάλου της που στα πτηνά- ονομάζεται nidopallium και έχει ανάλογο μέγεθος με την αντίστοιχη περιοχή (pallium) των θηλαστικών. Μάλιστα, είναι μεγαλύτερη από εκείνη ενός γίββωνα.[32] Όπως και σε άλλα κορακοειδή, ο λόγος μάζας του εγκεφάλου/μάζα σώματος είναι ίσος με εκείνον των μεγάλων πιθήκων και των κητών.[33]

Μελέτη του 2004, δείχνει ότι η νοημοσύνη του κορακοειδών, όπου ανήκει η καρακάξα είναι ισοδύναμη με εκείνη των μεγάλων πιθήκων, και όσον αφορά στην κοινωνική επίγνωση, το αιτιολογικό σκεπτικό, την ευελιξία σκέψης, τη φαντασία και την προσδοκία. Πέραν τούτου, όμως, οι καρακάξες εμφανίζουν και τα εξής ηθολογικά χαρακτηριστικά:

  • Συμμετέχουν σε περίτεχνα «κοινωνικά» τελετουργικά, που ενδεχομένως να περιλαμβάνουν και το συναίσθημα της θλίψης (sic).[34][35]
  • Αυτο-αναγνώριση μπροστά σε καθρέπτη που έχει ήδη αποδειχθεί,[36] και τις καθιστά ένα από τα αλλά λίγα είδη ζώων, γενικά, και το μόνο μη-θηλαστικό που διαθέτει αυτήν την ικανότητα.[37]
  • Στο πεδίο των γνωστικών ικανοτήτων, η καρακάξα θεωρείται ως υπόδειγμα ανεξάρτητης εξέλιξης σε κορακοειδή και πρωτεύοντα θηλαστικά, που περιλαμβάνει:
    • Ικανότητα χρήσης εργαλείων
    • Ικανότητα να κρύβει και να αποθηκεύει τροφή σε όλη τη σεζόν
    • «Επεισοδιακή-μνήμη», δηλαδή μνήμη που χρησιμοποιεί την ατομική εμπειρία για να προβλέψει τη συμπεριφορά άλλων ατόμων του είδους της [38]
    • Κοπή και διανομή τροφής σε μερίδες ανάλογες με το μέγεθος των νεοσσών
  • Σε αιχμαλωσία, οι καρακάξες έχουν παρατηρηθεί να συναθροίζονται πριν τη διανομή της τροφής, μιμούμενες ανθρώπινες φωνές, ενώ κάνουν τακτική χρήση εργαλείων για να καθαρίζουν τα κλουβιά τους. [εκκρεμεί παραπομπή]
  • Στην άγρια φύση, οργανώνονται σε «ομάδες» και χρησιμοποιούν σύνθετες στρατηγικές στο κυνήγι άλλων πτηνών, ή όταν έρχονται αντιμέτωπες με αρπακτικά ζώα [39]

Αναπαραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η περίοδος φωλιάσματος ποικίλλει ανάλογα με την επικράτεια αναπαραγωγής, με το φώλιασμα να αρχίζει ήδη από τον Δεκέμβριο στο Ηνωμένο Βασίλειο,[9] αλλά στις υπόλοιπες επικράτειες συνήθως είναι στις αρχές Απριλίου.[40] Οι καρακάξες είναι μονογαμικές και σχηματίζουν μακρόβια ζευγάρια, ήδη από τον προηγούμενο χειμώνα. Συχνά φωλιάζουν σε μικρές χαλαρές αποικίες, αλλά αυτό μπορεί να είναι περισσότερο ανταπόκριση στην τοπική κατανομή των δέντρων, παρά να οφείλεται σε χαρακτηριστικό της ηθολογίας τους.[19] Πριν το ζευγάρωμα πραγματοποιούνται τελετουργικά ερωτοτροπίας με τα πτηνά να εκτελούν μικρές πτήσεις και «κυνηγητά» και να «μιλάνε» τη δική τους «γλώσσα», η οποία φαίνεται να διαφέρει από εκείνην που χρησιμοποιούν στις άλλες περιόδους του έτους. Η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε αναπαραγωγκή περίοδο.[40]

Η «φωλιά» της καρακάξας είναι μια ογκώδης κατασκευή που εμπεριέχει την πραγματική φωλιά

Στις προτιμώμενες θέσεις αναπαραγωγής (βλ. Βιότοπος), οι καρακάξες κατασκευάζουν τη φωλιά τους σε δένδρα, ιδιαίτερα σε ανοικτές θέσεις. Ωστόσο, στις περιαστικές περιοχές και σε άδενδρες τοποθεσίες, η φωλιά μπορεί να κατασκευαστεί σε θάμνους και φυσικούς φράκτες, σε πυλώνες ηλεκρισμού, ακόμη και σε σπίτια ή άλλες ανθρώπινες κατασκευές.[40] Και τα δύο φύλα συμμετέχουν στην κατασκευή της φωλιάς (το αρσενικό προμηθεύει τα υλικά και το θηλυκό κτίζει), η οποία είναι χαρακτηριστική και ξεχωρίζει από απόσταση. Βρίσκεται στη διχάλα ή στα μεγάλα κλαδιά ενός ψηλού φυλλοβόλου δένδρου (γι’ αυτό φαίνεται εύκολα τον χειμώνα) και έχει μεγάλο μέγεθος. Η φωλιά επαναχρησιμοποιείται στα επόμενα έτη και από πολλά άλλα είδη, π.χ., κουκουβάγιες. Μπορεί να έχει διάμετρο έως και ένα (1) μέτρο, είναι θολωτή με κρυφές εισόδους και στις δύο πλευρές, κυρίως στο πάνω μέρος. Ωστόσο, η όλη ογκώδης κατασκευή χρησιμεύει για την προστασία της εσωτερικής μικρότερης, κυπελοειδούς δομής που αποτελεί την πραγματική θέση ωοτοκίας. Αυτή είναι κατασκευασμένη με λάσπη ή κοπριά και επενδυμένη με πόες, ριζίδια, τρίχες και γρασίδι.[19]

Αυγά καρακάξας

Η γέννα αποτελείται από (3-) 5 έως 8 (-10) υποελλειπτικά, γυαλιστερά και έντονα κηλιδωτά αβγά, διαστάσεων 34,7 Χ 24,0 χιλιοστών και βάρους 9,9 γραμμαρίων, εκ των οποίων, ποσοστό 6% είναι κέλυφος.[17] Η εναπόθεση γίνεται κάθε δεύτερη μέρα. Η επώαση αρχίζει αμέσως μετά την εναπόθεση του πρώτου αβγού, πραγματοποιείται από το θηλυκό και διαρκεί, κατά μέσον όρο, 17-18 ημέρες.[40][41] Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι και χρήζουν της άμεσης προστασίας των γονέων. Πτερώνονται και αφήνουν τη φωλιά στις 22 έως 27 (-28) ημέρες μετά την εκκόλαψη,[40][41] και συμμετέχουν σε ομαδικά «παιδοκομεία», όπου κάθε γονέας σιτίζει το μικρά του για άλλες 3-4 εβδομάδες.[19]

Συχνά η φωλιά της καρακάξας παρασιτείται από τον κούκο Η σεξουαλική ωριμότητα επιτυγχάνεται στα 2 έτη ζωής του πτηνού, ενώ η μέση διάρκεια ζωής του είναι τα 5 χρόνια.[17] Μια μελέτη που πραγματοποιήθηκε κοντά στο Σέφιλντ της Βρετανίας με πουλιά με αναγνωριστικά χρωματιστά δαχτυλίδια στα πόδια τους, βρήκε ότι μόνο το 22% των νεοσσών μετά τον πρώτο χρόνο ζωής τους. Για τα επόμενα χρόνια, το ποσοστό επιβίωσης ήταν 69%, υποδηλώνοντας ότι για αυτά τα πουλιά που επιβίωσαν μετά τον πρώτο χρόνο, ο συνολικός μέσος όρος ζωής ήταν τα 3,7 χρόνια[42]. Η μεγαλύτερη καταγεγραμμένη ηλικία για καρακάξα είναι 21 χρόνια και 8 μήνες για ένα πουλί κοντά στο Κόβεντρι της Αγγλίας, το οποίο μπήκε δαχτυλίδι αναγνώρισης το 1925, και πυροβολήθηκε το 1947[43][44].

Κατάσταση πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι καρακάξες θεωρούνται επιβλαβείς σε αρκετές περιοχές και εξοντώνονται.[19] Παρόλο που οι «πληθυσμοί-κλειδιά» σε Ρωσία και Γαλλία έχουν μειωθεί αισθητά, το είδος δεν κινδυνεύει σε παγκόσμιο επίπεδο και αξιολογείται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) από την IUCN.[45]

Τους μεγαλύτερους καταγεγραμμένους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς στην Ευρώπη, διαθέτουν η Ρωσία, η Γαλλία, η Τουρκία, η Ισπανία και η Βουλγαρία.[46]

Κατάσταση στην Ελλάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νεοσσός καρακάξας

Η καρακάξα απαντά ως πολύ κοινό επιδημητικό είδος σε όλα σχεδόν τα ηπειρωτικά αλλά, για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, απουσιάζει από περισσότερα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου, εκτός από την Κέρκυρα, την Κω και τη Λευκάδα (;). Ελάχιστες αναφορές υπάρχουν από την Κρήτη, τη Λέσβο, τη Χίο και τις Κυκλάδες. Κινούνται από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι τα 600 μ., περιστασιακά μέχρι τα 1.500 μ., ανάλογα με την ύπαρξη κατάλληλου οικοτόπου. Ειδικά σε αγροτικά, άδενδρα πλατώματα (λ.χ. κατά μήκος εθνικών οδών), έχουν προσαρμοστεί να φωλιάζουν πάνω στους πυλώνες μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, μαζί με κουρούνες.[47]

Είναι αυστηρά καθιστικό είδος και, παρά τη μικρή μετααναπαραγωγική διασπορά νεαρών κυρίως ατόμων, δεν απομακρύνονται ούτε στα κοντινά νησιά. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα σχηματίζουν χαλαρά σμήνη, και κουρνιάζουν ομαδικά σε εξειδικευμένες συστάδες πυκνής βλάστησης.[47]


Η καρακάξα είναι πουλί της οικογένειας Corvidae . Όπως και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς τους, οι καρακάξες θεωρούνται πάρα πολύ έξυπνα πτηνά. Η ευρασιατική κίσσα, για παράδειγμα, κατατάσσεται μεταξύ των πιο έξυπνων πλασμάτων του κόσμου [48] [49] και είναι ένα από τα λίγα είδη, μη θηλαστικών, που μπορούν να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους σε μια δοκιμή καθρέφτη . [50] Είναι γνωστές για το ιδιαίτερο κελάηδημά τους, ενώ κάποτε αποτελούσαν ένα αρκετά δημοφιλές κατοικίδιο ως πτηνό σε κλουβί. Εκτός από άλλα μέλη του γένους Pica, οι κορβίδες που ονομάζονται καρακάξες μπορεί να ανήκουν στα γένη Cissa, Urocissa και Cyanopica .

Οι καρακάξες του γένους Pica απαντώνται γενικά σε εύκρατες περιοχές της Ευρώπης, της Ασίας και της δυτικής Βόρειας Αμερικής, με πληθυσμούς να υπάρχουν επίσης στο Θιβέτ και σε περιοχές με υψηλό υψόμετρο στο Κασμίρ. Οι καρακάξες του γένους Cyanopica απαντώνται στην Ανατολική Ασία και στην Ιβηρική Χερσόνησο . Ωστόσο, τα πουλιά που ονομάζονται καρακάξες (eng: magpies) στην Αυστραλία, δεν σχετίζονται με τις καρακάξες στον υπόλοιπο κόσμο. [51]

Λαογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Ευρώπη, οι καρακάξες είχαν ιστορικά δαιμονοποιηθεί από τον άνθρωπο, κυρίως ως αποτέλεσμα δεισιδαιμονιών και μύθων. Τα μεγάλα κορακοειδή, λόγω του μαύρου χρώματός τους αντιπροσωπεύουν το κακό στη βρετανική λαογραφία, με τα άσπρα πουλιά να θεωρούνται ως καλά.[52] Η καρακάξα είναι προάγγελος κακής τύχης, όπως στη Σκωτία όπου μια καρακάξα κοντά στο παράθυρο του σπιτιού λέγεται ότι προφητεύει κάποιον θάνατο.

Στην ιταλική και γαλλική λαογραφία, οι καρακάξες πιστεύεται ότι έχουν μια τάση να «κλέβουν» λαμπερά αντικείμενα, ιδιαίτερα πολύτιμους λίθους. Εκεί, άλλωστε, βασίζεται η ονομασία της όπερας La Gazza Ladra του Ροσίνι (βλ. Ονοματολογία) και το τεύχος The Castafiore Emerald από τις περιπέτειες του Τεντέν. Αλλά και στη βουλγαρική, γαλλική, γερμανική, ουγγρική, πολωνική, ρωσική, σλοβακική και σουηδική λαογραφία η καρακάξα θεωρείται, επίσης, «κλέφτης». Στη Σουηδία συνδέεται και με τη μαγεία.

Κόντρα στις ευρωπαϊκές αντιλήψεις για την καρακάξα, το πτηνό θεωρείται ότι φέρνει μεγάλη τύχη στην Κορέα, ευημερία και ανάπτυξη [52] Ομοίως, στην Κίνα, οι καρακάξες θεωρούνται ως οιωνοί ευτυχίας.

Άλλες ονομασίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η καρακάξα απαντά στον ελλαδικό χώρο και με τις ονομασίες κράγκα [53] και κατσικορώνα (Κύπρος).[54]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 ΠΛ, 8:195
  2. 2,0 2,1 2,2 ΠΛΜ, 34:423
  3. 3,0 3,1 3,2 Howard and Moore, p. 511
  4. http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=179720
  5. http://www.iucnredlist.org/details/full/22705865/0
  6. Valpy, p. 339
  7. https://it.wikipedia.org/wiki/Pica_pica
  8. Μπαμπινιώτης, σ. 839
  9. 9,0 9,1 9,2 http://ibc.lynxeds.com/species/common-magpie-pica-pica
  10. 10,0 10,1 10,2 http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22705865
  11. 11,0 11,1 Mullarney et al, p. 361
  12. 12,0 12,1 Heinzel et al, p. 322
  13. 13,0 13,1 Όντρια (Ι), σ. 153
  14. RDB, p. 161
  15. Σφήκας, σ. 91
  16. Σφήκας, σ. 73
  17. 17,0 17,1 17,2 17,3 http://blx1.bto.org/birdfacts/results/bob15490.htm
  18. Handrinos & Akriotis, p. 279
  19. 19,0 19,1 19,2 19,3 19,4 19,5 19,6 planetofbirds.com
  20. 20,0 20,1 20,2 Bruun, p. 214
  21. 21,0 21,1 21,2 21,3 21,4 Mullarney et al, p. 360
  22. 22,0 22,1 Flegg, p. 214
  23. Harrison & Greensmith, p. 392
  24. Avon & Tilford, p. 170
  25. Perrins, p. 160
  26. Όντρια, σ. 153
  27. Scott & Forrest, p. 162
  28. 28,0 28,1 Singer, p. 338
  29. http://www.ibercajalav.net
  30. 30,0 30,1 ΠΛΜ, 32:83
  31. ΠΛΜ, 32:398
  32. Comparative vertebrate cognition: are primates superior to non-primates?, By Lesley J. Rogers, Gisela T. Kaplan, page 9, Springer, 2004
  33. http://www.birding.in/birds/Passeriformes/corvidae.htm
  34. Animal emotions, wild justice and why they matter: Grieving magpies, a pissy baboon, and empathic elephants, M Bekoff - Emotion, Space and Society, 2009 – Elsevier
  35. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 10 Ιουνίου 2015. Ανακτήθηκε στις 24 Αυγούστου 2015. 
  36. Waal
  37. Prior et al
  38. Prior H. et al. (2008). De Waal, Frans, ed. "Mirror-Induced Behavior in the Magpie (Pica pica): Evidence of Self-Recognition" (PDF). PLoS Biology (Public Library of Science) 6 (8): e202. doi:10.1371/journal.pbio.0060202. PMC 2517622. PMID 18715117
  39. Robertson
  40. 40,0 40,1 40,2 40,3 40,4 Harrison, p. 316
  41. 41,0 41,1 Perrins, p. 188
  42. Birkhead 1991, σελίδες 130–132.
  43. «European Longevity Records». Euring. Ανακτήθηκε στις 19 Νοεμβρίου 2015. 
  44. Robinson, R.A.· Leech, D.I.· Clark, J.A. «Longevity records for Britain & Ireland in 2014». British Trust for Ornithology. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Απριλίου 2017. Ανακτήθηκε στις 19 Νοεμβρίου 2015. 
  45. http://www.iucnredlist.org/details/22705865 /0
  46. http://www.birdlife.org/datazone/userfiles/file/Species/BirdsInEuropeII/BiE2004Sp5475.pdf[νεκρός σύνδεσμος]
  47. 47,0 47,1 Handrinos & Akriotis, p. 280
  48. Connor, Steve (19 August 2008). «Magpies reflect on a newly discovered intellectual prowess». The Independent. https://www.independent.co.uk/environment/nature/magpies-reflect-on-a-newly-discovered-intellectual-prowess-901857.html. 
  49. «Eurasian Magpie: A True Bird Brain». Encyclopedia Britannica. Ανακτήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 2021. 
  50. «Mirror-Induced Behavior in the Magpie (Pica pica): Evidence of Self-Recognition». PLOS Biology (Public Library of Science) 6 (8): e202. 2008. doi:10.1371/journal.pbio.0060202. PMID 18715117. 
  51. Joseph, Leo (12 Δεκεμβρίου 2017). «It's beloved, but Australia's magpie is an international bird of mystery | Leo Joseph». the Guardian (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 2020. 
  52. 52,0 52,1 http://news.bbc.co.uk/2/hi/uk_news/magazine/7316384.stm
  53. Απαλοδήμος, σ. 35
  54. http://avibase.bsc-eoc.org/

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • BirdLife International. 2004. Birds in Europe: population estimates, trends and conservation status. BirdLife International, Cambridge, U.K.
  • del Hoyo, J.; Elliott, A.; Christie, D. 2006. Handbook of the Birds of the World, vol. 11: Old World Flycatchers to Old World Warblers. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
  • Gordo, O.; Sanz, J. J. 2006. Climate change and bird phenology: a long-term study in the Iberian Peninsula. Global Change Biology 12: 1993-2004.
  • IUCN. 2014. The IUCN Red List of Threatened Species. Version 2014.2. Available at:www.iucnredlist.org. (Accessed: August, 2015).
  • Jenni, L.; Kery, M. 2003. Timing of autumn bird migration under climate change: advances in long-distance migrants, delays in short-distance migrants. Proceedings of the Royal Society of London Series B 270(1523): 1467-1471.
  • Prior, Schwarz, and Güntürkün, Helmut, Ariane, and Onur; Schwarz, A; Güntürkün, O; De Waal, Frans (2008). De Waal, Frans, ed. Mirror-Induced Behavior in the Magpie (Pica pica): Evidence of Self-Recognition (PDF). PLoS Biology (Public Library of Science) 6 (8): e202. doi:10.1371/journal.pbio.0060202. PMC 2517622. PMID 18715117. Retrieved 2008-08-21
  • Robertson Joyce, Meet the Magpie, (AuthorHouse, 2010), page 5
  • Sparks, T. H.; Huber, K.; Bland, R. L.; Crick, H. Q. P.; Croxton, P. J.; Flood, J.; Loxton, R. G.; Mason, C. F.; Newnham, J.A.; Tryjanowski, P. 2007. How consistent are trends in arrival (and departure) dates of migrant birds in the UK? Journal of Ornithology 148: 503-511.
  • Tryjanowski, P.; Kuzniak, S.; Sparks, T. H. 2002. Earlier arrival of some farmland migrants in western Poland. Ibis 144: 62-68.
  • Tryjanowski, P.; Kuzniak, S.; Sparks, T. H. 2005. What affects the magnitude of change in first arrival dates of migrant birds? Journal of Ornithology 146: 200-205.
  • Waal, Frans de, The Age of Empathy: Nature's Lessons for a Kinder Society (New York: Harmony Books, 2009), 149.
  • Wink, Michael (1973): Die Verbreitung der Nachtigall (Luscinia megarhynchos) im Rheinland. Charadrius 9(2/3): 65-80. (PDF)

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας» (RDB), Αθήνα 1992
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Enticott Jim and David Tipling: Photographic Handbook of the Seabirds of the World, New Holland, 1998
  • Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Jobling, J. 1991. A dictionary of scientific bird names. University Press, Oxford.
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
  • Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]